e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Ο Νικολάκης και η Ανεραϊδοπαρμένη


Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά 

Είναι γεγονός ότι η Ζάκυνθος γεννούσε πάντα από σπουδαίους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, μέχρι απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που ανάλωναν τη ζωή τους σε έναν διαρκή αγώνα και μια συνεχή προσπάθεια επιβίωσης, κάτι που όπως όλοι γνωρίζουμε, λόγω συνθηκών και καταστάσεων, δεν ήταν πάντα εύκολο και εφικτό!
Όμως, μέσα στην ποικιλόμορφη κοινωνία της, υπήρξαν και αξέχαστοι τύποι που το πέρασμα τους από τη ζωή και την κάπως στενή κοινωνία του Νησιού μας, με την  ιδιοσυγκρασία τους, την περίεργη μέχρι μη-αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά τους,  τα παθήματα και τα καμώματα τους, έγιναν αφορμή όχι μόνο να μην περάσουν απαρατήρητοι, όχι μόνο, ίσως άθελα τους, να διασκεδάζουν τους ανθρώπους της γενιάς τους, αλλά επί πλέον και τις μετέπειτα γενιές που άκουγαν για όλα αυτά από τους μεγαλύτερους τους .
Ένας τέτοιος τύπος, ήταν και ο Νικολάκης ο Μεθύστακας ή Μπραχάμιας, δηλαδή τύπος που κυνηγούσε πολύ τον... ποδόγυρο! [μπραχάμι = γυναικάρα, πληθωρική, τροφαντή κι όλα τα... συναφή)!
Τύπος, χαρακτηριστικός, θα μπορούσαμε να πούμε, της προσεισμικής Ζακύνθου. Κανένας δε γνώριζε, όχι μόνο πούθε κρατούσε η σκούφια του, όχι μόνο αν είχε φαμελιά ή δικούς, αλλά ούτε καν πού έμενε!
Πρέπει να ήταν καμιά τριανταπενταριά χρονών περίπου, μέτριος στο ανάστημα, με την αιώνια μιλίντσια του (τραγιάσκα), σακάκι και παντελόνι που -προφανώς- όχι μόνο είχαν γνωρίσει πολύ καλύτερες μέρες και γυάλιζαν από την απλυσιά, αλλά επί πλέον, από μακριά φώναζαν ότι δεν φτιάχτηκαν απαραίτητα στα μέτρα του!
Πολύ πιθανόν, αν κρίνουμε από το τραγούδι του, να καταγόταν ή να έμενε στο Μπανάτο. Κατέβαινε στη Χώρα κάθε μέρα, δήθεν κυνηγώντας τα μπραχάμια. Δεν διακόνευε, εμφανιζόταν κάπου στους Αγίους Σαράντες(!) κι έπαιρνε σβάρνα τις ταβέρνες που τότε είχαν σαν σήμα αναγνωρίσεως τον πάγκο που εξείχε από την πόρτα, κάθετα στο δρόμο.
Μέχρι να φτάσει στο Γιοφύρι ο Νικολάκης είχε γίνει κουέτος(!), δηλαδή σκνίπα στο μεθύσι κι άρχιζε το τραγούδι όξω φωνή τρικλίζοντας πλάγια και μπρος πίσω: «Απ’ το Μπανάτο έρχομαι... σφορτσάτος (άλλη λέξη χρησιμοποιούσε αλλά... ακατάλληλη για εδώ) και τρεχάτος». Πριν πει την... κακή λέξη, κοίταζε γύρω να δει αν τον άκουγε ο κόσμος, γιατί πολλές φορές τον είχαν αρχίσει στσι στρατσίες, όταν ξεστόμιζε τη λέξη...
Μετά, άλλαζε μοτίβο... «Εις το Φό-, εις το Φόρο κατεβαίνω, τα μπραχά-, τα μπραχάμια περιμένω». Δεν ξέρω αν τα μπραχάμια κατέβαιναν να τον συναντήσουν, αλλά εκείνος, από ταβέρνα σε ταβέρνα, τρικλίζοντας και παραπατώντας αλλά και τραγουδώντας, έφτανε κοντά στο Σπιτάλιο του Κομούτου, που παλιά, ίσως υπήρξε κάτι μεταξύ Γηροκομείου ή Ευαγούς Ιδρύματος, αλλά στις μέρες του Νικολάκη, είχε καταλήξει κατάλυμα αστέγων και απόκληρων του Νησιού.
Ήταν ένα διώροφο, εγκαταλειμμένο πια, ισόγειο με έναν ακόμα όροφο κτίριο, με μεγάλους διαδρόμους και μικρά δωμάτια εκατέρωθεν των διαδρόμων. Βρισκόταν στη διασταύρωση του καντουνιού του Κάλβου και της τότε οδού Κομούτου, η οποία αντιστοιχεί  με τη σημερινή οδό Τερτσέτη. Στο ισόγειο όπου για δάπεδο είχε πατημένο χώμα, όχι ασυνήθιστο για κείνα τα χρόνια, υπήρχε ένα μεγάλο εικονοστάσι με αναμμένο πάντα καντήλι!
Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο εκεί, ήταν και μια συμπαθητική γριούλα  που, παρά τις άθλιες συνθήκες της ζωής της, δεν της έλειπε ποτέ το χαμόγελο από το πρόσωπο, καθώς και η Τασία. Η Τασία ήταν μια μεγαλοκοπέλα, καθυστερημένη πνευματικά. Ήταν πάντα αμίλητη και πολύ δύσκολο να της πάρεις κουβέντα. Κανείς δεν γνώριζε την προέλευση της. Ίσως να ήταν καρπός κάποιου παράνομου έρωτα. Οι Ζακυθινοί που δεν υπολείπονταν ποτέ σε παρατσούκλια, την αποκαλούσαν, «η Ανεραϊδοπαρμένη», αφού στην απλοϊκότητα και άγνοια τους, είχαν αποφασίσει πως την είχαν πάρει οι ανεράιδες, γι’ αυτό ήταν έτσι αλαφροΐσκιωτη και ... αναμπεσμένη!
Ο Νικολάκης λοιπόν, φτάνοντας εκεί κοντά φορτσάριζε το τραγούδι του και αδιαφορώντας πια ποιος άκουγε και ποιος όχι, μια και το κρασάκι που είχε καταναλώσει του τα επέτρεπε όλα, όξω φωνή... «Έρχομαι από το Μπανάτο [………] και τρεχάτος»!!! Χάζευε η Τασία, σαλιάριζε ο Νικολάκης ο Μπραχάμιας!
Κάποτε, σ’ έναν παροξυσμό του σαλεμένου της μυαλού, γδύθηκε τσίτσιδη και καθόταν ολόγυμνη στο δρόμο και λιαζότανε...
Κάποια μέρα, ήλθε ο Νικολάκης ξεμέθυστος(!) την πήρε αγκαζέ, κι έφυγαν σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη... Ποτέ δεν έμαθε κανείς τι απόγιναν...
Είχαν βρει φαίνεται τον Παράδεισο τους!!!!
Με την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.τ.
Υστερόγραφο: Οφείλω ευχαριστίες στον αγαπητό φίλο και παλιό συμμαθητή Ανδρέα Στάβερη-Πολυκαλά, γιατί χωρίς τις πολύτιμες, συμπληρωματικές, πληροφορίες του, δε θα ήταν μπορετή η σωστή και ακριβής περιγραφή των χαρακτήρων του κειμένου!
Ανδρέα, γνωρίζω πόσο σεμνός είσαι κι ότι δεν επιθυμούσες να αναφερθώ σε σένα, όμως, είναι αντιδεοντολογική η μη αναφορά, τουλάχιστον για μένα!   

7 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Τι ωραίες ιστορίες Διονυσία διασώζεις! Νασαι πάντα καλά να γράφεις!Η Μάνα μου ανέφερε το όνομα Μπραχάλιας, λες να είναι το ίδιο?

Ανώνυμος είπε...

Διονυσία, όπως πάντα περιγραφική, αποδίδεις πλήρως το κλίμα της εποχής με τον τρόπο που ξέρεις εσύ!!!!! Εάν θυμάσαι, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν στη Χώρα πολλοί τέτοιου είδους γραφικοί τύποι, είτε χωραίτες είτε από χωριά, ο καθένας με την ιδιορυθμία του... Πιστεύω να τους θυμάσαι και να συνεχίσεις να μας τους περιγράφεις, μεταφέροντάς μας στο κλίμα του χαμένου για πάντα Τζάντε!!!

Ανδρέας Στάβερης Πολυκαλάς

Ανώνυμος είπε...

Να είσαι καλά Μαρία μου!!! Δεν είμαι σίγουρη γιατί αυτός που ανέφερε η Μάνα σου ήταν Μπραχάλιας, ενώ ο εδώ ήταν Μπραχάμιας. Ποιος ξέρει!!!! Πολλά φιλιά,
δ.μ.τ.

Ανώνυμος είπε...

Ανδρέα, καλημέρα,
Ίσως, επειδή είναι εποχή που την έζησα, όπως κι εσύ άλλωστε, στα χρόνια τα φωτογενή, στα χρόνια της αθωότητας, που τα βιώματα δεν ήταν τόσα πολλά και τόσο ποικίλα ώστε να υπερφορτώσουν τη μνήμη και αναπόφευκτα να διαγραφούν!Επαναλαμβάνω, όμως, πως χωρίς τις δικές σου πολύτιμες πληροφορίες, δε θα μπορούσα να είμαι τόσο ακριβής και περιγραφική! Και πάλι σ΄ ευχαριστώ και...πάλι στα φώτα σου θα καταφύγω για επιπρόσθετες πληροφορίες αν και όταν χρειασθεί!!! δ.μ.τ.

Ειρηνη Φανίδου είπε...

Στην γειτονιά μου κάποτε άραξε ένας ταλαίπωρος ναυτικός ,γέρος και πιοτής!Κάθε βράδυ τραγουδούσε τόσο όμορφα τραγούδια που σχεδόν τον περιμέναμε να τον ακούσουμε! Ξαφνικά χάθηκε ,άνοιξε η γή και τον κατάπιε,και κάθε φορά που ακούω τραγούδια μεθυσμένων μέσα στην νύχτα τον θυμάμαι!Μου τον θύμησες Διονυσία μου μαυτό το διήγημα σου!Να είσαι καλά να μας θυμίζεις παλιές εικόνες και βιώματα!

Ανώνυμος είπε...

Ειρήνη μου, κείνα τα χρόνια, υπήρχαν πολλοί τέτοιοι γραφικοί αλλά όμορφοι τύποι!!! Και μολονότι μπορεί λίγο-πολύ όλοι μας να τους ειρωνευτήκαμε ή χλευάσαμε, γιατί ίσως, δεν μας...έκοβε πάρα πάνω, ήταν άνθρωποι με ευαισθησίες και αισθήματα...όπως ο Νικολάκης, που προφανώς, αγάπησε την Τασία και την πήρε από κει ή ο "μεθύστακας" της γειτονιάς σου με την ωραία φωνή και τα τραγούδια του!!! Καλά να είσαι να θυμάσαι πάντα καλή μου!!! δ.μ.τ.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένη μου Διονυσία, ενδιαφέρον και πάλι το διήγημά σου!!.

Ακόμη ένα παράδειγμα, ασχέτως την ψυχολογική κατάσταση, τον πόθο η το πάθος που συχνά οδηγεί στο ποτό, όλοι ψάχνουμε για τον φανταστικό ατομικό παράδεισο.. Εύχομαι η Τασία και ο Νικολάκης να βρήκανε τον δικό τους.. Εύχομαι δε, να είσαι πάντα καλά και να συνεχίσεις να μας περιγράφεις με ζωντάνια, τα συμβάντα της τότε εποχής.

Μάγδα με αγάπη