e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Η πανήγυρις των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στον φερώνυμο Καθεδρικό των Ορθοδόξων του Maputo Μοζαμβίκης


Πρωί Κυριακής, 6ης Νοεμβρίου 2016, προ-εορτασμός των Αγίων Ταξιαρχών Αρχαγγέλων στον πανηγυρίζοντα Καθεδρικό της μοζαμβικανής Ορθόδοξης Επισκοπής, προεστώτος της Ευχαριστιακής Συνάξεως του οικείου Επισκόπου Θεοφ. Μοζαμβίκης κ. Χρυσοστόμου, συμπαραστατουμένου από τον μόνο Ιερέα και Εφημέριο π. Χρήστο Σιτόε.































Η Κυριακή Ζ΄ Λουκά (6.11.2016) στον Ναό της Φανερωμένης Μπανάτου


Κυριακή, 6 Νοεμβρίου 2016, με εξαίσια χρώματα της αυγής πάνω από τον Κάμπο της Ζακύνθου. Θεία Λειτουργία στον Ναό της Φανερωμένης Μπανάτου. 
Κατ' αυτή την ημέρα, στοιχούμενοι με τους Κερκυραίους αδελφούς (οι οποίοι σήμερα πανηγυρίζουν με Λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος το λεγόμενο "Πρωτοκύριακο"), τιμήσαμε λειτουργικώς κι εμείς τον Άγιο των Κορφών, σε ανάμνηση του θαύματος του 1673, όταν ο Άγιος έσωσε το νησί της Κέρκυρας από την επιδημία της πανώλους. 
[Φωτορεπορτάζ: Ευρυδίκη Κοντογιάννη και Διονύσης Ν. Κοντονής]






































Πατριαρχική Χοροστασία στον ριζικώς επισκευασθέντα Ναό των Αγίων 12 Αποστόλων Φερίκιοϊ {2ο μέρος: Φωτολεύκωμα + Πατριαρχική Ομιλία}


Φωτογραφίες: Απόστολος Ντόβας 


























































Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος 
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὰ Θυρανοίξια τοῦ Ἀνακαινισθέντος
Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Φερικιοϊ
(6 Νοεμβρίου 2016)

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Σασίμων κύριε Γεννάδιε, Ἀρχιερατικῶς Προϊστάμενε τῆς Περιφερείας ταύτης τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως,
Ἐντιμολογιώτατε Ἄρχων Ἔξαρχε τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας κύριε Κωνσταντῖνε Σανταλτζίδη, Πρόεδρε τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς ἱστορικῆς Κοινότητος Feriköy, μετὰ τῶν ἀγαπητῶν μελῶν αὐτῆς καὶ ἐκλεκτῶν συνεργατῶν σας,
Τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἠγαπημένα τοῦ Πατριάρχου σας,

«Ἄρατε πύλας, [...] καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης», διακηρύττει ὁ Ψαλμῳδὸς Δαυΐδ, προλέγων τοιουτοτρόπως «τὴν μίαν τῶν Σαββάτων, τὴν βασιλίδα καὶ κυρίαν» ἡμέραν, δηλαδὴ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ. Προτρέπει ἡμᾶς, διὰ τοῦ τρόπου τούτου, νὰ ἀνοίξωμεν τὰς πύλας τῶν καρδιῶν μας διὰ νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν «Κύριον τῆς δόξης». Διερωτᾶται δὲ ἀμέσως ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Δαυῒδ «τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;», διὰ νὰ δώσῃ ὁ ἴδιος θεοπνεύστως, ἀμέσως, τὴν ἀπάντησιν: «Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». 

Διαβαίνομεν, σήμερον, ὁ Πατριάρχης καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα, τὰς «πύλας» τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ τῶν Πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας, ὁ ὁποῖος, «οὐκ ὤν», «ἐκ θεμέθλων δέδμηται πιστῶν ἀφθόνῳ χορηγίᾳ, τοῦ Γρηγορίου Πατριαρχοῦντος ΣΤ’ ἐν μηνὶ Μαΐῳ 1868», ὡς μαρτυρεῖ ἡ κτιτορική του ἐπιγραφή, μετὰ τὴν ἀποκατάστασίν του, μὲ τὴν φιλότιμον προσπάθειαν τῆς ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ἀγαπητὴν Ἐντιμολογιότητα, κύριε Πρόεδρε, Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Κοινότητος, ἡ ὁποία συνεχίζει αἰωνόβιον παράδοσιν τῆς παρουσίας τῆς ἐσταυρωμένης Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς τῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, τῆς σταυρικῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς διὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας.

Διαβαίνομεν σωματικῶς τὰς πύλας τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ. Εἰσερχόμεθα, ὅμως, νοερῶς καὶ εἰς τὰ ἄδυτα τῶν ἀδύτων, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, εἰς τὸ διαχρονικῶς ἱερουργούμενον δι᾿ ἀγγέλων, δι᾿ ἀνθρώπων, δι᾿ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, Μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Ζῶμεν εἰς τὴν πραγματικότητα, καὶ διὰ τῶν θυρανοιξίων τοῦ Ναοῦ, τὴν μοναδικὴν ἐκείνην «Μίαν τῶν Σαββάτων», ὅπως αἱ Μυροφόροι Γυναῖκες, καὶ μάλιστα ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, κομίζοντες μῦρα, καὶ τὴν σφραγῖδα τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν διακονίας, καὶ ἀκούομεν τὸν Χριστὸν νὰ μᾶς ἀπαντᾷ: «Χαίρετε» καὶ «Εἰρήνη ὑμῖν».

Ἔχοντες, λοιπόν, ὅλοι μας πεπληρωμένην τὴν χαρὰν διὰ τὸ ἐπίτευγμα τοῦτο, καὶ διὰ τὴν ἱερουργίαν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ἀνακαινισθέντος Ναοῦ, ἐν εἰρήνῃ εἰσοδεύομεν διὰ τῆς Θύρας, διὰ τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, (πρβλ. Ἰωάν. ι΄ 7) εἰς τὸ ἄδυτον Μυστήριον τῆς «Χώρας τῶν Ζώντων», εἰς τὸ μυστήριον τῆς ὄντως ζωῆς, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπὸ τοῦδε προετοιμαζόμεθα, μὴ διερωτώμενοι «τίς ἀποκυλίσῃ ἡμῖν τὸν λίθον» (πρβλ. Ματθ. κη΄ 2) τοῦ μνημείου τῆς ἀπορίας, τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς θλίψεως τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῶν πειρασμῶν καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ θανάτου. Βλέπομεν ὅτι «ἀποκεκύλισται» ὁ μέγας σφόδρα λίθος, καὶ διακρατεῖ ὅλους μας ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἡ ἀνάστασις, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, ποὺ διαλύει τὰ σκότη καὶ τὰ ποικίλα ἐρέβη, καὶ γεμίζει τὴν καρδίαν μας μὲ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην.

Ἐδῶ, εἰς τὸν τόπον τοῦτον, μαζί μας σήμερον εἰσοδεύουν ὁ Βασιλάκης Ἰωαννίδης Κάλφας, ὁ ὁποῖος «ζήλῳ χριστιανικῷ κινηθεὶς» ἐδαπάνησε 10.000.- γρόσια διὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ Ναοῦ, καὶ οἱ ἀνώνυμοι ταγοὶ τῆς Ρωμηοσύνης, τῶν ὁποίων αἱ ἀθάνατοι ψυχαὶ ἀναμένουν τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, αἱ γενεαὶ τῶν Ὀρθοδόξων ρωμηῶν τῆς Κοινότητος ταύτης, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄψυχα, μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὁ κατεδαφισθεὶς μετὰ τὸ ἔτος 1922 Ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αἱ δύο σχολαὶ τοῦ Φερίκιοϊ, τὸ Ἀρρεναγωγεῖον καὶ τὸ Νηπιοπαρθεναγωγεῖον, ἡ Φιλόπτωχος Ἀδελφότης τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὁ Φιλεκπαιδευτικὸς Σύλλογος τοῦ Σωκράτους, τὰ φιλέορτα «Ἀδελφᾶτα» τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Πρὸς τούτοις δὲ καὶ σειρὰ ὁλόκληρος Πατριαρχῶν, Ἱεραρχῶν, Ἱερέων, Διακόνων καὶ Μοναχῶν, πιστῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Εἰσοδεύομεν οἱ πάντες, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, καὶ παρακαλοῦμεν καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν: «Τοῦτον τὸν οἶκον στερέωσον Κύριε εἰς αἰῶνα».

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Προσδοκῶνες πάντες, ὡς ἄλλοι Ζακχαῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», Τὸν βλέπομεν σήμερον ὄχι ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς «συκομορέας», ἀλλὰ «ἐντὸς ἡμῶν» ὑπάρχοντα, χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τὸν αἰῶνα μὴ ἀλλοιούμενον ἀλλὰ προσφέροντα μόνον χαρὰν καὶ εἰρήνην καὶ ἀνακούφισιν διὰ τοῦ ἐλαφροῦ ζυγοῦ Του, διὰ τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὸ δημιούργημά Του. Βλέπομεν τὸν Κύριον ἱστάμενον ἐπὶ τὴν Θύραν καὶ κρούοντα καὶ ἀναμένοντα νὰ Τοῦ ἀνοίξωμεν τὰς καρδίας μας, «ψυχαῖς καθαραῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι», διὰ νὰ εἰσέλθῃ καὶ νὰ «ποιήσῃ μονὴν» ἀνάμεσά μας, μὲ τὸ «μικρὸν ποίμνιον» πλέον τῆς Πόλεώς μας, καὶ νὰ ἐνισχύσῃ τὴν πείσμονα ἐμμονήν μας διὰ ἐπιβίωσιν, συνεργούντων ὅλων σας, ἐν προσευχῇ καὶ ἐν ὑπομονῇ, εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ Θελήματός Του. Νὰ διατηρήσωμεν τὴν Ἐλπίδα, μὴ διερωτώμενοι ὡς αἱ Μυροφόροι Γυναῖκες «τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τὴν Ἐλπίδα», ἀλλὰ ὁμολογοῦντες Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, βλέποντες καὶ θαυμάζοντες, ὥς ποτε οἱ Ποιμένες, κατὰ τὴν μοναδικὴν ἐκείνην νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, «τὸ γεγονός». Βλέπομεν τὸν Κύριον μὲ ἐμπιστοσύνην καὶ σήμερον παρόντα καὶ καθοδηγοῦντα καὶ κυβερνῶντα τὸ Σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἰσερχόμεθα διὰ τῆς Θύρας, καὶ ἀκουμποῦμεν ἀδιστάκτως οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμηοὶ τῆς Πόλεως, μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, διστακτικά, ἀλλὰ πάντοτε μὲ πίστιν ἀκράδαντον, τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων Του, ὡς «ἡ ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα» ἀνώνυμος γυνὴ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τοῦ Λουκᾶ -ἡμεῖς ἐδῶ «ἐν ρύσει αἵματος» ἀπὸ αἰώνων πολλῶν- καὶ «παραχρῆμα», «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», εἰσέρχεται ὁ παντοδύναμος Κύριος καὶ παύει ἡ «ρύσις τοῦ αἵματός» μας καὶ ὁμολογοῦμεν «ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ», παντὸς τοῦ κόσμου, «πῶς ἰώμεθα παραχρῆμα» καὶ ἀκούομεν τῆς εὐκταίας θεϊκῆς φωνῆς «ἡ πίστις σας σᾶς ἔσωσε, πορεύεσθε εἰς εἰρήνην». 

Ἔστω καὶ ἂν ἄλλοι, οἱ ἔξω τῆς ἱερᾶς παρεμβολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμηοσύνης τῆς Πόλεως, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι τοῦ ποτε ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, μᾶς λέγουν ἀφρόνως, ὅτι «τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου∙ μὴ σκύλλε τὸν Διδάσκαλον», μὴ «ἐνοχλῇς» δηλαδὴ τὸν Θεόν, ἀφοῦ ὅλα τελείωσαν, ἡμεῖς οἱ Ρωμηοὶ τῆς Πόλεως ἀκούομεν τὸν Κύριόν μας, λέγοντα «μὴ φοβῆσθε∙ μόνον πιστεύετε καὶ σωθήσεσθε». Βλέπομεν νὰ ἐπιστρέφῃ τὸ πνεῦμα μας καὶ νὰ πίπτωμεν καὶ νὰ ἀνιστάμεθα καὶ νὰ συνεχίζωμεν τὸν ἀγῶνα «μέχρι τερμάτων αἰῶνος», συμμορφούμενοι πρὸς τὴν παραγγελίαν τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴ λέγωμεν «μηδενὶ τὸ γεγονός». Δηλαδὴ τὸ πῶς καὶ τὸ διατί. Τὸ πῶς ἐπιβιώνομεν. Μόνον διακηρύττομεν, παρὰ τὰ χαλάσματα τῶν καιρῶν καὶ τὰς περιπετείας τῆς ἱστορίας, ὅτι «ὑπάρχομεν καὶ συνεχίζομεν» ὡς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ μακαριστὸς πνευματικὸς ποδηγέτης μας, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων.

Τοῦτο ἀποδεικνύει καὶ τὸ σημερινὸν θαῦμα τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ, συνέχεια τῆς θεραπείας τῶν πληγῶν τῆς αἱμορροούσης γυναικὸς καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου. Συνέχεια τῆς θεραπείας καὶ τῶν ἰδικῶν μας ποικίλων αἱμορροουσῶν πληγῶν. 

Μερικοὶ ἀπὸ σᾶς θὰ γνωρίζουν ὅτι τὴν Ἐκκλησίαν μας αὐτὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τὴν ἔσωσεν ἐκ βεβαίας καταστροφῆς ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη ἑνὸς ἀνθρώπου πρὸς τὸν πλησίον, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ θρησκείας, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῡ. Τὴν ἔσωσεν ὁ τότε Ἱερατικῶς της Προϊστάμενος καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος, τὴν ἀποφράδα ἐκείνην νύκτα τῆς 6ης πρὸς τὴν 7ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1955. Σήμερα εἶναι νοερῶς μαζί μας ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ εὐλογεῖ τὸν ἀνακαινισμένον καὶ μεταμορφωμένον «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος» Ναόν του, ποὺ θὰ συνεχίσῃ τὴν ἀένναον ἀποστολήν του καὶ εἰς τὸ μέλλον μαζὶ μὲ ὅλην τὴν ὁμογένειαν. Εὐχαριστοῦμεν καὶ συγχαίρομεν τὴν κοπιωδῶς μεριμνήσασαν διὰ τὸ ἀνακαινιστικὸν ἔργον Ἐκκλησιαστικὴν Ἐπιτροπὴν τῆς Κοινότητος, ὁμοῦ μετὰ τῆς ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς Ἱερότητος, ἀδελφὲ ἅγιε Σασίμων κύριε Γεννὰδιε, καὶ τοῦ εὐόρκως ἐργαζομένου Ἱερατικῶς Προϊσταμένου Ὁσιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου κυρίου Προδρόμου. 

Μιμνησκόμενοι τῆς διακονίας καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου πρὸς τὴν Κοινότητά μας αὐτήν, τὴν ἀκράδαντον πίστιν του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὴν Πρόνοιάν Του, καὶ τὴν πολλὴν ἀγάπην καὶ πιστότητά του εἰς τὴν διαφύλαξιν τῆς παρακαταθήκης, ἀποδίδομεν τῷ τετιμημένῳ τούτῳ ἱερῷ ἀνδρὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ προκατόχῳ μας φόρον τιμῆς καὶ εὐχαριστίας, αἰσθανόμενοι ὑπερήφανοι διότι διεδέχθημεν αὐτὸν πρὸ εἰκοσιπενταετίας εἰς τὸν πανίερον Οἰκουμενικὸν Θρόνον, τὸν ὁποῖον ἐκλέϊσεν ἡ σεμνότης, ἡ ἁπλότης, ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἀγάπη του, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν ὑπηρετήσαμεν υἱικῶς καὶ προθύμως καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς πατριαρχίας του.

Ἐπὶ τῆς ἰδίας γραμμῆς καὶ ὁδοῦ ἐπορεύθημεν καὶ ἡμεῖς τὴν διακονίαν τοῦ χρέους καὶ τῆς εὐθύνης ἀπὸ τῆς 22ας Ὀκτωβρίου 1991 μέχρι σήμερον, καὶ συνεχίζομεν τὴν πορείαν τῆς ἀποστολῆς ὡς πιστὸς διάκονος τοῦ ἔργου τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν προαπελθόντων πατέρων καὶ προγόνων μας, διακηρύττοντες μετὰ Παύλου τοῦ Ἀποστόλου ὅτι «ἡ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ᾿ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς», τὰ πνευματικά μας παιδιά, τὸ ἄμεσον ἐδῶ ποίμνιόν μας (Β΄ Κορ. α΄, 12).


Λοιπόν, ἀδελφοί, πατέρες καὶ τέκνα, ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῆς Ζωῆς, λύομεν τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων μας, ὥς ποτε Μωϋσῆς ὁ Θεόπτης εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ, καὶ εἰσερχόμεθα εἰς τὸν «θεῖον γνόφον», σήμερον 6ην Νοεμβρίου τοῦ 2016, συνεχίζοντες τὴν λιτανείαν τοῦ ἐκ τῶν προκατόχων μας Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Στ΄, τῶν ἀειμνήστων πατέρων μας κατὰ τὸν Μάϊον τοῦ ἔτους 1861 καὶ τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, αἴροντες τὰς πύλας τῶν καρδιῶν μας διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων καὶ νὰ μείνῃ μὲ ὅλους ἡμᾶς, μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ρωμηοσύνην, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.