Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου - Καθηγητού
Το μεγάλο και διαρκές θαύμα στην Εκκλησία μας είναι η αδιάκοπη εμφάνιση αγίων. Ουδέποτε υπήρξε εποχή, στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας της, που να μην υπήρχαν άγιοι. Ουδέποτε έλειψαν από την Εκκλησία μας οι άγιοι και αυτό είναι το μόνιμο θαύμα στη δισχιλιόχρονη ιστορική Της πορεία. Οι άγιοι, άνδρες και γυναίκες, είναι τα ορατά σημεία της λυτρωτικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο αναγεννά τους ανθρώπους και τους καθιστά θεοειδείς υπάρξεις, εικόνες καθαρές του Τριαδικού Θεού, κατά χάριν θεουμένους. Ουδέποτε θα υπάρξει εποχή, που να μην υπάρχουν άγιοι στην Εκκλησία. Κάποιος μεγάλος ασκητής έγραψε πως η απουσία αγίων στον κόσμο, θα σημάνει και το τέλος του.
Το πλέον παρήγορο και ελπιδοφόρο γεγονός είναι ότι και στη σύγχρονη εποχή της γενικής αποστασίας και της πολυποίκιλης ανταρσίας κατά του Θεού, αναδεικνύονται θεοφόροι και πνευματοφόροι άγιοι, εφάμιλλοι των αγίων της αρχαίας Εκκλησίας. Κι’ αυτό διότι, όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20). Όπου ο διάβολος καλλιεργεί το δικό του αγρό, με τα ζιζάνια, καλλιεργεί και ο Θεός το δικό Του αγρό, με τον αγαθό σπόρο.
Ένας τέτοιος αγαθός σπόρος εμφανίστηκε και καλλιεργήθηκε στην ταραγμένη εποχή μας. Ένας μεγάλων διαστάσεων διάτονας αστέρας μεσουράνησε στο νοητό ουρανό. Ένας αληθινός άνθρωπος του Θεού, αναγεννημένος από τη θεία χάρη, σφράγισε με την παρουσία του και το έργο του την Εκκλησία του Χριστού, τον περασμένο αιώνα. Πρόκειται για τον άγιο Νεκτάριο τον θαυματουργό, επίσκοπο Πενταπόλεως της Αιγύπτου. Ένα χαριτόβρυτο σκεύος εκλογής του Θεού, στο πρόσωπο του οποίου, διασώθηκε το κατ’ εικόνα, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, και δοξάστηκε ο Θεός. Μια σύγχρονη πατερική μορφή, εφάμιλλη των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Μια τέτοια καθαρή εικόνα του Θεού και αγιασμένος άνθρωπος.
Ο άγιος Νεκτάριος υπήρξε ο αγαπημένος του Θεού και ο μισητός του διαβόλου. Όποιον αγαπά ο Θεός, μισεί ο διάβολος! Το μίσος του εκφράζεται σε σωματικές ταλαιπωρίες. Έχοντας ως συνεργάτες του, ως όργανά του, επί της γης πρόσωπα διεφθαρμένα, παραδομένα στον αμοραλισμό, την φιλαυτία και την μωροφιλοδοξία, τα στρέφει κατά όσων θέλουν να ζήσουν και να πολιτευτούν θεοφιλώς. Ο απόστολος Παύλος διαβεβαίωσε πως «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12). Η εκκλησιαστική μας ιστορία και τα ηρωικά συναξάρια των αγίων μας είναι οι αψευδείς μάρτυρες των διώξεων μυριάδων αγίων της Εκκλησίας μας. Δεν υπάρχει άγιος που να μην δοκίμασε το πικρό ποτήρι των διώξεων και των δοκιμασιών (Απ. Παύλος, Άγιοι Απόστολοι, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μ. Αθανάσιος, Μάξιμος Ομολογητής, Μάρκος Ευγενικός, Μ. Φώτιος, Κοσμάς Αιτωλός, Ιουστίνος Πόποβιτς και τόσοι άλλοι). Η μαρτυρία του Χριστού απέβη και αποβαίνει προσωπικό μαρτύριο για τους συνειδητούς πιστούς. Ο Κύριός μας είναι ο πρώτος Μάρτυρας της Εκκλησίας μας, ο Οποίος «περιεποιήσατο (Αυτήν) δια του ιδίου αίματός» Του (Πραξ. 20,28), κατά τον απόστολο Παύλο. Αυτός πρώτος συκοφαντήθηκε από το διάβολο και παραδόθηκε στα επί γης όργανά του, τους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους για να συκοφαντηθεί, να βασανιστεί, να σταυρωθεί, να πεθάνει επάνω στο σταυρό. Οι κατοπινοί μάρτυρες και όλοι οι «δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ.5,10), είναι μάρτυρες και τύποι του υπέρ ημών παθόντος, σταυρωθέντος, ταφέντος και αναστάντος Χριστού μας. Ο Κύριος προειδοποίησε γι’ αυτή την κατάσταση, ότι η ζωή των ομολογητών του αγίου ονόματός Του θα έχει συνέπειες. Ο Χριστός τους είχε προειδοποιήσει ότι ο πτωτικός κόσμος, ο διατελών υπό την επήρεια του άρχοντα του ψεύδους θα αντιστέκονταν σθεναρά στην αποκαλυμμένη αλήθεια και οι μάρτυρες αυτής της αλήθειας θα υφίσταντο μαρτύρια για να μη λάμψει η αλήθεια και αποπεμφθεί ο πατέρας και εφευρέτης του ψεύδους από τον κόσμο. «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ.10,16) και «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν… ταύτα πάντα ποιήσουσι υμίν δια το όνομά μου» (Ιωάν,15,20). «Έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου» (Ματθ.10,22). «Παραδώσουσιν γαρ υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστηγώσουσιν υμάς… και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοις έθνεσιν» (Ματθ.10,16).
Οι λόγοι του Κυρίου επαληθεύτηκαν στα πρόσωπα των αγίων και βέβαια στο πρόσωπο του αγίου Νεκταρίου, ο οποίος υπήρξε γνήσιος τύπος του υπέρ ημών παθόντος Χριστού. Η πολυτάραχη ζωή του υπήρξε μια ατέλειωτη περιπέτεια, μια απίστευτη καταδίωξη, έως και αυτή της φυσικής του εξοντώσεως από τις ενάντιες δυνάμεις.
Γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Θράκης από πολυμελή και ευσεβή οικογένεια. Ονομάζονταν Αναστάσιος Κεφαλάς. Πρώτη του αρνητική εμπειρία από τη ζωή, η απόλυτη ένδεια, η μεγάλη φτώχεια. Οι γονείς του πάμφτωχοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν με αξιοπρέπεια την πολυμελή οικογένειά τους. Ο πατέρας του Δήμος Κεφαλάς εργαζόταν περιστασιακά ως ναυτικός. Το ψωμί λιγοστό, τα κουρελόρουχα δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τα σκελετωμένα μέλη τους. Η δυνατότητα σπουδών των παιδιών ανύπαρκτη. Η μόνη παρηγοριά και το στήριγμα της οικογένειας η πίστη στο Θεό και η ελπίδα, πως Εκείνος που τρέφει τα πετεινά του ουρανού, θα φροντίσει και γι’ αυτούς. Ο μικρός Αναστάσης, προικισμένος με ιδιαίτερη οξυδέρκεια και ψυχικό δυναμισμό βίωνε με καρτερία την οικογενειακή φτώχεια και χαλύβδωνε την παιδική του ψυχή για να αντιμετωπίσει τις κατοπινές μεγάλες περιπέτειες της ζωής του. Έμαθε από τους αγραμμάτους, αλλά ευσεβείς γονείς του να δοξάζουν το Θεό για όσα έχουν. Έκανε βίωμά του το λόγο του αποστόλου Παύλου: «έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, και τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ.6,8).
Όταν έγινε 13 ετών, το 1860, αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να ζήσει. Ξεκομμένος από την οικογενειακή του στέγη και μη έχοντας καθόλου χρήματα, με μόνο εφόδιο την πίστη του στην πρόνοια του Θεού, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, για αναζήτηση εργασίας. Αλλά ελλείψει αυτοκινητοδρόμων και αυτοκινήτων, αναγκάστηκε να ταξιδέψει ατμοπλοϊκώς. Προσπάθησε να επιβιβασθεί σε κάποιο πλοίο, αλλά κατά τον έλεγχο των εισιτηρίων τον απομάκρυναν, διότι δεν είχε χρήματα για το ναύλο. Στάθηκε στην προκυμαία και έκλαιγε γοερά. Βλέποντάς τον ο καπετάνιος τον λυπήθηκε και τον πήρε στο καράβι. Τελικά το εισιτήριο τα πλήρωσε κάποιος φιλάνθρωπος επιβάτης.
Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού ταλαιπωρήθηκε για καιρό, πείνασε και κοιμήθηκε στην ύπαιθρο, βρήκε εργασία σε ένα συσκευαστήριο καπνού, σε ένα σκοτεινό, βρώμικο και ανθυγιεινό υπόγειο. Εκεί θα δοκιμάσει για πρώτη φορά την ανθρώπινη εκμετάλλευση και ασπλαχνία. Ο εργοδότης του ήταν ένας βάναυσος άνθρωπος, ο οποίος νοιάζονταν μόνο για το κέρδος της επιχείρησής του και αγνοούσε ότι οι εργαζόμενοι ήταν αυτοί που του έφερναν το κέρδος. Ο τίμιος ιδρώτας τους και η εργατικότητά τους έκανε την επιχείρησή του κερδοφόρα. Εκμεταλλεύονταν τους εργαζομένους και μαζί τους το μικρό Θρακιώτη Αναστάση, τον οποίο όχι μόνο εκμεταλλεύονταν οικονομικά και τον εξουθένωνε εργασιακά, αλλά του φερόταν με πρωτοφανή βαναυσότητα. Τον έβαζε να εργάζεται από το ξημέρωμα ώς τα μεσάνυχτα. Συχνά τον ξυλοκοπούσε αλύπητα. Σημάδευε με πληγές και μώλωπες το παιδικό του κορμί. Η μόνη του αμοιβή ήταν στοιχειώδη τροφή και διαμονή σε κάποιο σκονισμένο πατάρι. Αυτός όμως υπόμεινε με πρωτοφανή καρτερία και υπομονή τις προσβολές χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν εκείνος τον έβριζε και τον ξυλοκοπούσε αυτός προσευχόταν και παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρήσει και να τον έχει καλά. Κι όχι μόνο αυτό, είχε ακούσει ότι οι ταλαιπωρίες της ζωής δυναμώνουν τον άνθρωπο και η υπομονή και η ανεξικακία είναι αρετές, οι οποίες προσελκύουν τη χάρη του Θεού.
Μάλιστα, σκέφτηκε πως, παρά την κοπιώδη και πολύωρη εργασία του, για να ζήσει, έπρεπε να εργαστεί και για το Θεό, να ωφελήσει τους συνανθρώπους του. Να κάμει γνωστή στους αδιάφορους την πίστη ότι είναι ανάγκη να βάλλουν το Χριστό στην καρδιά τους, να προσελκύσουν τη θεία χάρη στη ζωή τους για να προκόψουν. Έτσι εφεύρε το εξής τέχνασμα: έβαζε στις συσκευασίες του καπνού χαρτάκια με ρητά από το Ευαγγέλιο. Αυτή η ενέργεια του έδινε μεγάλη χαρά και απάλυνε τις κακοπάθειές του. Μετά από πολύ καιρό, κάποια μέρα, τη στιγμή που τον ξυλοκοπούσε ο εργοδότης του, τον είδε ένας αγαθός έμπορος, τον λυπήθηκε και τον πήρε στο επιπλοποιείο του. Του ανέθεσε κάπως άνετη εργασία και του άφησε χρόνο ελεύθερο να πηγαίνει στο σχολείο και στην Εκκλησία. Εργάστηκε στον καλό εκείνο εργοδότη επτά χρόνια και τέλειωσε το σχολείο.
Σε ηλικία είκοσι ετών πήγε στη Χίο να εργαστεί ως δάσκαλος, μένοντας δέκα χρόνια. Εκεί αποφάσισε να γίνει μοναχός. Στα 1877 χειροτονήθηκε διάκονος και πήρε το όνομα Νεκτάριος. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Αθήνα για τη συνέχιση των σπουδών του. Κατόπιν βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια να υπηρετήσει κοντά στον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος εντυπωσιάσθηκε από την προσωπικότητα του νεαρού διακόνου. Τον έστειλε ξανά στην Αθήνα να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος διέπρεψε και πρώτευσε. Το 1885 αναχώρησε ξανά για την Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και του ανατέθηκαν καθήκοντα πατριαρχικού γραμματέα και ιεροκήρυκα, αναδεικνυόμενος δεινός ρήτορας, στα χείλη του οποίου κρέμονταν οι πολυπληθείς ακροατές του. Το 1889 εκλέχτηκε επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης.
Αλλά ο διάβολος καραδοκούσε να ανακόψει τη λαμπρή εκκλησιαστική πορεία του πολυτάλαντου Νεκταρίου. Τώρα άρχισε ο μεγάλος πόλεμος εναντίον του. Τώρα άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα και οι άδικες διώξεις του. Τα φυσικά προσόντα του Νεκταρίου, η σπουδαία μόρφωσή του, η ραγδαία άνοδος και η μεγάλη ποιμαντική και κοινωνική δράση του, θορύβησε πολλούς κληρικούς του Πατριαρχείου, οι οποίοι τον θεώρησαν απειλή για τις φιλοδοξίες τους, έχοντας βλέψεις να διαδεχτούν τον υπέργηρο Σωφρόνιο στο θρόνο του. «Η προσωπικότητα και η όλη δραστηριότητα του «καλού καγαθού» Νεκταρίου, σημειώνει ο καθηγητής Σοφ. Δημητρακόπουλος, η σθεναρή εκ μέρους του προάσπιση των δικαίων του Πατριαρχείου, η διαφαινόμενη εξέλιξή του, προκάλεσαν φθόνο, μίσος και αντιδράσεις». Ας σημειωθεί ότι ο παλαίφατος θρόνος του Αγίου Μάρκου βρισκόταν την εποχή εκείνη σε πλήρη κατάπτωση. Κόλακες, ραδιούργοι, φιλόδοξοι και διεφθαρμένοι κληρικοί πλαισίωσαν το ιστορικό Πατριαρχείο, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ατομικές τους φιλοδοξίες. Η ακεραιότητα του χαρακτήρα του Νεκταρίου αποτελούσε απειλή για τις άνομες βλέψεις τους. Έβλεπαν με τρόμο την γρήγορη και βεβαία αναρρίχηση τους τον πατριαρχικό θρόνο και γι’ αυτό έθεσαν πανούργο σχέδιο εξουδετέρωσής του.
Διέδωσαν φρικτές συκοφαντίες εναντίον, φροντίζοντας να φτάσουν και ως τον Πατριάρχη. «Συνασπισμένοι οι ετερόκλητοι παντοειδείς εχθροί του, προκειμένου να επιτύχουν ο καθένας τα σχέδιά του, τονίζει ο καθηγητής Σοφ. Δημητρακόπουλος, αφού είχαν προετοιμάσει το έδαφος με τις κατά καιρούς εισηγήσεις τους, τελικά διέβαλαν τον Μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριο προς τον Πατριάρχη πως δήθεν ξεσηκώνει τον λαό και επιδιώκει να τον εκδιώξει από τον θρόνο και να ανέβει αυτός». Και συνεχίζει: «Αφού οι ραδιούργοι πρόσθεσαν, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, και τους απαραίτητους υπαινιγμούς, για δήθεν ηθικές παρεκτροπές του». Ο γέρος, ανήμπορος και πάσχων από μερική άνοια Πατριάρχης Σωφρόνιος πείστηκε για τις κατηγορίες και τον έπαψε από τα καθήκοντά του χωρίς απολογία. Ήταν 3 Μαΐου 1890. Είναι η πρώτη μεγάλη δοκιμασία στην πολυτάραχη ζωή του.
Εκείνος πως αντέδρασε; Συγχωρώντας τους συκοφάντες του και χωρίς να περιμένει να ξεσκεπαστούν οι συκοφάντες του και διαλάμψει η αλήθεια, αναχώρησε για την Αθήνα το καλοκαίρι του 1890. Έδωσε τόπο στην οργή. Κατάλαβε ότι η Αίγυπτος ήταν πλέον τόπος αφιλόξενος γι’ αυτόν. Ο διάβολος βάλθηκε να τον καταστρέψει. Στο απολυτήριο πατριαρχικό γράμμα δεν αναφέρθηκε καμιά κατηγορία εις βάρος του, αλλά η φράση: «μη δυνηθείς να εξοικειωθεί προς το κλίμα της Αιγύπτου». Και «δύναται επιτελείν τα αρχιερατικά αυτού καθήκοντα, όπου αν επέλθη».
Μάταια ζήτησε από τον νέο Πατριάρχη Φώτιο, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, για την αποκατάστασή του. Το 1902 σε επιστολή του προς τον νέο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο εξέφρασε την ανεξικακία του, τονίζοντας πως: «Ημείς … εκ πνεύματος ειρήνης μη εισακουσθέντες διαμαρτυρόμενοι … υπετάγημεν τω θελήματι αυτού και ανεχωρήσαμεν εξ Αιγύπτου, ελπίζοντες εις ανταπόδοσιν δικαιοσύνης εν ημέρα η ευδοκήση ο Θεός». Ιδού η άκρα ανεξικακία του, η αγιότητά του! Η εφημερίδα της Αλεξάνδρειας «Μεταρρύθμισις» στις 22 Ιουλίου 1890 θεώρησε: «μεγάλην ηθικήν ζημίαν την στέρησιν του συμπαθεστάτου των Αρχιερέων και αγαθωτάτου και δραστηριοωτάτου των κληρικών… μεγάλως έθλιψε και βαθέως συνεκίνησεν ημάς, η αναχώρισις του…»! Αλλά μάταια και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ ζήτησε την αποκατάστασή του. Σε τυπική επιστολή του του απάντησε πως «η καθ’ ημάς Εκκλησία ουδέν ηδύνατο ή δύναται πράξαι»! Αξίζει να αναφέρουμε πως οι συκοφάντες του τιμωρήθηκαν από το Θεό, κανένας τους δεν κατόρθωσε να πάρει τη θέση του Πατριάρχη!
Πίστεψε ο συκοφαντημένος και διωγμένος Επίσκοπος πως στην Αθήνα θα έβρισκε ησυχία και δεν θα έφταναν ως εκεί τα φαρμακερά βέλη των συκοφαντών του και διωκτών του! Αλλά γελάστηκε οικτρά! Έκαμε λάθος, δε βρήκε ούτε στο κλεινό άστυ την επιθυμητή ηρεμία, που αποζητούσε, διότι φρόντισαν οι άδικοι διώκτες του και συκοφάντες του να φτάσουν ως εκεί οι συκοφαντίες τους, ώστε να μη γίνεται πουθενά δεκτός για εργασία. Κτυπούσε πόρτες και εκλιπαρούσε για μια θέση κατώτερη του αξιώματός του. «Επίσκοπος όντας ο άγιος, γράφει ο καθηγητής Σ. Δημητρακόπουλος, ζητεί, χωρίς ίχνος εγωισμού από το ύψος του επισκοπικού αξιώματος που έφερε, μια θέση κατώτερη»! Ύψιστο παράδειγμα ταπεινοφροσύνης! Αλλά μάταια, οι πόρτες ήταν όλες κλειστές και το χειρότερο και οδυνηρότερο: του παρακρατούσαν ακόμα και τους μισθούς του και ως εκ τούτου βίωνε έσχατη πενία! Δε μπορούσε να πληρώνει το ενοίκιο ενός μικρού δωματίου στα Εξάρχεια και δεν είχε χρήματα να τραφεί! Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, παρά τη συμπάθεια προς αυτόν, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω των πιέσεων που δέχονταν από τους συκοφάντες του, οι οποίοι διατηρούσαν ισχυρά ερείσματα στο εκκλησιαστικό και πολιτικό κατεστημένο των Αθηνών.
Ζητούσε απεγνωσμένα μια θέση ιεροκήρυκα σε κάποια μητρόπολη, αλλά έπρεπε να έχει την έγκριση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, το οποίο αρνιόταν να τη χορηγήσει, με το αιτιολογικό ότι δήθεν δεν είχε την ελληνική ιθαγένεια! Ότι δεν είχε γεννηθεί σε ελληνικό έδαφος, αλλά σε τουρκοκρατούμενη περιοχή! Η Ιερά Σύνοδος βεβαίωσε την ελληνική του ιθαγένεια, αλλά το υπουργείο κωλυσιεργούσε ανεξήγητα το διορισμό του. Ευτυχώς, ύστερα από καιρό, με την παρέμβαση του Δημάρχου Αθηναίων Μιχαήλ Μελά, πατέρα του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, διευθετήθηκε το πρόβλημα. Κατόρθωσε να διοριστεί ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα το Μάρτιο του 1891. Ο άγιος, περιχαρής και δοξάζων το Θεό, αναχώρησε για τη Χαλκίδα και άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού με θέρμη και ζήλο, επιτελώντας σπουδαίο ιεραποστολικό και κηρυγματικό έργο, κατακτώντας την αγάπη του ευσεβούς ευβοϊκού λαού. Αλλά και εδώ δυστυχώς δεν αναπαύτηκε και δεν βρήκε ησυχία, διότι οι άσπονδοι εχθροί του, έστελναν από την Αθήνα ανθρώπους τους να τον αποδοκιμάζουν κάτω από τον άμβωνα, φωνασκώντας: «ανάξιος – πόρνος»! Εκείνος και πάλι λοιδορούμενος σιωπούσε και συγχωρούσε, ψελλίζοντας τον κυριακό λόγο: «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»! Αλλά και ο αρχιεπίσκοπος Χαλκίδος, δεν είχε τις καλλίτερες σχέσεις μαζί του. Φοβούμενος να συγκριθεί μαζί του, ο πιστός λαός έκανε τη σύγκριση, τον φθονούσε και του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα. Έφτασε κάποτε στο σημείο να του απαγορεύσει να ιερουργεί!
Δύο χρόνια μετά, η μία μετά την άλλη οι συκοφαντίες εναντίον του κατέρρευσαν, αποκαλύφτηκαν οι ραδιούργοι συκοφάντες του και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες. Ο επίσκοπος Χαλκίδος και ο λαός της περιοχής πληροφορήθηκαν με ανακούφιση την είδηση και άρχισαν να αποθεώνουν τον ιεροκήρυκά τους. Κήρυττε πια ελεύθερος από τα στίγματα του παρελθόντος. Η φήμη του ξεπέρασε την Εύβοια και έφτασε στην Αθήνα.
Στις 3 Ιανουαρίου 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρίου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα. Το έργο του στην ονομαστή σχολή υπήρξε μεγάλο και πρωτοπόρο. Κυρίως επικεντρώθηκε στον ορθόδοξο τρόπο σκέψης, διότι ήταν η εποχή που η δυτική θεολογία διείσδυε επικίνδυνα στον ορθόδοξο ελληνικό χώρο. Επιδεικνύει απίστευτα δείγματα λαμπρού παραδείγματος στους σπουδαστές και στους εργαζομένους. Εργαζόταν, δίδασκε, μελετούσε, έγραφε και προσευχόταν ώρες ατέλειωτες. Δεν δίσταζε να κάνει και τις πλέον ταπεινές εργασίες. Κάποτε χρειάστηκε να πάρει κρυφά τη θέση του άρρωστου καθαριστή των αποχωρητηρίων, τα οποία καθάριζε τις μεταμεσονύχτιες ώρες, για να μην αντικατασταθεί ο ασθενής υπάλληλος! Οι σπουδαστές και οι εργαζόμενοι τον υπεραγαπούσαν. Η δράση του εκτείνονταν και εκτός της σχολής. Χιλιάδες άνθρωποι ευεργετούνταν ποικιλότροπα από αυτόν. Υπηρέτησε στη σχολή 14 έτη, ως το Φεβρουάριο του 1908, όπου και παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
Αποσύρθηκε στην Αίγινα, σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι στη θέση Ξάντο, με τέσσερις γυναίκες – πνευματικά του παιδιά από την Αθήνα. Εκεί με άσκηση, προσευχή και νηστεία ικανοποιεί την παλιά του επιθυμία να ζήσει ως μοναχός. Ανακαίνισε εκ βάθρων την ερειπωμένη Μονή, με δικά του χρήματα. Υπηρετούσε ως πνευματικός της Μονής και ταυτόχρονα διακονούσε στις πιο ευτελείς διακονίες, κύρια ασχολούνταν με την επισκευή των παντοφλών των μοναχών! Ταυτόχρονα αρχίζουν τα σημάδια της αγιότητάς του. Θεράπευσε έναν ντόπιο δαιμονισμένο, και με τις δεήσεις του, έβρεξε, ύστερα από τρία χρόνια ανομβρίας στο νησί. Η φήμη του μεγάλωνε, πλήθη από όλη την Ελλάδα έτρεχαν στην Αίγινα. Με την προσωπική του εργασία μεγάλωσε τους χώρους της Μονής και παράλληλα φρόντισε για τη νομική αναγνώρισή της.
Αλλά ο μισόκαλλος διάβολος λυσσομανούσε και μηχανεύονταν την καταστροφή του. Πάσχιζε να ματαιώσει το μεγάλο πνευματικό έργο του αγίου, το οποίο έβλεπε να επιτελείται και να καρποφορεί στον αγιασμένο εκείνο αιγινίτικο τόπο. Παρότρυνε κακεντρεχείς κληρικούς και συμβούλους του τότε μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου, να αρνείται πεισματικά και χωρίς σοβαρή αιτιολογία, να αναγνωρίσει νομικά τη Μονή της Αίγινας. Παρά τις παρακλήσεις, τις παραστάσεις και τις επισκέψεις του στην αρχιεπισκοπή Αθηνών, δεν κατόρθωσε να πάρει την αναγνώριση, όσο ζούσε και η Μονή λειτουργούσε άτυπα, σχεδόν παράνομα. Δεν αξιώθηκε να δει τη Μονή του νόμιμη ως το θάνατό του, γεγονός το οποίο τον λυπούσε αφόρητα! Οι απανωτές επιστολές του προς την Αρχιεπισκοπή κατέληγαν στον κάλαθο των απορριμμάτων! Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του στις 20 Ιουνίου 1913 προς τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο, στον οποίο απευθύνει θερμή παράκληση και κάνει δραματική έκκληση για την αναγνώριση της Μονής. Η απάντηση του Θεοκλήτου ήρθε μετά από τρεις μήνες, με την οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, αντί για την ποθούμενη άδεια, τον καλούσε σε απολογία, διότι είχε τολμήσει να συστήσει μοναχική αδελφότητα, χωρίς την επίσημη έγκριση! Ο άγιος αισθάνθηκε απέραντη πικρία και αναγκάστηκε να απολογηθεί, να υπερασπίσει τον εαυτό του για το υποτιθέμενο παράπτωμά του!
Μετά την εκθρόνιση του Θεοκλήτου, η οποία ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα του γνωστού αναθέματος του Βενιζέλου (Δεκέμβριος 1916), ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών ο Μελέτιος Μεταξάκης, ο γνωστός νεωτεριστής Ιεράρχης. Ο αγαθός Νεκτάριος πίστεψε πως ο νέος Μητροπολίτης θα παραχωρούσε τη σχετική νομική αναγνώριση της Μονής του. Όμως δυστυχώς διαψεύστηκαν και πάλι οι προσδοκίες του. Ο ιεράρχης, εκείνος διαπνέονταν από αντιμοναχικό πνεύμα, του αρνήθηκε κατηγορηματικά την αναγνώριση της Μονής και μάλιστα τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει τη Μονή και να έρθει στην Αθήνα, για να επιτελέσει κοινωνικό έργο, διότι ο μοναχισμός, όπως έλεγε, ήταν αναχρονιστικός και ξοφλημένος θεσμός! Μάλιστα ο μοιραίος εκείνος Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να μεταβεί στην Αίγινα για να πείσει τον άγιο να εγκαταλείψει την προσπάθειά του να συστήσει μοναχική αδελφότητα στο νησί! Μαζί του ήταν και ο 33χρονος διάκονός του, ο Αθηναγόρας Σπύρου, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης! Είπε χαρακτηριστικά στον φιλομόναχο άγιο Νεκτάριο, δείχνοντάς του τα ερειπωμένα εκκλησάκια της περιοχής: «Νεκτάριε, μετ’ ολίγα χρόνια, όπως βλέπεις αυτά τα ερείπια, έτσι θα καταντήσει και το δικό σου μοναστήρι, δια το οποίον αδίκως κοπιάζεις» και ο άγιος απάντησε: «Αδελφέ και συλλειτουργέ, δεν πρόκειται ποτέ να καταντήσει, ως συ λέγεις, το μοναστήρι μου, αλλά και άλλα τοιαύτα, θέλουσι συντόμως ανεγερθεί εν τη νήσω ταύτη, προς δόξαν του εν Τριάδι ημών Θεού»! Ο άγιος δικαιώθηκε και ο μοιραίος ιεράρχης διαψεύστηκε, αφού η Μονή του αναδείχθηκε σε πανελληνίου και παγκοσμίου φήμης πνευματικό κέντρο και προσκύνημα!
Αλλά, μετ’ ολίγον, έρχεται και νέα, μεγάλη και σφοδρή δοκιμασία για τον 72χρονο πια, ταλαιπωρημένο και αποστεωμένο Νεκτάριο. Ζούσε στην Αίγινα μια ξένη γυναίκα, η οποία πωλούσε κεριά σε προσκυνητές πέριξ της Μονής για να ζήσει. Για τούτο την αποκαλούσαν «κερού». Το όνομά της ήταν Ειρήνη Φραγκουδάκη. Είχε μια κόρη τη Μαρία, την οποία σκόπευσε να παντρέψει με έναν αιγινίτη. Αλλά εκείνη ήθελε να γίνει μοναχή και παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της, εντάχτηκε στην αδελφότητα του αγίου Νεκταρίου. Η μητέρα της αντιτάχτηκε με σφοδρότητα στην απόφασή της και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την επαναφέρει, χωρίς αποτέλεσμα. Τότε συνέλαβε ένα σατανικό σχέδιο, να συκοφαντήσει τον πνευματικό της πατέρα, το Νεκτάριο. Το μίσος της την οδήγησε στην εισαγγελία Πειραιώς, όπου κατάγγειλε τον άγιο Νεκτάριο ότι αποπλάνησε την κόρη της και είχε μαζί της σεξουαλικές σχέσεις και είχε κάνει και παιδιά μαζί της τα οποία έριχνε σε πηγάδι! Ότι μοναδικός του σκοπός ήταν να την πάρει στο Μοναστήρι για να ικανοποιεί τις ορέξεις του!
Δικαστικός ανακριτής, χωρίς να εξετάσει καλώς τις καταγγελίες, μετέβη στο Μοναστήρι για να ανακρίνει τον άγιο. Παρασυρμένος από μια ανεξήγητη απέχθεια προς αυτόν και χωρίς να σεβαστεί ούτε το επισκοπικό του αξίωμα, ούτε την ηλικία του, ούτε το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορημένου, του συμπεριφέρθηκε με πρωτοφανή βαναυσότητα, απειλές, ύβρεις και χειρονομίες. Ο άγιος τον αντιμετώπισε με ηρεμία. Όση ώρα ο μαινόμενος δικαστικός τον έβριζε και τον απειλούσε, αυτός προσευχόταν μυστικά, παρακαλώντας το Θεό να συγχωρήσει τους συκοφάντες του, τον άδικο δικαστή και να αποκαλύψει την αλήθεια. Αρνιόταν να απολογηθεί και το μόνο που είπε ήταν: «Ο Θεός γνωρίζει αν όλα όσα λέγεις είναι αληθή. Υπέρ εμαυτού ουκ απολογήσομαι»! Μάταια προσπαθούσαν η ηγουμένη, οι αδελφές της Μονής και οι παριστάμενοι να τον πείσουν να απολογηθεί για την αθωότητά του. «Αυτά σας διδάσκω τόσο καιρό; τους είπε. Υπέρ εμαυτού ουκ απολογήσομαι. Προσευχηθείτε υπέρ του ανθρώπου αυτού. Διαβλέπω επ’ αυτού βάσανον. Προσευχηθείτε παρακαλώ. Και δι’ αυτόν εσταυρώθη ο Κύριος». (Χονδροπούλου, «Ο Άγιος του αιώνα», Αθήναι 2003).
Στην υπόθεση αναμείχτηκε και ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος πήρε άκρως αρνητική θέση κατά του αγίου. Του συμπεριφέρθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα. Μάλιστα μετέβη ο ίδιος στην Αίγινα, στις 9 Απριλίου 1919, για να εξετάσει τον άγιο. Όμως δεν προχώρησε σε κυρώσεις, περιμένοντας τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών.
Η δικαίωση δεν άργησε να έρθει. Η κοπέλα εξετάστηκε από τον γυναικολόγο ιατρό και καθηγητή της μαιευτικής και γυναικολογίας του Παν. Αθηνών Νικόλαο Πετσάλη, η οποία βρέθηκε άφθορη, παρθένα! Ο άγιος απαλλάχτηκε πανηγυρικά. Η συκοφάντης «κερού» καταδικάστηκε και εξορίστηκε και μετανοήσασα αργότερα έγινε μοναχή σε άλλο Μοναστήρι της Αίγινας, μαζί με την κόρη της, παίρνοντας το όνομα Ξένη. Ο δε δικαστικός είχε άσχημο τέλος: ασθένησε βαρύτατα από γάγγραινα και πέθανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», παρά τη συγχώρηση που έλαβε από τον άγιο, όπως είχε προβλέψει εκείνος!
Αλλά οι περιπέτειες δεν σταμάτησαν εκεί. Έμελλε να είναι το τέλος της ζωής του επώδυνο, όπως ήταν ολόκληρη η ζωή του. Η υγεία του επιδεινώνονταν συνεχώς. Οι περιπέτειες της πολυκύμαντης ζωής του του επιφύλασσαν ένα επίπονο τέλος. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διαγνώστηκε προχωρημένος καρκίνος του προστάτη. Κοιμήθηκε, λίγες ημέρες μετά, στις 9 Νοεμβρίου.
Η αγιότητά του δεν άργησε να φανεί. Το τίμιο σκήνωμά του έμεινε άφθορο για 30 χρόνια, παρά τις 3 εκταφές του. Άπειρα θαύματα άρχισαν να επιτελούνται και συνεχίζουν ως τα σήμερα στο όνομά του. Στις 20 Απριλίου του 1961 έγινε η αγιοκατάταξή του και ορίστηκε η μνήμη του να εορτάζεται την ημέρα της οσιακής του κοίμησης, στις 9 Νοεμβρίου.
Αλλά τα βάσανα του αγίου δεν τέλειωσαν ούτε με το θάνατό του. Ενώ ολόκληρο το ορθόδοξο πλήρωμα τιμούσε τον Νεκτάριο ως άγιο, αμέσως μετά την κοίμησή του, και ακολούθησαν πάμπολλα θαύματα, και παρ’ όλη την αγιοκατάταξή του το 1961, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αρνούνταν να αναγνωρίσει την αγιότητά του και να τιμήσει τη μνήμη του. Έπρεπε να περάσουν κοντά σαράντα χρόνια από την αγιοκατάταξή του, στις 15-1-1998, για να ζητήσει συγνώμη ο μακαριστός Πατριάρχης Πέτρος και να τον συμπεριλάβει στους αγιολογικούς της δέλτους!
Μια άλλη επίσης μεταθανάτια δοκιμασία εγέρθηκε κατά του αγίου Νεκταρίου. Στη δεκαετία του 1970 μια ασεβής μοναχή του Παλαιού Ημερολογίου, ονόματι Μαγδαληνή, ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αναλήψεως Κοζάνης, εξαπέλυσε έναν απίστευτο και πρωτοφανή πόλεμο εναντίον του, ότι δήθεν ήταν οικουμενιστής! Εξέδωσε βιβλία με οχετό ύβρεων, πεζοδρομιακού τύπου, κατά του αγίου. Η επίθεση ήταν τέτοιας έντασης, ώστε δημιούργησε ένταση όχι μόνον στην Εκκλησία μας, αλλά και στις διάφορες παρατάξεις των Παλαιοημερολογιτών, οι οποίοι χωρίστηκαν σε εκείνους που υποστήριζαν την βλάσφημη μοναχή και σε εκείνους που την επέκριναν. Τελικά η Μαγδαληνή αφορίστηκε ως αιρετική αγιομάχος και πέθανε αμετανόητη. Επίσης υπάρχουν και άλλοι μεταθανάτιοι εχθροί και συκοφάντες του αγίου Νεκταρίου. Ανήκουν στο χώρο των στρατευμένων αντιχριστιανών αθέων και των νεοπαγανιστών, οι οποίοι, θέλοντας να χτυπήσουν την Εκκλησία, παραθεωρούν τις αθωωτικές αποφάσεις για τις συκοφαντίες του αγίου, τις οποίες παραθέτουν στα δημοσιεύματά τους ως αληθινές! Γνωστή ιστοσελίδα ορκισμένου αντιχριστιανού αθεϊστή, έγραψε, πριν από καιρό για τον άγιο το εξής σκωπτικό και πικρόχολο σχόλιο: «Διακορεύεις και αγιάζεις! Η σημερινή Ρωμιοσύνη τιμά τον διακορευτή νεανίδων, Νεκτάριο … O διακορευτής (με δικαστική απόφαση παρακαλώ) τελικά αγιοποιήθηκε για να τη σκαπουλάρει! Δεν είναι απίστευτο; Κι όμως αληθινό!»! Άλλος ορκισμένος χριστιανομάχος νεοπαγανιστής αναρτά κάθε φορά που γιορτάζει ο άγιος εμετικό δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του, αναμασώντας τις συκοφαντίες κατά του αγίου, ως αληθινές, χωρίς να αναφέρει ότι αυτές εξέπεσαν από τα επίσημα κρατικά όργανα! Δεν τις παρουσιάζει ούτε καν ως εικασίες αλλά ως πραγματικά γεγονότα!
Αλλά όσο ο ήλιος μπορεί να λερωθεί από τη λάσπη που του πετούν τα παιδιά παίζοντας, άλλο τόσο μπορούν να κηλιδωθούν οι αγιασμένοι άνθρωποι του Θεού. Πολύ γρήγορα οι λάσπες των συκοφαντιών πέφτουν στα μούτρα εκείνων που τις εκτοξεύουν, όπως στην περίπτωση του πολυπαθούς αγίου Νεκταρίου. Ο αγιασμένος αυτός Ιεράρχης, το σκεύος εκλογής του Θεού, ο θεωμένος από αυτή τη γήινη ζωή, υπόμεινε με καρτερία τους βασάνους της ζωής, αγόγγυστα, ως σμίλευση της ψυχής του, ώστε να καθαρθεί και να καταστεί καθαρή εικόνα του Θεού. Γι’ αυτό και ο Θεός τον δόξασε από αυτή τη ζωή. Τον κατέστησε πρότυπο υπομονής και ανεξικακίας, ώστε να δείχνει και στους άλλους ότι, εκτός από το δρόμο της ανταπόδοσης, υπάρχει και ο δρόμος της αγάπης. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε σε όλη του τη ζωή, γενόμενος ζωντανό παράδειγμα για μας τους πιστούς. Τελειώνω με μια εύστοχη παρατήρηση για τον άγιο Νεκτάριο από τον μακαριστό λόγιο αγιορείτη μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη: Ο άγιος Νεκτάριος «ανέβηκε στις ύπατες βαθμίδες της κλίμακος των αρετών, νεκρώθηκε τω κόσμω, έζησε εν Χριστώ Ιησού, έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, κατέστη ένθεος και θεοειδής και, ως τεθεωμένος, αφθαρτοποιήθη ήδη από τον κόσμο αυτό, επορεύθη πλέον για την αιώνια και άληκτη, τη μακάρια και ισόθεα ζωή» (Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 144). Ας έχουμε την ευχή του και τις αέναες πρεσβείες του στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού!
*(Εισήγηση στον Ιερό Ναό Τιμίου Σταυρού Καστέλας Πειραιώς 10-9-2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου