e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Ο ωκεανός της Χάριτος | The ocean of Grace


Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής

Ομιλία στην ευαγγελική περικοπή Λουκά στ´ 31–36.

Ποιος από εμάς δεν αναζητά το ίσο αντί του ίσου, ή ποιος δεν μετρά τη φιλία με τον κανόνα της ανταπόδοσης; Μέσα στον λαβύρινθο της καρδιάς, όπου οι σκιώδεις οδοί των σκέψεων συμπλέκονται, καθένας από εμάς φέρει μια αφανή ζυγαριά, ζυγίζοντας τις πράξεις των άλλων σε σχέση με τις δικές του ευεργεσίες. Σαν έμποροι της ζωής, όχι αγαπώντας αλλά συναλλασσόμενοι, επιζητούμε το χρέος της ανταπόδοσης, ώστε ο λογαριασμός της ζωής να μην εμφανίζει κανένα έλλειμμα. Η αγάπη μας, συχνά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα δάνειο με τόκο την προσδοκία, μια σιωπηλή συμφωνία ψυχών, για να μην αδικηθούμε από την αχαριστία. Είναι άραγε αυτό ζωή ή μάλλον σκιά ζωής, που περιστρέφεται σε έναν κύκλο, όπου το εγώ βλέπει και αγαπά το ίδιο του το είδωλο στο πρόσωπο του άλλου; Διότι το να ανταποδίδουμε την αγάπη σε όσους μας αγαπούν δεν είναι κάτι σπουδαίο αλλά κάτι κενό και απέραντο, η αντανάκλαση του κατόπτρου στο κάτοπτρο, που δεν γεννά τίποτα νέο, παρά μόνο ανακυκλώνει διαρκώς το παλιό.

Και έρχεται ο λόγος του Κυρίου, σαν δίστομο μαχαίρι που τέμνει την ψυχή, διαχωρίζοντας το ανθρώπινο από το θείο, το κοσμικό από το επουράνιο. «καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;» (Λουκ. 6,32). Το ερώτημα αυτό δεν ζητά απάντηση, αλλά βαθιά σιωπή, μέσα στην οποία η ψυχή στέκεται γυμνή ενώπιον της ίδιας της πτωχείας. Διότι η χάρη δεν είναι αντάλλαγμα, ούτε μισθός για δίκαιο έργο, αλλά το παράλογο δώρο, αυτό που βρίσκεται εκτός κάθε λογικής και ανάγκης. Η αγάπη των αμαρτωλών, η ανταποδοτική, είναι η φυσική ροή των υδάτων, που γεμίζουν πάντα τα κοίλα και ποτέ δεν κινούνται προς τα πάνω. Η εντολή του Χριστού, όμως, καλεί την ψυχή σε μια αντίρροπη κίνηση, στην άρση του σταυρού της ανιδιοτέλειας, όπου ο μισθός δεν βρίσκεται στο να λαμβάνεις αλλά στο να δίνεις.

«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Κατανοούμε άραγε το βάρος αυτών των λόγων; Ή μήπως τα αυτιά μας, βαριά από τον θόρυβο των παθών του κόσμου, δεν μπορούν πλέον να ακούσουν αυτή τη λεπτή αύρα; Να αγαπάς τον εχθρό. Όχι απλώς να τον ανέχεσαι, ούτε μόνο να τον συγχωρείς, αλλά να τον αγαπάς. Τι είναι αυτή η φωτιά που δεν καίει αλλά φωτίζει, η πληγή που δεν θανατώνει αλλά ζωοποιεί; Ίσως δεν είναι κάποιο πάθος της καρδιάς, αλλά μια στάση της θέλησης, μια βαθιά και σκοτεινή επιλογή, όπου ο άνθρωπος, αρνούμενος τον ίδιο του τον εαυτό, γίνεται δοχείο της ενέργειας του Θεού. «Δανείζειν μηδὲν ἀπελπίζοντα». Το δάνειο αυτό δεν είναι χρυσού ή αργύρου, αλλά της ίδιας της ψυχής, της ελπίδας, του χρόνου. Δίνεις σε κάποιον όχι γιατί είναι άξιος, αλλά γιατί εσύ κλήθηκες να δίνεις, να μιμείσαι τον Πατέρα, «ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Λουκ. 6,35). Διότι Εκείνος ανατέλλει τον ήλιο του σε δίκαιους και άδικους, και βρέχει την ευεργεσία του σε όσους τον υμνούν και σε όσους τον βλασφημούν.

Και πώς μπορεί κανείς να μιμηθεί τον Θεό; Με τη νηστεία; Με την ακτημοσύνη; Ή με την αδιάλειπτη προσευχή; Λέει κάπου ο Άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι ο Κύριος «Οὐκ εἶπε· Νηστεύσατε, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος νηστεύει. Οὐδὲ εἶπε· Γίνεσθε ἀκτήμονες, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀκτήμων ἐστίν. Ἀλλὰ τί λέγει; Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν».[1] Διότι ιδιαιτέρως αυτή η αρετή, ο οίκτος, το ανεξέταστο έλεος, χαρακτηρίζει τον Θεό. Σε αυτό βρίσκεται το μέτρο της θέωσης, όχι στη γνώση των μυστηρίων, αλλά στην κοινωνία του πάθους του Θεού για τον κόσμο. Τέτοια είναι η θεία μίμηση, για την οποία και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος διαβεβαιώνει ότι η «ἀγάπη, κατὰ μὲν ποιότητα, ὁμοίωσις Θεοῦ, καθ᾽ ὅσον ἀνθρώποις ἐφικτόν».[2] Αυτή η αγάπη, που δεν ζητά τα δικά της, γίνεται ο τόπος όπου ο άνθρωπος συναντά τον Θεό, όχι ως δικαστή, αλλά ως πατέρα. Με την άσκηση του ελέους, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι ο ουρανός δεν είναι ένας μακρινός τόπος, αλλά μια κατάσταση της ψυχής, η οποία έμαθε να βλέπει σε κάθε πρόσωπο, και μάλιστα σε αυτό του εχθρού, την εικόνα του Χριστού.

Έτσι γίνεστε υιοί του Υψίστου. Αυτή η υιοθεσία δεν προέρχεται από γένος ούτε από θέλημα σαρκός, αλλά από την ελεύθερη επιλογή της καρδιάς να αγαπά χωρίς όρους. Τότε ο μισθός είναι πολύς. Όχι η ανταπόδοση, όχι η τιμή, όχι η δόξα από τους ανθρώπους. Ο μισθός είναι η ίδια η μετοχή στη ζωή του Θεού, το να μπορείς να αγαπάς όπως Εκείνος αγαπά, το να γίνεσαι ελεήμων όπως Εκείνος είναι ελεήμων. Ο μισθός είναι η ειρήνη, όχι η ειρήνη του κόσμου, που προέρχεται από την απουσία πολέμου, αλλά «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ιωάν. 14,27), την ειρήνη του Υιού που κρέμεται στο ξύλο, αγαπώντας αυτούς που τον σταυρώνουν. Στο βάθος της αβύσσου αυτής της θείας εντολής, ο άνθρωπος βρίσκει την πηγή της ίδιας του της ελευθερίας. Διότι ελευθερώνεται από τα δεσμά του εαυτού του, από την τυραννία της ανταπόδοσης. Δεν είναι πλέον δούλος κάτω από τον ζυγό του φόβου, αλλά υιός στο σπίτι του Πατέρα, κοινωνός εκείνης της φύσης που είναι αγάπη. Και αυτή η αγάπη δεν είναι λιμάνι στο οποίο φτάνουμε, αλλά ωκεανός στον οποίο βυθιζόμαστε διαρκώς, βρίσκοντας στο άπειρό της το μόνο τέλος, που είναι αρχή ατελεύτητη.


[1] Εὐστάθιος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ἅπαντα, ἐν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ἐπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 136 (Paris: J.-P. Migne, 1865), 856.

[2] ωάννης τς ΚλίμακοςΚλμαξ Θείας νόδουν Patrologiae Cursus CompletusSeries Graecaπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 88 (Paris: J.-P. Migne, 1860), 1784.


------------------


Maximos Pafilis, Bishop of Melitene (translation from the original Greek text)

Sermon on the Gospel according to Luke 6:31–36

Which of us doesn't seek the equal for the equal, or who doesn't measure friendship by the standard of requital? In the labyrinth of the heart, where the shadowy paths of reasoning are intertwined, each of us carries an invisible scale, weighing the actions of our neighbours against our own beneficence. Like certain merchants of life, not loving but rather transacting, we seek the debt of return, so that the reckoning of life might show no deficiency. Our love, often, is nothing other than a loan upon the interest of expectation, a silent agreement of souls, so that we might not be wronged in ungratefulness. Is this truly living? Or rather, is it a shadow of life, turning in a circle, where the self sees and loves its own reflection in the face of the other? For us to return love to those who love us is nothing great; it is something empty and vast, the reflection of the mirror onto the mirror, generating nothing new, but only eternally recycling the old.

And the word of the Lord comes, like a two-edged sword cutting the soul, separating the human from the divine, that which is from the world from that which is heavenly. "And if ye love them that love you, what grace have ye?" (Luke 6:32). This question doesn't seek an answer, but a deep silence, in which the soul stands naked before its own poverty. Because grace is not an exchange, nor a reward for a righteous deed, but the irrational gift, which is outside every reckoning and every necessity. The love of sinners, the reciprocal love, is the natural flow of the waters, which always fill the hollows, never moving upwards. But Christ's commandment calls the soul to a counter-motion, to the lifting of the cross of selflessness, where the reward lies not in receiving but in giving.

"But love ye your enemies." Do we truly understand the weight of these words? Or is it that our ears, weighed down by the noise of the passions of the world, can no longer hear this fine breeze? To love the enemy; not just to endure him, nor only to forgive him, but to love. What is this fire which doesn't burn but illuminates, the wound which doesn't kill but gives life? Perhaps it is not a passion of the heart, but a stance of the will, a deep and obscure choice, where man, denying his own self, becomes a vessel of the energy of God. "Lend, hoping for nothing again." This loan is not of gold or silver, but of the soul itself, of hope, of time. You give to someone not because he is worthy, but because you have been called to give, to imitate the Father, "for he is kind unto the unthankful and to the evil" (Luke 6:35). For He makes His sun to rise upon the righteous and the unrighteous, and rains down His beneficence upon those who praise and those who blaspheme.

And how can one imitate God? By fasting? By having no possessions? Or by unceasing prayer? But Saint Eustathius of Thessalonica also says somewhere that the Lord "Did not say: Fast, as your Father which is in heaven fasts. Nor did He say: Become without possessions, as your Father which is in heaven is without possessions. But what does He say? Become merciful, as your Father which is in heaven is merciful."[1] For this virtue in particular, pity, the unexamined mercy, characterises God. For in this lies the measure of deification, not in the knowledge of the mysteries, but in the communion of God's suffering for the world. Such is the divine imitation, about which Saint John of the Ladder also confirms that "love, as to quality, is a likeness of God, in so far as it is attainable by men."[2] This love, which seeketh not her own, becomes the place where man meets God, not as a judge, but as a Father. In the exercise of mercy, man discovers that heaven is not a distant place, but a state of the soul, which has learned to see in every face, and especially in that of the enemy, the image of Christ.

Thus become ye the sons of the Highest. This adoption is neither by birth nor by the will of the flesh, but by the heart's free choice to love without conditions. Then the reward is great. Not requital, not honour, not glory from men. The reward is the participation in the very life of God, the power to love as He loves, to become merciful as He is merciful. The reward is peace, not that of the world, which comes from the absence of war, but "my peace I give unto you" (John 14:27), the peace of the Son hanging upon the wood, who loved his crucifiers. In the depth of the abyss of this divine commandment, man finds the spring of his own freedom. For he is freed from the bonds of his own self, from the tyranny of requital. No longer a slave under the yoke of fear, but a son in the house of the Father, partaker of that nature which is love. And this love is not a harbour into which we sail, but an ocean into which we are always sinking, finding in its infinity the only end, which is an endless beginning.



[1] Eustathius of Thessalonica, Apanta [Complete Works], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 136 (Paris: J.-P. Migne, 1865), 856.

[2] John Climacus, Klimax Theias Anodou [The Ladder of Divine Ascent], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 88 (Paris: J.-P. Migne, 1860), 1784.

Δεν υπάρχουν σχόλια: