Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑ από τη Μελβούρνη
Το «Κωστάκης Τόγιας», που τότε εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιά-Ζάκυνθο, πολύ πριν το «Ζαμπάζας» και μετέπειτα το φέρι-μποτ, πλησίαζε να ρίξει άγκυρες εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, που αναγκάστηκε από τη θαλασσοταραχή να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου, περνώντας από τον Κάβο Μαλιά.
Η μικρομάνα, με τα μάτια χαμηλωμένα ώστε κανείς να μη δει πως ήταν κόκκινα από το κλάμα, κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά της το μωρό της. Το είχε καλά σκεπασμένο, ακόμα και το προσωπάκι του, προφανώς για να μην το χτυπάει ο αέρας και η βροχή αφού ταξίδευαν τρίτη θέση. Κάθε τόσο έσκυβε πάνω του με αγάπη και κάτι του μουρμούριζε... Ίσως λόγια παρήγορα για το δύσκολο ταξίδι. Ίσως, πως λίγο ακόμα και θα έφταναν στο σπίτι τους και το ταλαιπωρημένο μωρό θα αναπαυόταν στο κρεβατάκι του.
Κάποτε βγήκαν από το καράβι. Δεν τους περίμενε κανείς στο λιμάνι. Κρατώντας το πολύτιμο φορτίο της η Μάνα αγκαλιά, μια μεγάλη σακούλα, προφανώς με τα ρούχα τους μέσα, και μια τσάντα, έψαξε με τα μάτια για ταξί, για να πάει στο Καμποχώρι που έμενε. Πού να τρέχει τώρα έτσι κουρασμένη και με τόσο βάρος, για να περιμένει να πάρει το λεωφορείο.
Ο ταξιτζής προσπάθησε να πιάσει κουβέντα, καλοσυνάτα ρωτώντας την αν είναι κοριτσάκι ή αγοράκι, πόσο είναι, αν έχει άλλα παιδιά, πώς και ταξίδευε μόνη της με μωρό παιδί μες στο χειμώνα... Το έχουν αυτό το ιδίωμα οι ταξιτζήδες, ίσως γιατί νιώθουν την ανάγκη της επικοινωνίας, ολομόναχοι πίσω από το τιμόνι όλη μέρα. Μα η μικρομάνα δεν έχει διάθεση, απαντά μονολεκτικά στις ερωτήσεις του, μέχρι που το κατάλαβε εκείνος και δεν μίλησε άλλο.
Όταν έφτασαν στο χωριό, του είπε να σταματήσει σε κάποιο σημείο. Κατέβηκε, πλήρωσε, πήγε ν' αγγίξει το μωρό ο ταξιτζής, σχολιάζοντας πόσο ήσυχο είναι, κιχ δεν έκαμε όλο το δρόμο, αλλά η μάνα αγρίεψε... "Μηηηη...", του φώναξε...
Έφυγε το ταξί και η μάνα με το κεφάλι σκυφτό πήρε το δρόμο για το σπίτι της μια και σκόπιμα κατέβηκε κάπως μακριά. Άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της να τρέξουν, δαγκωνόταν να μην ξεφωνίσει μες στη μέση του δρόμου. Δεν ήθελε να πάει με το ταξί μέχρι το σπίτι, γιατί φοβόταν πως θα είχε μαζευτεί κόσμος, θα έπαιρνε χαμπάρι τι συμβαίνει ο ταξιτζής κι άντε να καθαρίσει μετά. Ποιος ξέρει πόσα πάρα πάνω θα ζητούσε ή αν έκανε και φασαρία. Της έφτανε ο πόνος της ο μεγάλος. Γιατί αυτό που κουβαλούσε η μάνα ήταν ένα νεκρό μωρό... Αλλά έτσι και γινόταν γνωστό, ούτε στο καράβι θα την άφηναν να μπει, μήτε στο ταξί με το πεθαμένο μωρό...
Δίδυμα ήταν, δυο πανέμορφα αγοράκια, τα πρωτογεννημένα της, τα «νυφιάτικά» τους παιδιά, όπως έλεγε ο άνδρας της! Μα όταν έγιναν δώδεκα μηνών περίπου προσβλήθηκαν και τα δυο από μηνιγγίτιδα, μάστιγα της εποχής εκείνης, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '50. Τα έτρεξαν όπου μπορούσαν, νοσηλεύτηκαν και στο Νοσοκομείο Ζακύνθου, το ένα ανάρρωσε σχετικά γρήγορα, όχι όμως και το άλλο, που, όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση, οι γιατροί τη συμβούλευσαν να το πάει στην Αθήνα. Άφησε το άλλο με την πεθερά και τον άνδρα της και πήρε το δρόμο με το βαριά άρρωστο μωρό για την Αθήνα...
Πάλεψε κι εκείνη και το μωρό... Στεκόταν από πάνω του μέρα-νύχτα, έταξε στην Παναγία προσευχόμενη γονατιστή, έταξε στον Άγιο, τον προστάτη του Νησιού, έταξε σε γιατρούς και νοσοκόμες, μα το μωρό ξεψύχησε δυο βδομάδες αργότερα...
Τρελάθηκε η μικρομάνα από τον πόνο και το σπαραγμό, ολομόναχη μες στη μεγάλη, απρόσωπη πόλη, μ' ένα νεκρό μωρό στην αγκαλιά της. Πού να το πάει και πώς να το παρουσιάσει νεκρό παιδί; Ούτε σε ξενοδοχείο ούτε σε σπίτι, όχι πως είχε και κανέναν δηλαδή.
Παρακάλεσε να μείνει σε μια γωνιά στο Νοσοκομείο μέχρι να φύγει η νύχτα. Μια νοσοκόμα που τη λυπήθηκε, της έφερε κουβέρτα να σκεπαστεί και κάτι να φάει, όχι πως πήγαινε τίποτα κάτω, αλλά της μίλησε στοργικά, ανθρώπινα. Τη συμβούλευσε να κάνει την καρδιά της κόμπο, να τυλίξει το μωρό και να μην πει πουθενά πως ταξίδευε με πεθαμένο μωρό στην αγκαλιά, γιατί δε θα την άφηναν. Κ' η μάνα πήρε το δρόμο το πρωί για τον Πειραιά, νανουρίζοντας το μωρό της, για να μην πάρει χαμπάρι ο ταξιτζής, ούτε και στο Πρακτορείο που έβγαλε εισιτήριο για το καράβι.
Μόνο εκείνη ήξερε πώς σχιζόταν τα σωθικά της από τον πόνο, δεν μπορούσε να αφήσει τα δάκρυα να τρέξουν, να τσιρίξει να φωνάξει... Πνιγόταν, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, μα δεν είχε επιλογή, προς το παρόν προείχε να φτάσει σπίτι της με το παιδί της αγκαλιά, να μην της το πάρουν και το ταλαιπωρήσουν. Αρκετά πέρασε το αδύνατο κορμάκι του τόσες μέρες, είχε ανάγκη να ηρεμήσει, να φτάσει και να αναπαυτεί στο κρεβατάκι του, δίπλα στο αδελφάκι του, στη Νόνα, στον Πατέρα, πριν το δεχτεί το αγγελούδι της η γη...
Γεμάτο το σπίτι κόσμο, όταν έφτασε... Παρέδωσε το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα κι εκείνη σωριάστηκε καταγής...
Με την αγάπη μου πάντα
δ.μ.τ.
12 σχόλια:
Διονυσία , τα μάτια μου τρέχουν!
Είναι αληθινή και αυτή η ιστορία?
Δεν έχω λόγια.
Πάλι κατάφερε η φίλη Διονυσία να μας συγκινήσει!!! Την χαιρετάμε με αγάπη και την ευχαριστούμε για το δάκρυ που εξώθησε απ' την ψυχή στις βρύσες των ματιών μας!!!
Αὐτὴν τὴν ἱστορία πόσες φορὲς τὴν εἶχα ἀκούσει μικρός! Πόσα μᾶς φέρνει στὴ μνήμη μας ἡ ἀγαπητὴ συνονόματη. Νᾶ᾽ναι καλὰ πάντοτε.
Ναι, Μαρία μου, δυστυχώς είναι αληθινή! δ.μ.τ.
Πάτερ μου αγαπητέ, η ζωή συγκινεί, εγώ απλά καταγράφω ό,τι έχει κρατήσει η μνήμη! δ.μ.τ.
Διονύση, είμαι σίγουρη, το περιστατικό στο οποίο εγώ αναφέρθηκα να μην ήταν το μόνο, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, αλλά ήμουν κι εγώ πολύ νέα τότε κι όταν το άκουσα με συγκλόνισε γιατί γνώριζα, κάπως, την οικογένεια! Να είσαι καλά κι εσύ! δ.μ.τ.
Διονυσία μου , κατὀρθωσες γι άλλη μια φορά και με συγκίνησες . Με αγάπη.
Αγαπημένη μου Διονυσια, πολυ δραματικό, συγκλόνιστικο και συγκινητικό περιστατικό. Η δολια μαννα,,πως να ξεπεράσει εναν τέτοιο περιστατικό...
Μαγδα με αγάπη
Μάγδα μου όπως και πιο πάνω αναφέρω, κείνα τα δύσκολα χρόνια...πολλές μανάδες έζησαν τέτοιες τραγικές στιγμές...Να σκεφτείς μόνο, πως με την ίδια τη Μάνα, δεν το συζήτησα ποτέ, αλλά η κόρη της, που είμαστε στενές φίλες και τότε ήταν δεν ήταν 5 χρονών, θυμάται ακόμα το περιστατικό και συχνά το συζητάμε...έτσι, για παρηγοριά...Με την αγάπη μου Μάγδα μου. δ.μ.τ.
Καλή κι αγαπημένη φίλη Άννα, όπως γράφω και στον π. Παναγιώτη, απλά καταγράφω όσα συγκράτησε η μνήμη...Μικρό παιδί κι εγώ τότε...Μετέπειτα, γνωριστήκαμε με την κόρη της οικογένειας, ζούμε εδώ και οι δυο, δεθήκαμε πολύ και πολλές φορές το συζητάμε...Πολλά φιλιά καλή μου φίλη!!! δ.μ.τ.
Συνταρακτικό το περιστατικό Διονυσία μου ,και εσύ μας το έδωσες με τον μοναδικό σου ευαίσθητο τρόπο! Τι πόνο η καυμένη η μάνα; και τι πίκρα ! και γενικά τι τραβούν οι μάνες με τα παιδιά τους όταν είναι ζωντανά ,πόσο μάλον πεθαμένα!λυπητερή ιστορία πολύ !
Ειρήνη μου αγαπημένη, συνταρακτικό ναι...γιατί η μάνα δεν τολμούσε ούτε να κλάψει από φόβο μήπως διαπιστώσουν πως κουβαλάει νεκρό παιδί!!!! Αναρψτιέμαι πολλές φορές...πώς άντεξε;;;;;;;;;;;;;;; δ.μ.τ.
Δημοσίευση σχολίου