e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Κριτήρια τότε και τώρα


Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά από τη Μελβούρνη

Έργο Chris Tauson, σε τοίχο της Βοστόνης, όπου αποδίδεται η τραγωδία της Μετανάστευσης.
Τον περασμένο μήνα Σάς μίλησα για την «επέτειο» του Γενάρη, αναπόφευκτα όμως λόγω γεγονότων, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας και κάποιες σκέψεις, ας πούμε συγκριτικές, που έχουν άμεση σχέση με την επέτειο άφιξης μου στη Μελβούρνη.
Είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούσαν οι Αυστραλιανές αρχές στην  επιλογή Μεταναστών, τότε αλλά και τώρα με το καινούριο ρεύμα μετανάστευσης των νέων μας. Φυσικά με το «τότε» αναφέρομαι στις δεκαετίες του '50 και '60, που δικαιολογημένα έχουν ονομαστεί και χρόνια μαζικής μετανάστευσης επειδή για οικονομικούς, πρωτίστως, λόγους έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς τα νιάτα της Ελλάδας. Εγώ θα τα έλεγα χρόνια μαζικής αφαίμαξης της νεολαίας. Σε ένα  διήγημά μου γράφω: κι ερήμωνε η ύπαιθρος και τα χωριά, γιατί τα καινούρια αφεντικά δεν ήθελαν τους γέρους και τους σακάτηδες...
Τα καινούρια αφεντικά ήθελαν νιάτα, νιάτα μπρατσωμένα για ν' αντέξουν στη βαριά βιομηχανία, για την οποία προορίζονταν... νιάτα μπρατσωμένα μόνο, χωρίς πολλές γνώσεις  και προσόντα, ώστε να  σηκώσουν κεφάλι και να διεκδικήσουν δικαιώματα...
Τότε, τον Απρίλη του  1967, που έγινε η δικτατορία. έμενα με το σύζυγο και τα δυο μικρά παιδιά μας στην Αθήνα, τα πράγματα δύσκολα, αφάνταστα δύσκολα και η Αυστραλία μέσω της ΔΕΜΕ, Διαπιστευτική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης, όχι μόνο ζητούσε μετανάστες, αλλά επί πλέον κατέβαλε και τα εισιτήρια για τον ερχομό εδώ. Όντας νέοι, δεν το πολυσκεφτήκαμε, πάμε λέμε, αφού δεν μας στοιχίζει τίποτα κι όταν ξεκουμπιστούν οι τρισκατάρατοι, γυρίζουμε. Λες και μιλούσαμε για διαδρομή Μπανάτο-Χώρα! Τέτοιους συλλογισμούς και αποφάσεις μόνο από πολύ νέους κι ανίδεους θ΄ ακούσεις κι εμείς τότε είμαστε και τα δυο... Αφού εγκρίθηκε η αίτηση μας, άρχισε η διαδικασία να μας στέλνουν από τον ένα στον άλλο, γιατρούς, εξετάσεις ιατρικές, συνεντεύξεις και πάει λέοντας. Μέχρι στα δόντια μας κοίταζαν, λες κι είμαστε άλογα! Περνώντας από μία ακόμα επιτροπή, αυτή στην Αυστραλιανή Πρεσβεία, μας κοίταξε κάπως επιτιμητικά ο αρμόδιος, επειδή ως πρώτη εμφάνιση φαίνεται δεν του γεμίσαμε το μάτι για υποψήφιοι μετανάστες κι άρχισε ένα σωρό ερωτήσεις, προέλευση, σπουδές, επάγγελμα κ.λπ. Φυσικά και δεν μας έκοβε να... παραποιήσουμε κάπως την πραγματικότητα, πού να ξέρουμε τότε τι θέλανε. Αφού μας άκουσαν ανέκφραστοι, ζήτησαν να ελέγξουν τα χέρια μας, απορημένοι τα απλώσαμε, τα κοίταξαν καλά κι από τις δυο μεριές κι αποφάνθηκαν πως δεν φαίνονται «δουλεμένα» άραγε δεν είμαστε εργάτες άραγε  δεν μπορούν να μας δώσουν βίζα, λέγοντάς μας ούτε λίγο ούτε πολύ πως είμαστε... παραμορφωμένοι και δεν τους κάνουμε! Για μένα φάνηκαν πιο επιεικείς! Γυναίκα είσαι -λένε με ύφος υπεροπτικό- και μάνα, θα καθίσεις σπίτι σου να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, αλλά ο άνδρας πρέπει να δουλέψει. Οι προσπάθειές μας να τους πείσουμε πως είμαστε κι οι δυο διατεθειμένοι να δουλέψουμε σκληρά σε όποια εργασία πάμε  έπεσαν στο κενό, άδικος κόπος! Απογοητευμένοι και γεμάτοι απελπισία γυρίσαμε να φύγουμε. Για καλή μας τύχη, ο φύλακας στην πόρτα πήρε χαμπάρι τι έγινε, γιατί άκουγε και φεύγοντας λέει με τρόπο στο σύζυγο για να μη γίνει αντιληπτός, πήγαινε παλικάρι μου και σκάψε, μουτζούρωσε, γρατζούνισε, τα χέρια σου, μαύρισε τα νύχια από χώμα και λάσπη να φαίνονται δουλεμένα κι έλα πάλι σ' ένα μήνα, θα έχει αλλάξει η επιτροπή. Ας τον έχει καλά ο Θεός, όπου κι αν βρίσκεται... Ακολουθώντας κατά γράμμα τις ορμήνιες του, πετύχαμε τον επόμενο μήνα την πολυπόθητη βίζα!
Αυτά ήταν τα κριτήρια του τότε. Τώρα, εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Τώρα πια, εμείς η πρώτη γενιά, με δουλεμένα ή αδούλευτα χέρια, αμόρφωτοι ή παραμορφωμένοι, χτίσαμε τη χώρα, αναπτύξαμε στο έπακρο τη βιομηχανία σε κάθε κλάδο και τομέα, ανοίξαμε εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα ράγες σιδηροδρομικές, οργώσαμε τα βουνά της ανοίγοντας δρόμους, εξορύξαμε από τα ορυχεία όλο τον πλούτο της γης, καλλιεργήσαμε απέραντες εκτάσεις άγονης γης. Δεν έμεινε βαριά δουλειά που να μην την  κάναμε... Στερηθήκαμε τα παιδικά και νεανικά χρόνια των παιδιών μας, αποξενωθήκαμε από τους συντρόφους μας, δουλεύοντας μέρα ο ένας νύχτα ο άλλος, γιατί δεν υπήρχαν αρκετοί βρεφονηπιακοί σταθμοί, κι αν υπήρχαν μερικοί, λόγω άγνοιας της γλώσσας δεν νιώθαμε άνετα να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας σε «ξένους». Σακατευτήκαμε οι περισσότεροι, άλλοι σωματικά άλλοι ψυχολογικά, μα αντέξαμε... επιβιώσαμε... όσο σκληρά κι αν δουλέψαμε τα καταφέραμε! Καταφέραμε να δημιουργήσουμε καλύτερη ζωή για τα παιδιά μας, τα σπουδάσαμε, έγιναν επιστήμονες, έγιναν τεχνίτες, έγιναν επιχειρηματίες, χωρίς να χρειάζεται να κρύβουν τα αδούλευτα χέρια τους όσο κι αν κυρτώσαμε εμείς από το βάρος το ασήκωτο... Εμείς οι αμόρφωτοι καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανή τη γλώσσα μας και να μεταλαμπαδεύουμε σε παιδιά κι εγγόνια όχι μόνο τη γλώσσα μας, αλλά και τον πολιτισμό μας, τα ήθη και έθιμα μας, τις παραδόσεις μας για τα οποία είμαστε τόσο περήφανοι, έστω κι αν κάποιοι, ευτυχώς όχι πολλοί, στην πατρίδα μας αποκαλούν κολλημένους και καθυστερημένους... κρατήσαμε ψηλά τη σημαία και περηφάνια της ελληνικής μας καταγωγής και έχουμε την ικανοποίηση πως δε λυγίσαμε! Κάποιοι από μας, αφού κόπασε κάπως ο μέγας αγώνας για την επιβίωση, βρήκαμε το χρόνο και τη δύναμη να ασχοληθούμε με τις καλές τέχνες και το γράψιμο. Ας αφήσουμε τον πανδαμάτορα χρόνο να κρίνει την όποια μικρή ή μεγάλη αξία τους.
Με απέραντη θλίψη παρακολουθούμε με χίλιους τρόπους τις δύσκολες μέρες που περνάει η πατρίδα μας... Μεγάλο παράπονο μέσα μας... Γιατί, γιατί πάλι τα ίδια; Δεν έφτασε ο δικός μας ξεριζωμός; Γιατί πάλι να φεύγουν τα νιάτα της Ελλάδας, τα διαλεχτά παιδιά της;
Μα τα κριτήρια σήμερα παντελώς διαφορετικά. Κανένας αρμόδιος δεν θα ψάξει τα χέρια των υποψήφιων για να διαπιστώσει αν είναι δουλεμένα ή όχι... Η Αυστραλία δεν θέλει πια ανειδίκευτους εργάτες, τι να τους κάνει, άλλωστε, αφού οι περισσότερες βιομηχανίες έχουν κλείσει κι όλα φτιάχνονται στο εξωτερικό στις υπανάπτυκτες χώρες, όπου οι δύστυχοι άνθρωποι δουλεύουν για ένα ξεροκόμματο.  Σήμερα η Αυστραλία ζητά επιστήμονες κι επιστήμονες μόνο στους κλάδους που χρειάζεται για να επανδρώσει κενές θέσεις. Είναι οδυνηρό να βλέπεις νέους ανθρώπους που μόχθησαν κι εκείνοι και οι γονείς τους για να σπουδάσουν να αναγκάζονται να ξενιτεύονται όχι για να... πλουτίσουν(!) ή για να κάνουν επιτυχημένη καριέρα, αλλά για να επιβιώσουν. Γιατί ανίκανοι άνθρωποι κυβερνούν την Ελλάδα... Ανίκανοι τότε, ανίκανοι τώρα...
Όμως, όσο κι αν μηδενίστηκαν οι αποστάσεις, άλλο Μπανάτο-Χώρα κι άλλο Ελλάδα-Αυστραλία!
Μια ευχή κάνω μόνο, καιρός να σταματήσει το φευγιό/διωγμός των νέων...αρκετά!!!
Με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.τ.