Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τό παρόν κείμενο δέν εἶναι μελέτη ἐπιστημονική, οὔτε κάποια διατριβή, ἀλλά εἶναι κάποιοι ἁπλοί λόγοι γιά τόν καρδιακό ἄνθρωπο καί εὐαίσθητο Ὀρθόδοξο Χριστιανό Νίκο Τριανταφυλλόπουλο.
Ὡς ὄνομα τόν γνώριζα ἀπό τήν περιρρέουσα πραγματικότητα, ἀπό τήν φημολογία ὅτι εἶναι δυνατός καί αὐθεντικός μελετητής τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «ὁ πατριάρχης τῶν παπαδιαμαντικῶν σπουδῶν», ὅτι εἶναι δεινός φιλόλογος καί ἔντιμος συνομιλητής, εἶναι ἐραστής τῆς ἐκκκλησιαστικῆς παράδοσης καί κοφτερό μυαλό, ἔχει δέ κοφτερότερη γραφή.
Τόν ἄκουσα νά μιλᾶ σέ κάποια Συνέδρια ἐδῶ στήν Ναύπακτο καί ἐκτίμησα τόν ἄνθρωπο, τόν ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, τόν ἐπιδέξιο χειριστή τοῦ λόγου, τόν ἔντιμο ἐλεγκτή τῶν δοκησισόφων φιλολόγων, θεολόγων καί ἐκπαιδευτικῶν.
Στό πρῶτο Συνέδριο πού τόν συνάντησα, τόν ἄκουσα μέ σθένος, παρρησία καί ὁρμή νά ὁμιλῆ γιά τήν παρουσία στά ἑλληνικά λογοτεχνικά γράμματα τοῦ Βασιλείου Λαούρδα. Τόν ἐπαινοῦσε μέ σθένος γιά τό ὅτι, καίτοι καταξιωμένος φιλόλογος μέ δυνατή παιδεία καί ἀξιόλογα χαρίσματα, δέν συμβιβάστηκε μέ τό λογοτεχνικό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του καί ἄσκησε τήν ἐγνωσμένη μέ κύρος κριτική του.
Αὐτό μέ ὁδήγησε στό νά ἀναζητήσω νά βρῶ τί ἦταν ὁ Βασίλειος Λαούρδας, πού ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα του ἦταν Ναυπάκτιος. Καί μαζί μέ τό λαμπερό βιογραφικό του διάβασα τήν εἰλικρινῆ καί δίκαιη κριτική πού ἄσκησε στό ἴνδαλμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Νίκο Καζαντζάκη, γιά τό ἔργο του «Ὀδύσσεια». Εἶχε μεγάλα ἐφόδια γιά νά κάνη αὐτό τό ἔργο πού προξένησε ἔντονο ἐνδιαφέρον, καί ἰδίως τόν παραγκωνισμό του ἀπό τό φιλολογικό καί λογοτεχνικό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ ἴδιος ἔκανε ἕνα ἔργο θεολογικό, μέ τήν κριτική ἔκδοση ἔργων τοῦ Μεγάλου Φωτίου, μέσα ἀπό τήν φιλολογική του ἐπάρκεια, δεχόμενος ἔπειτα τήν περιφρόνηση τῶν «σοφιστῶν» τῆς ἐποχῆς του.
Ὅμως, κατάλαβα ἔντονα ὅτι ὁ Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, ἐπαινώντας τόν Βασίλειο Λαούρδα γιά τό σθένος του καί τήν εἰλικρίνειά του, στήν πραγματικότητα ἔδειχνε ὅτι τόν ἐξέφραζε, γιατί καί ὁ ἴδιος τοῦ ἔμοιαζε σέ πολλά, ὅπως στήν φιλολογική του ἐπάρκεια, στόν ἀπόλυτο τρόπο σκέψεως καί γραφῆς του, στήν εἰλικρίνεια, στό κοφτερό τοῦ λόγου καί στήν προτίμησή του στόν «πένητα» Σκιαθίτη λογοτέχνη, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, καίτοι οἱ δοκησίσοφοι τῆς ἐποχῆς του τόν χλεύαζαν, καί οἱ «καθαροί» Χριστιανοί τόν περιφρονοῦσαν. Ἄλλωστε, ὁ Παπαδιαμάντης διέφερε σαφῶς ἀπό τόν «Καλβινιστή» Καζαντζάκη καί τόν κριτικό Ντοστογιέφσκι. Ὁ κάλαμος τοῦ Παπαδιαμάντη ἔσταζε συμπόνια καί ἀγάπη γιά κάθε πικραμένο, γιά κάθε περιφρονημένο στήν γῆ, ἀλλά ἐξέφραζε γλυκασμό στούς ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ πού ἐκκλησιάζονταν καρδιακά καί ἐσχατολογικά.
Ἔπειτα μέ τόν Νίκο Τριανταφυλλόπουλο συναντηθήκαμε στήν ἀλληλογραφία, στήν ὁποία ἐξετίμησα τόν χαρακτήρα του καί τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα.
Ὁ ἴδιος αὐτοβούλως, ὅταν διάβαζε κάτι ἀπό τά κείμενά μου πού δημοσιεύονταν στήν Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», τήν ὁποία μελετοῦσε ἀνελλιπῶς, καί τοῦ εἶμαι εὐγνώμων, γι’ αὐτό, μοῦ ἀπέστειλε ἐπιστολές. Ἀπό τίς ἐπιστολές του αὐτές θά ἀποσπάσω μερικά τμήματα καί θά τά παρουσιάσω γιά νά φανοῦν δύο χαρακτηριστικά σημεῖα. Πρῶτον, ἡ Παπαδιαμαντική ζωή τοῦ Νίκου καί δεύτερον, τό ἐκκλησιαστικό φρόνημά του, ἀπηλλαγμένο ἀπό τήν λογικοκρατία καί τούς ἠθικισμούς.
1. Τό ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη στήν ζωή του
Ὁ Νίκος Τριανταφυλλόπουλος δέν ἀσχολήθηκε ἁπλῶς μέ τό ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ἀλλά ταυτίστηκε μαζί του, βιώνοντας καί ἐκφράζοντας μέ κάποιον ἄλλο τρόπο τήν δική του ζωή. Καί θά μποροῦσα νά ὑπογραμμίσω ὅτι μοιάζει λίγο καί μέ τόν Φώτη Κόντογλου, στήν ζωή του καί τήν γραφή του, μέ τό ἔργο τοῦ ὁποίου ἀσχολήθηκε.
Θά μποροῦσε νά καταλάβη πανεπιστημιακές ἕδρες, νά ἔχη ἀκαδημαϊκή ἐξέλιξη καί νά ἀποκτήση «κύρος» ἀπό τούς ὁμότεχνούς του, ἀλλά αὐτός προτίμησε τόν «ἡσύχιο βίο» τοῦ Παπαδιαμάντη καί τήν «ζωγραφική» τοῦ Φώτη Κόντογλου, ζωγραφίζοντας μέ τόν λόγο του καί τήν γραφή του τήν μυστική πλευρά τῆς Ἐκκλησίας.
Διαθέτω τρεῖς ἰδιόχειρες ἐπιστολές του γραμμένες μέ ὡραῖο γραφικό χαρακτήρα. Ἡ πρώτη ἐπιστολή γράφηκε μέ ἀφορμή ἕνα μικρό ἄρθρο μου μέ τίτλο «Παπαδιαμάντης καὶ Φρόϋντ», καί οἱ ἄλλες δύο ἐπιστολές του ἦταν ἀπαντητικές σέ δικές μου ἐπιστολές.
Θά παραθέσω κατ’ ἀρχάς τό ἄρθρο μου.
«Σίγουρα, μεταξύ Παπαδιαμάντη καί Φρόϋντ δέν ὑπάρχει κάποια σχέση ἰδιαίτερη, ἄν καί ἦταν σχεδόν σύγχρονοι. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε μεταξύ 1851-1911 καί ὁ Φρόϋντ μεταξύ 1856-1939. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας διηγηματογράφος καί ἠθογράφος πού παρουσίαζε τούς ἀνθρώπους τῆς παραδόσεως, καί ὁ Φρόϋντ ἦταν ἕνας αὐστριακός νευρολόγος, θεμελιωτής τῆς Ψυχανάλυσης, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τόν ρόλο τοῦ ἀσυνειδήτου καί τῆς ἀπώθησης, «στήν ἔκφραση τῶν ψυχικῶν διαταραχῶν». Ὁ Παπαδιαμάντης ὁμοίαζε μέ τόν Ντοστογιέφσκι, ὁ ὁποῖος ἔκανε κριτική στήν δυτική Ψυχολογία.
Ὁ Γιάννης Τσαρούχης, γνωστός ζωγράφος, ὁ ὁποῖος θήτευσε καί στόν Φώτη Κόντογλου θά πῆ γιά τόν Παπαδιαμάντη: «Μέ δυό-τρία θρησκόληπτα καί ἀγράμματα γραΐδια τοῦ νησιοῦ του ἀχρήστευσε τόν Φρόϋντ» (Ἐλευθεροτυπία 21-1-2011).
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Φρόϋντ ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του, τά αἰσθήματα, τά βιώματα τοῦ ὑποσυνειδήτου, τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά τιθασσεύση μόνος του, χωρίς οὐσιαστική βοήθεια ἀπό ἀνθρώπους καί τόν Θεό, ἀσχολεῖται μέ τά θηρία πού βρίσκονται στό σπήλαιο τοῦ ὑποσυνειδήτου, ὅπως ἰσχυριζόταν. Πρῶτα χρειάζεται νά τά ἀνακαλύψη καί στήν συνέχεια νά τά δαμάση. Αὐτό εἶναι δυσχερές ἔργο καί τίς περισσότερες φορές ὁ ἄνθρωπος πέφτει στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπελπισία. Αἰσθάνεται ὡς ἕνας ταυρομάχος, μέσα σέ μιά ἀρένα, προκαλούμενος καί κυνηγούμενος ἀπό ταύρους, ἐνῶ ὁ κόσμος κάθεται στά θεωρία καί παρακολουθεῖ, χωρίς νά μπορεῖ νά προσφέρη βοήθεια.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπό τίς ἡσυχαστικές καί νηπτικές παραδόσεις τοῦ τόπου του, ἔχει μεγαλώσει στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἁγίους της, ἔχει ἕνα βαθύ κοινωνικό καί πνευματικό ὑποσυνείδητο, ἀντλεῖ δυνάμεις ἀπό αὐτό. Δηλαδή, εἶναι ἄνθρωπος πού δέν ἔχει ἁπλῶς ἀτομικό ὑποσυνείδητο, ἀλλά ἀρρωστημένες τίς ψυχικές ἐνέργειες, καί ἔχει χάσει τήν σχέση μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Καί ὅταν ἔχη πρόβλημα, ἀκόμη καί ψυχολογικό, καταφεύγει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, στήν λατρεία της, στίς ἀγρυπνίες στά ἐξωκκλήσια γιά νά ψάλλη τό «πεποικιλμένη», γιά νά τραγουδήση «τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἤ στήν χειρότερη περίπτωση θά καταλήξη στούς χώρους πού συναντᾶ ἄλλους ἀνθρωπους γιά νά ἱκανοποιήση τόν ἐσωτερικό του καϋμό.
Οὐσιαστικά πρόκειται γιά δύο τύπους καί δύο παραδόσεις. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀγγλοσαξωνικός τύπος ἀνθρώπου πού ἐκφράζει τήν δυτική παράδοση καί ἄλλος τύπος εἶναι ὁ ρωμαίϊκος τύπος ἀνθρώπου πού ἐκφράζει τήν ἀνατολική παράδοση. Ὅλα τά ἐπιτεύγματα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας, ψυχανάλυσης καί ψυχοθεραπείας προέρχονται ἀπό τήν δυτική παράδοση, ἡ ὁποία ἔχει ὑπ’ ὄψη της ἕναν ἀτομιστή καί φίλαυτον ἄνθρωπο, πού εἶναι κλεισμένος στόν ἑαυτό του, ἐνῶ στόν τόπο μας ὑπάρχει μιά «αὐτόχθονη Ψυχολογία», πού ἔχει σχέση μέ τόν Θεό, τήν λατρεία, τούς ἁγίους, τήν λεγομένη «κοινωνική ψυχή», τό λεγόμενο «κοινωνικό ὑποσυνείδητο».
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ ρήση τοῦ Γιάννη Τσαρούχη ἔχει ἀξία, ὅτι δηλαδή ὁ Παπαδιαμάντης «Μέ δυό-τρία θρησκόληπτα καί ἀγράμματα γραΐδια τοῦ νησιοῦ του ἀχρήστευσε τόν Φρόϋντ». Ὑποθέτω ὅμως ὅτι μέ τήν λέξη «θρησκόληπτα» ἐννοεῖ «θρησκευόμενα». Πρόκειται γιά πρόσωπα πού ζοῦν μέσα στήν λατρεία καί τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπαλλάσσονται ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, δηλαδή δέν τούς χρειάζεται ἡ ψυχανάλυση τοῦ Φρόϋντ.
Διαβάστε, λοιπόν, Παπαδιαμάντη γιά νά θεραπευθῆτε. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης εἶπε: «Ὅπου καί νά σᾶς βρίσκη τό κακό, ἀδελφοί, ὅπου καί νά θολώση ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό καί μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Ὁ Νίκος Τριανταφυλλόπουλος μόλις τό διάβασε μοῦ ἔστειλε ἐπιστολή (28 Ἰουνίου 2012) στήν ὁποία ἔγραφε.
«Σεβασμιώτατε Ἅγιε Ναυπάκτου,
Μέ πολλή -καί ἀσύγγνωστη- καθυστέρηση πιάνω χαρτί καί μολύβι, γιά νά σᾶς εὐχαριστήσω πού μᾶς χαρίσατε τό ὡραῖο ἀρθρίδιο "Παπαδιαμάντης καὶ Φρόϋντ" στό τεῦχος Ἀπριλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης.
Πάντοτε μέ ἐρέθιζε ἡ ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τοῦ Παπαδιαμάντη -ἀπό τήν μπατάλικη τοῦ Βαλέτα, τή λογοτεχνίζουσα τοῦ Περάνθη καί τήν δῆθεν ἐκλεπτυσμένη τοῦ μακαρίτη Μαλλᾶ- καί πάντοτε κραύγαζα ὅτι, μέ τέτοιους ἱστούς ἀράχνης δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε αὐτόν τόν θαλασσαετό. Ἐπειδή ὅμως, ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, τά παιδαγωγικά, ἡ ψυχολογία καί ἡ συναφής ψυχανάλυση μέ ἀπωθοῦσαν ἰσχυρά, πολύ λίγα πράγματα γνωρίζω ἀπό τήν περιοχή αὐτή, πού μέ κάνει νά ναυτιῶ. Ἀγνοῶ, λοιπόν, καί τήν ὁρολογία της, γιά τοῦτο καί σᾶς ὀφείλω πολλή εὐγνωμοσύνη, γιατί συνοπτικά, εὔληπτα καί εὔστοχα δείξατε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἔξω καί πέρα ἀπό τήν κομψεία τῶν σοφιστῶν τοῦ καιροῦ μας».
Αὐτό δείχνει τό ἦθος τοῦ Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, γιατί ἐνῶ εἶναι δεινός μελετητής καί παρουσιαστής τῶν κειμένων τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἐπαινέση τόν συντάκτη ἑνός «ἀρθριδίου» του, πού εἶναι μιά μικρή σταγόνα μπροστά στό δικό του ἔργο.
Ἡ δεύτερη ἐπιστολή του (13 Ἰουλίου 2012) ἦταν ἀνταπάντηση σέ δική μου ἀπάντηση καί δείχνει τό ἐκκλησιαστικό του ἦθος. Γράφει:
«Σεβασμιώτατε,
Ἦταν μεγάλη ἡ ἔκπληξή μου, ὅταν διάβασα ὅτι στό Οἰκοτροφεῖο τοῦ "Μεγάλου Βασιλείου" γίνονταν ἀναγνώσεις παπαδιαμαντικῶν διηγημάτων! Σημειώνω θαυμαστικό, γιατί στά δικά μου φοιτητικά χρόνια (1951-1955) δέν θυμᾶμαι ν’ ἀκούστηκε ποτέ τό ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη, μολονότι οἱ Ἀκτῖνες καί οἱ ἐκδόσεις τῆς "Δαμασκοῦ" δέν εἶχαν πάρει τήν κάτω βόλτα καί ὁ μακαρίτης Ἀλ. Τσιριντάνης διατηροῦσε ἀμείωτο τό κύρος του. Μιά, κάπως μισοσβησμένη, ἀνάμνηση εἶναι ὅτι ὁ διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου, ἐπίσης μακαρίτης, Εὐστάθιος Μπάστας, πού ἀγόραζε σέ φυλλάδια τό 1951 τήν ἔκδοση Βαλέτα, σέ μιά κατ’ ἰδίαν συζήτησή μας ἐξέφρασε ἀμφιβολίες γιά τή "χριστιανικότητα" τῆς παπαδιαμαντικῆς γραφῆς.
Εἶναι περίεργο ὅτι ὁ Πέτρος Κλωνάρης, ὁ Γ. Βερίτης καί ὁ Σοφοκλῆς Χατζηδάκης (μέ τό ψευδώνυμο Σ. Καλησπέρης), γνῶστες τῆς ἑλληνικῆς και ξένης λογοτεχνίας καί βασικοί συνεργάτες τῶν προπολεμικῶν καί μεταπολεμικῶν Ἀντίνων τῆς ἀκμῆς, ἐκτιμοῦσαν τήν διηγηματογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη -ἤ τουλάχιστον, ἕνα μέρος της-, ἀλλά θεωροῦσαν ὅτι ἡ τσιριντανική ἐκδοχή τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν ὑπέρτερη τῆς παπαδιαμαντικῆς. Τούς τρόμαζε, προφανῶς, ὁ θεολογικός ρεαλισμός τοῦ Παπαδιαμάντη, πού ἦταν μέ τό μέρος τῶν σαλῶν καί "ἀποτυχημένων", ἀφοῦ τό "χριστιανικό ἔργο" θεωροῦσε ὡς πρότυπα χριστιανῶν τούς ἀκηλίδωτους καί κοινωνικά ἐπιτυχημένους. Πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἀνεκτός ὁ Παπαδιαμάντης τοῦ "Χωρίς στεφάνι", τῆς "Ἔρμης στά ξένα", τοῦ "Γιά την περηφάνεια", τοῦ "Γυνή πλέουσα" ἤ τῆς ἐξαίσιας "Νοσταλγοῦ" καί τοῦ "Ἔρωτα στα χιόνια";
Μακρυγορῶ, γιατί ἡ μαρτυρία σας μέ κατέπληξε. Ἀναρωτιέμαι ποιός ἦταν διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου.
Ἔχω διαβάσει ὅλα τά κείμενά σας γιά τόν Παπαδιαμάντη στήν Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση καί θεωρῶ ὅτι βοήθησαν σημαντικά τούς ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ, ἰδιαίτερα ἐκείνους πού δέν εἶχαν μεγάλη οἰκείωση μέ τό ἔργο του. Ἐξακολουθῶ ὅμως νά πιστεύω ὅτι τό ἀρθρίδιό Σας γιά τή σχέση τοῦ Παπαδιαμάντη μέ τήν φροϋδική ψυχανάλυση ἔδωσε σύντομη, ἀλλά ὀρθότατη ἀπάντηση στούς ἀναρίθμητους χειρουργούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ ἔργου του. Ἐγώ, τουλάχιστον, σᾶς χρωστῶ χάρη».
Ἡ τρίτη ἐπιστολή του ἦταν πάλι ἀνταπάντηση σέ δική μου ἐπιστολή. Στήν ἐπιστολή μου (18 Ἰουλίου 2012) μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ ἔγραφα:
«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὅπως γνωρίζετε ἄριστα, δεν ἦταν εὐσεβιστής, ἀλλά ἦταν ἕνα ἀτόφιο χρυσάφι βγαλμένο ἀπό τό λατομεῖο τῆς ζωντανῆς λατρευτικῆς καί ἀντισυμβατικῆς παραδόσεως.
Μοῦ θυμίζει τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος διάβαζε φιλοκαλικά βιβλία, πήγαινε στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν βαθύ ὄρθρο, συμμετεῖχε σέ κάποιες ὁμιλίες μιᾶς θρησκευτικῆς Ὀργάνωσης πού συνδεόταν μέ τόν «Σωτῆρα», ἀλλά κάπνιζε καί πήγαινε στό καφενεῖο. Καί ὅταν ἀπό τήν Ὀργάνωση τοῦ εἶπαν ὅτι δέν μπορεῖ νά συμμετέχη στίς δραστηριότητές της καί ταυτόχρονα νά καπνίζη καί νά πηγαίνη στό καφενεῖο, ἐκεῖνος προτίμησε νά διακόψη τήν σχέση του μέ τήν Ὀργάνωση -χωρίς νά παύση νά πηγαίνη στήν Ἐκκλησία- καί νά μή χάση τίς ἄλλες ἀθῶες συνήθειές του, τήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἄλλους συνταξιούχους στό καφενεῖο. Κάπως ἔτσι ἑρμήνευσα καί τόν Παπαδιαμάντη».
Ὁ εὐφυέστατος καί ἀτόφιος Παπαδιαμαντικός Νίκος Τριανταφυλλόπουλος ἔπιασε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐκφρασθῆ πιό ἔντονα. Σέ ἐπιστολή του (24 Ἰουλίου 2012) γράφει:
«Διάβασα τρεῖς φορές τήν τελευταία παράγραφο τῆς ἀπό 18/7 ἐπιστολῆς Σας. Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι τήν γλέντησα. Ὁ πατέρας σας θά μποροῦσε νά εἶναι πρόσωπο παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος, λαμπρό εἶδος ἀντι-"Διδάχου".
Μοῦ θυμίσατε τόν δικό μου πατέρα, πού ὁ μακαριστός ἐν Χαλκίδι ἀρχιμανδρίτης Χριστόφορος Καλύβας, εἶχε ἀποκαλέσει "βιβλιοπώλην τῆς Ζωῆς", πράγμα πού δείχνει τόν στενό σύνδεσμο τοῦ πατέρα μου μέ τό λεγόμενο "χριστιανικό ἔργο". Ὁ Γυμνασιάρχης, λοιπόν, Διονύσιος Τριανταφυλλόπουλος -καί ἐκεῖνο τόν καιρό, μετά τήν συνταξιοδότησή του, διευθυντής τῆς "Ἑλληνικῆς Παιδείας" τῆς "Ζωῆς"-, ὅταν ὁ πρωτότοκος υἱός του Νικόλαος, πού μόλις εἶχε ἀρχίσει τό διδασκαλικό του στάδιο σέ σχολεῖο τῆς Κύπρου, τοῦ ἔγραψε ὅτι θέλει νά ζητήσει ἀπό τούς γονεῖς μιᾶς μαθήτριάς του νά τήν ἀρραβωνιαστεῖ μυστικά, ἀλλά δέν βρίσκει τό θάρρος νά τό κάνει, ἀντί νά τοῦ ἀπαντήσει ὅτι ἀσφαλῶς ἔχει χάσει τά μυαλά του καί παίζει μέ τή φωτιά, τοῦ ἔγραψε: "Ἄν δέν τολμᾶς ἐσύ, γράψε μου νά κατεβῶ στήν Κύπρο καί νά δεῖς πῶς παίρνουνε τήν Πόλη!".
Τέτοιος ὁ ἄτεγκτος "ζωϊκός" Γυμνασιάρχης, πού ἔκλεισε τά μάτια του, ὅπως καί ἡ μητέρα μου, στά χέρια τῆς πάλαι ποτέ μαθήτριάς μου Βικτώριας Λεμονάρη. Ἀρκετά παπαδιαμαντικός καί ὁ πατέρας μου, δίχως νά τό ξέρει.
Ἀσπάζομαι μέ πολλές εὐχαριστίες τήν δεξιάν Σας».
Τί νά θαυμάση κανείς σέ αὐτήν τήν αὐθεντική ἐξομολογητική ἐπιστολή του! Ἔχει ὄντως τό ἦθος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
2. Τό ἐκκλησιαστικό φρόνημά του
Ὁ Νίκος Τριανταφυλλόπουλος μοιάζει μέ τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη στόν τρόπο σκέψεως καί γραφῆς του, ἀλλά καί στόν Φώτη Κόντογλου στήν οἰκογένειά του. Ζῆ μέσα στήν κοινωνία καί ἔξω ἀπό αὐτήν, πολιτεύεται μέ τούς οἰκείους του καί προσλαμβάνει ὅλο τό περιβάλλον του, μένει κλειστός, ὡς ἐρημίτης στόν τόπο τοῦ ἡσυχασμοῦ του, ἀλλά ὡς διοπτροφόρος παρακολουθεῖ τά τεκταινόμενα στήν κοινωνία καί τήν Ἐκκλησία. Βλέπει, κρίνει, θυμώνει, χαίρεται, ὁμιλεῖ, γράφει καί ἐμπιστεύεται στόν Θεό.
Θά καταγράψω μερικές φράσεις του ἀπό τό πῶς σχολιάζει τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα μέσα ἀπό τό ἦθος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καί τήν δική του αἰχμηρή γραφή του, μέσα ἀπό τό ἰδιότυπο κοινόβιο καί ἐρημητήριο τῆς οἰκίας του.
Σέ μιά ἐπιστολή του (5 Μαΐου 2005) τήν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου ἀρχίζει μέ τόν χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη - ἡ μ ό ν η ἐλπίδα μας». Ἔντονα ἀπογοητευμένος ἀπό τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού ὁ ἔντυπος καί ἠλεκτρονικός Τύπος ἀσχολοῦνταν μέ τά ἐκκλησιαστικά σκάνδαλα, ἐκεῖνος εὔστοχα γράφει ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστός εἶναι «ἡ μόνη ἐλπίδα μας».
Ἀφορμή ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἐφημερίδος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλώς μου «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση». Γράφει:
«Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Ἐκκλησία βρῆκα τήν τελευταία Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση. Διάβασα εἰς ἐπήκοον τῆς συζύγου μου Βικτώριας τό μονόστηλο γιά τούς πλούσιους χριστιανούς καί τήν ἐπιφυλλίδα σας γιά τά φαινόμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἔκπτωσης. Ἦταν μιά παρηγοριά, κυρίως γιατί ἦλθαν ὕστερα ἀπό κάποια τρομοκρατικά κηρύγματα, τά ὁποῖα μετέθεσαν ὅλο τό βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσης στό ταλαίπωρο πλήρωμα τῶν ναῶν».
Φυσικά, ὅπως γράφει στήν συνέχεια «κανείς δέν εἶναι ἀμέτοχος, κανείς δέν μπορεῖ νά βεβαιώσει ὅτι "δέν εἶμαι μέρος τοῦ προβλήματος"», ὡστόσο ἀδυνατεῖ «ἐνώπιον τῶν τέκνων» του νά ἐπωμισθῆ τήν διαβεβαίωση ὅτι ὅλοι εὐθυνόμαστε, πράγμα πού τοῦ δημιουργεῖ «τρομερή ναυτία».
Στήν συνέχεια, ἄξιος συνεχιστής καί μιμητής τοῦ Παπαδιαμάντη, αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ὁμολογήση ὅτι εἶναι «μέ τό μέρος» ἐκείνων στούς ὁποίους ἀπέδωσαν τά σκάνδαλα. Καί ἐπισημαίνει: «Ἐδῶ ὑπάρχουν μανάδες πού δουλεύουν δεκάξι ὧρες τήν ἡμέρα γιά νά ἐξασφαλίσουν τή δόση τοῦ παιδιοῦ τους, πού ζοῦν σέ μιά κόλαση ἀδιάκοπη ἐξαιτίας τοῦ παιδιοῦ καί παρ’ ὅλα αὐτά δέ τό ἀπαρνιοῦνται» καί μερικοί πνευματικοί πατέρες ἀπαρνοῦνται τά παιδιά τους, πού ὑποπίπτουν σέ σφάλματα. Καί γράφει καυστικά: «Ἦταν σάν ν’ ἄκουγα τόν Χριστό νά δηλώνει -ΦΡΙΚΗ- στή ρωμαϊκή σπεῖρα πώς ὑπαίτιοι εἶναι οἱ μαθητές Του ἤ νά διακηρύσσει πώς δέν ὑπάρχει λόγος ν’ ἀφήσει στήν μάντρα πρόβατα καί νά τρέχει στά κατσάβραχα γιά ἕνα ἀπολωλός». Καί καταλήγει:
«Συγχωρῆστε μου τήν ἀλαζονεία, ἀλλά ἐμένα μέ καῖνε ἀκόμη μερικά ραπίσματα καί θυμωμένα λόγια σέ μαθητές μου»!
Ἐδῶ βλέπουμε τόν ἐξομολογητικό δάσκαλο πού μερικές φορές ὑπερέβη τήν διδασκαλική του διακονία καί λειτούργησε ὡς δάσκαλος πού ἔχει ἐξουσία. Ἔχει τό παπαδιαμαντικό ἦθος μέ τό νά συνδέεται μέ τούς ταπεινούς, πληγωμένους καί πονεμένους, παρά μέ τούς ἔχοντας καί κατέχοντας. Γνωρίζει πολύ καλά τήν διαφορά τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπό τόν Καζαντζάκη, ἀφοῦ ὁ πρῶτος εἶναι τρυφερός μέ τούς ἁμαρτωλούς, εἶναι ἐκφραστής τοῦ ἤθους τῆς Ρωμηοσύνης, ἐνῶ ὁ δεύτερος ὡς ἕνας Καλβινιστής θεολόγος, ἐπαινεῖ τόν δίκαιο μέ ὑπερβολικούς λόγους καί καταδικάζει ἀνήλεα τούς ἀδίκους, καί πάλι μέ ὑπερβολικούς λόγους.
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του (23 Μαρτίου 2008) κρίνει μέ εὐστοχία τά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς ἐποχῆς μετά τήν ἐκλογή τοῦ ἀπό Θηβῶν Ἱερωνύμου στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο. Γράφει:
«Μολονότι γνωρίζω τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο ἀπό τότε πού ἦταν μαθητής -εἶχε τόν πατέρα μου Γυμνασιάρχη, ὅταν φοιτοῦσε στό Β΄ Γυμνάσιο Χαλκίδος, καί τόν γαμπρό μου Κωνσταντῖνο Γρηγοριάδη ὁμαδάρχη στή ΧΜΟ Χαλκίδος-, δέν τολμῶ νά τοῦ γράψω, γιά τοῦτο καί προσφεύγω σ’ ἐσᾶς».
Διακρίνεται ἀπό μιά σπάνια σεμνότητα, ἀπό μιά ἀπόκοσμη στόν κόσμο ζωή, καί μέ παρακαλεῖ νά μεταφέρω μερικές σκέψεις του στόν Ἀρχιεπίσκοπο πού γνώριζε ἀπό παλαιά. Στήν ἀρχή γράφει ἐξομολογητικά καί ἀφοπλιστικά:
«Μοῦ λείπει ἐντελῶς τό ἔνστικτο τοῦ πολιτικοῦ ἤ διπλωμάτη».
Αὐτός, ὄντως εἶναι ὁ Νίκος, δέν εἶναι πολιτικός, δέν εἶναι διπλωμάτης, ἀλλά εἶναι ἕνας ἀτόφιος εἰλικρινής Παπαδιαμάντης. Ἔπειτα κρίνει ὀνομαστικῶς Ἐπισκόπους πού συμπεριφέρονται ἀντισυνοδικά, πού εἶναι «ὑπέρμαχοι τῆς ἠθικῆς» καί ἐπί τέλους πρέπει «νά διακρίνουν τήν πραγματικότητα ἀπό τίς καλβινικές φαντασιώσεις τους». Ἀποδέχεται τήν συνοδικότητα, ἀλλά ὑπάρχουν ὅρια στήν ἔκφραση τῶν ἀπόψεων και τῶν ἐπιδιώξεων, γι’ αὐτό γράφει: «Ἀσφαλῶς πρέπει ἡ συνοδικότητα νά μήν παραβιάζεται. Ἀλλά ἄν δέν ἀπατῶμαι, ἡ Σύνοδος δέν εἶναι Βουλή, ὅπου μετρᾶνε κουκιά», ἀλλά «ἡ συνοδικότητα πρέπει νά ὑποχωρεῖ στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας». Πάντως, θεωρεῖ ἀπαράδεκτο νά λέη κάποιος Ἐπίσκοπος «Ἐγώ στόν λαό μου θά λέω ὅ, τ ι θ έ λ ω», καί σχολιάζει: «Ἀκριβῶς, ὅ,τι θέλει καί ἄς πᾶ νά κουρεύονται καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ συνοδικότητα».
Γιά κάποιον Μητροπολίτη γράφει ὅτι «εἶναι ἕνας Δόν Κιχώτης», ἀλλά δίχως «ἴχνος τῆς ἀθωότητος ἐκείνου». Γι’ αὐτό ὅσοι θά διακατέχονται ἀπό τέτοιες τάσεις στήν Ἐκκλησία θά μᾶς ὁδηγοῦν «σέ μάχες μέ ἀνεμόμυλους. Θά τίς χάνουμε ΟΛΕΣ». Ἕνας πού διακρίνεται ἀπό τέτοια νοοτροπία «θά βλέπει ν’ ἀνεβαίνουν οἱ τηλεοπτικές του μετοχές, πράγμα πού τόν καταγοητεύει». Καί καταλήγει:
«Ὁμολογῶ ὅτι γράφω ἐν ὀργῇ, γιά τοῦτο καί ἀφήνω στήν κρίση σας αὐτή τή γραφή».
Ὄχι, ἀγαπητέ Νίκο, δέν γράφεις μέ ὀργή, ἀλλά καταγράφεις τήν πραγματικότητα πού εἶναι χειρότερη ἀπό ὅ,τι νομίζεις.
Σέ μιά τελευταία ἐπιστολή του (18 Φεβρουαρίου 2021) κρίνει ἕνα μικρό σχόλιό μου. Τοῦ ἄρεσε, καί γράφει:
«Ἔλαβα σήμερα τό τεῦχος Ἰανουαρίου τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης» καί, καθώς τό φυλλομετροῦσα, τό μάτι μου ἔπεσε στό Σχόλιο "Οἱ χρησμολόγοι". Τό διάβασα πάραυτα καί κατόπιν πῆγα στήν κουζίνα, ὅπου ἡ κυρία Βικτώρια ἑτοίμαζε τό μεσημεριανό, καί τό διάβασα μεγαλοφώνως. Στό τέλος δέν κρατήθηκα καί εἶπα ἐντόνως: "Ἐπιτέλους, καιρός ἦταν νά τά ἀκούσουν ὅσοι μᾶς ἔχουν πρήξει τό συκώτι!».
Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων γιά τό ὀρθοτόμο κείμενό Σας, τό πρόβλημα ὅμως εἶναι πόσοι λαϊκοί καί κληρικοί θά τό διαβάσουν καί πόσοι ἀπό τούς ἀναγνῶστες θά πεισθοῦν. Μέ ἐνοχλεῖ νά βλέπω ἄκρως εὐσεβεῖς ἀνθρώπους νά ἐκκλησιάζονται σχεδόν ἐπιδεικτικά χωρίς μάσκα, γιατί ἔτσι τούς ἐπιβάλλει ὁ ἐξομολόγος τους.
Δέν ἔχουν πάντοτε ἄδικο ὅσοι μᾶς τά ψέλνουν ἀπό τίς ἐφημερίδες. Ἐξ αἰτίας μας βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ καί γιά τήν ἀδιάκοπη ἀποστολή τοῦ περιοδικοῦ.
Ἀσπάζομαι μέ πολύ σεβασμό τήν δεξιάν Σας».
(Ἤθελα νά γράψω καί ἄλλα ὡς ἐπίλογο, ἀλλά τελικά τό ἄφησα καί ἐπέλεξα τόν χαιρετισμό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου