e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Έφαγες καλά μάνα!

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Όσο που δεν πνίγηκε η Τερέζα με την κουβέντα  του Κωστάκη.

-Έφαγες καλά μάνα. Σχεδόν μετέωρο το πιρούνι.

Αλλά είχε μάθει προ πολλού να μην αντιδρά σε τίποτα.

Ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της η Τερέζα, όμορφη και μοναχοκόρη. Ο πατέρας της δούλευε Κλητήρας σε μια Τράπεζα και περνούσαν σχετικώς καλά.

Σε κάθε πανηγύρι, τα μόνα σχεδόν δημόσια γλέντια τότε, η ομορφιά της γινόταν θέμα συζήτησης. Οι μεν νέοι ξεροστάλιαζαν να την κοιτάνε, οι δε γονείς κρυφομιλούσαν.

-Καλή, όμορφη και από καλή οικογένεια, δε λέω, αλλά ο Πιέρος, (πατέρας της), δεν έχει τίποτα να της δώσει, φτωχονοικοκυραίοι, ίσα που τα βγάζουν πέρα.

Το πρόβλημα, τότε, κάθε φτωχού πατέρα και κάθε κοριτσιού χωρίς προίκα.

Ήταν δεν ήταν 17 χρονών η όμορφη Τερέζα, όταν εκείνο το Καλοκαίρι, μαζί με τους πολλούς ξένους, Μοραΐτες και άλλους  που έρχονταν στη Ζάκυνθο για να προσκυνήσουν στο πανηγύρι του Αγίου Διονυσίου, ήρθε και ο Πέτρος με τους γονείς του. Ωραίο παιδί, μόλις είχε τελειώσει  Ακαδημία και Στρατιωτικό και περίμενε το διορισμό του ως δάσκαλος.

Με το που συναντήθηκαν στο προσκύνημα και σμίξανε τα μάτια τους, λες και τους διαπέρασε το ίδιο ηλεκτρικό ρεύμα. Κεραυνοβόλος έρωτας ο Πέτρος με την Τερέζα. Τις λίγες μέρες που παρέμειναν στο νησί ο Πέτρος και οι γονείς τους, οι δυο ερωτευμένοι κατάφερναν να βλέπονται. Περπατούσαν από τη γειτονιά της Α. Τριάδας, όπου έμενε ο Πέτρος, μέχρι την Κρυονερίτισα, στο Κρυονέρι. Όχι μαζί φυσικά, ο ένας στη μίαν άκρη του πεζοδρομίου και ο άλλος στην άλλη και δυο βήματα πίσω ο Πέτρος, ώστε να μη γίνονται  στόχος ότι ήταν μαζί.   Όταν οι άλλοι περιπατητές βρίσκονταν σε κάποια απόσταση, αντάλλασσαν φλογερές ματιές και μερικές κουβέντες οι δυο νέοι. Κι όταν πλησίαζαν άλλοι, προχωρούσαν αμέριμνοι και οι δυο ούτε πως γνωρίζονται. Γιατί ο έρωτας, είναι μεγάλος εφευρέτης και καταφερτζής.  

Ο Πέτρος, έπεισε τους γονείς του να μείνουν λίγες ημέρες ακόμα, τους φιλοξενούσαν φίλοι στη Ζάκυνθο. Οι λίγες ημέρες, έγιναν λίγες εβδομάδες. Οι δυο ερωτευμένοι, κατάφερναν να συναντιόνται στο βραδινό περίπατο και να ανταλλάσσουν λίγες κουβέντες.   

Ένα απόγευμα, μετά τον απογευματινό τους περίπατο στο Κρυονέρι, ο ένας στη μια άκρη ο άλλος στην άλλη,  έφυγε πρώτος ο Πέτρος και θα ακολουθούσε αργά-αργά η Τερέζα. Πήγε στο Ψιλικατζίδικο  του φίλου του, του Διονυσάκη κοντά στον Άγιο Παύλο, θα περνούσε από εκεί η Τερέζα γιατί ήταν ο δρόμος της, ώστε να τη δει μια φορά ακόμα. Σοβαρή η Τερέζα, πέρασε, ως συνήθως, από την απέναντι μεριά όχι μπροστά από το μαγαζί γιατί ήξερε πως σύχναζαν εκεί αργόσχολοι νέοι και πείραζαν τα κορίτσια. Καθώς περνούσε η Τερέζα, ένας από όλους λέει:

-Την βλέπετε αυτήν; Μαζί ήμαστε μέχρι προ ολίγου, ξέκοψα εγώ να μη μας δουν.

Φούντωσε άσχημα ο Πέτρος για την κακοήθεια, αλλά τον κοίταξε με νόημα ο Διονυσάκης, να μη μιλήσει, θα ήταν χειρότερα για το κορίτσι. Μόνο μίλησε εκείνος  σιγανά  στον τζιτζιφιόγκο, για να μην ακουστεί και του είπε να μην ξαναπατήσει εκεί μέσα. Γεγονός, πολλοί νεαροί καυχιόνταν εκείνα τα χρόνια ότι δήθεν «τα είχαν με την τάδε κοπέλα». Ήταν και πολλοί έντιμοι και σοβαροί, όμως, που τους έβαζαν στη θέση τους, υπερασπίζοντας τα αθώα κορίτσια.

Το αγνό ειδύλλιο των παιδιών, συνεχιζόταν. Μα έφτασε η αναπόφευκτη στιγμή της αναχώρησης της οικογένειας. Δύσκολες στιγμές για τους ερωτευμένους, αλλά είπαμε, μεγάλος εφευρέτης ο έρωτας! Ο Διονυσάκης, ανέλαβε το ρόλο του Ταχυδρόμου, πήγαιναν σε κείνον να γράμματα του Πέτρου για την Τερέζα.

Με τις ευλογίες των γονιών του, πήγε στη Ζάκυνθο λίγους Μήνες αργότερα ο Πέτρος να ζητήσει σε γάμο την Τερέζα. Λογικά, περίμενε η απάντηση να είναι θετική.

Μα οι γονείς αρνήθηκαν.

-Ένα κορίτσι το έχουμε,  δε γίνεται να το δώσουμε στα ξένα. Είσαι καλό παιδί, σπουδασμένος, έχεις υπηρετήσει και την Πατρίδα, θα ήταν χαρά μας να σου εμπιστευτούμε τη μοναχοκόρη μας. Αν έμενες εδώ στη Ζάκυνθο, κανένα πρόβλημα. Αλλά μοναχοπαίδι κι εσύ,  πώς να δεχτούν κάτι τέτοιο οι γονείς σου; Τους καταλαβαίνουμε.

Στα μαύρα πανιά η Τερέζα με τον Πέτρο, δεν έβλεπαν λύση.

Έφυγε πολύ στενοχωρημένος, το ίδιο στενοχωρήθηκαν και οι γονείς του. Εκεί που περίμεναν χαρές και αρραβώνες, βρέθηκαν σε αδιέξοδο μεγάλο. Πώς να δεχτούν να πάει σώγαμπρος σε ξένο τόπο το μοναχοπαίδι τους; Από δω τα γύριζαν, από κει τα έψαχναν, καμία λύση.

Έκανε και 2-3 ταξίδια ινκόγκνιτο ο Πέτρος, συζήτησαν πολύ με την Τερέζα και στο τέταρτο ταξίδι  αποφάσισαν από κοινού, ότι θα φύγουν να ζήσουν μόνοι τους στην Αθήνα κι ας πηγαίνουν να τους βλέπουν οι γονείς τους, αν ήθελαν ή θα τους επισκέπτονταν από καιρού σε καιρό εκείνοι.

Έτσι λίγους μήνες μετά, χωρίς να πάρουν χαμπάρι οι γονείς των νέων, βρήκαν μια μέρα ένα γράμμα αμφότεροι, από την κόρη και το γιο που τους ανακοίνωναν την απόφασή τους. Νοίκιασαν ένα δωμάτιο, σε «μια αυλή», όπως γινόταν τότε, στεφανώθηκαν μια Κυριακή απόγευμα σεμνά και ταπεινά, με ένα φίλο για κουμπάρο και 5-6 άτομα που είχαν γνωριστεί στη δουλειά τους. Ο μεν Πέτρος υπάλληλος σε ένα γραφείο, μέχρι να έρθει ο διορισμός του, η δε Τερέζα, πωλήτρια σε μαγαζί γυναικείων ενδυμάτων. Όμορφα κυλούσε η ζωή τους, οι γονείς όλοι χολιασμένοι δεν ήθελαν να τους δουν. Μα σαν έμαθαν  απέκτησαν ένα αγοράκι, παραμέρισαν όλα τους τα παράπονα και πήγαν να γνωρίσουν το εγγονάκι τους και να παρευρεθούν στα βαφτίσια του. Χαρές μεγάλες, ιδιαίτερα ακούγοντας πως θα το έβγαζαν Κωστάκη, όπως έλεγαν τον πατέρα του Πέτρου. Ξετρελαμένοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες με τον Κωστάκη!

Κι εκεί που ήρθε και ο διορισμός του Πέτρου, φυσικά έπαιξε ρόλο κι ένας γνωστός  βουλευτής, που τον βόλεψε σε καλή θέση στην Αθήνα και όλα πήγαιναν πολύ καλά κεραυνός εν αιθρία.

Η Πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα που δεν πήγαινε καθόλου καλά από καιρό, έδωσε αφορμή και ευκαιρία στους Συνταγματάρχες, να κηρύξουν Δικτατορία.

21 Απριλίου του 1967! Αποφράδα ημέρα. Ημέρα που πάγωσε ολόκληρη η Χώρα και έμεινε έτσι για 7 ολόκληρα χρόνια!     

Όταν όρμησαν άγρια στο σπίτι να συλλάβουν τον Πέτρο, οι βασανιστές της Χούντας, η καρδιά της Τερέζας πάγωσε...Γνώριζε, πως δε θα έβγαινε ζωντανός από τα χέρια τους. Ο Κωστάκης κοτζάμ παιδάκι τσίριζε από το φόβο του, έφαγε μια γερή κλωτσιά και βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Αγκάλιασε το παιδί η μάνα κι άκουσε τον Πέτρο της να φωνάζει σπαρακτικά:

-Άδικα με πιάνετε, είμαι ένας ήσυχος οικογενειάρχης,  δεν είμαι Κομμουνιστής. Οι κλωτσιές και οι γροθιές έπεφταν απανωτές...μέχρι που δεν ακουγόταν τίποτα πια.

Για μήνες και χρόνια καμία σχεδόν ακριβής πληροφορία για τον Πέτρο. Το μόνο του έγκλημα ότι ο Βουλευτής που τον βοήθησε στον διορισμό του ήταν αριστερός.      

Η Τερέζα, μόνη στην Αθήνα αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα, έτρεμε η ψυχή της μήπως τη συλλάβουν κι εκείνη και τι θα απογίνει ο Κωστάκης της. Για τον Πέτρο δεν μπορούσε να μάθει τίποτα από πουθενά. Λίγο πριν πέσει η Χούντα, μόνο τότε, ενημερώθηκε «από τις Αρχές», ότι «πέθανε από «φυσιολογικές αιτίες». Στην ουσία, δεν άντεξε τις κακουχίες και τα βασανιστήρια και υπέκυψε.

Διπλασίασε τον αγώνα της η Τερέζα, τώρα που το πήρε απόφαση ότι ο Πέτρος της δεν υπάρχει πια. Πέρασαν τα χρόνια, έπεσε η Χούντα, αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα και ο κόσμος προσπαθούσε να βρει την παλιά του ρουτίνα.

Μεγάλωνε ο Κωστάκης, καλό παιδί, καλός μαθητής, μπήκε στο Πανεπιστήμιο και σπούδασε Νομική και η Τερέζα γερνούσε πριν της ώρας της.

Όταν παντρεύτηκε ο Κωστάκης, της πρότειναν να μείνει μαζί τους, κάτι που δεν δέχτηκε η Τερέζα.

-Είσαστε νέο ζευγάρι, θα αποχτήσετε παιδιά, δεν έχω δουλειά στα πόδια σας.

-Μαμ θα φροντίζεις τα εγγόνια σου, δε θα είσαι βάρος.

-Όταν έρθουν με το καλό, θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά από το σπίτι μου δε φεύγω.

Σεβάστηκαν τη γνώμη της και δεν επέμεναν. Ήρθαν και τα δυο εγγονάκια, θυσία η Τερέζα να τα φροντίζει όταν της το ζητούσαν. Καλή κοπέλα η νύφη της, αλλά κάπως υπεροπτική, κάπως απόμακρη. Δεν ένιωθε άνετα η Τερέζα μαζί της. Μεγαλώνοντας τα εγγόνια, μόνο με πρόσκληση πήγαινε στο σπίτι του Κωστάκη και πάντα αν υπήρχε λόγος. Ακόμα κι αν περνούσε από τη γειτονιά, δεν είχε το θάρρος να χτυπήσει την πόρτα.

Ζώντας μόνη της η Τερέζα, δεν ασχολούτανε και πολύ με τη μαγειρική. Λιτοδίαιτη  και λεπτή, έτρωγε μόνο όσο χρειαζόταν για να επιβιώσει. Μα όταν βρισκόταν με φίλες ή ήταν στου γιου της, κάτι η παρέα κάτι η ποικιλία φαγητών, όντως έτρωγε καλά.

Το μετέωρο πιρούνι, χαμήλωσε για να μη γίνει αντιληπτό αλλά, άλλη μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα η Τερέζα. Έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε πως βήχει, έβγαλε το μαντήλι και με το βήχα, κατάφερε να μη γίνει αντιληπτά τα βουρκωμένα μάτια. Ο Κωστάκης ασχολήθηκε με άλλους καλεσμένους και δεν έδωσε άλλη σημασία στη μάνα του. Η μάνα, ένιωσε τόση ταπείνωση, που δεν ήξερε πού και πώς να κρυφτεί. Ορκίστηκε, όμως, ότι από εδώ και πέρα, όταν την προσκαλούν, θα πηγαίνει φαγωμένη, ποτέ ξανά τέτοια προσβολή.

Έτσι και έκανε, πότε πείνασε δήθεν νωρίς, τσίμπησε κάτι και δεν πεινάει τώρα, πότε είχε βγει νωρίτερα με φίλη, έφαγε ένα γλυκό και μπούκωσε, πότε είχε κακοστομαχίλα, μέχρι που το συνήθισαν ο Κωστάκης και η γυναίκα του και δεν την πίεζαν.

Και η μάνα που διέθεσε όλη της τη ζωή να μεγαλώσει και να σπουδάσει μόνη της το μοναχοπαίδι της με σκληρή δουλειά και θυσίες, ένιωσε πολλές τύψεις και έχυσε πολλά δάκρυα,  όταν χρόνια μετά, αφότου δε δεχόταν ούτε νερό από το γιο και τη νύφη, άκουσε τον Κωστάκη να της λέει:

-Αχ βρε μάνα, μαράζι το ‘χουμε κι εγώ και η Νικόλ, (γυναίκα του), να σε δούμε να τρως καλά όπως μια φορά κι ένα καιρό που, γνωρίζοντας πως μένεις μόνη και βαριέσαι να μαγειρεύεις,  σε βλέπαμε να τρως όταν ερχόσουν σπίτι μας  και χαιρόμαστε!

Θυμάμαι, σου το είχα πει κάποτε:

-Έφαγες καλά μάνα!

Λες και σε μάτιασα από τότε και δεν έφαγες ξανά.

  δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: