e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Πρόσωπα της 2ης απογευματινής συνάντησης (13/5) του Συνεδρίου της Διακοινοβουλευτικής {β΄μέρος}

 Θεσσαλονίκη, δειλινό 13ης Μαίου 2014 























Πρόσωπα της 2ης απογευματινής συνάντησης (13/5) του Συνεδρίου της Διακοινοβουλευτικής {α΄μέρος}

 Θεσσαλονίκη, απόγευμα 13ης Μαίου 2014 

























Πρόσωπα της 1ης απογευματινής συνάντησης (13/5) του Συνεδρίου της Διακοινοβουλευτικής

 Θεσσαλονίκη, απόγευμα 13ης Μαίου 2014 














Στιγμές και πρόσωπα του πρωινού της 2ης μέρας του Συνεδρίου της Διακοινοβουλευτικής

 Συμβαίνουν τώρα στη Θεσσαλονίκη / πρωί 13ης Μαΐου 2014 


















Η εισήγηση του Χ. Ν. Τσιρώνη στο Συνέδριο της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας

 Θεσσαλονίκη, απόγευμα 13ης Μαΐου 2014 

Εκκλησία, κοινοτικοί δεσμοί και κοινωνικά δίκτυα


i. Εισαγωγή
Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter, Google+, LinkedIn, Wordpress, Blogspot, Tumblr, YouTube κ.α.) και ο ρόλος τους στην καθημερινή ζωή και επικοινωνία του σύγχρονου ανθρώπου θέλγουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και ποικίλων επιστημονικών κλάδων, όπως της δημοσιογραφίας, της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης και φυσικά όλων των κοινωνικών επιστημών. Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κάτι το καινοφανές προκαλούν αμφίσημες αντιδράσεις. Ο ενθουσιασμός από τη μια μεριά και η εντατική ενασχόληση με αυτά αποτελούν για κάποιους απτή απόδειξη προσωπικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού ενώ από την άλλη η επίδραση που έχει η εικονική υπόστασή τους στην εμπειρική πραγματικότητα περιγράφεται με όρους εφιαλτικής εισβολής στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ειδικότερα για το θέμα της επίδρασης που ασκεί η ανάπτυξη των μέσων αυτών στο λόγο και στη ζωή της Εκκλησίας οι αντιθέσεις είναι ακόμη πιο ισχυρές. Ας σημειωθεί προκαταβολικά ένα γενικευτικό –όχι όμως χωρίς βάση στα γεγονότα-παράδοξο: στη φαρέτρα των επιχειρημάτων όσων χρησιμοποιούν εκτεταμένα τα μέσα αυτά είναι η προβολή της αυθεντικότητας της Ορθοδοξίας και της κοινοτικής της εμπειρίας. Όσοι αντιτίθενται στις εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών συχνά κοινωνούν τις απόψεις τους με εντατική χρήση των μέσων αυτών. Μια απλή έρευνα σε μια ηλεκτρονική σελίδα αναζήτησης αναδεικνύει το πλήθος των σχετικών σελίδων: συντηρητικές και λιγότερο συντηρητικές φωνές στο εσωτερικό των θρησκευτικών ομάδων, λάτρεις και μαχητές της νεότερης τεχνολογίας επικοινωνιών, εκσυγχρονιστές και παραδοσιαρχικοί χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να εκθέσουν τις απόψεις τους σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.  Τα social media χρησιμοποιούν πλέον ο πάπας της Ρώμης, αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος, τοπικές μητροπόλεις, ενορίες και χριστιανικές κινήσεις. Παράλληλα, η blogo-σφαιρα βρίθει της παρουσίας θεσμικών και μη θεσμικών πρωτοβουλιών, προσωπικών κατά βάση ιστοσελίδων που συχνά όμως συνοδεύονται από τον τίτλο του κατόχου της ιστοσελίδας (π.χ. καθηγητής θεολόγος, αρχιμανδρίτης, νομικός κ.α.), γεγονός που από μόνο του επικαλείται πολύ περισσότερα από την απλή έκφραση προσωπικής γνώμης.

ii. Κοινωνικά Δίκτυα και Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία
            Παρόλο που τα Ηλ.Κοι.Δι. βασίζονται προφανώς σε πολύ σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, η ανάλυση του ρόλου που έχουν τα δίκτυα στην οργάνωση της κοινωνίας και ο χαρακτήρας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στις κοινότητες των ανθρώπων αποτέλεσαν κεντρικά αναλυτικά σχήματα στις κοινωνικές επιστήμες.  Ενώ λοιπόν τα «δίκτυα» είναι παλιές αναλυτικές κατηγορίες στην ανάλυση των κοινωνικών οργανισμών και συστημάτων, τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κόμβοι άμεσης και συνεχούς επικοινωνίας, που εδράζονται στην εικονική –ηλεκτρονική πραγματικότητα και βασίζονται στην τεχνολογία των υπολογιστικών συστημάτων είναι μια ολοκαίνουργια πρόκληση.
Τις τελευταίες δεκαετίες η προσοχή στρέφεται στην άνοδο της Κοινωνίας των Δικτύων κατά τον γνωστό όρο του M. Castells. Ο Castells επισημαίνει ότι διαμορφώνονται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο σχέσεις και αλληλεπιδράσεις σε ένα δίκτυο οικονομικών ροών, όπου η πληροφορία και η γνώση είναι ό,τι πολυτιμότερο, ότι η ύπαρξη του παρόντος τεχνοοικονομικού συστήματος βασίζεται στη λειτουργία των δικτύων και αναπαράγει χαρακτηριστικά και δομές που εξυπηρετούν την απρόσκοπτη συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο των ηλεκτρονικών λειτουργιών τους.
Τα δίκτυα είναι λοιπόν ένα σύνολο κόμβων επικοινωνίας σε διασχεσιακό, εικονικό, και δια-τοπικό επίπεδο. Σε αυτά εμπεριέχονται διάφορες πτυχές επικοινωνίας, και αλληλεπίδρασης, υπάρχει σε κάποιο βαθμό μια ορισμένη αλληλεξάρτηση, εκφράζονται αξιακές αναφορές και πραγματοποιούνται ανταλλαγές δεδομένων και συναλλαγές. Η συνάρμοση όλων αυτών μοιάζει ή παρουσιάζεται ως να συγκροτεί ένα τέχνημα παγκόσμιας αναφοράς, μια ευθεία πρόκληση για την κοινωνική κατανόηση των τοπικών και χρονικών διαστάσεων στην ανθρώπινη εμπειρία, κάτι που ορισμένοι δεν θα δίσταζαν να περιγράψουν ως ένα universum technicus.
Ιδιαιτέρως το ζήτημα της νοηματοδότησης της κοινωνικής συμμετοχής στα δίκτυα απασχολεί τον κοινωνιολόγο Z. Bauman. Ο Bauman επισημαίνει τις ποικίλες αλλαγές στο χώρο των Ηλ.Κοι.Δικ. αποδίδοντάς τους κυρίως αρνητικό χαρακτήρα,  καθώς κατά την ανάλυσή του η αποκλειστική σχεδόν εστίαση σε ευέλικτα δίκτυα τείνει να υπερβεί την έννοια της κοινωνίας. Για αυτόν οι επιλογές της διαδικτυακής επικοινωνίας και της ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μια αντανάκλαση των προτύπων της Καταναλωτικής Κοινωνίας στον εικονικό κόσμο, καθώς «οι άνθρωποι προβάρουν, αλλάζουν, διορθώνουν εικονικούς εαυτούς ή εικόνες της προσωπικής τους ταυτότητας με απόλυτο σκοπό να δειγματίσουν θετικά στον εικονικό κόσμο τον εαυτό τους με τη μορφή ενός ευπώλητου αγαθού» (Τσιρώνης 2013a : 115).
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ορθόδοξη Εκκλησία η πρωταρχική πρόκληση είναι να προσδιοριστούν αρχές αποτίμησης του ρόλου των Ηλ.Κοι.Δι. στη ζωή, την αλληλεπίδραση και την επικοινωνία των πιστών τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Να γίνουν με άλλα λόγια κατανοητά τα χαρακτηριστικά των κοινοτικών δεσμών στην Κοινωνία των Δικτύων και να διευκρινιστούν οι έννοιες κοινότητα και (επι)κοινωνία σε αυτό το πλαίσιο.

iii. Εκκλησία και κοινωνικά μέσα δικτύωσης
Η ανάλυση της θεματικής Εκκλησία και Ηλ.Κοι.Δι. προϋποθέτει την αναγνώριση μιας σχεδόν παράδοξης συνθήκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο έχει σημαντικές θεσμικές, κανονιστικές, δομικές και λειτουργικές αναφορές στο προμοντέρνο αλλά και σε πολλά θέματα αντιμετωπίζει το λιγότερο με καχυποψία, αν όχι με αντιπαλότητα, ποικίλες εξελίξεις της νεωτερικότητας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι μετά από κάποια χρονική καθυστέρηση έχει ενταχθεί σε σημαντικό βαθμό στον κόσμο των διαδικτυακών κοινωνικών μέσων.
Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες λοιπόν διαθέτουν επίσημες ιστοσελίδες, κάνουν χρήση του twitter και του Facebook είτε με επίσημες αναρτήσεις είτε μέσα από κάποιες υπηρεσίες τους, ενώ παρά πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί χρησιμοποιούν αυτόν το χώρο για να αναρτήσουν υλικό που αποσκοπεί -κατά δήλωσή τους- στην ηλεκτρονική μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα πρόσωπα αυτά  μπορεί να είναι ιεράρχες, θεολόγοι, ανησυχούντες χριστιανοί, πιστοί με ενδιαφέροντα επικοινωνίας κ.α. Τα ερευνητικά ερωτήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κοινωνιολογική σκοπιά είναι με ποιες προϋποθέσεις γίνεται η χρήση των Ηλ.Κοι.Δι. από διαφορετικές κατηγορίες πιστών-χρηστών, ποια η σκοπιμότητα και ποια τα αποτελέσματα της χρήσης τους στην κοινωνική πραγματικότητα.
Η αναλυτική προσέγγιση των ζητημάτων αυτών μπορεί να γίνει μέσα από το πρίσμα δύο βασικών προκλήσεων, να ερευνηθεί δηλαδή α) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι κακόβουλων θέσεων και επιθέσεων και β) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι των μελών της που κάνοντας χρήση των δικτύων και διεκδικώντας για τον εαυτό τους την αυθεντική ορθόδοξη μαρτυρία, επιτίθενται στο εσωτερικό της κοινότητάς τους ή και έξω από αυτήν εκφράζοντας ακραίες θέσεις, φονταμενταλιστικές προθέσεις ή και διχαστικό λόγο. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι η άνοδος του εξτρεμισμού (ως πρόθεση ή αντίδραση) σε παγκόσμιο επίπεδο και η συσχέτισή του με τις συνθήκες ανωνυμίας ή ισοπεδωτικής οχλοκρατίας που συχνά επικρατούν στο διαδίκτυο, ακόμη και στο χώρο των θρησκευτικών ιστοσελίδων. Αρκεί μια γρήγορη ματιά στα σχόλια που παρατίθενται κάτω από καταχωρήσεις διαφόρων ιστοσελίδων για να διαπιστώσει κανείς με πόση επιθετικότητα εκφράζονται θέσεις που παραπέμπουν σε λεκτική βία ή ωθούν ακόμη και σε φυσική βία. Πρόκειται για σχόλια που δεν θα γινόταν με τόσο μεγάλη ευκολία σε μια ενοριακή συνάντηση, σε μια εκκλησιαστική σύναξη, σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, σε μια τέλος πάντων κατά πρόσωπον συζήτηση. Θα μπορούσε ίσως κανείς να συνταιριάσει σε πρώτη φάση αυτήν την κατάσταση με ευρύτερες εξελίξεις στην Καταναλωτική Κοινωνία: Οι πύρινοι λόγοι βάζουν φωτιά στο δίκτυο, η ανακύκλωση σχολίων μεγιστοποιείται και με αυτόν τον τρόπο ένα ιστολόγιο μπορεί να χαρίζει στον ιδιοκτήτη του την ηδονή της μεγάλης επισκεψιμότητας, των ευάριθμων likes!, και των πολλών ακολούθων (followers) σε μια ιδιότυπη αρένα διαρκούς αναμέτρησης. Οι σελίδες αυτές μπορούν να κατασκευαστούν ως «χειροποίητες» με ελάχιστες τεχνικές γνώσεις και με μηδενικό σχεδόν κόστος, πράγμα που τις καθιστά απείρως ελκυστικά εργαλεία στο παίγνιο της αυτοπροβολής και της εμμονικής κατανάλωσης δεδομένων και εικόνων. Μία προσέγγιση όμως μόνο από την πλευρά της παρουσίασης της προσωπικής ταυτότητας ως ευπώλητο εμπόρευμα στην Καταναλωτική Κοινωνία  δεν είναι αρκετή.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό και τις λειτουργικές σχέσεις και τη θεσμική συγκρότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων όχι μόνο στην εικονική πραγματικότητα αλλά και στον off line κόσμο. Δεν γνωρίζουμε για παράδειγμα πόσο ακριβώς αυτά τα μηνύματα των θρησκευτικά φανατισμένων χρηστών του δικτύου μπορεί να επηρεάζουν αποφασιστικά στην εκδήλωση θρησκευτικής βίας ή την πορεία της θρησκευτικής κοινότητας στον κόσμο δημιουργώντας κλίμα αντιπαράθεσης. Το πρώτο έχει περισσότερο σχέση με τους πολιτικούς νόμους, ενώ το δεύτερο με τις διδαχές και τη ζωή των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η λειτουργία των Ηλ.Κοι.Δι. εδράζεται στις έννοιες της κοινοποίησης, του «κοινού» και του διαμοιρασμού των πληροφοριών και των ηλεκτρονικών δεδομένων. Δημιουργούνται κόμβοι επικοινωνίας και στη συνέχεια «ηλεκτρονικές κοινότητες» που αποσκοπούν στο να μεταδοθούν και να μοιραστούν στα μέλη της κοινότητας τα δεδομένα ως «κοινά» και «ευάρεστα», όπως προδίδει το εμβληματικό ιντερνετικό δίπτυχο «share- like!». Πώς εννοείται λοιπόν αυτού του είδους η κοινότητα, ποια τα κοινά και ευάρεστα και ποιες οι αρχές και προϋποθέσεις της συμμετοχής εκκλησιαστικών και θρησκευτικών φορέων στα Ηλ.Κοι.Δι.;
Καταρχήν προκύπτουν ζητήματα ταυτότητας και αυτοσυνείδησης για την Εκκλησία ως θεσμό και για τους πιστούς ως μέλη του σώματος. Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι ορθόδοξοι για την Ορθοδοξία στη νέα χιλιετία και πως νοηματοδοτείται αυτή η εικόνα μέσα στις ηλεκτρονικές λεωφόρους του διαδικτύου; Ας φανταστούμε προς χάριν αναλύσεως ότι κάποιος ερευνητής που δεν έχει καμιά εμπειρία ή γνώση για την Ορθοδοξία επισκέπτεται τις ιστοσελίδες, τα ιστολόγια και τα άλλα Ηλ.Κοι.Δι. και διαβάζει τόσο το υλικό τους όσο και τα σχόλια που ακολουθούν. Ειδικά τα σχόλια ως μια μη οργανωμένη, χωρίς παιδαγωγική στοχοθεσία, άμεση απόκριση στα αναρτηθέντα είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι αναδεικνύουν τον αληθινό παλμό της Ορθοδοξίας και ποιος είναι αυτός; Πόσοι ορθόδοξοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το περιεχόμενο, το ύφος, το ήθος, την αισθητική και το πνεύμα του διαλόγου σε ιντερνετικές αντιπαραθέσεις που αναρτώνται καθημερινά σε θρησκευτικά και μη θρησκευτικά μέσα;
Παρά το γεγονός όμως ότι και στις πολιτικές εφημερίδες και στα ευρύτερου περιεχομένου μέσα η συζήτηση για τα ηθικο-θρησκευτικά ζητήματα παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά, ας εστιάσουμε σε Ηλ.Κοι.Δι με μεγαλύτερη θρησκευτική εστίαση. Ποια εικόνα λοιπόν θα σχημάτιζε ένας ερευνητής των ιστολογίων; Πρόκειται για την Ορθοδοξία των ανοιχτών οριζόντων, της αυτοθυσίας, της καταλλαγής και του πράου αγαπητικού πνεύματος; Είναι η Ορθοδοξία μια εμπειρία του ταπεινού και άφοβου Ευαγγελικού φρονήματος όπου βιώνεται το «η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ 12:9); Μήπως ο μελετητής θα σχημάτιζε μια εικόνα για μια θριαμβεύουσα Ορθοδοξία ως θρησκεία με δύναμη και κρατικές προεκτάσεις, ανταγωνιστική, διεκδικητική, με θεσμική και εξουσιαστική αντίληψη; Ένα γεγονός κοινωνίας ή μια θρησκειοποιημένη πρόταση που είναι ή οφείλει να είναι κραταιά, απόλυτη, (αντι)μαχόμενη στις παρεμβάσεις της; Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς να βρει και τις δύο προοπτικές. Το πρόβλημα είναι πως όπως βρίσκονται όλες αυτές οι αναφορές αταξινόμητες και ανιεράρχητες στη διαδικτυακή θάλασσα των πληροφοριών και αφού όλοι μιλούν εξ ονόματος του πραγματικού πνεύματος της Ορθοδοξίας και με στόχο την προβολή της μίας αληθινής Ορθόδοξης Παράδοσης, ποια είναι τα μέτρα της διάκρισης, ποιοι και πως μπορούν να μιλήσουν στο σώμα για το σώμα εκ μέρους του σώματος των πιστών; Πώς διαχωρίζονται οι απόψεις από τη μαρτυρία της πίστης;
Σε αυτό το επίπεδο το μεγαλύτερο ζήτημα για τους χριστιανούς και την Εκκλησία είναι η σύγχυση μεταξύ του ιδιωτικού και θεσμικού λόγου και η ανάλογη προσπάθεια νομιμοποίησής του, η ισχνή σχέση μεταξύ κοινωνικής δικτύωσης και κοινωνικότητας και η θολή /αδιάκριτη αλληλεπίδραση μεταξύ του εικονικού-online  και εμπειρικού –offline κόσμου.  Υπό το φως αυτών των ερωτημάτων η χρήση των κοινωνικών μέσων από τα μέλη της Εκκλησίας μπορεί να λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις στο θεολογικό κόσμο.
Ειδικά για το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ των προσωπικών θέσεων/αναρτήσεων και του λόγου της Ορθόδοξης Εκκλησίας χρειάζεται μια πιο ειδική έρευνα στο πεδίο της Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού. Ο λόγος της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι αποτέλεσμα μιας λεπτής και σύνθετης διαδικασίας που προκύπτει από την ιστορική ζύμωση της Παράδοσης, της εμπειρίας της κοινότητας στο παρόν και της εσχατολογικής της προοπτικής. Ενώ από τη μια μεριά στον κόσμο του Διαδικτύου και των Ηλ.Κοι.Δι ο χρόνος παίρνει νέες διαστάσεις, από την άλλη μεριά στο άμεσο, στιγμιαίο, άυλο, εικονικό παρόν κάθε σχολίου, κάθε ιστοσελίδας κάποιος χρήστης μπορεί να εμφανίζεται ότι παρουσιάζει την αναλλοίωτη, αληθινή, ανόθευτη και αιώνια αλήθεια της Ορθοδοξίας στο σύνολό της, να αντιπαραθέτει τη θέση του αυτή έναντι άλλων που «προδίδουν» ή «αλλοιώνουν» τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας και να διεκδικεί την απόλυτη νομιμοποίηση ως φωνή του σώματος των πιστών στο παρελθόν και στο σήμερα. Εάν στο παρελθόν η Εκκλησία ως Σώμα καλούνταν να κρίνει και να διακρίνει μεταξύ θέσεων και αντιθέσεων μέσα από χρονοβόρους ελέγχους, διάλογο και συναποφάσεις με στόχο την ομοφωνία, σημερινά δημοσιεύματα διεκδικούν το αυταπόδεικτο μέσα από την αυτο-αναφορικότητά τους.  Αυτό που θα είχε ενδιαφέρον να απαντηθεί είναι αν εκκλησιολογικώς θα μπορούσε μια δυναμική πρόταση –ακόμη και αν είναι  εμβριθής, έξυπνη, λόγια- να υποκαταστήσει τη συνείδηση του σώματος των πιστών ως ζώσα έκφραση της κοινότητας καθώς και τους τρόπους έκφρασής της ως θεσμική λειτουργία ενός οργανισμού όπως η Εκκλησία που η συγκρότησή του βασίζεται σε οργανωμένους και καταγεγραμμένους κανόνες. Σε ό,τι αφορά το βίωμα, την αλληλεπίδραση και την ευθύνη της κοινότητας να κρίνει, να επιλέγει, να ζει, όλα αυτά μαζί συναρμόζουν ένα τόσο πυκνό δίκτυο σχέσεων και νοηματοδοτήσεων, που και μόνο η αυτοανακήρυξη κάποιου ως ολιστικής, υπερχρονικής και υπερ-κοινοτικής έκφρασης του όλου στις συγχρονικές και διαχρονικές διαστάσεις αποτελεί μόνη της μια αναλυτική πρόκληση κατανόησης.
            Ας γίνει και μια ιδιαίτερη αναφορά στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρατηρούνται προβλήματα νομικής φύσεως, όπως για παράδειγμα περιπτώσεις συκοφαντίας, διασποράς ψευδών ειδήσεων, έκφρασης μισάνθρωπου ή και αντικοινωνικού λόγου. Βασική μου θέση αποτελεί ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν γενικές απαγορεύσεις ούτε και να διώκεται γενικώς και αορίστως η έκφραση γνώμης και η μετάδοση ειδήσεων. Η ελευθερία του λόγου είναι μια από τις πιο πολύτιμες κατακτήσεις του σύγχρονου κόσμου για να επιτραπεί να γίνει επίδικο εξτρεμιστών κάθε φύσεως. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις θα πρέπει πάντοτε να προστατεύουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή κάθε πολίτη. Θα μπορούσε πάντως να υπάρξει μια ευρεία συζήτηση και ως αποτέλεσμα αυτής μια σειρά από πρωτοβουλίες διαφάνειας και ρύθμισης του εκκλησιαστικού λόγου στα Ηλ.Κοι.Δι. Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες βέβαια δεν είναι πρωτοφανείς. Στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών υπάρχουν ανάλογοι προβληματισμοί που ξεκινούν από παρόμοια ή ανάλογα προβλήματα, όπως για παράδειγμα ποιος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λογότυπο της UNESCO, να μιλά στο όνομα ενός διεθνούς οργανισμού ή να διεκδικεί τη νομιμοποίηση του προσωπικού λόγου με βάση το ηθικό βάρος που έχει ο οργανισμός. Μια διακήρυξη ηθικών αρχών και κανόνων για τη χρήση του χριστιανικού ή και θρησκευτικού λόγου στο διαδίκτυο θα ήταν ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μελών της Εκκλησίας για τα ανάλογα θέματα και βεβαίως η σταθερή και προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων σε αυτόν τον τομέα από ειδικούς διαμορφώνουν μια δέσμη πρώτων ενεργειών.

iv. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση των νέων μέσων είναι αναγκαία στο πλαίσιο της σύγχρονης επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Αυτό που χρειάζεται είναι τα Ηλ.Κοι.Δι να αποτελούν αληθινούς διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου, ώστε να μεταφέρονται νέα, ενημερώσεις, προτάσεις, διδασκαλίες, παρατηρήσεις και να δημιουργείται προς όλους τους μετέχοντες ένα αμοιβαίο αίσθημα ευθύνης.  Στον εκκλησιαστικό χώρο αποφασιστικά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι α) μια ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητας  (ποιος γράφει, τι/ποιους εκπροσωπεί η θέση που αναρτά κ.λπ) και β) μια σχετική φειδωλότητα στη χρήση –ταιριαστή άλλωστε στο ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας- και εθελούσια βραδυπορία στην αντίδραση. Εάν μιλά κανείς στο όνομα της Ορθόδοξης Κληρονομίας και των ορθόδοξων κοινοτήτων ανά την  Οικουμένη δεν χρειάζεται να μιλά συνέχεια, να λέγει πολλά και για τα πάντα και κυρίως είναι αναγκαίο να μην σπεύδει να αντιδράσει χωρίς να ζυγίσει τα γραφόμενα στη σοφία του χρόνου και στην αλήθεια της πράξης.

Η εισήγηση του Ανδρέα Δ. Λουδάρου στο Συνέδριο της Διακοινοβουλευτικής

 Η εκκλησιαστική ενημέρωση στη διαδικτυακή άβυσσο: Προοπτικές και παθογένειες

[Θεσσαλονίκη | Τρίτη 13 Μαΐου 2014]

Θα θυμάστε, οι περισσότεροι φαντάζομαι, πως με την εμφάνιση του διαδικτύου στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες,  ένα μεγάλο μέρος του θρησκευόμενου πληθυσμού, κληρικοί και λαϊκοί, αντιμετώπισαν την νέα ανακάλυψη με σκεπτικισμό.  Κάποιοι μάλιστα είχαν ανατρέξει σε βιβλία όπως η Αποκάλυψη του Ιωάννη για να εντοπίσουν τις βιβλικές εκείνες αναφορές  οι οποίες θα επιβεβαίωναν πως το ίντερνετ ήταν… το θηρίο!

Τα χρόνια πέρασαν, οι υποψίες υποχώρησαν και φθάσαμε στο σήμερα όπου ο κόσμος της Εκκλησίας χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά το διαδίκτυο για την επικοινωνία και την ενημέρωση του.

Η πρώτη προσπάθεια χρήσης του διαδικτύου για ενημερωτικό σκοπό στον ελληνόφωνο ορθόδοξο  εκκλησιαστικό χώρο, έγινε το 2003 από τον ομιλούντα. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς ιδρύθηκε το RNN,  το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ή Religious News Network με σκοπό την συγκέντρωση του συνόλου της εκκλησιαστικής ειδησεογραφίας σε έναν κόμβο, προσβάσιμο από ολόκληρο τον κόσμο.

Η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν τέτοια, που σύντομα λειτούργησε ως πηγή ενημέρωσης όχι μόνο για τους αναγνώστες του αλλά και για τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης, τις εφημερίδες τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς που αρκετές φορές χρησιμοποίησαν το RNN ως την πηγή τους.

Ταυτόχρονα, χιλιάδες αναγνώστες από ολόκληρο τον κόσμο μπήκαν στην διαδικασία της καθημερινής ενημέρωσης περί τα εκκλησιαστικά ζητήματα τα οποία σε συνδυασμό με μια σειρά από γεγονότα βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων.

Στην πορεία των χρόνων εμφανίστηκαν και άλλες παρόμοιες προσπάθειες οι οποίες συν τω χρόνω δημιούργησαν με την σειρά τους ένα μπουκέτο κόμβων εκκλησιαστικής ενημέρωσης στο διαδίκτυο.
Το παράδειγμα του RNN, η άνοδος, η πτώση η αντιγραφή και η αναβίωση του, πιστεύω πως είναι το καλύτερο case study στην προσπάθεια μου να σας παρουσιάσω τις παθογένειες αλλά και τις προοπτικές της εκκλησιαστικής ενημέρωσης στο σύγχρονο διαδίκτυο.


Ας ξεκινήσουμε όμως από τα προβλήματα ώστε προχωρόντας να φθάσουμε στο μέλλον που κατά την δική μου προσέγγιση δεν μπορεί παρά να είναι κάτι θετικό.

Θα σας κάνω μια ερώτηση…
Τι είναι είδηση; Και ποιο συγκεκριμένα… τι είναι εκκλησιαστική είδηση; Μπορεί κάποιος να μας δώσει μια απάντηση; Είμαι βέβαιος πως αν κάνουμε τώρα μια συζήτηση θα προκύψουν πολλές και διαφορετικές απαντήσεις και προσεγγίσεις.

Κατά την άποψη μου ωστόσο, πίσω από την αδυναμία μας να απαντήσουμε με σαφήνεια σε αυτό το ερώτημα, κρύβεται και η πηγή των περισσότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει το εκκλησιαστικό ενημερωτικό διαδίκτυο σήμερα.

Είναι άραγε είδηση το ότι ένας μητροπολίτης πήγε την Κυριακή σε κάποιον από τους Ναούς της επαρχίας του και τέλεσε την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία; Είναι εκκλησιαστική είδηση ότι ένας επίσκοπος παρέστη στην κοπή της πίτας ενός συλλόγου της επαρχίας του;

Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Έχει απάντηση. Φυσικά και όχι. Τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελούν είδηση. Στην καλύτερη των περιπτώσεων τα δυο αυτά παραδείγματα είναι απλά χρονικά.
Ενδιαφέρουν κάποιους; Ναι! Αρκετούς!

Υπάρχει ουσία πίσω από αυτά τα χρονικά; Όχι.

Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. 8 στις 10 από αυτές τις αναρτήσεις λειτουργούν ως τροφή για κοινωνικές συζητήσεις.

Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, αυτό είναι το εκκλησιαστικό γκόσιπ. Πρόκειται για αναρτήσεις δηλαδή που στην ουσία ικανοποιούν περισσότερο το αίσθημα της περιέργειας παρά την ανάγκη της ενημέρωσης.

Γι αυτό ακόμη και εκείνοι που συνεχώς διαβάζουν αυτές τις αναρτήσεις σε ένα μεγάλο βαθμό τις καταδικάζουν όπως ακριβώς πράττουν οι αναγνώστες σκανδαλοθηρικών εντύπων ή οι θεατές κουτσομπολίστικων εκπομπών, που ναι μεν παρακολουθούν αλλά ταυτόχρονα νιώθουν την ανάγκη να αποκηρύξουν αυτό που είδαν.

Το ίντερνετ είναι από την φύση του ένα Μέσον γρήγορο, άμεσο. Η Εκκλησία από την άλλη είναι ένας οργανισμός με προοπτική… αιωνιότητας. Τι συνέβη λοιπόν όταν το νέο γρήγορο και απαιτητικό Μέσο συναντήθηκε με την αιωνιότητα; Μια ροή ασήμαντων «ειδήσεων». Μια γενιά κληρικών αλλά και λαϊκών που δραστηριοποιούνται γύρω από την Εκκλησία οι οποίοι έχουν αναγάγει το ασήμαντο σε ζήτημα πρώτης τάξεως.

Η προβληματική που έχει αναπτυχθεί γύρω από το θέμα αυτό είναι τόσο σύνθετη και πολύπλευρη που θα μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα ολόκληρο συνέδριο σαν αυτό για να την αναλύσουμε.


Όλα τα παραπάνω θα ήταν απλώς πταίσματα, στην περίπτωση που  λειτουργούσε επαρκώς το ενημερωτικό σύστημα. Εάν δηλαδή παρεχόταν πραγματική ενημέρωση για όλα τα σοβαρά και ουσιαστικά ζητήματα του εκκλησιαστικού κόσμου.

Συμβαίνει αυτό; Φοβάμαι πως όχι.

Σας προσκαλώ και σας προκαλώ εάν θέλετε. Ρωτήστε όσους Μητροπολίτες γνωρίζετε να σας πουν εάν φυσικά γνωρίζουν την θεματολογία της Πανορθόδοξης Συνόδου που θα συγκληθεί το 2016 στην Κωνσταντινούπολη. Για να μην βρεθείτε απέναντι σε δυσάρεστες εκπλήξεις σας ενημερώνω εκ των προτέρων πως δεν θα βρείτε ούτε έναν που να έχει πλήρη εικόνα.

Πόσοι γνωρίζουν ποιες είναι οι ουσιαστικές διαφορές των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας ή ποιες είναι οι εκκλησιαστικές προεκτάσεις του ουκρανικού ζητήματος;

Γιατί συζητάμε με τους Ρωμαιοκαθολικούς; Ποια είναι τα θέματα του Διαλόγου;

Σε αντίθεση λοιπόν με την πληθώρα των χωρίς καμία ουσία ειδήσεων που διοχετεύονται πανταχόθεν, οι πραγματικές ειδήσεις δεν μεταδίδονται. Γιατί; Διότι αυτές τις διαβάζουν πολλοί λιγότεροι. Για να το απλουστεύσω θα χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα τα βιβλία με εικονογράφηση που προτιμούν οι πολλοί, και τα χωρίς εικόνες που διαβάζουν λιγότεροι.

Αυτό βεβαίως είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τόσο εμάς τους εκπροσώπους του Τύπου όσο και τους ανθρώπους της Εκκλησίας οι οποίοι κάποια στιγμή θα πρέπει να δουν σοβαρά την ποιότητα των ειδήσεων με τις οποίες τροφοδοτούν τον λεγόμενο εκκλησιαστικό διαδικτυακό Τύπο. Βεβαίως, η Εκκλησία θα πρέπει να δει και κάτι άλλο. Τι σχέση επιθυμεί να έχει με τον Τύπο. Θέλει να τον χρησιμοποιήσει ως μέσον υγιούς επικοινωνίας με την κοινωνία ή το μόνο που την ενδιαφέρει είναι μια καλή φωτογραφία και δυο καλά σχόλια;

Ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να δούμε επίσης ποια είναι η σχέση της πίστης και της λατρείας με την καθημερινή ειδησεογραφία. Καλό θα ήταν επίσης να δούμε και ποιος είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου, και του εκκλησιαστικού συντάκτη ειδικότερα, ώστε να καταλήξουμε επιτέλους  στο τι είναι σωστό και τι λάθος.

Αν και δεν θέλω να μετατραπεί αυτή η εισήγηση σε μάθημα δημοσιογραφίας, πρέπει να ειπωθούν κάποια πράγματα ώστε να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή εικόνα.

Στην εκκλησιαστική ζωή συνυπάρχουν δυο όψεις. Η μια είναι η Πίστη, η Λατρεία, η Θεολογία και όλες οι παράμετροι τους. Η άλλη είναι η διοίκηση. Η εξουσία.

Αν θέλετε την γνώμη μου ο δημοσιογράφος δεν έχει και δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με την πρώτη όψη. Αντίθετα οφείλει να παρακολουθεί να καταγράφει και να ελέγχει ότι έχει να κάνει με την άσκηση της διοίκησης.

Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το θολό και σκοτεινό, πολλές φόρες, τοπίο γύρω από την νομική και οικονομική υπόσταση ορισμένων εκ των ενημερωτικών portals, μας δίνουν μια καλή εικόνα για το τι συμβαίνει σήμερα.

Διότι όταν έρχεται η συζήτηση στην σοβαρότητα, την σκοπιά και την γενικότερη στάση των Μέσων Ενημέρωσης καλό είναι να έχουμε και μια εικόνα της οικονομικής τους καταστάσεως και φυσικά της χρηματοδότησης τους.

Η χρηματοδότηση λοιπόν είναι ένα εξίσου μεγάλο πρόβλημα του εκκλησιαστικού διαδικτύου.

Εδώ είναι που ξεκινά μια άλλη άβυσσος. Που βρίσκουν τα χρήματα για να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα τα εκκλησιαστικά portals; Ποια είναι η νομική μορφή τους;

Κακά τα ψέματα! Ο μόνος τρόπος για να αναδείξουμε και να προασπίσουμε την σοβαρότητα του εκκλησιαστικού Τύπου είναι να πούμε την αλήθεια. Και η αλήθεια αυτή τη στιγμή είναι πως στο εκκλησιαστικό διαδίκτυο διακινείται πολύ μαύρο και ανίερο χρήμα με ότι αυτό συνεπάγεται.

Στην Ελλάδα για παράδειγμα, μικρή χώρα είμαστε, όλοι γνωριζόμαστε. Ξέρουμε. Ποιος είναι με ποιον. Ποιος στηρίζει ποιον και γιατί.

Το αποτέλεσμα είναι η καθημερινή πτώση για να μην πω κατάπτωση του εκκλησιαστικού Τύπου, γιατί δυστυχώς οι περισσότεροι είναι της άποψης πώς όλα αγοράζονται.

Ξέρετε ένας από τους λόγους που η ελληνική κοινωνία δεν κατάλαβε ή άργησε να καταλάβει το τι ετοιμαζόταν ήταν γιατί ο Τύπος είχε πέσει πρώτος και η επαφή της κοινής γνώμης με τα γεγονότα είχε ουσιαστικά διακοπεί καιρό πριν την κρίση. Λυπάμαι που το λέω αλλά κάτι αντίστοιχο πάει να γίνει και στον χώρο της Εκκλησίας.

Η αλήθεια ελευθερώνει λένε οι γραφές. Αυτή είναι όμως η θετική όψη της φράσης. Γιατί αν την διαβάσουμε ανάποδα θα δούμε κάτι πάρα πολύ τρομακτικό, πως η έλλειψη της αλήθειας ή η χειραγώγηση της αλήθειας… σκλαβώνει.

***

Νομίζω όμως πως σας είπα αρκετά για τα προβλήματα του χώρου μου και όπως σημείωσα και όταν ξεκίνησα στόχος μου είναι να βγει κάτι θετικό από όλο αυτό.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως πλέον ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου που κινείται γύρω από την εκκλησία χρησιμοποιεί το διαδίκτυο. Αυτό τι σημαίνει; Ότι μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο η παρουσία της Εκκλησίας στα διαδικτυακά πράγματα εδραιώνεται.

Αν δούμε λίγο πίσω μας θα διαπιστώσουμε πως όλα αυτά συμβαίνουν την τελευταία δεκαετία. Είναι λίγος ο χρόνος. Το σύστημα περνά τις πρώτες του παιδικές ασθένειες… και δυναμώνει.

Αν λοιπόν μάθουμε από τα παθήματα μας, μπορούμε να μεγαλουργήσουμε.

Πρώτη και καλύτερη θα πρέπει να δει με σοβαρότητα το θέμα η ίδια η Εκκλησία, η οποία θα πρέπει να εργασθεί και να κινηθεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας καταρτισμένων στελεχών στον συγκεκριμένο τομέα.

Ταυτόχρονα Τύπος και Εκκλησία θα πρέπει να συνεργαστούμε για την δημιουργία της επόμενης γενιάς εκκλησιαστικών συντακτών. Δημοσιογράφων που θα έχουν τα φόντα αλλά και τα εφόδια, να καλύψουν μεγάλα εκκλησιαστικά γεγονότα.

Εάν κατορθώσουμε κάτι τέτοιο τότε κανείς δεν θα έχει να φοβηθεί τίποτα και κανείς δεν θα βγει χαμένος.

Αυτή τη στιγμή οι κοινωνίες περνούν κρίση. Οι Εκκλησίες έχουν απαντήσεις έχουν λύσεις αν θέλετε. Δεν υπάρχει όμως δίαυλος.

Δεν έχουμε λοιπόν παρά να τον δημιουργήσουμε ή να τον αναβαθμίσουμε.

Το εκκλησιαστικό ρεπορτάζ είναι ένα από τα σημαντικότερα, δυσκολότερα και πιο όμορφα. Είναι ένας από τους κλάδους της δημοσιογραφίας που λίγοι έχουν καταλάβει την σημασία τους. Ας δούμε λοιπόν μπροστά…

Η εισήγηση του Κώστα Μυγδάλη στο περί Χριστιανισμού και Media Συνέδριο της Διακοινοβουλευτικής

 Θεσσαλονίκη, μεσημέρι 13ης Μαΐου 2014 


Η σύναξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών , η οποία συνήλθε στο Φανάρι της Κων/πολης από 6 έως 9 Μαρτίου του 2014, αποφάσισε την Σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας για το έτος 2016. Στο μήνυμα των προκαθημένων στην έκτη παράγραφο αναφέρεται:

6. Ἡ Σύναξις αὕτη τῶν Προκαθημένων συνιστᾷ δι᾿ ἡμᾶς μίαν εὐλογημένην εὐκαιρίαν, ἵνα ἐπαναβεβαιώσωμεν τήν ἑνότητα ἡμῶν διά τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας. Ἐπιβεβαιοῦμεν τήν ἀφοσίωσιν ἡμῶν εἰς τήν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος, ἥτις τυγχάνει ὑψίστης σημασίας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνωτιζόμεθα τήν ρῆσιν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι "τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, οὐ χωρισμοῦ ἀλλ᾿ ἑνώσεως καί συμφωνίας ὄνομα". Ἡ καρδία ἡμῶν στρέφεται πρός τήν ἀπό μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά νά μαρτυρήσωμεν τήν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καί τήν εὐθύνην καί τήν στοργήν της πρός τόν σύγχρονον κόσμον.

Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστική τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νά ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή θά ἀρχίσῃ τό ἔργον αὐτῆς ἀπό τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καί θά ὁλοκληρώσῃ αὐτό μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θά ἀκολουθήσῃ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀπόφασεις, τόσον κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καί κατά τά προπαρασκευαστικά στάδια αὐτῆς, θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά συγκληθῇ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 2016, ἐκτός ἀπροόπτου. Ἡ Σύνοδος θά προεδρεύηται ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θά κάθηνται ἐκ δεξιῶν καί ἐξ εὐωνύμων Αὐτοῦ.

Η ανακοίνωση του σπουδαίου αυτού γεγονότος, της ευλογημένης αυτής απόφασης, έγινε με την συνήθη και αρμόζουσα για την περίσταση ευπρέπεια, χωρίς τυμπανοκρουσίες και  συνεντεύξεις. Η Εκκλησία μετά από πολύ κόπο μετά από μεγάλη προσπάθεια και με απόλυτη υπομονή και συγκατάβαση, υπακούοντας στην θέληση του ιδρυτή της Σωτήρα Χριστού αλλά και στα κελεύσματα των καιρών, η Εκκλησία έκανε το χρέος της . Απέδωσε στην κοινωνία και την ιστορία αν θα ώφειλε, επιβεβαιώνοντας έτσι την ενότητά της. Η κοινωνία , τώρα με την σειρά της καλείται να προσλάβει και να κατανοήσει την σπουδαιότητα της απόφασης, να την αναδείξει και να την διαφυλάξει. Να χτίσει το μέλλον της μέσα από την  ενότητά της. Η απόφαση δεν ήταν καθόλου εύκολη και πήρε πολύ χρόνο. Πενήντα χρόνια  δύσκολων και επίπονων ετοιμασιών και ενδοορθόδοξων διαλόγων. Είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω και να με τιμήσει με την φιλία του ο μακαριστός μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός Παπανδρέου και να ακούσω τις δυσκολίες από το στόμα του. Τις δυσκολίες υπέρβασης ανυπέρβλητων προβλημάτων.  Επίσης τον μακαρίτη Εφέσου Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη. Ή τον επίσκοπο των Καθολικών τον συχωρεμένο Πέτρο Ντυπρέ. Γνώρισα επίσης των Φιλάρετο του Μίνσκ που χειρίσθηκε θέματα συνεργασιών. Κάποιοι άλλοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον μεγάλο ιεράρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου  Χαλκηδόνος Μελίτωνα Χατζή. Τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ο θεός να τους αναπαύσει, η Εκκλησία και η κοινωνία σύμπασα τους οφείλει πολλά. Φανταστείτε πως θα ήταν ο κόσμος μας αν κάνανε κάποια λάθη αν δεν διέθεταν την διάκριση, ιδιαίτερα την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Γιατί γνωρίζουμε όλη ότι αυτή η προσπάθεια συνεννόησης στην περίοδο του ψυχρού πολέμου ανδρώθηκε. Τότε που η καθολική Εκκλησία καταδίκαζε και κήρυττε το ασυμβίβαστο κομμουνιστή και χριστιανού. Με το decsero που εξαπέλυσε το 1949 η Αγία έδρα, όπου έκρινε ως ασύμβατες τις ιδιότητες κομμουνιστή και χριστιανού και καλούσε τον χριστιανικό κόσμο σε συνεργασία για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού.  Αν τότε πέφταμε και εμείς στο ίδιο τρυπάκι που θα ήμασταν σήμερα.

Η ίδρυση πολλών και διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων κατά τους τρεις πρώτους αιώνες εδραίωσης του Χριστιανισμού δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης οργάνων επίλυσης θεμάτων κυρίως δογματικού και διοικητικού χαρακτήρα. Οι Σύνοδοι, που άρχισαν να συγκαλούνται ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., είχαν την ευθύνη επεξεργασίας ζητημάτων τόσο τοπικού και περιφερειακού, όσο και οικουμενικού χαρακτήρα. Από το σύνολο των Συνόδων αυτών, εκείνες που αφορούσαν αποφάσεις με θεμελιώδη σημασία για το παγκόσμιο εκκλησιαστικό σώμα ήταν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η σύγκλισή τους γινόταν μόνο από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, που κήρυττε την έναρξη και τη λήξη των εργασιών της εκάστοτε συνέλευσης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει τις Οικουμενικές Συνόδους ως την ανώτατη αρχή δογματικών, διοικητικών, δικαστικών και νομοθετικών ρυθμίσεων. Πιο συγκεκριμένα, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζουν από κοινού επτά (7) Οικουμενικές Συνόδους, που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 325 μ.Χ. και 787 μ.Χ. Επιπλέον, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την Εν Αγία Σοφία Σύνοδο, καθώς και τη Σύνοδο του έτους 1341 μ.Χ. ως Συνόδους με αξία Οικουμενικών.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν μεγάλες συνελεύσεις των επισκόπων της χριστιανικής οικουμένης, προς κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σημαντικών δογματικών, θεολογικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων που αναφέρονταν σε όλη την Εκκλησία, από την οποία αναγνωρίζονταν και γίνονταν δεκτές οι αποφάσεις που λαμβάνονταν σε αυτές. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι έγιναν το όργανο της επίσημης διατύπωσης και διακήρυξης της διδασκαλίας της Εκκλησίας, της κοινής πίστης και παράδοσης που οφείλουν να ακολουθούν όλες οι κατά τόπους εκκλησιαστικές κοινότητες. Αποτελούν την ύψιστη αυθεντία της Εκκλησίας του Χριστού. Κύριος λόγος θέσπισης των Συνόδων αυτών ήταν βασικά δογματικά ζητήματα, που προκαλούσαν θρησκευτικές έριδες των καιρών. Σε αυτές συμμετείχαν Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες και απλοί Επίσκοποι, ενώ χωρίς δικαίωμα ψήφου παρίσταντο στις διαδικασίες και Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί και Λαϊκοί. Η αντιπροσωπευτικότητα στη συμμετοχή και η αποδοχή των αποφάσεων της κάθε Συνόδου είναι παράγοντες, οι οποίοι καθόρισαν και τον οικουμενικό της χαρακτήρα. Ταυτόχρονα οι Οικουμενικές Σύνοδοι καταδίκασαν τις διάφορες αιρέσεις, που παρουσιάστηκαν και απείλησαν την ενότητα της Εκκλησίας. Η κοινωνία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντα παρακολουθούσε τα δρώμενα των οικουμενικών συνόδων χωρίς να διαθέτει την ψηφιακή τεχνολογία. Με άμεση ενημέρωση απο τους συμμετέχοντες οι οποίοι μάλιστα φορές για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους επιθετικότερα, είχαν απόλυτη ανάγκη της λαϊκής στήριξης. Φορές πάλι  ο λαϊκός παράγων συμμετείχε δημιουργικά στην επίλυση σπουδαίων θεολογικών προβλημάτων. Υπάρχει μια πολύ χαριτωμένη διήγηση που αφορά την Δ οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Χαλκηδόνα το 471 και ασχολήθηκε με το σημαντικό ζήτημα των φύσεων του Χριστού. Κατά την διήγηση λοιπόν σε φούρνο την Πόλης συνοδικός επίσκοπος που πήγε να αγοράσει ψωμί, ρωτήθηκε από τον Φούρναρη πως πάνε τα πράγματα. Και εκείνος απάντησε ότι έχουμε δυσκολία να περιγράψουμε με λίγες λέξεις τις δύο φύσεις του Ιησού και πως η μία συμμετέχει στην άλλη. Και τότε ο λαϊκός αυτό άνθρωπος που όπως φαίνεται γνώριζε σε βάθος την Ελληνική γλώσσα του είπε το καταπληκτικό ότι οι δύο φύσεις του Χριστού υφίστανται  ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως. [неслиянно, неизменно, нераздельно, неразлучно - inconfusedly, unchangeably, indivisibly, inseparably]. Δηλαδή η ανθρώπινη φύσις δεν συγχέεται με την θεία, η ανθρώπινη φύσις δεν μπορεί να μετατραπεί σε θεία ούτε η θεία σε ανθρώπινη και επειδή οι δύο φύσεις είναι ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Υιού του θεού, η ένωσις αυτή παραμένει αμετακίνητη, χωρίς ενδεχόμενο διαιρέσεως ή χωρισμού. Και αυτή η αλήθεια, ως επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, παραμένει ακλόνητη και σταθερή.

Ζούμε στο 2014 και έχουν  περάσει 700 χρόνια από τότε, ενώ θα έπρεπε να συγκαλείται Οικουμενική  Σύνοδος τουλάχιστον κάθε πεντηκονταετία. Αυτό το έλλειμμα, αυτή η παράλειψη, αυτή η αδυναμία συσσώρευσε προβλήματα πολλά. Ευτυχώς ξεπεράστηκαν. Η απόφαση αυτή καθ αυτή ήδη πλουτίζει την ζωή μας και το πολιτιστικό μας περιβάλλον . Η απόφαση αυτή ελήφθη μέσα σε ένα περιβάλλον ανατροπής. Ζούμε εδώ και δύο δεκαετίες σε ένα περιβάλλον μιας μεγάλης ανατροπής. Της μεγαλύτερης από κτίσεως κόσμου. Δεν ξέρω αν έχουμε συνειδητοποιήσει στα σοβαρά την μεγάλη τύχη της γενιάς μας και αυτό που ζούμε στις μέρες μας. Είμαστε μέτοχοι της μεγάλης τεχνολογικής επανάστασης η οποία ανατρέπει χιλιάδες πράγματα και θα τα ανατρέψει όλα. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί. Ένα εργαλείο, η τεχνολογία , γίνεται παραγωγός πολιτικής, παράγει πολιτική και ιδεολογία η ίδια. Αν το άκουγε ο Μάρξ θα γελούσε με τις ώρες. Και όμως, νάτο, μπροστά μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου αυτού περιβάλλοντος είναι τα εξής: Η απόλυτη ελευθερία λόγου σκέψης έκφρασης αυτενέργειας αλλά και η απόλυτη δυνατότητα εκφοράς δημόσιου λόγου του οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου πολίτη και μάλιστα με πολύ χαμηλό οικονομικό κόστος. Προκειμένου λοιπόν  ένας πολιτικός , κοινωνικός πνευματικός χώρος να κατανοήσει την λειτουργία αυτής της σχέσης, να την προσλάβει και να εισπράξει τα θετικά της, θα πρέπει να έχει μια καθαρή και υπεύθυνη σχέση με τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην νέα αυτή κοινωνία των νέων τεχνολογιών θα επανακαθορισθούν, εκ των πραγμάτων, τα πλαίσια δράσης των θεσμών της κοινωνίας και του πολιτεύματος, αλλά και οι ίδιοι οι θεσμοί. Θα επανακαθορισθούν ακόμη τα πλαίσια λειτουργίας και δραστηριότητας των κοινωνικών ομάδων και οι κανόνες που τα ρυθμίζουν. Θα  επανεξεταστούν όλες οι λαθεμένες πολιτικές αφηγήσεις με βάση τις οποίες πορεύεται με τους αργούς οδυνηρούς ρυθμούς ο κόσμος. Σε μας έλαχε ο κλήρος και στην γενιά που ακολουθεί. Σε αμεσότερη δημοκρατία στηριγμένη στις νέες τεχνολογίες, όπου ο λαός θα εκφράζεται πιο συχνά και οργανωμένα, με τεχνολογία αιχμής, με διαδικασίες δημοψηφιστικού χαρακτήρα  για ζητήματα που τον αφορούν. Οι νέες τεχνολογίες αποτελούν μια πραγματικότητα, σωτήρια κατά την γνώμη μου για τον πολύπλοκο κόσμο μας Οι νέες τεχνολογίες θα αναδείξουν βέβαια τις προσωπικές αλήθειες του καθενός μας αλλά θα μας μάθουν να τις βάλουμε να συνεργάζονται. Με τρόπο άμεσο και πέρα από την σωτηριολογική -  θεολογική πρόταση κάθε θρησκείας οι πιστοί θα επικοινωνούν μεταξύ τους άμεσα και θα συνομιλούν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, προκαλώντας και τις ανάλογες εκτροπές, εξασκώντας αντίστοιχες πιέσεις προς του ημιεπίσημους και επίσημους εκφραστές της καθαρότητας του χώρου. Θα αρχίσει έτσι να διεξάγεται   ένας διαθρησκειακός διάλογος που θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μια ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας.
Θα πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επανασυνθέσουμε, να ενδυναμώσουμε και να αναδείξουμε της συλλογική μας συνείδηση μέσα από την Σύνοδο.

Δεν γνωρίζω την αναγνωσιμότητα την οποία θα έχει αυτή η Σύνοδος, ούτε μπορώ να υποθέσω την στάση που θα τηρήσουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Αν θα την προβάλλουν αν θα την αναδείξουν αντικειμενικά και ελεύθερα διεθνών δεσμεύσεων και πιέσεων. Όμως το συνέδριό μας αυτό, αποτελεί νομίζω μια καλή ευκαιρία για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για το τι πρέπει εν προκειμένω να κάνουν οι δύο χώροι που αποφασιστικά επηρεάζουν την κοινωνική ζωή όπου γης. Ο χώρος την πολιτικής και ο χώρος των ΜΜΕ. Να αναδείξουμε από εδώ, από το συνέδριό μας σε μια πρώτη συμβολική κίνηση,  την σπουδαιότητα της απόφασης που ελήφθη στην Κωνσταντινούπολη από τους προκαθημένους. Αναδεικνύοντάς την, την ισχυροποιούμε και την καθιστούμε μη ανατρέψιμη. Όλοι μας γνωρίζουμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπήρξαν μεγάλες στιγμές,  μεγάλα βήματα προς τα εμπρός, μεγάλες αποφάσεις,  αλλά αυτές εσκοντάψανε, υπονομεύθηκαν και ενίοτε αναιρέθηκαν από συντηρητικές ομάδες ακραιφνών που εμφανίζονται ως η συνείδηση της ιστορίας. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία , ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στο διάβα των αιώνων και  ιδιαίτερα στον σύγχρονο κόσμο έλαβαν ή δεν έλαβαν αποφάσεις που αφορά το παρών και το μέλλον της Εκκλησίας, πιεζόμενες από απόψεις ακραιφνείς και υπό την απειλή να θεωρηθούν ότι προδίδουν την ορθή πίστη και την παράδοση. Στους κόλπους κάθε επισκοπής ελλοχεύουν δυνάμεις έτοιμες να διαβρώσουν κάθε απόφαση και πράξη που βάζει σε κίνηση τα πράγματα και μας βγάζει από μια στασιμότητα που θέλουν να την ονομάζουν Παράδοση. Καιροφυλακτούν διάφοροι απίθανοι ψυχικά διαταραγμένοι τύποι, που εμφανιζόμενοι ως Ηρακλειδείς της καθαρότητας και του ανόθευτου της πίστης, είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν κάθε σύγχρονη φωνή μέσα στην Εκκλησία. Όλοι αυτοί βέβαια θα συνεχίσουν να ζουν και να κινούνται στο περιθώριο, στην σκιά, στο σκοτάδι της ιστορίας της ανθρωπότητας και να καταγράφονται σαν ιδεολογικά σκουπίδια, αν δεν υπάρχει ο τύπος τα ΜΜΕ για να αναδείξει τις παλαβές απόψεις τους. Και εδώ είναι η ευθύνη μας και η ευθύνη σας. Η απόφαση της Πόλης έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φτάσουμε στην ευλογημένη στιγμή της Συνόδου. Διάφοροι θα αντιπαρατεθούν, διάφορα συμφέροντα θα την υπονομεύσουν. Φοβούμαι πως πέραν του ότι όσοι ασχοληθούν με το θέμα από τις Εκκλησίες, τα στελέχη των Εκκλησιών δηλαδή, θα κατηγορηθούν για αίρεση, για ενδοτισμό και για ξεπούλημα των πατρώων ιστορικών κληροδοτημάτων της πίστης. Θα τους ελεεινολογήσουν και θα τους διαβρώσουν διάφοροι. Φοβούμαι ακόμη ότι παλαιοί εθνικισμοί, σκελετοί και ψευδεπίγραφα παλαιά διλήμματα, κλεισμένα στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, θα ξαναεμφανιστούν και θα ζητήσουν μερτικό στην διάβρωση και την υπονόμευση του μεγάλου αυτού γεγονότος.  

Η Προσπάθεια διοργάνωσης της Συνόδου, κουβαλάει μαζί της διάφορα μεγάλα ή μικρά συμφέροντα πολιτικά και οικονομικά. Το γνωρίζουμε όλοι μας. Τέτοια ιστορικής σημασίας γεγονότα πέραν όλων των άλλων έχουν τους δικούς τους συμβολισμούς μέσα στην ιστορία του κόσμου. Εάν λοιπόν εσείς, τα μέσα ενημέρωσης, δείτε αυτήν την προσπάθεια με όρους καθημερινότητας, αντιμετωπίσετε την πορεία προς την Σύνοδο με όλους τηλεθέασης ή ακροαματικότητας, αλλά και επιπλέον τείνετε ευήκοον ους σε δήθεν πατριωτικές φωνές που θα εμφανίζονται ως υπερασπιζόμενες τα όσια και τα ιερά των τοπικών εκκλησιαστικών συμφερόντων, αν αυτά συμβούν τότε θα συμβάλετε και εσείς στην αποδυνάμωση και ακύρωση αυτής της προσπάθειας. Πρέπει να έχετε καθαρή την σκέψη σας και συνείδησή σας για τον ρόλο των οποίον καλείστε εν προκειμένω να διαδραματίσετε. Να ουσαστικοποιήσετε τον ρόλο σας και την λειτουργία σας ως παράγοντες ομαλότητας και σταθερότητας στον σύγχρονο κόσμο. Πρέπει να πληροφορήσετε τον λαό του θεού και όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως , για την σπουδαιότητα αυτής της Συνόδου και να αναδείξετε τα κοσμοσωτήρια στοιχεία της. Να συμβάλετε για μια επιστροφή του κόσμου στην Θεολογία και Εκκλησιολογία με όρους σύγχρονης εποχής. 

Η εισήγηση του Ευσταθίου Λιανού Λιάντη στο εν Θεσσαλονίκη Συνέδριο της Διακοινοβουλευτικής

 Πριν λίγο -μεσημέρι 13ης Μαΐου 2014 


Παράγοντες διαμόρφωσης του Vox Populi στην ιστορική πορεία του Ανατολικού Χριστιανισμού

φων κραυγς κ πόλεως, φων κ ναο, φων Κυρίου
Ησ. 66, 6

1. Εισαγωγικά

Το Vox Populi είναι η έκφραση της συνείδησης του λαϊκού στοιχείου στο σώμα της Εκκλησίας, μη θεσμοποιημένη αλλά ικανή να καθορίζει την εγκυρότητα συνόδων, τη δογματική αρτιότητα κρατικών αποφάσεων και την αναγνώριση της αγιότητας των προσώπων. Εάν επιθυμούσαμε να βρούμε το αντίστοιχο του Vox Populi στην κοσμική κοινωνία, αυτό θα ήταν η κοινή γνώμη, με δύο, όμως, βασικές διαφορές: η κοινή γνώμη α) διαμορφώνεται βραχυπρόθεσμα και β) μεταβάλλεται εύκολα, ενώ το Vox Populi έχει το ιδίωμα να αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου, ακόμα και σε διάστημα πολλών γενεών, πραγματώνοντας αυτό που οι Ιταλοί λένε Pensiamo in secoli (σκεφτόμαστε με την προοπτική των αιώνων) και, αφού παγιωθεί, να εμμένει αμετάβλητο σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.

Η καθοδήγηση του πληρώματος της Εκκλησίας, του αγίου έθνους, στάθηκε διαχρονικά το ζητούμενο από τρεις παράγοντες· τη θεσμική εκκλησιαστική έκφραση, την κρατική εξουσία και τη «χαρισματική εκκλησία», η οποία εκφραζόταν από ισχυρές και θεολογικά σημαίνουσες προσωπικότητες. Και οι τρεις προσπαθούσαν τη διαμόρφωση τάσεων άλλοτε ορθοδόξων και άλλοτε αιρετικών. Η λαϊκή συνείδηση είχε την ισχύ να περιθωριοποιεί την επίσημη εκκλησιαστική ή κρατική θεολογία και να επιβάλει ως κυρίαρχη τη «χαρισματική». Η έκπτωση του Αρειανισμού παρά την αυτοκρατορική εύνοια όπως και η επικράτηση του Μονοφυσιτισμού στις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες παρά την κρατική καταστολή είναι δύο παραδείγματα επιβολής της λαϊκής βούλησης στον χριστιανικό κόσμο. Ο λαός ζητούσε κατανόηση και διασάφηση των θεολογικών εννοιών και στήριζε αυτόν που του τις προσέφερε.
Στην παρούσα εισήγηση θα εξετάσουμε τους τρόπους και τους παράγοντες διαμόρφωσης του Vox Populi στην Ανατολή από την εδραίωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως και την εφεύρεση των σύγχρονων τρόπων μαζικής πληροφόρησης. Στην ανάλυσή θα μας βοηθήσουν ιστορικά παραδείγματα κινημάτων και προσώπων και κειμενικές αναφορές της χριστιανικής γραμματείας.

2. Αρειανισμός: Από τη βασιλική στην Πατερική μετριοπάθεια

Η αρειανική έριδα ήταν η «παιδική ασθένεια» της νομιμοποιημένης βυζαντινής εκκλησίας. Εξαιτίας της διαμορφώθηκαν ο τύπος της Οικουμενικής Συνόδου και η σχέση της εκκλησίας με την αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, στη διάρκειά της δοκιμάσθηκε το μέτρο επηρεασμού της εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού από τους προαναφερθέντες τρεις παράγοντες, που τον επιζητούσαν.

Η πρώτη πολιτική προσπάθεια αντιμετώπισης της διχοστασίας στο εκκλησιαστικό σώμα ήταν η σύγκλιση από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο της Συνόδου της Νικαίας, μίας εκκλησιαστικής συγκλήτου, που καλούνταν να επιλύσει τη δογματική διαφορά μεταξύ τριαδικών μονοθεϊστών και αυστηρών μονοθεϊστών (Αρειανών). Η βούληση της αυτοκρατορικής Αυλής, που είχε ισχυρές αρειανικές επιρροές, ήταν η εξεύρεση συμβιβαστικής πολιτικής λύσης, η οποία θα ικανοποιούσε και τις δύο μερίδες. Ήδη στην επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας και τον Άρειο ο Μ. Κωνσταντίνος τους καλούσε να ομονοήσουν γιατί: « δ γιώτατος λας ες μφοτέρους σχισθες, κ τς το κοινο σώματος ρμονίας χωρίσθη». Έτσι, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, παρότι κατοχύρωσε την ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδος δεν καταδίκασε προσωπικά τον Άρειο. Οι ακόλουθες διώξεις των Αρειανών επισκόπων οφείλονταν στην απείθεια προς τις αποφάσεις της Συνόδου λόγω, όμως, της αυτοκρατορικής τους κατοχύρωσης.

Σε αυτό το πρώτο στάδιο η φιλο-αρειανική Αυλή φαίνεται να λαμβάνει υπόψιν τη λαϊκή βούληση, που, κατά τις ιστορικές μαρτυρίες, έκλινε προς τον Τριαδισμό. Ο Θεοδώρητος γράφει ότι: «ο κλήρος είχε πολλούς που μετείχαν στον αιρετικό ρύπο (λυμή) αλλά το μεγαλύτερο μέρος του λαού υπεράσπιζε τα ορθά δόγματα». Όμως, οι υποστηρικτές του Αρειανισμού, έχοντας ισχυρή πολιτική και εκκλησιαστική στήριξη και παρουσία, κατάφεραν να αδρανοποιήσουν τις αποφάσεις της Συνόδου, επιβάλλοντας τη θεολογία τους ως την επίσημη ανακτορική θεολογία σχεδόν σε όλην τη διάρκεια της δυναστικής παρουσίας των Νεο-Φλαβίων και των Βαλεντινιανών.

Για μισόν και πλέον αιώνα ο ανώτατος κλήρος των δύο παρατάξεων συγκρουόταν, μέχρι τη στιγμή που η αυτοκρατορική εκλογή του Θεοδοσίου αφαίρεσε την κρατική κάλυψη από τους Αρειανούς. Ήταν η εποχή, που ο κατευναστικός Μέγας Βασίλειος προσπάθησε, χρησιμοποιώντας έναν τύπο πολιτικής θεολογίας, να συμβιβάσει τους μετριοπαθείς των δύο πλευρών. Η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού αποδέχθηκε τη θεολογική πρόταση του Βασιλείου απομονώνοντας διττά τους ακραίους, όπως φαίνεται και από την επισκοπική καταλλαγή στην Αντιόχεια: «Οτω δοθέντων τν ρκων, λας εχεν μόνοιαν κα οκέτι πρς λλήλους διεκρίνοντο». Ενώ η εντυπωσιακή αλλαγή του Vox Populi στην Κωνσταντινούπολη από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο απέδειξε τη σημασία της ποιμαντικής παρέμβασης ενός «χαρισματικού» επισκόπου, ο οποίος επεξήγησε λογικά αυτό που φαινόταν ακατανόητο.

Ο Αρειανισμός εξαλείφθηκε σταδιακά από την Ανατολή, αποδεικνύοντας ότι δεν κατάφερε να ριζώσει στη λαϊκή βάση του πρώιμου Βυζαντίου, μεταφερόμενος, όμως, και καθορίζοντας το Vox Populi της γοτθικής Δύσεως. Το ενδιαφέρον του λαού για τη λογική κατανόηση της Θεολογίας της εποχής φαίνεται και από τη σκωπτική παρατήρηση του Γρηγορίου Νύσσης στον Λόγο περί θεότητος Υιού και Αγίου Πνεύματος: «Εάν ρωτήσεις για κέρματα ο άλλος θα φιλοσοφήσει για το γεννητό και το αγέννητο. Εάν ρωτήσεις για την τιμή του ψωμιού, ‘Μείζων ο Πατήρ’ σου αποκρίνεται ‘και ο Υιός υποχείριος’. Εάν ρωτήσεις αν το λουτρό είναι έτοιμο θα σου απαντήσει ότι ο Υιός δημιουργήθηκε εξ ουκ όντων».  

3. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος και η προσπάθεια διαμόρφωσης της δημόσιας ηθικής

Στον απόηχο των μεγάλων δογματικών συγκρούσεων έλαμψε η προσωπικότητα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός εξαίρετου εκκλησιαστικού ρήτορα, που επικέντρωσε τη διδασκαλία του στη διαμόρφωση της δημόσιας ηθικής, και αντιτάχθηκε στην αίρεση με κοινωνικά κριτήρια. 

Ήδη το ξεκίνημα του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια προϊδέαζε για την κατοπινή κοινωνική του δραστηριότητα. Στην εξέγερση των ανδριάντων θέλησε να πατρονάρει κατευναστικά την αντίδραση εναντίον του Αυτοκράτορα επιρρίπτοντας την ευθύνη σε αλλοεθνείς ταραχοποιούς και καλώντας τον δήμο των Αντιοχέων να μετανοήσει. Η εξέγερση για τον Χρυσόστομο ήταν βλασφημία αμφισβήτησης του βασιλέως, που διοικούσε με θεία επίνευση. Βέβαια, στην Κωνσταντινούπολη τα πράγματα μεταβλήθηκαν όταν ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την αυτοκρατορική εξουσία χωρίς, όμως,  και τότε να πολιτικοποιήσει τη διαμάχη.

Ο Χρυσόστομος αντιμετωπίσθηκε από τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ως ένα απόκοσμο φαινόμενο. Τον περιέβαλλαν με δέος και θαυμασμό δίχως, μολοντούτο, να πείθονται στις προτροπές του. Ο ίδιος πολύ συχνά στους λόγους του μέμφεται τους ακροατές του για αυτήν ακριβώς τη στάση τους. Ήταν ένας άγιος ερημίτης στο μέσον της πόλεως. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν για να τον ακούσουν να κηρύττει εναντίον των θεαμάτων αλλά έπειτα επέστρεφαν στον ιππόδρομο.

Στους λόγους του χρησιμοποιούσε αισθητική ορολογία για να δείξει την αγάπη των πιστών για το κήρυγμά του, λέγοντας: «μου δείξατε τον ακόρεστο έρωτά σας», «η καρδιά σας θερμαινόταν και ο πόθος αύξανε», «η πλησμονή (του λαού) γινόταν ηδονή». Αλλ’ ανικανοποίητος για τη βιωτή τους, τους μεμφόταν για τη χλιαρή πίστη τους και τη σπάνια παρουσία τους στους ναούς, όπως στην περίπτωση ενός λόγου του την ημέρα των Θεοφανείων, όπου έλεγε: «Εσείς από όλα αυτά δεν μπορείτε να δείτε ούτε ένα μέρος, έρχεσθε εδώ μία φορά και αυτήν ως πάρεργο κι από τη συνήθεια της γιορτής και όχι από ψυχική ευλάβεια…».

Οι ιστορικοί και βιογράφοι του Χρυσοστόμου σημείωσαν σε, τουλάχιστον, δύο περιπτώσεις την αποτυχία των αντιπάλων του να στρέψουν τον δήμο εναντίον του χρησιμοποιώντας τη συκοφαντία. Ο λαός αντιλαμβανόταν την ηθική του ακεραιότητα και δεν πειθόταν από αυτού του είδους την πολεμική· χωρίς, όμως, να πείθεται να αλλάξει τον αστικό τρόπο διαβίωσης με τον ασκητισμό του άστεως, τον οποίον επαγγελόταν ο Επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης. Η ρωμαϊκή πόλη απέδιδε σεβασμό στην έρημο αλλά δεν δεχόταν να γίνει η ίδια έρημος.

Ο ιερός Χρυσόστομος δύο φορές εξορίσθηκε από την Κωνσταντινούπολη και δύο φορές η λαϊκή βούληση ανάγκασε την ανάκλησή του, έστω και αν τη δεύτερη το πλήρωμα της Εκκλησίας τον υποδέχθηκε νεκρό με τιμές Αγίου. Στην περίπτωση του Χρυσοστόμου η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού στήριξε τον χαρισματικό ποιμένα και αναγνώρισε την αγιότητα του χωρίς να αφομοιώσει την ασκητική του διδαχή.

4. Εικονομαχία. Τα δύο Voces Populi

Από όλες τις θεολογικές διαμάχες που αναπτύχθηκαν στη Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής ως πολυπλοκότερη και πλέον διχαστική εμφανίζεται αυτή της Εικονομαχίας. Για τους ιστορικούς υπήρξε ένας δισεπίλυτος γρίφος κυρίως όσον αφορούσε τα αίτια της απαρχής της αλλά και το ανώδυνο τέλος της, ενώ η διοικητική ικανότητα και η εξ αυτής λαοφιλία των εικονομάχων ηγεμόνων δυσχέρανε τα συμπεράσματα των κατοπινών θεολόγων.

Στην περίπτωση της εικονομαχίας παρατηρούμε ότι αναπτύχθηκαν δύο Voces Populi, δύο εκκλησιαστικές εκφράσεις του πληρώματος. Από τη μία ήταν η εικονόφιλη και φιλομόναχη συνείδηση του ελλαδικού χώρου και της Μικράς Ασίας και απέναντί της η εικονοκλαστική, «μεταρρυθμιστική» βούληση των ανατολικών επαρχιών και μεγάλου μέρους του αυτοκρατορικού στρατού.

Ο εισηγητής της εικονομαχίας, Αυτοκράτορας Λέων Γ΄, επιθυμώντας να μετρήσει την αντίδραση του δήμου στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που ετοίμαζε επέλεξε μία πρώιμη μορφή «δημοσκόπησης» με την αποστολή του σπαθάριου Ιουλιανού να κατεβάσει την εικόνα του Χριστού από την Ιερά Χαλκή Πύλη. Το πλήθος βλέποντας αυτήν την ενέργεια αντέδρασε βίαια φονεύοντας τον Ιουλιανό και λιθοβολώντας τον εικονομάχο Πατριάρχη Αναστάσιο. Έτσι, ο Λέων αντιλήφθηκε ότι η άμεση επιβολή του σχεδίου του ήταν αδύνατη και επέλεξε τη σταδιακή εφαρμογή του. Εν τέλει, η πολιτική του ικανότητα ήταν αυτή που κατάφερε να εισφέρει στην εικονομαχική παράταξη ικανή μερίδα του στρατού και των δημόσιων λειτουργών καθώς και σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας.

Ο υιός και διάδοχος του Λέοντος, Κωνσταντίνος Ε΄, ο επονομασθείς Κοπρώνυμος, ακολούθησε επιθετικότερη  πολιτική από αυτήν του πατέρα του αλλά το γεγονός της θριαμβευτικής υποδοχής στην πρωτεύουσα του σφετεριστή του θρόνου στρατηγού Αρτάβασδου το 743 κατέδειξε ότι, τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη, η λαϊκή πλειοψηφία εξακολουθούσε να παραμένει εικονόφιλη. Το κλίμα αυτό φαίνεται να είχε μεταβληθεί έντεκα χρόνια αργότερα, όταν το πλήθος των Κωνσταντινουπολιτών διέσυρε και φόνευσε τον Ηγούμενο της εικονόφιλης Μονής Αγίου Αυξεντίου, Στέφανο.

Το τέλος της πρώτης φάσης της εικονομαχίας είχε και πάλι τη λαϊκή επιβεβαίωση, μιας και η Αυγούστα Ειρήνη, επέλεξε να επανεισάγει την τιμή των εικόνων με την εκλογή ενός εικονολάτρη Πατριάρχη, παρουσία του λαού. Έτσι, στο ανάκτορο της Μαγναύρας κλήθηκαν οι αξιωματούχοι και ο λαός, που επεφήμησε την εκλογή του Ταρασίου στην επισκοπική καθέδρα. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι από την εποχή του Κωνσταντίνου Ε΄, σημαντικοί εικονόφιλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, με εξέχοντα τον Ιωάννη Δαμασκηνό, συνέθεσαν έργα προς υπεράσπιση της τιμής των εικόνων, μέσω των οποίων ο λαός κατανόησε τη θεολογία της απεικόνισης των ιερών προσώπων.

Η δεύτερη περίοδος της εικονομαχίας ήταν μία προσπάθεια επανάληψης της πολιτικής των Ισαύρων, κατεύθυνση προς την οποία πίεζαν οι στρατιωτικοί, έπειτα από την αποτυχία των εικονόφιλων αυτοκρατόρων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εξωτερικούς εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την ιστορική φάση υφίστατο, πλέον, παγιωμένη η εικονόφιλη εκκλησιαστική συνείδηση στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, γεγονός που αποδείχθηκε από την αναίμακτη και απόλυτη παύση της εικονομαχικής έριδας με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843 υπό την ηγεμονική καθοδήγηση της Αυγούστας Θεοδώρας.

Κλείνοντας αυτή την ενότητα συμπεραίνουμε ότι η εικονομαχία ήταν η θεολογική πρόταση ενός Αυτοκράτορα και των εκκλησιαστικών του συμβούλων, η οποία βρήκε ανταπόκριση σε μερίδα του λαού, που, έστω, ενδόμυχα είχε συγγενείς προβληματισμούς. Όταν αυτή η θεολογική πρόταση αντιμετωπίσθηκε και απαντήθηκε με πειστικό τρόπο από τους εικονόφιλους Πατέρες και Ομολογητές, έχασε το λαϊκό της έρεισμα, το οποίο μετατοπίσθηκε στη λογική ερμηνεία της πατερικής θεολογίας.

5. Θεσμοποιημένη και «λαϊκή» αγιότητα

Στο τελευταίο μέρος της εισήγησης θα αναφερθούμε συνοπτικά σε ένα φαινόμενο, που συνδέει το βυζαντινό παρελθόν της Ανατολικής Ορθοδοξίας με το σύγχρονο παρόν της· και αυτό είναι η αναγνώριση της αγιότητας των κεκοιμημένων προσώπων και ο θεσμοποιημένος ή λαϊκός χαρακτήρας της.

Ήδη ο πολύς Μανουήλ Γεδεών στο έργο του για τις Αγιοποιήσεις διαχώρισε τη λαϊκή ευσέβεια προς τις ιερές προσωπικότητες από την αναγνώριση ή απόδοση αγιότητας από θεσμικούς παράγοντες. Η άποψη αυτή συγγενεύει επιστημονικά με τη βεμπεριανή κοινωνιολογική διαδρομή από το χάρισμα στην κανονικοποίηση. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι το χάρισμα, η απόδοση από τον λαό αγιολογικής τιμής, πάντοτε οδηγούσε στην αγιοκατάταξη· αντίθετα η αγιοκατάταξη προσώπων από τη θεσμική εκκλησία δεν οδηγούσε πάντα στην αποδοχή τους από τον λαό.

Στην πρώτη κατηγορία απαντώνται άγιοι όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Νεκτάριος Πενταπόλεως αλλά η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Μάρτυρος Φανουρίου. Για τον Άγιο Φανούριο δεν υπήρχε καμία αναφορά στα βυζαντινά συναξάρια και τις αγιολογικές συλλογές· εμφανίσθηκε ξαφνικά «όπως η Αφροδίτη από τη θάλασσα» έγραψε ο Louis Petit, όταν στα τυχαίως ανευρεθέντα ερείπια εκκλησίας της Ρόδου το 1350, ο Επίσκοπος Νείλος διάβασε σε μία τοιχογραφία αγίου το όνομα Φανούριος. Η επανακαθιέρωση του ναού από τον Νείλο στο όνομα του Αγίου Φανουρίου και η αποδιδόμενη σε αυτόν θαυματουργική απελευθέρωση τριών Κρητών ιερέων από τα δεσμά των πειρατών, εισήγαγε τη λατρεία ενός αβιογράφητου Αγίου. «Ούτος γαρ εν αδήλοις αθλήσας καιροίς άδηλος ην ναός τε και τουνομα αυτού πάσιν…» σημείωνε ένας παλαιός μελετητής. Ο λαός συνδύασε το όνομά του με τη φανέρωση προσώπων και πραγμάτων και τον ανήγαγε σε λαοφιλή Άγιο.

Παρά τη δημοφιλία του η ελλαδική εκκλησία στα τέλη του 19ου αιώνα απαγόρευσε τον εγκαινιασμό ναών στο όνομά του, θεωρώντας τον ανύπαρκτο, κάτι που επανέλαβε τη δεκαετία του 1920 ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Όμως, ο λαός συνέχιζε να τον τιμά, με συνέπεια το 1947 να ανοίξει ένας θεολογικο-ιστορικός διάλογος μεταξύ του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, του Θεοδότου Χουδαβέρδογλου και του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, που ως αποτέλεσμα έφερε την αναγνώριση από την Εκκλησία της Ελλάδος της ύπαρξης του Αγίου Φανουρίου και την απόδοση αγιολογικής τιμής προς αυτόν.

Μείζονα παραδείγματα στην κατηγορία των αγιοκατατάξεων χωρίς τη συνηγορία του Vox Populi υφίστανται εκείνα της συναρίθμησης στις αγιολογικές δέλτους βυζαντινών αυτοκρατόρων, των οποίων η βιωτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτήν την ενέργεια. Μεταξύ αυτών ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός, ο Κωνσταντίνος Γ΄ και ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος. Πιθανή ρωμαϊκή/παγανιστική επιβίωση της «θεοποίησης» των νεκρών αυτοκρατόρων η τακτική αυτή φαίνεται να ασκείτο μέχρι και τον 10ο αιώνα. Παρά τη βούληση της εκκλησίας ο λαός δεν τίμησε τους πολλούς αγιοποιηθέντες αυτοκράτορες, των οποίων η μνήμη σταδιακά εξαφανίσθηκε από την υμνολογία και τη λατρευτική ζωή.   

Η Σύνοδος των Επισκόπων της κάθε τοπικής Εκκλησίας είναι αυτή που, αφουγκραζόμενη τη λαϊκή ευσέβεια, το Vox Populi, επικυρώνει επίσημα την αγιολογική τιμή ενός προσώπου, ή, ακόμα, -κατά την άποψη του μακαριστού, λόγιου Μητροπολίτη Πατρών Νικοδήμου Βαλληνδρά- αυτή που μπορεί να προτείνει την αγιότητα προσώπων προς το πλήρωμα των πιστών. Ακόμη, όμως, και στη δεύτερη περίπτωση πάλι ο λαός είναι αυτός που με την πάροδο του χρόνου θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την αγιότητά τους.

6. Επίλογος. Η μαζική ενημέρωση ως νέος παράγοντας επηρεασμού του Vox Populi

Σε όσα είπαμε παραπάνω αναφερθήκαμε στους τρεις παραδοσιακούς παράγοντες διαμόρφωσης του Vox Populi: τη θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας, την πολιτική εξουσία και τη «χαρισματική» εκκλησιαστική έκφραση. Σε αυτούς τους τρεις παράγοντες προστέθηκαν ήδη από τον 19ο αιώνα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που με την απεμπλοκή τους από τον κρατικό έλεγχο άσκησαν και ασκούν έναν νέο, αυτόνομο τύπο εξουσίας.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ Χριστιανισμού και ΜΜΕ απεικονίζεται στην αντίληψη του κοινού για την τεχνολογία, την κοινωνία και την κοινωνική πρόοδο και το μέτρο της αφομοίωσης αυτών των εννοιών από την Εκκλησία. Η χριστιανική ρητορική διαμόρφωσε τον τρόπο, που τα σύγχρονα ορθόδοξα έθνη κωδικοποίησαν τους τρόπους μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης και τον τρόπο που καθιέρωσαν την επικοινωνιακή τεχνολογία στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα.   

Όπως οι τρείς παραδοσιακοί παράγοντες στην ιστορική πορεία του Ανατολικού Χριστιανισμού συμπλέκονταν και δανείζονταν στοιχεία, πρόσωπα και πρακτικές, έτσι, σήμερα, και τα ΜΜΕ συν-επιδρούν και συγκαθορίζουν τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης εμφανίζονται συχνά σε αντίθεση, δανείζονται πολιτικές και ρητορικές φόρμες και στρατηγικές πληροφόρησης, αλληλοπεριχωρώντας το ιερατικό με το κοσμικό στοιχείο και τροφοδοτώντας τη σύγχρονη εκκλησιαστική και πολιτισμική παραγωγή.