e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Το Δηλητήριο του Ηθικισμού | The Poison of Moralism

Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής

Ομιλία στην ευαγγελική περικοπή του Ματθαίου θ΄, 9-13.

Πάνω απ’ το λιθόστρωτο της αγοράς, ακούγονται τα λόγια του Ιησού προς τον Ματθαίο. Η δόνηση αυτής της προσφώνησης μπορεί να είναι ένας απλός ψίθυρος, είναι όμως ικανός να ανακατατάξει τα μόρια ενός ολόκληρου βίου, δηλαδή μιας ύπαρξης που της απαγορεύτηκε να υπολογίζει τα χρέη των άλλων.

Ο Ματθαίος, καθισμένος στο τελώνιο, τον θρόνο της ατομικής του ντροπής και της δημόσιας αποξένωσης, σηκώνεται από τη θέση του και αμέσως ακολουθεί. Αυτό συνέβη απλώς και μόνο επειδή η φωνή που τον επισκέφθηκε είδε τις κρυμμένες γωνιές της ψυχής του, την ανθρώπινη φύση του που διψούσε για κάτι πέρα από το τίμημα και την ανταλλαγή. Και αμέσως τότε, γεννιέται το σκάνδαλο: το τραπέζι, η εγγύτητα, η κοινή συνάθροιση του Διδασκάλου μετά των αμαρτωλών.

Στο περιθώριο, ωστόσο, αυτής της εικόνας, στέκονται οι Φαρισαίοι, οι παρατηρητές, δηλαδή οι αιώνιοι κατακριτές της χάριτος, τυλιγμένοι μέσα στην αποστειρωμένη επένδυση της βεβαιότητάς τους. Εκείνοι αντιλαμβάνονται μόνον τον ρύπο, τη μόλυνση της συναναστροφής, το γεγονός του αδίστακτου μοιράσματος της αγιότητας, που προσφέρεται τόσο απλόχερα και επιβλαβώς στους ακάθαρτους, στους αμαρτωλούς.

Το συμπόσιο, η ανυπόφορη εγγύτητα του Ιερού με το βέβηλο, τους προκαλεί αναδίπλωση, καθώς ψιθυρίζουν στους μαθητές την ερώτηση που δηλητηριάζει κάθε προσδοκία συνάντησης: «Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;» (Ματθ. θ´ 11); Σε αυτό ακριβώς το σημείο της απορίας, στην σθεναρή άρνησή τους να συλλάβουν την οικονομία της αγάπης, ανήκουμε κι εμείς, εγκλωβισμένοι στον σχολαστικό υπολογισμό της φήμης μας. Μας τρομοκρατεί η απλή ιδέα να καθίσουμε στο λερωμένο πεζοδρόμιο, να αγγίξουμε τον πόνο του άστεγου ή να αφουγκραστούμε τη σιωπηλή αγωνία της κακοποιημένης γυναίκας. Τρέμουμε κυρίως τον κακοχαρακτηρισμό, δηλαδή εκείνες τις κακές «αδελφικές» γλώσσες, τους σχολαστικούς φύλακες της εξωτερικής καθαρότητας, οι οποίοι θα μας σπαράξουν. Ο φόβος για την ταμπέλα, την υποψία, την ταύτιση, αναδεικνύεται ως η αληθινή φυλακή μας. Η κριτική των άλλων, φαίνεται να αποτελεί τον μονότονο ήχο σφυριού που τελικά σφραγίζει το πνεύμα μας μέσα στο σάπιο φέρετρο της υποκρισίας.

Η εδραίωση των καθωσπρέπει συναθροίσεων είναι η επιλογή μας, εκείνες οι κοσμικές ή θρησκευτικές συναντήσεις όπου η παρουσία μας λογίζεται ως αρετή. Η ευσέβειά μας επιβεβαιώνεται πλήρως από το περιβάλλον, ενώ η απόστασή μας από την ωμή, την πραγματική ασθένεια παραμένει διασφαλισμένη.

Με σχολαστικότητα γυρίζουμε την πλάτη ακριβώς στο σημείο όπου η ανάγκη για την αγάπη του Χριστού αποτελεί μια ανοιχτή, κακοφορμισμένη πληγή. Εκεί, η σιωπή μας, δίνει χώρο στην αφάνεια να συνεχίζει το έργο της. Γινόμαστε ειδήμονες στην θεολογική ορολογία αλλά παραμένουμε αρχάριοι στο έλεος που λερώνει τα χέρια μας. Η κλήση, όμως, απευθύνεται αποκλειστικά σε ασθενείς που αναγνωρίζουν τον πυρετό τους, προσπερνώντας τους θεωρητικούς της υγείας. Είναι μια χειρουργική επέμβαση, η στιγμή δηλαδή που ο Ιατρός ταυτοποιεί τη νόσο και προσφέρει τη θεραπεία, ξεπερνώντας τα όρια μιας άνετης πρόσκλησης κοινωνικού γεγονότος. Αυτή η ειδική κλήση, όπως επιμένει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και σκοπό: «Οὐ γὰρ ἦλθον, φησὶ, καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν· οὐκ εἰς γελοῖα, ἀλλ᾽ εἰς δάκρυα».[1] Αυτό το κάλεσμα, αφορά σίγουρα θα λέγαμε την αναγνώριση του τραύματος, το σπάσιμο της μάσκας, απαιτώντας κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο και πέρα από τα γυαλισμένα μας παπούτσι και τα ακριβά μας ρούχα.

Ζούμε σε αυτό το διπλό ταμπλό με την αγωνία το «καλό όνομα» να παραμένει άθικτο. Και οι ώρες, τα χρόνια που μας δωρήθηκαν από τον Θεό περνούν και εξαφανίζονται, ως άδεια, μαύρα κελύφη, τα οποία τρίζουν κάτω από τον τροχό του θανάτου που ολοένα πλησιάζει. Επιλέγουμε απόλυτα τον υποκριτικό βίο, το βολικό καβούκι, την αξιοσέβαστη σιωπή και το καλό φαγητό. Η κρυψώνα μας όμως αποτελεί απλά έναν καλοστολισμένο τάφο, μέσα στον οποίο η αθάνατη φωνή της αγάπης θάφτηκε για πάντα.

Τη χαρά του Χριστού την φυλάσσουμε για τον εαυτό μας, μεριμνώντας από φόβο μη φανερωθεί, μη ερμηνευθεί λάθος, μη λερωθεί από την επαφή με τον κόσμο. Αυτή η ευφροσύνη όμως, είμαι σίγουρος, όταν παραμένει αδιανέμητη, μετατρέπεται σε ένα σκουριασμένο κλειδί που ξεκλειδώνει τον θάλαμο της αυτοκαταδίκης. Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε οι υγιείς, οι «ἰσχύοντες», αυτοί που θεωρούν ότι δεν χρειάζονται τίποτα, κι έτσι, η τελευταία αναπνοή μας μετατρέπεται σε τρεμάμενη γέφυρα του χρόνου που συνδέει τη σήψη του "καλού ονόματος" με την αχρησιμοποίητη αιωνιότητα.

Ο Ιατρός αυτός, ο Κύριος, καθόρισε την αποστολή Του με απόλυτη σαφήνεια: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Ματθ. θ´ 12). Προσεγγίζει τους ασθενείς. Και προκειμένου να μην αφήσει καμία έλλειψη αμφιβολίας για τη μέθοδό Του, συμπληρώνει την τρομακτική δήλωση για τους Φαρισαίους: «πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματθ. θ´ 13). Επιζητά έλεος. Η θυσία η δική μας όμως συνίσταται σε μια παράσταση, ένα εξωτερικό επίτευγμα, ένα θέατρο ευσέβειας, την ώρα που το έλεος του Χριστού απαιτεί την ακατανόητη, τη δύσκολη και την ακατάστατη αναγνώριση της κοινής νόσου, της κοινής συντριβής.

Υφίσταται κάτι βαθιά παράδοξο και τρομακτικό που το βλέπουμε καθημερινά στη ζωή μας, ή ακόμα χειρότερα το κάνουμε πράξη. Εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για τον Ιατρό, είναι συχνά εκείνοι που διατηρούν απόλυτη πεποίθηση για την υγεία τους. Αυτοί νομίζουν ότι εξουσιάζουν την αλήθεια, έχοντας οικοδομήσει έναν ηθικό βίο, αδιαπέραστο, και κατανοούν τους άλλους με αποστροφή ή οίκτο. Η απάτη του ηθικισμού είναι ένα διαμάντι φτιαγμένο από μολυσμένο αίμα, το οποίο ανακλά μόνον τον φόβο της αποκάλυψης της αλήθειας. Η βεβαιότητά τους, αυτή η μόνη βεβαιότητα, είναι η ίδια η ασθένεια. Η «δικαιοσύνη» τους αναδεικνύεται ως το κυριότερο εμπόδιο. Φορούν τα φαρισαϊκά ρούχα, τα ακριβά, τα όμορφα, τα καλοσιδερωμένα, αλλά αυτά τα υφάσματα είναι βαρύτιμες, επίσημες αλυσίδες, οι οποίες πνίγουν τη σάρκα της ουσίας…

Η αυτό-διάγνωση της υγείας αποτελεί το μοιραίο σφάλμα, καθώς λειτουργεί ως αναισθησία που σταματά τον πόνο και εγγυάται τη νέκρωση. Μάλλον η λογική της σωτηρίας ξεκινά από την παραδοχή της πληγής, ακριβώς όπως ο Νικόλαος Δαμαλάς παρατηρεί στην αναλογία του για τον πάσχοντα: «ἐὰν τις νομίζῃ ἑαυτὸν ὑγιᾶ, ποτὲ βέβαια δὲν θέλει ζητήσει ἰατρόν».[2] Μήπως όμως εσύ αρνείσαι τη διάγνωση και συνεπώς τον Ιατρό, παρόλο που στέκεσαι στα πρώτα καθίσματα του ναού; Φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο, για εσένα και για μένα, να δείξουμε την διάθεση να καθίσουμε στο τραπέζι με τους διάφορους Ματθαίους αυτού του κόσμου. Μάλλον αυτά συμβαίνουν επειδή η αμαρτία τους είναι ορατή και εκτεθειμένη, ενώ η δική μας είναι μονωμένη πίσω από ψευδεπίγραφη σιωπή, κοινωνική αποδοχή και θεολογική ορολογία.

 Ο Κύριος όμως, να μην ξεχνούμε, εισήλθε στον κόσμο για τους αμαρτωλούς. Δεν υπάρχει άλλη αλήθεια. Μόνο αυτή. Είναι σκληρή για εμάς που περάσαμε τη ζωή μας προσπαθώντας ακριβώς να μη φαινόμαστε ως αμαρτωλοί, εστιάζοντας στην εικόνα μας αντί στην ουσία. Ανεγείραμε ένα φρούριο αρετής, και τώρα μας γνωστοποιείται ότι το ίδιο το φρούριο θα πέσει και θα πλακώσει την ψυχή μας. Ο Χριστός στέκεται και περιμένει, αναμένοντας να εξομολογηθούμε ότι ζούμε παγιδευμένοι μέσα στις ίδιες τις δομές που ανεγείραμε για την προστασία μας, για το καλό μας, οι οποίες τελικά επισκιάζουν τη δόξα Του.

Το μυστήριο του «αμαρτωλού» δείπνου συνεχίζεται, είτε λάβει την έγκρισή μας είτε όχι. Δεν θα μας ρωτήσουν.  Διαδραματίζεται στα σκοτεινά σοκάκια και στις πληγωμένες οικίες. Στο βρώμικο παγκάκι με τον άστεγο, στο πεζοδρόμιο με τον τοξικομανή, σε μια φτηνή ταβέρνα με όσους η καλή κοινωνία αποβάλλει. Θα υπάρχουν πάντα Ματθαίοι που θα δέχονται το χέρι του Χριστού, όσο κι αν χαμογελούν ειρωνικά σαν οχιές καλοντυμένες οι σύγχρονοι Φαρισαίοι.

Ας κάνουμε υπομονή, θα δούμε τελικά όλοι, στην τελευταία μας αναπνοή, εκείνη την αδιάψευστη, υπέρτατη αξιολόγηση της ζωής μας, πόσες φορές δειπνήσαμε με του καθωσπρέπει αδελφούς Φαρισαίους και πόσες στο φτωχικό σπίτι με τον Χριστό και τους «αμαρτωλούς».



[1] Ιωάννης ΧρυσόστομοςΤα Ευρισκόμενα Πάντα, εν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, επιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 59 (Paris: J.-P. Migne, 1862), 566.

[2] Νικόλαος Μ. ΔαμαλάςΠερί Αρχών επιστημονικών τε και εκκλησιαστικών της ορθοδόξου θεολογίας (Εν Λειψίαι: Τύποις Όθωνος Βίγανδου, 1865), 127.


--------------------


Maximos Pafilis, Bishop of Melitene (translation from the original Greek text)

Sermon on the Gospel according to Matthew 9:9-13.

Above the stone-paving of the market, are heard the words of Jesus towards Matthew. The vibration of this address can be a simple whisper, it is, however, capable of re-arranging the molecules of an entire life, that is, an existence which was forbidden to calculate the debts of others.

Matthew, seated at the tax-office, the throne of his individual shame and of public alienation, rises from his place and immediately follows. This happened simply and only because the voice that visited him saw the hidden corners of his soul, his human nature which thirsted for something beyond the price and the exchange. And immediately then, is born the scandal: the table, the proximity, the common gathering of the Teacher with the sinners.

In the margin, however, of this image, stand the Pharisees, the observers, that is the eternal condemners of grace, wrapped inside the sterilised covering of their certainty. They perceive only the filth, the pollution of the interaction, the event of the unscrupulous sharing of holiness, which is offered so generously and harmfully to the unclean, to the sinners.

The symposium, the unbearable proximity of the Sacred with the profane, causes them to withdraw, as they whisper to the disciples the question that poisons every expectation of encounter: «Why does your teacher eat with the tax-collectors and sinners?» (Matt. 9:11). At this exact point of perplexity, in their robust refusal to grasp the economy of love, we also belong, trapped in the meticulous calculation of our reputation. We are terrorised by the simple idea of sitting on the soiled pavement, of touching the pain of the homeless person or of listening intently to the silent agony of the abused woman. We tremble chiefly at the mischaracterisation, that is, those bad «brotherly» tongues, the meticulous guardians of external cleanliness, who will tear us apart. The fear of the label, the suspicion, the identification, emerges as our true prison. The criticism of others seems to constitute the monotonous sound of a hammer that finally seals our spirit inside the rotten coffin of hypocrisy.

The consolidation of the respectable gatherings is our choice, those worldly or religious meetings where our presence is reckoned as virtue. Our piety is confirmed fully by the environment, while our distance from the raw, the real sickness remains ensured.

With meticulousness we turn our back exactly at the point where the need for the love of Christ constitutes an open, festering wound. There, our silence gives space to obscurity to continue its work. We become experts in theological terminology but remain beginners in the mercy that soils our hands. The call, however, is addressed exclusively to patients who recognise their fever, bypassing the theorists of health. It is a surgical operation, the moment, that is, when the Physician identifies the illness and offers the treatment, overcoming the limits of a comfortable invitation to a social event. This special call, as Saint John Chrysostom insists, has specific content and purpose: «For I came not, he says, to call righteous ones, but sinners to repentance; not to laughter, but to tears» (Gr. Οὐ γὰρ ἦλθον, φησὶ, καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν· οὐκ εἰς γελοῖα, ἀλλ᾽ εἰς δάκρυα).[1] This calling, we would certainly say, concerns the recognition of the trauma, the breaking of the mask, demanding something deeper, more essential and beyond our polished shoes and our expensive clothes.

We live this double life, in agony for our «good name» to remain intact. And the hours, the years which were gifted to us by God pass and disappear, as empty, black shells, which creak under the wheel of death that ever approaches. We absolutely choose the hypocritical life, the convenient shell, the respectable silence and the good food. Our hiding place, however, constitutes simply a well-adorned tomb, inside which the immortal voice of love was buried forever.

The joy of Christ, we keep it for ourselves, taking care from fear lest it be revealed, lest it be interpreted wrong, lest it be soiled by contact with the world. This gladness, however, I am sure, when it remains undistributed, is transformed into a rusted key that unlocks the chamber of self-condemnation. We convince ourselves that we are the healthy, the «ἰσχύοντες», those who consider that they need nothing, and thus, our last breath is transformed into a trembling bridge of time that connects the rot of the "good name" with the unused eternity.

This Physician, the Lord, defined His mission with absolute clarity: «Those who are well have no need of a physician, but those who are sick» (Matt. 9:12). He approaches the patients. And in order to not leave any lack of doubt about His method, He adds the terrifying declaration for the Pharisees: «Go and learn what this means: "I desire mercy, and not sacrifice"» (Matt. 9:13). He seeks mercy. Our own sacrifice, however, consists of a performance, an external achievement, a theatre of piety, at the time when the mercy of Christ demands the incomprehensible, the difficult and the disorderly recognition of the common disease, of the common brokenness.

There exists something deeply paradoxical and terrifying that we see daily in our lives, or even worse, we put it into practice. Those who have the greatest need for the Physician, are often those who maintain absolute conviction about their health. They think that they master the truth, having built an ethical life, impenetrable, and regard others with aversion or pity. The fraud of moralism is a diamond made from infected blood, which reflects only the fear of the revelation of the truth. Their certainty, this only certainty, is the illness itself. Their «righteousness» emerges as the main obstacle. They wear the pharisaical clothes, the expensive, the beautiful, the well-ironed, but these fabrics are heavy, official chains, which choke the flesh of the essence…

The self-diagnosis of health constitutes the fatal error, as it functions as anaesthesia that stops the pain and guarantees the necrosis. Rather, the logic of salvation begins from the acceptance of the wound, exactly as Nikolaos Damalas observes in his analogy about the sufferer: «if someone thinks himself healthy, he will certainly never seek a physician» (Gr. ἐὰν τις νομίζῃ ἑαυτὸν ὑγιᾶ, ποτὲ βέβαια δὲν θέλει ζητήσει ἰατρόν).[2] But perhaps you deny the diagnosis and consequently the Physician, even though you stand in the first seats of the church? It seems that it is very difficult, for you and for me, to show the disposition to sit at the table with the various Matthews of this world. Rather these things happen because their sin is visible and exposed, while our own is insulated behind pseudepigraphal silence, social acceptance and theological terminology.

The Lord, however, let us not forget, entered the world for the sinners. There is no other truth. Only this one. It is harsh for us who passed our lives trying exactly not to appear as sinners, focusing on our image instead of the essence. We erected a fortress of virtue, and now it is made known to us that the fortress itself will fall and will crush our soul. Christ stands and waits, expecting us to confess that we live trapped inside the very structures that we erected for our protection, for our good, which finally overshadow His glory.

The mystery of the «sinful» supper continues, whether it receives our approval or not. They will not ask us. It takes place in the dark alleys and in the wounded homes. On the dirty bench with the homeless person, on the pavement with the drug-addict, in a cheap taverna with those whom good society casts out. There will always be Matthews who will accept the hand of Christ, however much the modern Pharisees smile ironically like well-dressed vipers.

Let us have patience, we will all finally see, at our last breath, that undeniable, supreme evaluation of our life: how many times we dined with the respectable brother-Pharisees and how many in the poor house with Christ and the «sinners».

Republication is permitted provided that the author's name, Maximos Pafilis, Bishop of Melitene, is cited.



[1] Ioannes Chrysostomus, "Ta Euriskomena Panta" [The Complete Findings], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 59 (Paris: J.-P. Migne, 1862), 566.

[2] Nikolaos M. DamalasPeri Archon epistemonikon te kai ekklesiastikon tes orthodoxou theologias [On the Scientific and Ecclesiastical Principles of Orthodox Theology] (Leipzig: Otto Wigand, 1865), 127.

Δεν υπάρχουν σχόλια: