Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και υπό την αιγίδα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, πραγματοποιήθηκε από 4 έως 6 Νοεμβρίου 2025, με την φιλοξενία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεωργίου, η ΛΕ´ Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, με θέμα «νεοπαγανισμός, όψεις και πρακτικές».
Η έναρξη της συνδιασκέψεώς πραγματοποιήθηκε χθες Τρίτη 4, Νοεμβρίου 2025 στο συνεδριακό κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος «ο Άγιος Φώτιος», με αγιασμό τον οποίον τελέσει ο Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής επί των Αιρέσεων, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς Κ. Σεραφείμ. Κατά τη σημερινή δεύτερη συνεδρία της 5ης Νοεμβρίου 2025, ανέπτυξε εισήγηση ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμος, με θέμα «ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στη συνείδηση της Εκκλησίας, βάσει των έργων των Αγίων Πατέρων Γρηγορίου του Θεολόγου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας».
Το πλήρες κείμενο της εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου παρατίθεται αμέσως κατωτέρω.
* * *
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Τοῦ Μητροπολίτου
Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἱερωνύμου
Δεινὸν Ἰουλιανοῖο κράτος,
Ψυχῶν ὁλετῆρος,
Οὗ Θεόθεν πληγέντος,
Ἐπεὶ μόθον ἤρατο Χριστῷ,
Θερμὸν ἔτι ζείουσα κόνις,
Μέγα τάρβος ἀλιτροῖς.
(Γρηγορίου Θεολόγου, Παρθενίης ἔπαινος, PG 37,52)
Μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀκόμη καί ἐπιθετική ἡ παρατεθεῖσα στροφή ἀπό τό ποίημα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Παρθενίης ἔπαινος», στήν πραγματικότητα ὅμως, ἐκφράζει ὄχι ἐχθροπάθεια ἤ χαιρεκακία, ἀλλά ἀνακούφιση γιά τό γεγονός ὅτι ἐξέλιπε πλέον ἕνα καθεστώς ἐχθρικό γιά τήν Ἐκκλησία καί ὀπισθοδρομικό γιά τήν Αὐτοκρατορία. Το γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό ἕνα ἄλλο ἀποσπασμα, ἀπό τόν Δ´ Λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἀναγνωρίζοντας τή συνετή διοίκηση τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ Ἅγιος παραδέχεται πώς «ἢ δρόμος μὲν ἀνεκτῶς διοικούμενος καὶ φόρων ἄνεσις καὶ ἀρχόντων ἐκλογὴ καὶ κλοπῶν ἐπιτίμησις καὶ τἄλλα ὅσα τῆς προσκαίρου καὶ ἀκαριαίας μακαριότητος καὶ φαντασίας, μεγάλην ἔμελλε τῷ κοινῷ παρέξειν τὴν ὠφέλειαν καὶ περιθρυλλεῖσθαι ὑμῶν ἔδει τὰ ὦτα τούτων ἐπαινουμένων». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀκριβοδίκαιος ὤν, μπορεῖ καί ἐπαινεῖ τήν προσφορά, τήν ἴδια στιγμή πού ψέγει καί καυτηριάζει τό ἄηθες ἦθος, τήν προβληματική νοοτροπία καί τήν ἀδιανόητη κατίσχυση τοῦ ψεύδους, ἔστω καί προσωρινά, ἔναντι τῆς ἀληθείας. Γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο Στηλιτευτικοί του Λόγοι κατά τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, δέν ἀποπνέουν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε μέ σημερινή ὁρολογία, ρατσισμό ἤ τοξικότητα. Μεταφέρουν περισσότερο τήν ἀπογοήτευσή του γιά ἕναν παλιό συμφοιτητή, μέ τόν ὁποῖον ἔζησαν πολλά κοινά, βρέθηκαν σέ ἀντίπαλα στρατόπεδα, ὁ Γρηγόριος ὅμως, δέν τόν μίσησε ποτέ, ἁπλῶς διαπιστώνει τό πόσο χαράμισε τίς ἱκανότητές του καί διέψευσε προσδοκίες ὁ Ἰουλιανός μέ τό νά μένει ἐγκλωβισμένος στήν ἀπό πολλοῦ νεκρή ἰδέα τῆς «ἔνδοξης ἀρχαιότητας». Παρενθετικά ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ κατά περιόδους ἐμμονή στή νεκρή ἰδέα τῆς «ἔνδοξης ἀρχαιότητας», μόνο ἀποπροσανατολισμό καί ζημιογόνες περιπέτειες προσέφερε.
Ἡ ἀνάληψη τοῦ θρόνου ἀπό τόν γνώριμό του ἀπό τά φοιτητικά τους χρόνια, Ἰουλιανό, κάνει τόν Γρηγόριο νά ἀγανακτεῖ μέ τό σκάνδαλο ἑνός αὐτοκράτορα πού ἀνατράφηκε χριστιανικά, ἄν καί περισσότερο ἀπό ἡμιαρειανούς, ἀλλά πολιτεύεται εἰδωλολατρικά, ὑποστηρίζοντας τήν ἐπικράτηση τῆς ἀρχαίας θρησκείας καί τόν παντοειδῆ ἐξοβελισμό τῶν χριστιανῶν ἀπό τήν κοινωνία καί τίς ἐξουσιαστικές καί μορφωτικές δομές. Κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀντιδρᾶ σέ πολλά, μέ ὅπλο τή ρητορική του δεινότητα, διαμαρτυρόμενος γιά τίς ἐνέργειες τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ δύο ὅμως «Στηλιτευτικοὶ λόγοι κατά Ἰουλιανοῦ» δέν συντάσσονται ἐνῶ ὁ Ἰουλιανός ζεῖ, ἀλλά μετά, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ὡς ἀντίδραση στήν προσπάθεια τῶν ἐναπομεινάντων ὁπαδῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ καί τῶν νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων, νά τόν θεοποιήσουν. Τότε καί μόνον τότε, ὁ Γρηγόριος αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά άποδομήσει τό φαινόμενο «Ἰουλιανός» καί νά τόν ἀναδείξει ὡς ἀποστάτη, προασπιζόμενος τήν ἀλήθεια καί θέλοντας νά ἀποφύγει τά χειρότερα. Ὁ ἴδιος, στήν 101η ἐπιστολή του θά γράψει: «καί οὐδέ νῦν, εὖ ἴσθι, ταῦτ’ ἄν ἐγράψαμεν, εἰ μή τήν ἐκκλησίαν ἑωρῶμεν διασπωμένην καί τεμνομένην καί ταῖς ἄλλαις τερατείαις καί τῷ νῦν συνεδρίῳ τῆς ματαιότητος». Δέν γράφει λοιπόν, ἀπό μίσος ἤ ἀντιπάθεια στόν Ἰουλιανό, ἀλλά ἀπό πνευματική ἀνάγκη, ὑπηρετῶντας τό πρόταγμα νά ἀναδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια.
Καί στήν ἀνάγκη αὐτή στρατεύει ὅλα τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Θεός. Ὁ G. Kennedy, στήν Ἱστορία τῆς Κλασσικῆς Ρητορικῆς, γράφει γιά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὅτι εἶναι: «(…) ἕνα ἀπό τά ἐξοχότατα πνεύματα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου (…), λαμπρός ρήτορας, κομψός ἐπιστολογράφος καί ἐμπνευσμένος ποιητής, πού διαθέτει λόγο τεκμηριωμένο θεολογικά καί ἐνδελεχῆ φιλολογικά. (…) Ὁ Ναζιανζηνός εἶναι ἡ πιό σημαντική φυσιογνωμία στή σύνθεση τῆς ἑλληνικῆς ρητορικῆς καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ μεγαλύτερος Ἕλληνας ρήτορας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Δημοσθένη.». Παρόμοια ὁ Brooks Otis, στό βιβλίο του «The Throne and the Mountain: An Essay on St. Gregory Nazianzus», ἀναφερόμενος στίς ἐντάσεις τοῦ λόγου τοῦ Γρηγορίου, τίς ἐπεξηγεῖ ὡς ἀλληλεπίδραση τῶν «τριῶν μεγάλων ζητημάτων»: τό «ζήτημα τοῦ κόσμου» ἤ ἡ σύγκρουση μεταξύ τῶν χριστιανικῶν θεσμῶν καί τῆς νομοθεσίας τῆς Αὐτοκρατορίας, τό «πνευματικό – θεολογικό ζήτημα», τό ὁποῖο προκύπτει ἀπό τήν προσπάθεια νά ἑρμηνεύσει τά Ἱερά Κείμενα μέ τή σαφῆ βοήθεια τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης, καί τό «ζήτημα τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ», τό ὁποῖο περιελάμβανε τόσο τή χριστιανική πρόσληψη τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καί χριστιανική δράση σέ ἕναν ἀνήθικο καί ὑποκριτικά θρησκευόμενο κόσμο. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Καππαδόκες Πατέρες στό σύνολό τους, ὡς ἄριστοι νομικοί, ὑποστήριξαν τό ζήτημα τῆς «ἀνακαθάρσεως τῶν παλαιῶν νόμων» καί τῆς μετατροπῆς τῆς νομοθεσίας «ἐπί τό φιλανθρωπότερον», δηλαδή ἐκχριστιανισμοῦ της. Πρωτοστάτης στό σημεῖο αὐτό καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιᾶς πού οἱ δύο στηλητευτικοί του πού ἐξετάζουμε εδῶ, εἶχαν ὡς οὐσιαστικό ἀποδέκτη τόν Αὐτοκράτορα Μέγα Θεοδόσιο. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἁρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει τούς πολλούς Στηλιτευτικούς του ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὑπό τήν πίεση μιᾶς κρυφῆς λατρείας στήν Ἀλεξάνδρεια, προκειμένου ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος νά παρέμβει νομοθετικῶς. Τελικά στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου τοῦ νεώτερου ἥ μικροῦ, ἔχουμε τήν ἔκδοση τοῦ Θεοδοσιανοῦ Κώδικα, τήν πρώτη κωδικοποίηση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου ἀπό τά χρόνια τοῦ Δωδεκάδελτου Νόμου καί οὐσιαστικό πρόδρομο τῆς Ἰουστινιάνειας Νομοθεσίας, ἡ ὁποία θά παγιώσει τήν ὀργάνωση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας, καθώς καί τή θέση τῆς Ἐκκλησίας μέσα σέ αὐτά.
Ἐξηγῶντας ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος τόν τρόπο πού ἀναπτύσσει τήν ἐπιχειρηματολογία του θεωρεῖ ὅτι πρέπει: «ὡς μυστικῶς τά μυστικά φθέγγεσθαι καί ἁγίως τά ἅγια» (Πρός Εὐνομιανούς 5, 19-20). Θεολογεῖ ὀρθόδοξα ἀκόμη κι ὅταν καταφεύγει στίς ἐπινοήσεις τῶν Νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων, γιά νά προσδιορίσει σαφέστερα φράσεις τῆς «θεωρητικῆς» θεολογίας του, ἀκολουθῶντας ἄλλους Πατέρες πού στόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα καταπολεμοῦν ἀποτελεσματικότερα τούς πολεμίους τῆς Πίστεως μέ τά ἴδια τους τά ὅπλα: «σφόδρα δὲ καταπολεμοῦνται οἱ πολέμιοι ὅταν τοῖς αὐτῶν ὅπλοις χρώμεθα κατ ́ αὐτῶν, (…) εὐγλωττίας χάριν καὶ γυμνασίας τοῦ νοῦ» (Σωκράτης, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3, 16). Κριτήριο καί στόχος, ἡ ὑπεράσπιση τῆς δογματικῆς ἀλήθειας καί ἡ ταύτιση μέ τήν Πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἐπιμένοντας νά ἀναλύει καί νά ἐφαρμόζει τή ρητορική του τακτική, ὡς τακτική τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως, λέει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος ἀπολογητής μιλᾶ: «δογματικῶς, ἀλλ ́ οὐκ ἀντιλογικῶς. ἁλιευτικῶς, ἀλλ ́ οὐκ Ἀριστοτελικῶς. πνευματικῶς, ἀλλ ́ οὐ κακοπραγμονικῶς. ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλ ́ οὐκ ἀγοραίως. ὠφελίμως, ἀλλ ́ οὐκ ἐπιδεικτικῶς» (Γ ́ Ειρηνικός 12, PG 35, 1164 CD).
Σύμφωνα μέ τόν π. Γ. Φλορόφσκυ, «ὁ τέταρτος αἰῶνας εἶναι σημαντικός γιατί εἶναι χρόνος μεταβατικός. Ἦταν τό τέλος τῆς προηγούμενης ἐποχής, ὄχι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας περιόδου» (π. Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες τοῦ τετάρτου αἰῶνα, σ. 19). Γι᾽ αὐτό και ὁ Ἰουλιανός ἐπιμένει νά ἐπαναφέρει τήν παγανιστική λατρεία, ὡς ἀντίδραση στό τέλος πού ἐπέρχεται. Ἀγωνίζεται νά ὑπονομεύσει τήν Ἐκκλησία ὁραματιζόμενος τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, σέ μιά περίοδο πού ἡ τελευταία εἶχε παρακμάσει, ἰδιαίτερα στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐμμονή του γιά τήν εἰδωλολατρία, τόν παγανισμό καί τή θεοσοφία δικαιολογεῖ τό διάταγμα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 362, μέ τό ὁποῖο ἀποκαθίσταται ἐπίσημα ἡ ἐθνική λατρεία, ἀνοίγουν οἱ ναοί καἰ οἱ θεοί λατρεύονται καί πάλι μέ τέλεση θυσιῶν στούς βωμούς, μαγικές τελετές καί μαντεία. Μιά ἱστορικοδικαιική παρένθεση. Στά πλαίσια ἀντεκδικήσεως ἔναντι τοῦ ἀποστάτη προκατόχου του, τά ἀντίστοιχα διατάγματα τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου, ἀναιροῦν συστηματικά καί σέ βάθος χρόνου τό κάθε σημεῖο τοῦ ἀντιχριστιανικοῦ διατάγματος, συνήθως ὡς κλιμάκωση μετά ἀπό στασιασμούς εἰδωλολατρῶν. Στίς 2 Μαΐου τοῦ 381 ἐκδίδεται τό λεγόμενο «ἔδικτο κατά τῶν ἀποστατῶν», μέ τό ὁποῖο τιμωροῦσε μέ πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας ὅλους τούς πρώην χριστιανούς, πού ἐπέστρεφαν στήν ἐθνική θρησκεία ἐκουσίως. Στίς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 382 ἀπαγόρευσε μέ ποινή θανάτου καί δήμευση τῆς περιουσίας τῶν ἐνόχων ἐθνικῶν (πού χαρακτηρίζονται «παράφρονες» καί «ἱερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικῆς, ψαλμωδιῶν πρός τιμή τῶν θεῶν ἤ τίς ἁπλές ἐπισκέψεις σέ ἀρχαίους ναούς. Τό 384 διέταξε τήν κατεδάφιση ἤ τό σφράγισμα εἰδωλολατρικῶν ἱερῶν καί ὑπέγραψε νέα ἀπαγόρευση τῶν θυσιῶν, ἐνῶ στίς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 391 ἀνανέωσε τήν πλήρη ἀπαγόρευση τῶν θυσιῶν, καθώς καί τῶν ἁπλῶν ἐπισκέψεων σέ εἰδωλολατρικούς ναούς.
Ἐπιστρέφουμε στόν Ἰουλιανό. Θέλοντας νά περιορίσει τόν ἐγκαθιδρυμένο σέ μεγάλες καί κομβικές πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας Χριστιανισμό, κατέφυγε στή συνήθη πρακτική τῶν διωγμῶν ἐναντίον τους. Συνάμα ὅμως καί γιά πρώτη φορά, Αὐτοκράτορας ἀσχολεῖται μέ τή θεωρητική πολεμική ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν μέσω τῶν συγγραμμάτων του. Περίφημο τό «Κατά Γαλιλαίων», καθώς καί τό «Μισοπώγων», ὅπου χλευάζει τή χριστιανική λατρεία καί ἀμφισβητεῖ τή Χριστιανική ἠθική. Ταυτόχρονα σαρκάζει καί εἰρωνεύεται τά δόγματα τῆς Πίστεως, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά στήν ἱστορία πώς ἡ εἰρωνία εἶναι τό ὅπλο ὅποιου δἐν ἔχει ἐπιχειρήματα. Αὐτά ὅλα δίνουν τό δικαίωμα στόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο νά στοιχειοθετήσει τόν χαρακτηρισμό ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ ὡς ἀποστάτη, στηριζόμενος κυρίως στό ὅτι ὁ αὐτοκράτορας πρῶτον, προσπάθησε νά ἐπαναφέρει τήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία ἐφαρμόζοντας πολιτική μίσους καί διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν, καί δεύτερον στό ὅτι ἄν καί βαφτισμένος καί κατηχημένος ζῶντας σέ περιβάλλον χριστιανικό, ἀρνεῖται τή Χριστιανική Πίστη μετά βδελυγμίας, χωρίς νά ἀναγνωρίζει τό παραμικρό καλό (Μ. Ἀνάστου, «Ἡ ἀντίδραση τῶν ἐθνικῶν ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ (361-363) καί ἡ πολεμική του κατά τῶν Γαλιλαίων», στό: Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Ζ ́ , σ.σ. 340-345).
Ἐπαναλαμβάνουμε ὅμως καί τονίζουμε πώς ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός βάλλει ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ μετά τόν θάνατο του, μέ κύριο στόχο τήν προσωπικότητά τοῦ ἀποστάτη, ὡς ἀπειλή γιά τήν ὕπαρξη καί ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας – μήν ξεχνᾶμε πώς ὁ Ἰουλιανός ἐπανέφερε ἀπό τήν ἐξορία τούς Ἀρειανόφρονες ἤ Ἡμιαρειανόφρονες Ἐπισκόπους σέ μιά προσπάθεια νά διχασθεῖ τό ποίμνιο μέσα ἀπό τήν παρουσία τριῶν καί τεσσάρων πολλές φορές Ἐπισκόπων στήν ἴδια Ἐπισκοπή – ἀλλά καί γιά νά ἀναστείλει τή λατρεία τοῦ προσώπου του στούς παγανιστικούς κύκλους, μιᾶς πού μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ, αὐτός ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀντικειμένο λατρείας στούς κύκλους τῶν νεοπλατωνικῶν, ὡς προσωπικότητα ὑπερφυσικῶν διαστάσεων καί δυνατοτήτων, μέχρι σημείου ἡ εἰκόνα του (ὄχι ὁ ἀδριάντας του) νά ἀναρτηθεῖ σέ ναούς καί σπίτια, μεταξύ τῶν ἐφεστίων θεοτήτων, καθιστῶντας τον ἀντικείμενο θρησκοληψίας μέ ὄρκους καί προσευχές.
Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τό τί εἶχε νά ἀντιπαλαίσει ὁ Γρηγόριος, ἀλλά καί νά ἀντιληφθοῦμε γιατί ἡ θρησκοληψία ἦταν κινητήριος μοχλός στίς ἀποφάσεις καί ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἄς ρίξουμε μιά σύντομη ματιά στήν πνευματική του κατάρτιση. Πρῶτος του δάσκαλος ὁ ἑλληνιστής εὐνοῦχος Μαρδόνιος. Ὡς πρός τή χριστιανική παιδεία, πρῶτος του δάσκαλος ἦταν ὁ ἀρειανός Ἐπίσκοπος Νικομηδείας Εὐσέβιος, ὑπό τήν κηδεμονία τοῦ ὁποίου εἶχε τεθεῖ ἀπό τήν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, καθώς καί ὁ ἀρειανός μοναχός Εὐτρόπιος. Τό 342, μέ αὐτοκρατορική ἐντολή ὁ Ἰουλιανός καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Γάλλος, μεταφέρονται στό φρούριο Μάκελλο τῆς Καππαδοκίας καί παραδίδονται στή φροντίδα τοῦ ἀρειανοῦ ἐπισκόπου Καππαδοκίας Γεωργίου. Στή βιβλιοθήκη τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ὁ Ἰουλιανός ἀνακάλυψε τά ἔργα πολλῶν ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, καθώς καί τούς τελευταίους Πλατωνικούς, Πορφύριο και Ἰάμβλιχο. Τό 348 ὁ Ἰουλιανός μεταβαίνει στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου σπουδάζει ρητορική καί φιλολογία μέ τόν ἐθνικό Νικοκλῆ καί τόν Χριστιανό Ἐκηβόλιο, μέχρι τό 351, ὁπότε μέ ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίου ἐπιστρέφει στή Νικομήδεια. Ἐκεῖ βρίσκει καί μελετᾶ τίς σημειώσεις τῶν διαλέξεων τοῦ ἐθνικοῦ νεοπλατωνικοῦ φιλοσόφου Λιβανίου, ἐνῶ ἀργότερα γίνεται μαθητής του. Ὁ Λιβάνιος μύησε τόν Ἰουλιανό στά Ὀρφικά μυστήρια καί στή μαγεία, ἀλλά καί στόν μυστικισμό, πείθοντάς τον ὅτι ἐκεῖ ἔγκειται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θαυμασμός τοῦ Ἰουλιανοῦ γιά τόν νεοπλατωνικό φιλόσοφο Ἰάμβλιχο, συριακῆς καταγωγῆς μαθητή τοῦ Πλωτίνου, τόν ὁδηγεῖ στήν Πέργαμο, ὅπου ζοῦσε ὁ τελευταῖος ἐν ζωῇ μαθητής του Αἰδέσιος. Συναντᾶ τούς δύο μαθητές του, Εὐσέβιο καί Χρυσάνθιο, μέ χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ τους, καθώς ὁ πρῶτος εἶναι θιασώτης τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς διαλεκτικῆς, ἐνῶ ὁ δεύτερος τῆς θεουργίας καί τῆς μαντικῆς. Ὁ Εὐσέβιος κάνει λόγο στόν Ἰουλιανό γιά ἀκόμη ἕναν μαθητή τοῦ Αἰδεσίου, τόν Μάξιμο, ὁ ὁποῖος ἔμενε στήν Ἔφεσο καί τελοῦσε μυσταγωγικές τελετές. Αὐτά ὁ Εὐσέβιος τά θεωροῦσε ὡς παράλογα, γι᾽ αὐτό καί προειδοποιεῖ τόν Ἰουλιανό νά μήν ἐπηρεαστεῖ καί νά ἐπιμείνει στήν «διὰ τοῦ λόγου κάθαρσιν». Ὁ Ἰουλιανός ὅμως, παραδίδεται στόν Μάξιμο καί προσηλώνεται σέ αὐτό πού ὀνομάζει «τελεστικὴν καὶ μυσταγωγὸν φιλοσοφίαν», μυούμενος στά μυστήρια τῶν Χαλδαίων, τῆς Κυβέλης καί τοῦ Μίθρα, περσικῆς καταγωγῆς. Ὁ R. Browning τονίζει ὅτι: «στόν μεταϊαμβλίχειο νεοπλατωνισμό ὑπάρχει σύγχυση διδασκαλίας καί μύησης», γι᾽ αὐτό μποροῦμε μέ ἀσφάλεια νά συμφωνήσουμε μέ τήν παρατήρηση τοῦ Λιβανίου ὅτι καί ὁ Ἰουλιανός, «ὁ ἐν τελεταῖς μυρίαις ὁμιλήσας δαίμοσιν» εἶναι περισσότερο μύστης παρά φιλόσοφος. Ὁ Μάξιμος μάλιστα, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ πνευματιστής μέ τή μοντέρνα ἔννοια τοῦ ὅρου, προκαλοῦσε ἐμφανίσεις «θεοτήτων» σέ σπήλαιο στήν Ἔφεσο, ὅπου τό 351 ὁ Ἰουλιανός βιώνει τήν πρώτη του «ἐπαφή» μέ τό ὑπερφυσικό. Στὀ πρόσωπό του, ἡ κλασική φιλοσοφία ἀλλοιώνεται τόσο, πού καταντᾶ μεταφυσική.
Ὁ Νεοπλατωνισμός στό πρόσωπο τοῦ Ἰουλιανοῦ, θά γνωρίσει τή μετεξέλιξή του σέ μεταφυσική φορτωμένη μέ νεοπυθαγόρειες δοξασίες, μυθικές θεωρήσεις, δογματική ἀποδοχή τοῦ μυστικιστικοῦ καί τοῦ συγκεχυμένου ἀόριστου. Ἡ φιλοσοφία χάνει τόν λογικό στοχασμό καί ἐκτίθεται στήν ἐπιρροή ἀνατολίτικων στοιχείων. Αὐτό συμβαίνει γιατί αἰσθάνονται τήν πίεση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς ὁλοκληρωμένης προτάσεώς του γιά σωτηρία καί λύτρωση, στό ὁποῖο δέν ἔχουν κάτι νά ἀντιτάξουν. Κατά τόν Καθηγητή Θεοδ. Πελεγρίνη, «στήν πρώιμη χριστιανική περίοδο, στήν ἑλληνική φιλοσοφική δραστηριότητα συντελεῖται ἡ ὁλοκληρωτική ἀναγωγή τῆς φιλοσοφίας σέ μαγεία» (Θεοδ. Πελεγρίνης, Οἱ πέντε ἐποχές τῆς φιλοσοφίας, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2009, σ. 169), δηλαδή σέ θεουργία. Ὁ Τ. Βουρνᾶς ἐπισημαίνει τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία τόν 4ο αἰ. ὁ Ἑλληνισμός δέχεται ξένους θεούς καί λατρευτικά ἤθη τῆς Ἀνατολῆς καθορίζοντας, ἔτσι, τήν ἀρχή τῆς παρακμιακῆς του πορείας (Τ. Βουρνᾶς, Ἰουλιανοῦ Ἐπιστολαί, Ἰ. καί Π. Ζαχαρόπουλος, Ἀθῆναι 1940, σ. 4.).
Αὐτά ὅλα πολεμᾶ μέ ἔντονη ἀγανάκτηση ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά ἀναδείξει ὅτι τόν Ἰουλιανό δέν τόν ἔνοιαζε ὁ Ἑλληνισμός, ἰδίως στήν κλασική του μορφή, ἀλλά τόν εἶχε καταλάβει ὁ μυστικισμός τῆς Ἀνατολῆς. «Ἀσία δὲ ἦν αὐτῷ τὸ τῆς ἀσεβείας διδασκαλεῖον, ὅση τε περὶ ἀστρονομίαν καὶ τὰς γενέσεις καὶ φαντασίαν προγνώσεως τερατεύεται, καὶ τὴν ἑπομένην τούτοις γοητικήν (μαγεία). (…) Βούλει, τἄλλα παρείς, ἐπ ̓ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον ἀναδράμω τῆς σῆς ἐμπληξίας, εἴτ ̓ οὖν θεοβλαβείας; αὐτὸ δὲ πόθεν σοι τὸ μυεῖσθαι, καὶ τὸ μυεῖν, καὶ τὸ θρησκεύειν; Οὐ παρὰ Θρᾳκῶν, καὶ ἡ κλῆσις πειθέτω σε; Τὸ θύειν δὲ οὐ παρὰ Χαλδαίων, εἴτ ̓ οὖν Κυπρίων; Τὸ ἀστρονομεῖν δὲ οὐ Βαβυλώνιον; Τὸ δὲ γεωμετρεῖν οὐκ Αἰγύπτιον; Τὸ δὲ μαγεύειν οὐ Περσικόν; Τὴν δὲ δι ̓ ὀνείρων μαντικὴν τίνων ἢ Τελμησέων ἀκούεις; Τὴν οἰωνιστικὴν δὲ τίνων; οὐκ ἄλλων ἢ Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργασαμένων ὀρνίθων πτῆσίν τε καὶ κινήματα; Καὶ, ἵνα μὴ μακρολογῶ, πόθεν σοι τὸ καθ ̓ ἕκαστον; οὐχ ἑν ἐξ ἑκάστων; ὧν πάντων εἰς ταὐτὸ συνελθόντων, ἑν δεισιδαιμονίας συνέστη μυστήριον;».
Ὅταν τό καλοκαίρι τοῦ 355 ὁ Ἰουλιανός φθάνει, κατόπιν παρακλήσεως τῆς Εὐσεβίας, συζύγου τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, ἡ ὁποία τόν ἐπηρέαζε ὑπέρ τοῦ Ἰουλιανοῦ, στήν Ἀθήνα, ἔχει ἤδη διαμορφωμένες τίς παραπάνω ἀπόψεις του, ἄν καί τίς κρύβει ἐπιμελῶς. Ἐνθουσιάζεται μέ τήν πόλη, ἀλλά δέν ἔχει τή δυνατότητα νά μείνει πολύ. Γνωρίζει τούς δύο Καππαδόκες συμφοιτητές καί κατοπινούς πολεμίους του, Βασίλειο τόν Μέγα καί τόν Θεολόγο Γρηγόριο, μέ τούς ὁποίους δείχνει νά συνδέεται. Συνδέεται ἐπίσης, μέ τόν ἱεροφάντη τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, Νεστόριο, ὁ ὁποῖος τόν μύησε σέ αὐτά, καθώς καί μέ τόν Χριστιανό φιλόσοφο Προαιρέσιο, τόν ὁποῖον ὅταν ἀργότερα ὡς αὐτοκράτορας ἀπαγόρευσε τή διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας ἀπό Χριστιανούς, τόν ἐξαίρεσε τιμητικῶς ἐπιδεικνύοντας σεβασμό στόν παλιό καί καταξιωμένο, ἄν καί συνειδητό Χριστιανό, δάσκαλό του. Ἡ σύντομη διαμονή του στήν Ἀθήνα καί τά ἰσχυρά βιώματα πού ἀπεκόμισε ἦταν ἡ τελευταία φάση τῆς συγκροτήσεώς του πρίν γίνει αὐτοκράτορας καί ξεκινήσει τήν ἐναντίον τοῦ Χριστανισμοῦ πολεμική του, φθάνοντας στο σημεῖο νά τον χαρακτηρίσει μάλιστα ὡς «ἀθεότητα»!
Δέν εἶναι ἀντικείμενο τῆς παρούσας ἐργασίας, ἀλλά ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ ἀκροθιγῶς νά θίξουμε τό γεγονός ὅτι ἄν δέν συναπτόταν ὁ Ἑλληνισμός στόν Χριστιανισμό μέσα ἀπό τό ἔργο τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Καππαδοκῶν Πατέρων καί τῶν μετά ἀπό αὐτούς, τότε θά εἶχε εὐτελιστεῖ ὡς δεκανίκι τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, μέ πλήρη ἀπώλεια τῆς λογικῆς του συγκροτήσεως καί ὑποταγή του σέ θεουργικά συστήματα. Αὐτό γιά νά καταλάβουμε τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς τῶν Ἑλλήνων Πατέρων στή σωτηρία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, σέ βάσεις ὑγιεῖς καί μέ πρόταγμα τόν κριτικό λόγο καί φιλοσοφικό στοχασμό.
Ἄν θελουμε νά δοῦμε ἀπό πιό κοντά τούς δύο Στηλιτευτικούς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατά Ἰουλιανοῦ, θά πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οὐσιαστικά, ἄν καί δύο, ἀποτελοῦν μία ἑνότητα. Ὁ Πρόλογος βρίσκεται στόν πρῶτο Στηλιτευτικό κι ὁ Ἐπίλογος στόν δεύτερο. Ὁ πρῶτος ἀσχολεῖται μέ τήν ἀπαράδεκτη ἠθικά προσωπικότητα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ξεκινῶντας ἀπό τά παιδικά του χρόνια καί περιγράφοντας τή βαθμιαία μεταστροφή του στήν εἰδωλολατρεία. Περιγράφει τή διακυβέρνησή του ὡς Καίσαρας στή Γαλατία, καθώς και τήν ἀνταρσία του ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίου, ἡ ὁποία ἐνῶ ἀποτυγχάνει, τελικά ὁ Ἰουλιανός γίνεται Αὐτοκράτορας χάρη στόν τυχαῖο θάνατο τοῦ Κωνσταντίου. Αὐτό τόν διευκολύνει στό νά ἐκδηλώσει τήν ἀποστασία του ἀνοικτά. Ποιός; Ὁ χειροθετημένος ἀπό τήν Ἐκκλησία «Ἀναγνώστης τῶν Γραφῶν», Ἰουλιανός! Ὁ Γρηγόριος μάλιστα σχολιάζει πώς ἡ ἀποστασία ξεκίνησε μέ θυσία στό παλάτι, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας σχηματίστηκε στά σπλάγχνα τοῦ σφαγίου ὁ Τίμιος Σταυρός, κάτι τό ὁποῖο ὅμως, δέν συνέτισε τόν Ἰουλιανό, οὔτε τόν ἀποθάρρυνε ἀπό τό σκοπούμενο ἐγχείρημά του. Στή συνέχεια ὁ Γρηγόριος περιγράφει τίς διώξεις τῶν Χριστιανῶν καί τόν ἐξοβελισμό τους ἀπό τό παλάτι καί τόν στρατό. Ἀναφέρεται στούς μάρτυρες τῶν διωγμῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ, στίς ἀποπειραθεῖσες μεταρρυθμίσεις, ἀκόμη καί στήν ἀπόπειρα δημιουργίας παγανιστικῆς «Ἐκκλησίας». Τά ὑπόλοιπα ἀναφέρονται στόν δεύτερο Στηλιτευτικό, ὅπου περιγράφεται ἡ δόλια ἀπόπειρα ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντα, ὡς προσπάθεια προσεταιρισμοῦ ὡς συμμάχων του τῶν Ἰουδαίων, καθώς καί ἡ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ἀπό τήν περιγραφή τῆς ἀποτυχημένης ἐκστρατείας ἐναντίον τῶν Περσῶν καί μετά, ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ προφανῆ εἰρωνεία γιά νά ἀπομειώσει τό ἐπιχείρημα τῶν ἐθνικῶν ὅτι ὁ Ἰουλιανός ὑπῆρξε σπουδαῖος στρατηγός. Ἀναφέρεται στό ζήτημα τοῦ θανάτου του καί καταλήγει ἀποδομῶντας πλήρως τήν προσωπικότητα τοῦ Ἰουλιανοῦ, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τήν ἐπιχείρηση θεοποιήσεώς του ἀπό παγανιστικούς κύκλους. Πανηγυρίζει γιά τή νίκη τῆς Ἐκκλησίας, παρά ταῦτα κάνει ἔκκληση γιά μετριοπάθεια καί ἀποφυγή πράξεων ἀντεκδικήσεως, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά μή δικαιώσουν τήν ἐναντίον τους κατηγορία ὅτι προβαίνουν σέ πράξεις ἀπαράδεκτες. Κάποιοι ἑρμηνεύουν τήν ἐπίκληση αὐτή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὡς ἀπόδειξη ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶχαν τή σχετική προδιάθεση ἀνταποδώσεως. Δέν μποροῦμε ὅμως, νά κατηγορήσουμε γι᾽ αὐτό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄν καί ἱστορικά φαινόμενα ἀντεκδικήσεως προκαλοῦνται καί καλλιεργοῦνται ἀπό ἀρειανικούς κύκλους. Αὐτό τό τονίζουμε γιατί μετά τή σύντομη βασιλεία τοῦ ἀνεκτικοῦ Ἰοβιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν Ὀρθόδοξος, ἔχουμε αὐτοκράτορα στήν Ἀνατολή τόν Ουάλη, ὁ ὁποῖος συνεχίζοντας τή φιλοαρειανική πολιτική τοῦ Κωνσταντίου, ἀποπειρᾶται ἐπεμβάσεις στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντιπροτείνει ὁλοκληρωτική ἀντιπαράθεση βασισμένη σέ ἐπιχειρήματα, μέ τόν νεοπαγανισμό τοῦ Ἰουλιανοῦ, χωρίς μέτρα κατά τῶν ὁπαδῶν του. Ἐφαρμόζει οὐσιαστικά, καί ἀναδεικνύει τήν ἀρχή πολιτικῆς θεολογίας τοῦ Ἀμβροσίου Μεδιολάνων: imperator intra ecclesiam, non supra ecclesiam.
Κάτι ἀκόμη. Ἀναφερθήκαμε παραπάνω στήν προσπάθεια τοῦ Ἰουλιανοῦ νά προσεταιριστεῖ ὡς συμμάχους τούς Ἰουδαίους, μέ τήν ἀπόπειρα ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντα. Ἡ προσπάθεια αὐτή εἶχε καί ἕνα ἄλλο σκέλος. Ὁ Ἰουλιανός, μολονότι ἄκρως ἐπιρρεπής στή γοητική, τή μαγεία καί τά ἐθνικά μυστήρια, εἶχε ἀπορρίψει τήν ἀλληγορική μέθοδο ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀμφισβητῶντας τήν ἑνότητα καί συνέχεια Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Αὐτό θά ἀποτελέσει θεωρητικό ἐργαλεῖο στήν προσπάθειά του νά καλλιεργήσει τή σύγκρουση μεταξύ Χριστιανῶν καί Ἰουδαίων, καθώς κατηγοροῦσε ἀνοικτά τούς Χριστιανούς ὅτι παρερμήνευαν τήν Παλαιά Διαθήκη, προκειμένου νά βροῦν ἔρεισμα καί νά μπορέσουν νά καταξιώσουν τήν Πίστη τους ὡς μία ἀπό τίς παλαιές καί θεσμικά ἀποδεκτές θρησκεῖες. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἐπίθεσή του στό βιβλίο τῆς Γενέσεως καί στό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ. Θεωροῦσε ὅτι ἔτσι ἐπιτύγχανε δύο στόχους: α. Τήν ὑπονόμευση τῆς θεσμικῆς-κοινωνικῆς θέσεως καί παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στή νομοθεσία καί τήν κοινωνία, καί β. Τήν ἀπαξίωση τοῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς κοσμογονίας μέ ἐπιχειρήματα τῶν Κέλσου, Πορφυρίου καί Ἰαμβλίχου. Ἡ θεωρητική αὐτή προσπάθεια τοῦ Ἰουλιανοῦ δικαιολογεῖ τόν μετ᾽ ἐπιτάσεως τονισμό στά ἔργα ὄχι μόνον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἀλλά ὅλων τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὅτι κατά τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, στίς χριστολογικές διατυπώσεις τονίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τήν ἀποειδωλοποίηση τῆς κτίσεως, ὅπου κυριαρχεῖ φωτοδοτικά καί ἁγιαστικά ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης.
Ἡ ὑποταγή τῆς σκέψεως τοῦ Ἰουλιανοῦ σέ σκοπιμότητες πού ἐξυπηρετοῦσαν τήν ἐμμονή του ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδυνάμωσαν τή θεωρητική του ἐνασχόληση. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἡ ἀνάγκη πρακτικῆς ἐφαρμογῆς της καί συνδέσεώς της μέ τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς φιλοσοφικῆς, θεωρητικῆς ἐνασχολήσεως δέν μπόρεσε νά συγκροτηθεῖ σέ ὁλοκληρωμένη πρόταση ζωῆς, τήν ἴδια στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία ἀντίθετα μποροῦσε νά προσφέρει τήν ἀμεσότητα καί σύσσωμη ἑνότητα τόσο κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, ὅσο καί κατά τήν καθημερινή πράξη μέ τήν ὑποστασιοποίηση τοῦ κηρύγματος τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐφαρμοσμένης ἀγάπης, τό ὁποῖο προσπάθησε νά ἀντιγράψει ὁ Ἰουλιανός χωρίς ἐπιτυχία, ἀποτυγχάνοντας ἔτσι καί ὡς φιλόσοφος καί ὡς αὐτοκράτορας (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Δ´, 111, PG 35,548 C).
Στίς ἴδιες ἀρχές, λίγα χρόνια μετά, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας παίρνει τή σκυτάλη καί συνεχίζει τόν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ νεοπαγανισμοῦ στήν περιοχή του, ὑπό τή σαφῆ ἐπίδραση ὅμως, τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξάνδρείας συγγράφει μιά πραγματεία ἀντιρρητική σε τουλάχιστον εἴκοσι βιβλία, ἀπό τά ὁποῖα ἀκέραια σώζονται τά δέκα, ἐνῶ σώζονται ἀποσπάσματα ἀπό ἄλλους ἐννέα λόγους του. Τά συγγράμματά του ἀποτελοῦν συστηματική στήλη γιά τήν ἀναίρεση τῶν θέσεων καί τῆς πρακτικῆς τοῦ Ἰουλιανοῦ σέ ἐπίπεδο τόσο θεουργικῆς, ὅσο καί στοιχειακῆς ἑρμηνείας τῆς εἰδωλολατρίας. Μέ αὐτά ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀναιρεῖ συστηματικότερα τίς βασικές θέσεις τοῦ Ἰουλιανοῦ στό ἔργο του «Κατὰ Χριστιανῶν», τό ὁποῖο ὁ Ἰουλιανός συνέγραψε μεταξύ τῶν ἐτῶν 362-363 στήν Ἀντιόχεια. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔχει τήν τόλμη νά παραθέσει ἐκτενῆ ἀποσπάσματα, ἄν ὄχι καί τό σύνολο τοῦ ἔργου τοῦ Ἰουλιανοῦ κατά παραγράφους, προκειμένου νά ἀκολουθήσει ἡ συστηματική ἐκ μέρους του παράθεση ἐπιχειρημάτων γιά τήν ἀνάδειξη τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καί τήν κατίσχυση ἔναντι τῶν ἀντίθεων δοξασιῶν. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀνακατατάσσει τή δομή τῶν λόγων τοῦ Ἰουλιανοῦ προκειμένου νά συστηματοποιήσει τά δικά του ἀναιρετικά ἐπιχειρήματα, ἐνῶ ἀρνεῖται νά ἀναπαράγει ἐκφράσεις λοιδωρίας κατά τοῦ Χριστοῦ, μένοντας μόνο στήν παράθεση θέσεων. Βασιζόμενος στά σωζόμενα τμήματα τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Κύριλλου, ὁ Neumann στά 1880 ἀποκατέστησε τόν ἀρχικό λόγο τοῦ Ἰουλιανοῦ. Αὐτό γιά νά κατανοήσουμε τό ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος δέν φοβᾶται τό ἔργο τοῦ ἀντιπάλου του, ἀλλά τό παραθέτει μέ χαρακτηριστική ἄνεση γιά νά τό ἀναιρέσει. Ἄν καί πλέον ἐπιθετικός ὁ Ἅγιος Κύριλλος στόν λόγο του, παρά ταῦτα ἔναντι τῶν ὁπαδῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ δέν ξεσηκώνει τούς Χριστιανούς τῆς Ἀλεξάνδρειας, κάτι σύνηθες σέ ὅσους προέρχονταν ἀπό ἀρειανικούς κύκλους, παρά ζητᾶ ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β´, τήν προστασία τῶν νόμων ὥστε νά καταπολεμηθεῖ ἡ κρυφή λατρεία καί ἡ κοινωνική ὑποκρισία πού ὁδηγεῖ πολλούς Ἀλεξανδρινούς τήν ἡμέρα νά ἐμφανίζονται στούς χριστιανικούς ναούς καί τό βράδυ νά ξεθάβουν ἐδώλια καί νά προβαίνουν σέ νεοπαγανιστικές τελετές.
Ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο καί τά παρατιθέμενα άποσπάσματα τοῦ ἔργου τοῦ Ἰουλιανοῦ πληροφορούμαστε μέ σαφήνεια τίς βασικές θέσεις του. Ὁ Ἰουλιανός πιστεύει σέ ἕναν ὑπέρτατο θεό, δίκην αὐτοκράτορα, πού κυβερνᾶ τόν κόσμο. Κάτω ἀπό αὐτόν τόν ἕναν, ἄρρητο θεό βρίσκονται, κατά τόν Ἰουλιανό, ἀκτινωτά διατεταγμένοι οἱ «ἐθνικοί θεοί». Κάθε τέτοιος, ὑποκείμενος στόν ὑπέρτατο θεό θεός, ἔχει ὑπό τήν προστασία του ἕνα καθορισμένο ἔθνος τῆς οἰκουμένης, τό ὁποῖο φέρει καί τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀντίστοιχου προστάτη του. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τά κατά Ἰουλιανό ἔθνη μοιάζουν μέ τίς πλατωνικές ἰδέες καί ἀντιστοίχως διαθέτουν ἀναλλοίωτα χαρακτηριστικά. Κατά τόν Ἰουλιανό, ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἕνας τέτοιος, δευτερεύων Θεός, σέ καμία περίπτωση παντοδύναμος, ὁ ὁποῖος δέν θά μποροῦσε νά ταυτιστεῖ μέ τόν ὕπατο δημιουργό τοῦ σύμπαντος, οὔτε εἶχε πεδίο δράσεως τήν οἰκουμένη. Κατά τόν Ἰουλιανό πάντα, ἀπό τά ἴδια τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποδεικνύεται ζηλόφθονος κι ἐκδικητικός κι ἑπομένως, δέν ἐναρμονίζεται μέ τίς ἀπόψεις τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν τήν ἐμφάνιση φθόνου στή θεϊκή οὐσία. Ἐπιπλέον, ὁ Ἰουλιανός δηλώνει ὅτι σέβεται τή θρησκεία τῶν Ἑβραίων καί τά θρησκευτικά τους ἤθη, ἀλλά δέν μπορεῖ νά συνδέσει τούς Χριστιανούς μαζί τους, ὡς προερχόμενους ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γιατί δέν ἀπαντοῦν πουθενά σέ αὐτήν. Τό κρίσιμο ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Ἰουλιανός ἀποτελεῖ πολύτιμο σύμμαχό μας στίς νεώτερες θεωρήσεις, κυρίως προτεσταντικές περί Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ, καθώς διακρίνει σαφῶς τίς δύο θρησκευτικές παραδόσεις, τίς ὁποῖες ὄχι μόνο δέν ταυτίζει, ἀλλά καί θεωρεῖ ἀντιθετικές. Καταλήγει τελικά στό ὅτι οἱ Χριστιανοί βρίσκονται ἐκτός θεϊκοῦ νόμου. Δέν ἀποτελοῦν ἑνιαῖο ἔθνος ὥστε νά ἔχουν δικό τους κηδεμόνα θεό, δροῦν παρασιτικά ἐπεκτεινόμενοι σέ ὅλα τά ἔθνη μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν τούς προστάτες θεούς ὅλων τῶν ἐθνῶν καί συνεπῶς δέν ἔχουν δικαίωμα ὑπάρξεως.
Νομίζω ὅτι περιττεύει ἡ παράθεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, καθώς εἶναι αὐτονόητη ἡ ἀναίρεση ὅλων τῶν ἀνωτέρω. Τό μόνο πού πρέπει ἴσως, νά τονισθεῖ εἶναι ὅτι ἐν ὄψει τῶν αὐτονομιστικῶν τάσεων πού πάντα ὑπέβοσκαν καί πολλές φορές ἐκδηλώνονταν μέ βίαιο τρόπο στήν Ἀλεξάνδρεια, οἱ θεωρήσεις τοῦ Ἰουλιανοῦ δικαιολογοῦν τήν εὐρεία διάδοσή τους στήν περιοχή, ὅπως ἐπίσης καί τό γιατί μεγάλοι ἀριθμοί κατοίκων τῆς περιοχῆς προσχώρησαν εὐκαιρείας δοθείσης στό Ἰσλάμ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἡ ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ὑπηρετοῦσε καί τό ὅραμα ἑνότητας τῆς αὐτοκρατορίας, κατά τό πρότυπο τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, στή βάση τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τῆς ἴδιας Πίστεως στόν Ἕνα Θεό καί τῶν πλουσίων καί ἀνεκτῶν πολιτιστικῶν στοιχείων.






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου