ἤ, Ὅταν ἡ ἐξομολόγηση μετατραπεῖ σὲ μονολόγου περιπέτεια
Γράφει ὁ π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
Δὲν εἶναι ἀλήθεια λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ πνευματικὸς ἔρχεται σὲ δυσκολία νὰ μπορέσει νὰ σταματήσει τὴν ἀκατάσχετη φλυαρία κάποιων -κυρίως γυναικῶν- ποὺ θεωροῦν ὅτι στὴν ἐξομολόγηση μποροῦν νὰ μιλᾶνε συνεχῶς, δίχως ν᾿ ἀφήνουν κάποιο περιθώριο στὸν ἀκροατή τους νὰ ἔχει γνὠμη ἐπὶ τῶν λεγομένων. Δηλαδή, νὰ μπορεῖ νὰ ρωτήσει κάτι ποὺ δὲν τὸ πολυκατάλαβε ἤ τὸ εἶδε ὅτι εἶναι πολὺ μπερδεμένο. Ἔτσι, ἡ ἐξομολόγηση γίνεται -δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώνει ὁ πνευματικὸς αὐτό- μιὰ ἀνούσια περιπέτεια, στὴν ὁποία ὁ ἐξομολόγος εἰσέρχεται ἀγανακτισμένος κάποτε. Γιατί; Μὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ κριτήριο τῆς διακρίσεως ἀπὸ μέρους τοῦ ἐξομολογουμένου, ποὺ νομίζει ὅτι μόνον αὐτὸς μπορεῖ νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ἀποφαίνεται, γιατὶ ὁ σκοπός του εἶναι ἀσφαλῶς καθορισμένος ἐκ τῶν προτέρων: Τὸ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ, δηλαδή, ρίχνοντας ὅλους τοὺς λίθους τῶν ἀναθεμάτων στοὺς ἄλλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως μπορεῖ νὰ πεῖ, μετ᾿ ἐμφάσεως μάλιστα, ὅτι στὸ ἐξομολογητήριο εἰσῆλθε, ὄχι γιὰ τὴν ἄφεση τῶν δικῶν της ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιατὶ φορτώνεται τὶς ἁμαρτίες ποὺ οἱ ἄλλοι τοῦ προσθέτουν, τὸν ἀναγκάζουν νὰ κάνει ἤ νὰ δεχτεῖ. «Δὲν τὸ ἤθελα νὰ τὸ πῶ αὐτό ( π. χ. νὰ κατηγορήσω, νὰ βάλω λόγια κ.λ.π.), μὲ ἀνάγκασαν». Φράσεις στερεότυπες, ὡστόσο αὐτοαπαλλακτικές. Ἔτσι, μὲ κριτήριο ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀμυνθεῖ, γιὰ νὰ σώσει τὴν ὑπόληψή του, καταφεύγει σ᾿ αὐτὲς τὶς πρακτικές. Κι ὅλ᾿ αὐτά, σημειωθήτω, ἀναφέρονται στὸν πνευματικὸ μὲ μιὰ ἄνεση καὶ πολυλογία, μὲ σκοπὸ νὰ κατορθώσει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν ἐξομολόγο μὲ τὴν συνεχῆ καὶ ἐντυπωσιακὴ πολυλογία.
Εἶναι, τὸ ξέρω, ἄπειρες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ συναντᾶμε. Κι εἶναι ἀσφαλῶς περιπτώσεις ποὺ πραγματικὰ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν μάλιστα ἔχουμε ἔξω κι ἄλλες ψυχὲς, ποὺ περιμένουν τὴ σειρά τους νὰ προσέλθουν στὸ Μυστήριο αὐτό. Κι ὁ χρόνος ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ πιέζει...
Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ μᾶς κάτι τέτοιες στιγμὲς δὲν κοιτάζουμε νὰ ὑψώσουμε κάποιο ἀνάχωμα, ὥστε νὰ σταματήσει κάπου αὐτὴ ἡ ἀνούσια πολυλογία. Ποὺ τὴ θεωροῦμε ἀσφαλῶς ἀπώλεια πολύτιμου ποιμαντικοῦ χρόνου, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν βγάζει; Κι ἀγανακτοῦμε, μάλιστα, γι᾿ αὐτό, ἀγχωνόμαστε καὶ στεναχωριόμαστε πολύ.
Κι ὅμως στὴν ἄλλη της ὄψη αὐτὴ ἡ περιπέτεια κάτι ἔχει νὰ δείξει, κυρίως σὲ μᾶς τοὺς πνευματικούς. Τὸ τὶ εἶναι αὐτὸ θὰ φανεῖ, ὄχι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἐκεῖνες τὶς ὧρες ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι πασπαλισμένες ὑπερένταση καὶ κάποιο ἄγχος. Καὶ δικαίως μάλιστα, ἀφοῦ ἡ κάθε ψυχὴ ποὺ θὰ παρουσιαστεῖ ἔχει τοὺς δικούς της κώδικες καὶ κανόνες, κι αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ σέβεται ὁ διακριτικὸς πνευματικός, ἀλλιῶς οἱ ψυχὲς αὐτὲς θὰ κλειδώσουν μιὰ γιὰ πάντα καὶ ἔτσι θὰ παραμείνουν. Κι ὑπεύθυνοι θὰ εἴμαστε ἐμεῖς γι᾿ αὐτό. Βλέπεις, δὲν εἰπώθηκε τυχαῖα ὅτι ἡ πνευματικὴ πατρότητα εἶναι «τέχνη τεχνῶν».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ τραγικές (κάποτε πολὺ τραγικές, ὄντως) αὐτὲς περιπτώσεις, πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ τὶς προσέχουμε, ὅσο βαρετὲς καὶ ἀνούσιες κι ἄν εἶναι. Γιατὶ μέσα βαθιά, στὸν πυρήνα τους, κρύβουν τὸ ζητούμενο: τὴν εἰρήνευση τῆς ψυχῆς καὶ τὸ δέσιμο τοῦ σχοινιοῦ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδική ἀναζήτηση, πού, δυστυχῶς, χάνεται σὲ μονοπάτια μάταιου φαρισαϊσμοῦ, ἀθεμελίωτης αὐτοδικαίωσης καί ἄκαρπης προσπάθειας γιὰ ἐντυπωσιασμό.
Καὶ τὸ κυριώτερο, κανένας ποιμαντικὸς χρόνος δὲν πάει χαμένος, γιατὶ ἁπλούστατα, ὅταν αὐτὸς συντελεῖται καὶ ἀναλώνεται μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἱεραποστολικῆς μας μαρτυρίας καὶ διακονίας, τότε εἶναι χρόνος προσευχῆς, λατρείας καὶ διδαχῆς - ἔστω καὶ μὲ τὶς μετ᾿ ἐμποδίων παρουσίες κάποιων, ποὺ, ὅμως, γιὰ νὰ προσέλθουν στὸ ἐξομολογητήριο κάτι γυρεύουν... Τό δικό τους χαμένο κέντρο ἤ μήπως τὴ δικιά μας ὑπομονή, ἀντοχὴ καὶ φιλία, ποὺ ἀσφαλῶς ὁ κόσμος δὲν τοὺς ἔδωσε...
Ἄλλωστε δὲν μᾶς δόθηκε ἔτσι ἁπλᾶ ἡ ἐντολὴ «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς». Γιατὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν γραφῶν ὁ κάθε ποιμένας καλεῖται νὰ ἐρευνήσει καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ὅσων ποιμαίνει. Μὲ διάκριση, ὑπομονή, ἀγωνία, φιλανθρωπία καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα μὲ ἀγάπη. Ἤ μήπως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποστολή μας.
Ἄς τὸ ψάξουμε, λοιπόν...
π. κ. ν. κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου