Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Παρατηρώντας τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή, τά ὅσα λέγονται καί γίνονται, στίς ὁμιλίες καί τά Συνέδρια, διαπιστώνω ὅτι κηρύσσεται ἕνα «ἕτερον εὐαγγέλιον», ἀπό ἐκεῖνο πού κήρυτταν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως τό διαβάζουμε στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» καί στίς Ἐπιστολές τους. Θά δοῦμε μέ συντομία ποιό εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ποιό εἶναι τό σύγχρονο «ἕτερον εὐαγγέλιον».
1. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κλήθηκε στό Ἀποστολικό ἀξίωμα διά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπέκτησε πνευματική θεολογική ἐμπειρία τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ, καί τοῦ δόθηκε ἡ ἐντολή νά κηρύττη αὐτό τό Εὐαγγέλιο. Ὁ ἴδιος εἶχε συνείδηση αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς του, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές του. Στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του γράφει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον ὅ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὅ καί παρελάβετε, ἐν ᾧ καί ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καί σῴζεσθε» (Α΄Κορ. ιε΄, 1). Τό Εὐαγγέλιο εἶναι μιά ἱερουργία καί ὄχι ἕνα ἐξωτερικό κήρυγμα. Γράφει: «Εἰς τό εἶναι με λειτουργόν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τά ἔθνη, ἱερουργοῦντα τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. ιε΄, 16). Γνωρίζει ὅτι εἶναι λειτουργός τοῦ Εὐαγγελίου καί ἱερουργεῖ τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ Εὐαγγελίου.
Διά τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους, διότι σέ αὐτό κρύβεται ὅλη ἡ ἐν Πνεύματι ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία. Γράφει στούς Κορινθίους: «Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. δ΄, 15). Διά τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους καί ἀποκτᾶ πνευματικά παιδιά. Ποιό εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού ἱερουργεῖ τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων; Τό βασικό σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης πού ἀποκαλυπτόταν στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στόν κατάλληλο καιρό σαρκώθηκε (Γαλ. δ΄, 4-5).
Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Χριστιανοί εἶναι τά μέλη τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ σώματος. «Αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμμετέχουν στήν δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ μέ τά διάφορα χαρίσματα πού ἀπαριθμοῦνται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 28). Τό νά εἶναι, ὅμως, κανείς μέλος τῆς Ἐκκλησίας αὐτό γίνεται μέ τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, τά μυστήρια, ἀλλά καί τήν ἐν γένει χαρισματική ζωή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή τήν κάθαρση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς καί τήν μετατροπή τῶν φυσικῶν δυνάμεων γιά νά πορεύονται στήν κατά φύση πορεία. «Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ζ΄, 1).
Πρέπει νά μορφωθῆ μέσα μας ὁ Χριστός, δηλαδή νά ζοῦμε κατά Χριστόν σέ ὅλες τίς ἐνέργειες τῆς ζωῆς μας. «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν!» (Γαλ. δ΄, 19). Πρέπει νά ζοῦμε πνευματικά καί ὄχι σαρκικά, πού σημαίνει νά ἀλλάξη ὅλη ἡ ἐσωτερική μας κατάσταση: «Πνεύματι περιπατεῖτε καί ἐπιθυμίαν σαρκός οὐ μή τελέσητε. ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός· ταῦτα δέ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μή ἅ ἄν θέλητε ταῦτα ποιῆτε. εἰ δέ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστέ ὑπό νόμον» (Γαλ. ε΄, 16-18).
Καί ὅταν κανείς περνᾶ μέσα ἀπό τήν κάθαρση, τότε ὁ νοῦς ἐπανέρχεται, ἀπό τήν διάχυσή του στήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον, στήν καρδιά καί ἐκεῖ γίνεται ἀδιάλειπτη προσευχή, καί τότε γίνεται τέκνο Θεοῦ. «Ὅσοι γάρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοί Θεοῦ. οὐ γάρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ. εἰ δέ τέκνα, καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καί συνδοξασθῶμεν» (Ρωμ. η΄, 14-17).
Βεβαίως, τό κύριο σημεῖο τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων, ὅπως καί τοῦ Χριστοῦ, ἦταν τό «μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ΄, 2). Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί ἡ μετάνοια, ἡ προϋπόθεση μεθέξεώς της, διά τῆς καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως. Αὐτό σέ γενικές γραμμές εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μέ τό ὁποῖο ἵδρυσε Ἐκκλησίες, κατηύθυνε πνευματικά τά μέλη τους, τά καθοδηγοῦσε στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Καί αὐτό τό Εὐαγγέλιο κήρυτταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων, αὐτό τό Εὐαγγέλιο ἀνέδειξε ἁγίους, ὁμολογητές, μάρτυρες, ὁσίους καί ἀσκητές.
2. «Ἕτερον Εὐαγγέλιον»
Ἔχοντες ὑπ’ ὄψη μας ὅλα τά ἀνωτέρω πού μέ μεγάλη συντομία ἀναφέρθηκαν, παρατηροῦμε ὅτι οἱ περισσότεροι Κληρικοί καί θεολόγοι τῶν ἡμερῶν μας κηρύσσουμε «ἕτερον εὐαγγέλιον».
Αὐτό γινόταν καί κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐνῶ αὐτός κήρυττε τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ὑπῆρχαν ἄλλοι πού κήρυτταν ἄλλο εὐαγγέλιο, καί ὁ ἴδιος ἐπιτιμᾶ τούς Κορινθίους πού δέχονται ἄλλο εὐαγγέλιο ἀπό ἐκεῖνο πού αὐτός τούς δίδαξε: «Φοβοῦμαι δέ μήπως, ὡς ὁ ὄφις Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, οὕτω φθαρῇ τά νοήματα ὑμῶν ἀπό τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τόν Χριστόν. εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε» (Β΄ Κορ. ια΄, 3-4).
Ἐπίσης, ἐπιτιμᾶ τούς Γαλάτες γιά τό ὅτι μετατίθενται σέ ἄλλο Εὐαγγέλιο καί μάλιστα τούς ἀναθεματίζει: «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α΄, 6-8).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἀπόλυτος καί στήν περίπτωση αὐτή, ὅτι, ἄν καί ὁ ἴδιος ἤ ἄγγελος πού θά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό διδάξη «ἕτερον εὐαγγέλιον», αὐτός νά εἶναι ἀνάθεμα. Εἶναι σκληρός ὁ λόγος, διότι ἕνα τέτοιο «ἕτερον εὐαγγέλιον» ἀλλοιώνει ὅλο τό ἔργο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐπίκαιροι στήν ἐποχή μας πού, ὅπως τό βλέπουμε, κηρύσσεται «ἕτερον εὐαγγέλιον», χωρίς τίς προϋποθέσεις καί τήν θεολογία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Φαίνεται καθαρά ὅτι στήν ἐποχή μας ἐγκαταλείπεται ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, παραθεωρεῖται αὐτή ἡ διδασκαλία μέ ὅλο τό θεολογικό της νόημα, ὑπέρ τῆς ἀπόψεως ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει δικαιώματα καί ἐλευθερία ἐπιλογῶν. Στήν πραγματικότητα παρακάμπτεται ἡ διδασκαλία περί τοῦ «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ», πού εἶναι βασικό σημεῖο τῆς πιστοποιήσεως τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀντί τῆς διδασκαλίας περί τῆς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται συνεχῶς σήμερα ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀγάπη, χωρίς ὅρια, τά δικαιώματα, ὁ ἔρωτας, μάλιστα χωρίς προϋποθέσεις, ἡ εἰρήνη στήν κοινωνία, ἡ οἰκουμενιστική προοπτική, ὁ σχετικισμός κ.ἄ. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀλλοίωση τῆς θεολογικῆς ἔννοιας τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση καί ἀπώλεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, καί φυσικά εἰσαγωγή τοῦ «ἑτέρου εὐαγγελίου». Θά παρατεθοῦν μερικά θέματα πού ἀναπτύσσονται σέ σύγχρονα Συνέδρια ἀπό ὀρθοδόξους Κληρικούς καί θεολόγους πού δείχνουν ὅτι δεχθήκαμε ἐπιδράσεις ξένες ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων.
3. Ἡ «πλάνη» καί ἡ «παραπλάνηση» κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης τοῦ Ἔσσεξ, σέ ὁμιλία του στούς μοναχούς του, κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀναφερόταν στήν σύγχρονη αὐτή «πλάνη» καί «παραπλάνηση», ὅπως τήν χαρακτήριζε. Ἔλεγε ὅτι τόν ἀπασχολοῦσε «νά μή γίνουν (οἱ μοναχοί), ζώντας στόν κόσμο αὐτόν, θύματα κάποιας πλάνης ὡς πρός τίς ὁδούς τίς ἐν Θεῷ σωτηρίας μας».
Δίδασκε ὅτι, ἐνῶ στήν παλαιότερη ἐποχή ἡ Χριστιανική πίστη ἦταν κοινή καί τά παιδιά συνήθιζαν ἀπό τά μικρά τους χρόνια νά προσεύχονται, «στήν ἐποχή μας ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν εἶναι πολύ δύσκολο πρόβλημα» καί αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι «τά σχολεῖα μας εἶναι ἐξαρτημένα ἀπό τή σφαίρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί τῶν ἐπίγειων ἐνδιαφερόντων. Ἐπειδή οἱ γονεῖς ἔχασαν τήν πίστη τους, τά παιδιά ἔρχονται στό σχολεῖο καί μελετοῦν τήν θεολογία μέ τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο μελετοῦν κάθε ἄλλο κλάδο: τή χημεία, τή φυσική, τή γεωγραφία, τή γλώσσα κλπ. Αὐτό ὅμως προκαλεῖ φοβερή ζημιά, γιατί συνηθίζουν νά ζοῦν τόν Θεό μέ τή λογική». Ἐπισημαίνει ὅτι «ὅσοι γνωρίζουν τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ λογική τοῦ Ἀριστοτέλη δέν ἁρμόζει στήν θεολογία». Ἔτσι, τά παιδιά ἀπό τά μικρά τους χρόνια «δέν εἶναι προετοιμασμένα νά ζήσουν τόν Θεό». Καί αὐτό συνιστᾶ «παραπλάνηση». Ἀντιλαμβάνονται τόν Θεό «ὡς ἀφηρημένες ἔννοιες περί Θεοῦ "πέριξ καί περίπου"».
Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ λογική, ἀλλά ἡ ἐγκατάλειψη τῆς βασικῆς ἀλήθειας τῆς πίστεώς μας γιά τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι εἶναι δημιουργημένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ», εἶναι ἡ λεγόμενη λογικοκρατία. Ὁ ἅγιος, ὅμως, Σωφρόνιος λέγει ὅτι «ἡ εἰκόνα σέ μᾶς ζεῖ ἤδη ἀπό τή γέννησή μας», διερωτᾶται, ὅμως, τί σημαίνει τό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί «πῶς θά ἀποκτήσουμε καί πῶς θά γνωρίσουμε τό περιεχόμενο αὐτό τῆς ὁμοιώσεως πρός τόν Θεό;». «Πῶς ζεῖ στόν κόσμο ἡ ἐκπληρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;». Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο. Καί στήν συνέχεια τονίζει ὅτι πρέπει νά ἀρχίζουμε τήν πνευματική μας ζωή κάθε ἡμέρα «ἀπό τό νά ἔχουμε κάθε ἡμέρα ὡς πρώτη μας φροντίδα νά μήν ἁμαρτάνουμε. Μέ τόν ἀσκητικό αὐτό ἀγώνα νά μήν ἁμαρτήσουμε, καθαρίζεται ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά καί ὅλο τό εἶναι μας ἀπό τήν ἀχλύ τῆς ἁμαρτίας».
Ἡ «παραπλάνηση» γίνεται μέ μιά θεολογία πού εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν λογική-λογικοκρατία καί δέν ἐμπνέεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, γι’ αὐτό ἔλεγε ἀφοπλιστικά: «Συνεπῶς, ὅταν σᾶς ἀφήσω, παρακαλῶ νά προφυλάσσεσθε ἀπό τήν παρεκτροπή αὐτή τῶν ἀκαδημαϊκῶν διπλωμάτων, πού θεωροῦν τήν θεολογία ὡς διανοητική ἐπιστήμη καί ὄχι ὡς πνευματική ἐμπειρία». Δέν ἦταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐναντίον τῶν θεολογικῶν Σπουδῶν καί τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ἀλλά δέν ἤθελε αὐτή ἡ θεολογία νά ἐπισκιάση τήν θεολογία πού εἶναι καρπός καί ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐρωτᾶ: «Ποῦ μᾶς ὁδήγησαν αὐτές οἱ σχολές;». Καί ἀπαντᾶ: «Μᾶς ὁδήγησαν στό νά κατασκευάσουμε κάποια τυποποιημένα ὄντα, πού μιλοῦν γιά πράγματα τά ὁποῖα ποτέ δέν βίωσαν. Ἀπό ποῦ λοιπόν τό σκοτάδι αὐτό στήν Ἐκκλησία μας; Ἀπό ποῦ αὐτά τά σχίσματα;». Καί λέγει αὐθεντικά:
«Σᾶς ἔχω μιλήσει ἤδη πολλές φορές, ἀλλά τό Πνεῦμα μέ ὠθεῖ νά τά ἐπαναλάβω. Πρίν ἀκόμη φύγω ἀπό σᾶς -καί τό τέλος τῆς ζωῆς μου εἶναι βέβαια ἐγγύς- θά ἤθελα νά γλιτώσετε ἀπό τήν πλάνη ἀπό τήν ὁποία πάσχει ὁ σύγχρονος κόσμος στό ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε κανένας νά μή δημιουργεῖ λανθασμένες θεωρίες γιά τόν Θεό, πού νά διαιροῦν τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀναλογισθεῖτε ὅτι στό κέντρο τῆς Γενεύης, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὑπάρχουν περισσότεροι ἀπό διακόσιους διδάκτορες θεολογίας μέ διαφορετικές ἀντιλήψεις! Ἀπό ποῦ αὐτό; Ὁ Θεός εἶναι ἕνας» (Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας, τόμ. Β΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2013, σελ. 302-310).
Στήν ἐποχή μας, ἀκόμη καί μέσα στόν Ὀρθόδοξο Χριστιανικό κόσμο, κυκλοφορεῖ μιά «πλάνη», γίνεται μιά «παραπλάνηση» καί ἐμεῖς γινόμαστε, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε «θύματα κάποιας πλάνης ὡς πρός τίς ὁδούς τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας μας». Ἡ κυριότερη «πλάνη» καί «παραπλάνηση» εἶναι τό «ἕτερον εὐαγγέλιον» πού κηρύσσεται ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς μοντέρνας ἐποχῆς μας. Φυσικά καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τά σύγχρονα γεγονότα καί προβλήματα, ἀλλά μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ «εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας», τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά μή διαφοροποιούμαστε ἀπό αὐτήν.
Καί ὡς ἕνα σημεῖο διαφοροποιήσεως ἀπό τό «εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας» καί τῆς ἀποδοχῆς ἑνός «ἑτέρου εὐαγγελίου» εἶναι τό ὅτι παρακάμπτουμε ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» καί τήν ὅλη θεολογική καί ἀσκητική ζωή καί ἀσχολούμαστε μέ «τό ἀνθρώπινο πρόσωπο», μέ τά δικαιώματα καί τίς ἀτομικές ἐλευθερίες. Αὐτό εἶναι «πλάνη» καί «παραπλάνηση» ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀληθείας, εἶναι «ἕτερον εὐαγγέλιον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου