Γράφει ο π. Κων. Ν. Καλλιανός
Τὸ
δειλινὸ χωνεύει μέσα σὲ μενεξεδένιους χρωματισμοὺς μὲ τὶς εὐωδιὲς τὶς ἀνοιξιάτικες
νὰ τὸ στολίζουν. Σημαίνει ἀργὰ καὶ κουρασμένα ἡ μεγάλη καμπάνα κι ὕστερα τὰ
κεριὰ ποὺ σιγοκαῖνε μέσα σὲ χνῶτα θυμιάματος καὶ προσευχὲς πιστῶν.
Μισοφωτισμένη
ἐκκλησιά, ἔξοδος τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μὲ τὸ περίλυπο γνέμα Του νὰ
προετοιμάζει τὴν ψυχὴ γιὰ τὰ εἰσόδιά της στὴ
Μεγαλοβδόμαδα.
Ἀκουμπισμένη
ἡ καρδιὰ στὸ Μεγάλο Ἀλληλουάριο ψιθυρίζει νοσταλγικά: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς, διότι φῶς τὰ προσταγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς»,
γιὰ νὰ καταλήξει στὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται...
ἀνάνηψον
ψυχή μου». Ψυθιρίζει, κατανύσσεται κι ἀναπαύεται, ἀφοῦ γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι
προγεύεται παραδείσια τοπία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀκούει, σὲ ἕνα εἰλικρινὲς αὐτοκοίταγμά της, νὰ
λέει ἐνώπιος ἐνωπίῳ μαζὶ μὲ τὸν ἱ. ὑμνωδό:
«Ἑτοιμάζου,
ψυχὴ πρὸ τῆς ἐξόδου, εὐτρεπίζου, πρὸς τὸν ἐκεῖθεν βίον, καὶ τῷ Χριστῷ παθεῖν διὰ
σὲ σπεύδοντι, ἵνα σὲ δοξάσῃ, σπεῦσον συμπαθεῖν, καὶ θανεῖν καὶ σταυρωθῆναι». (Κανὼν Ἀποδείπνου Μ. Δευτέρας)
Ὅμως «ἔτι ἕν» τῆς λείπει. Μὲ
λίγα λόγια, ἡ ἀναξιότητά της προβάλλεται,
ἀνεβαίνει στὴν ἐπιφάνειά της τὸ σμῆνος τῶν τύψεων, αὐτὲς τὶς κορυφαῖες στιγμές, καθὼς ἀπεναντί της ὑπάρχει ὁ
Νυμφίος «κατάστικτος τοῖς μώλωψι» καὶ
ἐν ἄκρα ταπεινώσει, γιὰ νὰ παραδειγματίζει τὸν καθένα, ποὺ σκύβει μὲ συντριβὴ
καὶ σιγοψάλλει:
«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω,
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ• λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν
με».
Μεγάλες οἱ Ὥρες ποὺ ἀναδύονται αὐτὰ τὰ
μεγαλειώδη ἀπόβραδα τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Νυμφίου, μὲ τὸ ρίγος τῆς συγκινήσεως, τῆς
κατανύξεως, τῆς βαθειᾶς συναίσθησης ὅτι «οὗτος τὰ ἀμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ ὑπὲρ
ἡμῶν ὀδυνᾶται» ( Ἡσ.53, 4 ) νὰ μᾶς βεβαιώνει
τὸ μέγεθος τῆς μακροθυμίας Του, τῆς ἀδιατάρακτης φιλανθρωπίας Του.
Καλὴν Ἀνάσταση!
π.κ.ν.κ Μ. Δευτέρα 2017