Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά από τη Μελβούρνη
Δεν πάει πολύς καιρός που μοιράστηκα μαζί σας μια πολύ όμορφη έκπληξη που με περίμενε σε ένα επαγγελματικό μου ραντεβού, επισκεπτόμενη μαζί με μέλος προσωπικού Νοσοκομείου, μιαν ηλικιωμένη στο σπίτι της, την κυρία Στυλιανή! Για να τσιγκλίσω τη μνήμη σας, όπως αποδείχτηκε, με τη Στυλιανή, μοιραστήκαμε εκείνο το αλησμόνητο(!) ταξίδι κάτω στα αμπάρια του «Πατρίς», 47 χρόνια πριν... Ήταν η μάνα του Γιαννάκη, που, όπως έγραψα σε διήγημα με τίτλο: «Το Τρακτέρ», στο βιβλίο μου Ο Κραταιός Νόστος [εκδόσεις Πανεπιστημίου RMIT, Melbourne 2000], αναφερόμενη στο 38ήμερο ταξίδι, μοιρολογοτραγουδούσε «Πικράθηκε ο Γιαννάκης / μαράθηκε ο Γιαννάκης», το μικρό της τότε αγόρι.
Παρά τις υποσχέσεις μου να ξαναπάω να την δω, όπως μου είχε ζητήσει, ομολογώ πως με παράσυρε η ζωή με τις πολλαπλές κι ατελείωτες απαιτήσεις και υποχρεώσεις της και μόλις πριν λίγες μέρες κατάφερα να εκπληρώσω την υπόσχεση μου. Πήρα μαζί μου το βινύλιο «Τα τρένα που φύγαν» -είχαμε μιλήσει γι’ αυτό στην πρώτη μας συνάντηση και υποσχέθηκα να το κρατώ, αφού εκείνη διέθετε ακόμα γραμμόφωνο!-, ώστε να το ακούσουμε μαζί.
Μεγάλη η συγκίνηση και των δυο μας! Καθίσαμε μαζί, φτιάξαμε καφεδάκι, έβγαλε το παλιό γραμμόφωνο, ακούσαμε αρκετές φορές «Τα τρένα που φύγαν», έφερε κι εκείνη ένα 45 στροφών δισκάκι από τότε, το «Θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», γιατί ήταν το μεγάλο σουξέ και δεν περνούσε μέρα να μην ακούγεται στη διαπασών από τα μεγάφωνα του «Πατρίς», το ακούσαμε κι αυτό δακρυσμένες κάμποσες φορές! Ακολούθησε ο Καζαντζίδης με «Το ψωμί της ξενιτιάς» κάποια άλλα παλιά τραγούδια που έφερε τότε μαζί της και τα κρατούσε κειμήλια ιερά. Το ρίξαμε στο τραγούδι με ραγισμένη φωνή κι οι δυο, από το χρόνο αλλά και από τη συγκίνηση...
Μιλήσαμε ξανά και ξανά εφ΄ όλης της ύλης για κείνο το ταξίδι το μακρινό και δύσκολο και κατόπιν για τη μακρόχρονη πορεία μας στη Μελβούρνη. Για τα παιδιά μας, τις ταλαιπωρίες και την αγωνία μας να τα μεγαλώσουμε «χωρίς να τα δώσουμε σε ξένα χέρια», ακούγαμε και βλέπαμε πολλά για παιδάκια που τα «φύλαγε» γυναίκα, η οποία πολλές φορές είχε δέκα ή περισσότερα παιδάκια στη «φροντίδα» της. Περιττό να πούμε πως λίγες και καθόλου πρόσφεραν την κατάλληλη φροντίδα. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Δεν είχαν τις κατάλληλες γνώσεις, συνήθως είχαν πολλά παιδιά, ώστε να εξασφαλίζουν γερό μεροκάματο και ακριβώς, λόγω του αριθμού των παιδιών, δεν διέθεταν και χρόνο, αφού, εκτός των παιδιών, είχαν να φροντίσουν και το νοικοκυριό τους. Επί πλέον, δεν υπήρχε έλεγχος από πουθενά.
Πολλές οι περιπτώσεις, μωρών ιδιαίτερα, που όλη μέρα δεν τους πρόσφεραν παρά το μπιμπερό ή κρέμα ή ό,τι άλλο είχε πάει η μάνα, κι έμεναν στο κρεβάτι κλαμένα, λερωμένα και λίγο πριν πάνε οι γονείς να τα πάρουν τα άλλαζαν, τα έπλεναν, ώστε να τα βρουν καθαρά... Το ίδιο και με μεγαλύτερα παιδάκια: μόνα έπεφταν, μόνα σηκώνονταν, εκτός κι αν είχαν χτυπήσει πολύ... Φυσικά υπήρχαν και εξαιρέσεις, όπου τα παιδάκια είχαν σχετικώς καλή φροντίδα.
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν βρεφονηπιακοί σταθμοί όπως σήμερα και οι μανάδες ήταν υποχρεωμένες να δουλέψουν. Δεν ήταν πολυτέλεια ή επιλογή αλλά ανάγκη για επιβίωση!!!
Είπαμε και για αργότερα, την αγωνία μας με τα Σχολεία τους, να σπουδάσουν, να τακτοποιηθούν επαγγελματικά, να βρουν καλούς συντρόφους να πάρουν «δικά μας» παιδιά, τουτέστιν Έλληνες - Ελληνίδες. Την έγνοια μας γι’ αυτά, που δε σταμάτησε ποτέ. Τη μεγάλη μας χαρά όταν αποκτήσαμε εγγόνια! Εκεί μείναμε πολύ και, σα χαζογιαγιάδες κι οι δυο, ανταλλάξαμε ουκ ολίγα σχετικά με αυτά. Η Στυλιανή είχε ήδη δύο δισέγγονα, το ένα από το Γιαννάκη της, το Γιαννάκη της που τότε, φοβόταν πως δεν θα άντεχε στο ταξίδι... Κι όμως, όλοι αντέξαμε!
Πολύ φορτισμένη ατμόσφαιρα. Παρά το πολύ προχωρημένο της ηλικίας της η Στυλιανή διατηρούσε τη μνήμη καίρια και τη σκέψη καθάρια, μου θύμισε λεπτομέρειες και συμβάντα από το πολυήμερο ταξίδι μας που κάπου τα είχα ξεχάσει!
Λίγο αργότερα, την πήρα και βγήκαμε έξω για φαγητό. Το χάρηκε πολύ, διότι λόγω προβλημάτων κινητικότητας, συν το γεγονός ότι έμενε μόνη, ελάχιστες ευκαιρίες είχε για να βγαίνει από το σπίτι. Πήγαμε και μια μεγάλη βόλτα με το αυτοκίνητο...
Προχωρημένο πια το απόγευμα όταν γυρίσαμε σπίτι της. Χαιρετιστήκαμε με πολλή τρυφερότητα κι αγάπη! Έτσι έκλεισε κι αυτός ο κύκλος... Χωρίς να πει τίποτα καμιά μας, γνωρίζαμε κι οι δυο πως αυτή θα ήταν ίσως και η τελευταία φορά που θα βλεπόμαστε.
Με την αγάπη μου πάντα και καλή μας Αντάμωση
δ.μ.τ.