π. Δημητρίου Μπόκου
Δυὸ δαιμονιζόμενοι θεραπεύτηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ἀλλὰ ἡ θεραπεία τους εἶχε ἕνα σημαντικὸ κόστος γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἄδεια νὰ εἰσέλθουν σὲ ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι οἱ χοῖροι (κάπου δύο χιλιάδες κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο) νὰ πέσουν ἀπὸ τὸν γκρεμὸ σὲ μιὰ λίμνη καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ κάτοικοι ζήτησαν τότε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ φύγει ἀπὸ τὴν περιοχή τους, προφανῶς φοβούμενοι γιὰ περισσότερες καὶ μεγαλύτερες συμφορές. Καὶ ο Χριστὸς φυσικὰ ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ μέρη τους (Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου).
Τὸ ἐρώτημα εἶναι, πῶς γίνεται νὰ θεωροῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ συμφορὰ καὶ ὄχι εὐλογία; Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο σὰν φῶς. «Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα». Ἦρθε νὰ φωτίσει, νὰ ζωογονήσει, νὰ γλυκάνει τὴ ζωή μας ὡς νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι βιώνουν «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» σὰν φωτιὰ ποὺ τοὺς κατακαίει. Ἔχουν ἀγαπήσει τὸ σκότος περισσότερο παρὰ τὸ φῶς. Ἐπειδὴ τὰ ἔργα τους εἶναι πονηρά. Γι’ αὐτὸ καὶ μισοῦν τὸ φῶς καὶ δὲν τὸ πλησιάζουν, γιὰ νὰ μὴ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τους (Ἰω. 12, 47. 3, 19-20).
Τὸ φρόνημα τῶν ἁγίων ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἐπιθυμοῦν «σὺν Χριστῷ εἶναι». Δὲν βλέπουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ πεθάνουν γιὰ νὰ εἶναι πάντα μὲ τὸν Χριστό. Ἡ πλήρης μακαριότητα γι’ αὐτοὺς ταυτίζεται μὲ τὴν αἰώνια συνοίκηση μὲ τὸν Χριστό. «Πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Φιλ. 1, 23. Α΄ Θεσ. 4, 17). Ἀλλὰ καὶ ἡ χαρὰ τῆς παρούσας ζωῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτήν. Λέει ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Ὅλα ἐν Χριστῷ καὶ σὺν Χριστῷ, μέσα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας» (Βίος καὶ Λόγοι, ἔκδ. 2004, σ. 200). «Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ δὲν εἶναι ζωή». Ὁ Χριστὸς «εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδερφός μας, εἶναι ὅ,τι καλὸ καὶ ὡραῖο. Εἶναι τὸ πᾶν. Εἶναι φίλος καὶ τὸ φωνάζει: Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δὲν τὸ καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια! Βρέ, ἐγὼ δὲν βαστάω τὴν κόλαση στὰ χέρια μου, δὲν σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νὰ χαίρεσθε μαζί μου τὴ ζωή. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν ἔχει κατήφεια, οὔτε μελαγχολία... Ὁ Χριστὸς εἶναι νέα ζωή. Πῶς τὸ λέω; Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τὸ φῶς, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χαίρεται, νὰ πετάει, …νὰ πονάει γιὰ ὅλους, νὰ θέλει ὅλους μαζί του, ὅλους κοντὰ στὸν Χριστό» (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, Μήλεσι, σ. 39-42).
Ὁ τρόπος γιὰ νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κατ’ ἐξοχὴν ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος ὅπου συναντοῦμε τὸν Χριστό, τὴν ἐπουράνια Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ κόσμου ὣς τὴν ἄλλη. «Ἡ λατρεύουσα Ἐκκλησία ὑπερβαίνει τὸν χῶρο, εἰς τρόπον ὥστε οἱ πιστοὶ στὴ Μόσχα εἶναι τόσο κοντὰ μὲ τοὺς πιστοὺς στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων στὸ Σαὶντ Λούις τοῦ Μιζούρι, ὅσο κοντὰ εἶναι μεταξύ τους. Ἀγγίζει ἐπίσης καὶ τὸν χῶρο ὅπου ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι λατρεύουν τὸν Θεό. …Ὁ χῶρος τῆς λατρεύουσας κοινότητας ἀνάγεται στὸν χρόνο τῆς αἰωνιότητας. …Προσεγγίζει κάποιος τὸν Χριστό, ὄχι ἐπειδὴ διάβασε γι’ Αὐτὸν σὲ κάποιο βιβλίο, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ τώρα τῆς Λειτουργίας εἶναι τόσο κοντά του, ὅσο καὶ οἱ Ἀπόστολοι ποὺ ζοῦσαν δίπλα του… Στὴ Θεία Λειτουργία εἴμαστε τόσο κοντὰ στὸν Χριστό… ὅσο εἶναι ἡ Θεοτόκος» (Ἀτενίζοντας τὸ φῶς, ἔκδ. Ἀτέρμονον, σ. 357).
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὄχι μόνο δίπλα μας, ἀλλὰ ἔρχεται καὶ ἐντός μας μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του. Τὸ θέμα εἶναι, τὸν θέλουμε ἐμεῖς; Ἢ τοῦ ζητοῦμε σὰν τοὺς Γεργεσηνοὺς νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴ ζωή μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου