e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Το ξεχασμένο μπουκάλι

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη
Στον απόηχο μιας ακόμα προσωρινής επιστροφής! Σαν τι απολογισμό να κάνεις, που όσο περνούν τα χρόνια, αντί να γλυκαίνει ο πόνος του χωρισμού, γίνεται όλο και πιο οδυνηρός. Το μόνο που αλλάζει είναι πως τα δάκρυα πια έχουν σχεδόν στερέψει, δεν έμειναν άλλα κι όσο και να κλαίει η καρδιά τα μάτια αδάκρυτα. Την κάνεις χίλιους κόμπους και προχωρείς χωρίς να γυρίσεις να κοιτάξεις τον κάθε αγαπημένο που αφήνεις πίσω. Γιατί αν γυρίσεις, μπορεί και να λυγίσεις, απαγορευμένο δια ροπάλου κι ανεπίτρεπτο!
Μόλις αφήσεις τη ζεστή αγκαλιά των αγαπημένων και μείνεις μόνη με τον εαυτό σου, τότε, αρχίζει και τρέχει ο νους. Κολλάει πάντα στην ίδια σκέψη. Άρα θα ανταμώσουμε ξανά ή χωρίς να το γνωρίζουμε είναι αυτό το στερνό Αντίο... Πόσες φορές στον μισό σχεδόν αιώνα απουσίας μου δεν έχω κάνει τις ίδιες σκέψεις... Πόσες φορές δεν έχω πει, σε μένα, το ίδιο στα τόσα ταξίδια μου, κάθε φορά που πρέπει να γυρίσω πίσω... πίσω στο «σπίτι μου». Γιατί, εδώ πια το σπίτι μου! Εκεί, ούτε πιθαμή γης για τον «Οίκο» και τον Οίκο, εδώ τον φρόντισα. Ξένη πια στη γη των γονιών μου, στη γη που γεννήθηκα. Επισκέπτρια προσωρινή μόνο.
Στο διήγημά μου Το Βάζο, σελίδα 11, «Του Φιόρου και του Μισεμού», Εκδόσεις Περίπλους 2013 Αθήνα, γράφω: ...Σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι, κι εκείνη, πήγαινε από τάφο σε τάφο κι άναβε καντήλια... Το διήγημα γράφτηκε πάνω από 20 χρόνια πριν, τίποτα δεν άλλαξε όμως, ή μάλλον πολλά. Όλο και πληθαίνουν οι φευγάτοι... Γιατί αυτός είναι ο νόμος, η σειρά της ζωής. Ν' αραιώνουν τα στάχυα για να δυναμώνουν, για να κάνουν χώρο να βγουν καινούργια. Και τα νιόβγαλτα στάχυα όλο και περισσεύουν, όλο και δυναμώνουν! Όταν σμίγουμε τα πρωτοξάδελφα, γινόμαστε ολόκληρο χωριό! Λίγες δυστυχώς θείες που υπάρχουν ακόμα σε πολύ προχωρημένη ηλικία, παιδιά, γαμπροί, νυφάδες, εγγόνια και λίγα δισέγγονα! Ευλογία πραγματική!
Πίσω λοιπόν, σε αυτά που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα γιατί ο νους όλο ξεστρατίζει.
Φύγαμε από Ζάκυνθο δυο μέρες πριν την αναχώρηση για Μελβούρνη. Μείναμε σε ένα ωραίο ξενοδοχείο στην Πλάκα, αγαπημένη περιοχή! Σεργιανίσαμε για καλά, οι μικρές, μεταμεσονύκτιες ώρες όπου μολονότι η μεγάλη κίνηση είχε κόψει, πολλά μαγαζιά έμεναν ακόμα ανοικτά, μας έβρισκαν να περπατάμε «στης Πλάκας τα στενά» και να παίρνουμε μια ακόμα φορά, θυμητάρια και μικροδωράκια.
Το πρωινό της αναχώρησης μετά το πρόγευμα, κατεβήκαμε για μια τελευταία βόλτα... Είχαμε μελαγχολήσει όλοι, σε λίγες ώρες φεύγαμε μακριά, χωρίς να γνωρίζουμε πότε, αν και υπό ποιες συνθήκες θα γυρνούσαμε. Ανεβήκαμε στο ξενοδοχείο να μαζέψουμε τα τελευταία πράγματα που είχαν μείνει, οι βαλίτσες είχαν κλειδώσει αποβραδίς- περίεργο πόσα ψιλολόγια μένουν ακόμα κι όταν νομίζεις ότι δεν άφησες τίποτα. Έριξα μέσα σε μια πλαστική σακούλα τα τελευταία μικροπράγματα κι ό,τι είχε μείνει στο μπάνιο. Στο κομοδίνο μου, είχε μείνει ένα μπουκάλι νερό που δεν το είχαμε ανοίξει, έτσι το 'ριξα κι αυτό μέσα μήπως και διψάσει κανείς μέχρι να πάμε στο αεροδρόμιο.
Φτάνοντας στο Ελ. Βενιζέλος, αφού ζυγίσαμε τις αποσκευές μας, διαπιστώσαμε ότι υπήρχε λίγος χώρος σε ένα μικρό βαλιτσάκι χειραποσκευών να τρυπώσουμε μέσα και την πλαστική σακούλα, ώστε να μην την έχουμε στα πόδια μας. Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι, 20+ ώρες πτήσης, συν παραμονή στο Ντουμπάι σχεδόν πέντε ώρες, συν καθυστερήσεις στα αεροδρόμια κ.λπ. φτάσαμε σπίτια μας γύρω στις 11 το βράδυ τοπική ώρα κι ούτε που ήξερα τι μέρα ήταν, κατάκοποι, ταλαιπωρημένοι, νυσταγμένοι, χωρίς να μπορείς να κοιμηθείς αφού εκείνη την ώρα, συνήθως έτρωγες για μεσημέρι, αν είχες γυρίσει από τη θάλασσα! Επιπλέον, τουρτουρίζοντας από το κρύο, γιατί όντας βαρυχείμωνο εδώ, εξαιρετικά χαμηλή η θερμοκρασία ούτε 3 βαθμοί Κελσίου!
Οι βαλίτσες, συνήθως, ανοίγονται την δεύτερη ή και την τρίτη μέρα μετά την άφιξη. Όμως, άλλο ανοίγονται κι άλλο αδειάζουν, για να αδειάσουν τελείως μπορεί να περάσει μία και δύο εβδομάδες. Πού κουράγιο και διάθεση, όπου χάνεις τον μπούσουλα για πολλές μέρες (κατά μέσον όρο 2 εβδομάδες), μέχρις ότου ο οργανισμός προσαρμοστεί που δεν ξέρεις πότε είναι μέρα πότε νύχτα, πότε πεινάς πότε νυστάζεις κι έχεις μιαν έντονη ανησυχία και υπερδιέγερση που δε χωράς πουθενά! Ξυπνάς τη νύχτα και δεν έχεις ιδέα πού βρίσκεσαι, εκεί, εδώ, αποπροσανατολίζεσαι πλήρως! Άσε που πονάει και λίγο, γιατί ένα-ένα που βγάζεις από μέσα σού θυμίζει πως είναι πια παρελθόν, όνειρο το όμορφο ταξίδι κι αναπολείς αγαπημένα πρόσωπα, όμορφες στιγμές, αγαπημένους τόπους και το μυαλό τρέχει με χίλια.
Αυτή τη φορά, ομολογώ, με πείραξε πολύ το ταξίδι, δηλαδή η επιστροφή από την μιαν ήπειρο στην άλλη, από το θερμό Καλοκαίρι στον βαρύ Χειμώνα, συν το συναισθηματικό όπου ένιωθα μετέωρη... ούτε εκεί, μήτε εδώ... Έτσι, οι βαλίτσες δεν άδειασαν παρά την τρίτη εβδομάδα. Βγάζοντας την πλαστική σακούλα από το βαλιτσάκι, απόρησα τι να έχει μέσα κι είναι έτσι βαριά, σιγά και μην θυμόμουνα τι είχα βάλει εκεί μέσα που το μυαλό ήτανε κουρκούτι ούτε καν πού βρέθηκε δεν μπορούσα να θυμηθώ!
Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ανάμεσα σε άλλα διάφορα μικροπράγματα κι ένα μπουκάλι νερό Ζαγόρι... Έμεινα να το κοιτάζω χωρίς σχεδόν να το βλέπω, υγράνθηκαν τα μάτια, είχα την αίσθηση πως αν κοίταζα γύρω μου θα έβλεπα το δωμάτιο του Ξενοδοχείου, το σπίτι στη χώρα που έμεινα, τα στέκια μου στη Ζάκυνθο. Τέτοια ώρα θα ήμουν με φίλους και θα πίναμε καφέ στο Φίλιον ή στον Κόκκινο Βράχο ή χυμό, ως συνήθως κουβεντιάζοντας για χίλια δυο πράγματα. Θυμήθηκα, πως το μπουκάλι μου το έδωσε η Κατερίνα, με προτροπή της αγαπημένης μου θείας Γιουστίνας, για να μην «γκανιάσω από τη δίψα με το ντάβανο που έκανε» ένα μεσημέρι που έφευγα από το Μπανάτο, αφού είχαμε περάσει όλοι μαζί πολύ όμορφα την ημέρα κι αφού φάγαμε τα νόστιμα γιουβαρλάκια που είχε φτιάξει η Κατερίνα.
Λόγω συνθηκών, δεν μπόρεσα να περάσω μαζί τους περισσότερο χρόνο όπως θα ήθελα και θα ήθελαν. Συνήθως, μένω μαζί τους όταν έρχομαι, μου έλειψαν εφέτος και τους έλειψα. Όμως, αγαπημένη συμμαθήτρια και φίλη από τα παλιά, η Αντωνία, που βρεθήκαμε τυχαία στο Σίδνεϊ πριν δεκαοκτώ χρόνια περίπου αγνοώντας πως και οι δυο είμαστε στην Αυστραλία, μου έστειλε το κλειδί του σπιτιού της στη Χώρα κι έμεινα εκεί!
Στην τσάντα είχε μείνει το μπουκάλι. Ταξίδεψε στην Αθήνα κι από εκεί, λαθρεπιβάτης, λαθρομετανάστης, χωρίς διαβατήριο και άδεια παραμονής βρέθηκε στη Μελβούρνη. Κι εγώ έμεινα να το κοιτάζω, αναπολώντας και νοσταλγώντας. Όπως το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας, έτσι έμεινε κι ας έχει περάσει πάνω από ένας μήνας από το γυρισμό! Δεν βρίσκω την δύναμη ούτε να το αδειάσω και να πετάξω το μπουκάλι, μήτε να το φυλάξω σε ντουλάπι. Και για να το πιω ούτε συζήτηση, λες και θα κάνω ιεροσυλία! Εκεί θα μείνει να μου φέρνει στο μυαλό όμορφες θύμησες. Για πόσο; Αγνοώ...
Όμως, άλλη η πραγματικότητα μου. Καλά είναι κι εδώ. Γης μου, πατρίδα μου και τούτη! Περισσότερα χρόνια εδώ παρά εκεί. 27 εκεί, 48 εδώ... Το μυαλό το γνωρίζει και το έχει αποδεχτεί, η καρδιά είναι το πρόβλημα που αρνείται να το πάρει απόφαση, πως εδώ... εδώ ... εδώ...
Με την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: