Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη
Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, ὅπως καί τό σῶμα, ἀλλά δέν γνωρίζουμε τό τί εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς. Ὁ Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς; ὁ νοῦς; ἡ λογική; Ἐάν ἡ λογική εἶναι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, τότε τί γίνεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου; Μᾶλλον ὁ νοῦς εἶναι μιά νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐνέργεια διαφέρει ἀπό τήν διάνοια. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ δύο συστατικά. Ἀλλά ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς καί ἡ διάνοια, ἡ λογική, εἶναι δύο ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Στήν ὁρολογία τοῦ Ἀριστοτέλους ὁ νοῦς ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ποιητική ψυχή. Ὁ νοῦς, λέγουν οἱ Πατέρες, εἶναι αὐτοτελής, αὐτοενέργητος διότι ἔτσι δημιουργήθηκε. Στήν ἀρχική, πρό τῆς πτώσεως, κατάσταση ὁ νοῦς δέν ἔπασχε ἀπό τήν φαντασία ἤ ἀπό τίς αἰσθήσεις. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἔχη τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνει τήν χάρη στόν νοῦ του καί διά τοῦ νοός μετέχει ἡ διάνοια καί τό σῶμα. Νά μήν λησμονήσουμε ὅτι ὁ νοῦς εἶναι κτιστός καί ἁπλῶς μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς.
Στήν πεπτωκυῖα κατάσταση ἀδυνατοῦμε νά διακρίνουμε μεταξύ νοός καί διανοίας καί συγχέουμε αὐτές τίς δύο ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Κατ᾿ ἀρχάς ὁ Ἀδάμ εἶχε θεοπτία, ἀλλά μετά τήν πτώση σκοτίσθηκε καί συγχύσθηκε ἡ ἐνέργεια τοῦ νοός μέ τήν ἐνέργεια τῆς διάνοιας καί τώρα ἀσχολεῖται μέ τά κτιστά. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάση τόν κτιστό κόσμο διά τῆς λογικῆς, διότι ἡ λογική του δέν σκοτίσθηκε, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ τόν νοῦν, τοῦ ὁποίου τό κατ᾿ ἐξοχήν ἔργο εἶναι νά βλέπη τόν Θεό, ἔπαθε σύγχυση καί σκοτίσθηκε. Ἡ λογική δέν εἶναι τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό, ἀλλά διά τοῦ νοός, καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι λέγονται νοερές οὐσίες. Ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι κατώτερη τῆς νοερᾶς. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγον διακρίνουμε μεταξύ νοερᾶς προσευχῆς καί λογικῆς προσευχῆς.
Ὁ σατανᾶς σκότισε τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό «ὑπερσυνείδητον» ὁ νοῦς ἔγινε «ὑποσυνείδητον». Ὅταν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος καθαρίση τόν νοῦ του, τότε ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι ἡ ἴδια μέ τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως, δηλαδή ὁ νοῦς κυριαρχεῖ στήν διάνοια καί τό σῶμα καί ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀσκεῖται καί καταπολεμᾶ τόν σατανᾶ μπορεῖ μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά φθάση σέ σημεῖο, ὥστε ὁ νοῦς νά προσεύχεται ἀκαταπαύστως, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», ἐνῶ μέ τήν διάνοια μπορεῖ νά κάνη τά καθημερινά καθήκοντά του. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ὁ ἰδεώδης Ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀσκήσει καί ἔχει μάθει τήν νοερά προσευχή καί ἔπειτα ἐπιστρέφει στόν κόσμο καί ἐκτελεῖ τά ἐπισκοπικά καθήκοντά του. Στήν Δύση τέτοιο πράγμα δέν νοεῖται, διότι γι᾿ αὐτούς εἴτε θά εἶσαι ἀσκητής εἴτε θά εἶσαι Ἐπίσκοπος, ἀλλά ὄχι καί τά δύο μαζί. Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα στήν Δύση, διότι δέν γνωρίζουν οὔτε καταλαβαίνουν τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», τό ὁποῖο αὐτοί, ὅπως καί μερικοί ἐκ τῶν ἡμετέρων, ἑρμηνεύουν «ἀδιαλείπτως κάνετε καλά ἔργα!». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν εἶχε τέτοια διάσταση μεταξύ ἀσκητικῆς καί κοσμικῆς ζωῆς.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πάσχει τήν ἔκσταση, δηλαδή ἐλευθερώνεται ἀπό τήν δουλεία στήν λογική καί στίς αἰσθήσεις, χωρίς νά πάθη ἡ λογική ἤ ἡ αἴσθηση καμμία βλάβη. Αὐτή ἡ ἔκσταση τοῦ νοός δέν μοιάζει καθόλου μέ τήν λεγομένη ἔκσταση τῶν ἀνατολικῶν Μωαμεθανικῶν ἤ Δυτικῶν θρησκειῶν. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἔχη νοερά προσευχή ἤ ὅραση Θεοῦ, δέν παύουν νά λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις του ἤ ἡ λογική του. Εἶναι αἵρεση, μάλιστα, ὅταν πιστεύη κάποιος ὅτι μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό μόνον ὅταν ἡ ψυχή βρίσκεται ἐκτός τοῦ σώματος, κάτι τό ὁποῖο πίστευαν οἱ μυστηριακές θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καί κάτι τό ὁποῖο ἐξακολουθοῦν νά διδάσκουν οἱ Παπικοί. Γιά τήν Δύση ἡ λογική παύει, ἐνῶ τέτοιο πράγμα δέν διδάσκεται στήν ὀρθή πίστη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ τόν Θεό ἄνευ ἐκστάσεως. Αὐτό δέν ἐννοεῖ ὅτι ἀποκλείεται ἡ «ἐν ἁρπαγῇ» ὅραση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἁπλῶς ἡ Ἐκκλησία θέλει νά τονίση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ τόν Θεό ἐκτός καί ἐντός τοῦ σώματος. Σέ αὐτήν τήν, πρό τῆς πτώσεως, κατάσταση ὁ νοῦς εἶναι αὐτοτελής καί δέν δέχεται ἐπιδράσεις ἀπό τό σῶμα, τήν ψυχή, τίς αἰσθήσεις, τήν φαντασία ἤ ἀπό τήν ἀφαίρεση, διά τοῦ ποιητικοῦ νοός, ὅπως λέγει ὁ Ἀριστοτέλης. Μᾶλλον ὁ νοῦς μπορεῖ νά δεχθῆ ἀποκαλύψεις ἀπό τόν Θεό ἄνευ μέσων. Ὅταν ἔρχεται ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ὑπέρ λόγον, ἀλλά ἡ λογική καί οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νά μετέχουν. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος μετέχει καί γίνεται πνευματικός ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Στήν Δύση, ὅπου συγχέουν τήν νοερά καί λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πιστεύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ τόν Θεό διά τῆς λογικῆς! Γιά τήν Δύση ὑπάρχουν τρία εἴδη ἀποκαλύψεως:
- 1. Τό κατώτερο εἶδος, τό ὁποῖο γίνεται διά τῶν αἰσθήσεων, καί τότε διά τῆς φαντασίας, καί τέλος φθάνει στό λογικό. Εἶναι τό κατώτερο εἶδος διότι γίνεται διά κτισμάτων - τῆς κτιστῆς δόξης. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη βλασφημία γιά ἐμᾶς - δηλαδή τό νά ὀνομάσουμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ κτιστή. Οὔτε οἱ μεγαλύτεροι αἱρετικοί δέν τό εἶπαν αὐτό.
- 2. Τό ἀνώτερο εἶδος τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λαμβάνη ἀποκάλυψη ἄνευ ἐξωτερικῶν ἀντικειμένων, καθ᾿ ὅν χρόνο ὁ Θεός δημιουργεῖ μιά εἰκόνα ἤ ἐντύπωση στήν φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐντύπωση πάλι φθάνει στήν λογική.
- 3. Τό ἀνώτατο εἶδος τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι, ὅταν φθάνη ἡ ἀποκάλυψη κατ᾿ εὐθείαν στήν λογική, ἄνευ τῆς φαντασίας. Ἄρα, ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις γιά τούς Παπικούς ὑπόκεινται στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου καί γίνεται λογική γνώση, ἡ ὁποία δέν διαφέρει ἀπό τήν φιλοσοφική γνώση.
Οἱ Δυτικοί πιστεύουν ὅτι οἱ Προφῆτες ἦταν πνευματικῶς χαμηλά στό νά ὁμιλοῦν, γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε τήν κτιστή δόξα του διά τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας τῶν Προφητῶν. Αὐτοί λέγουν ὅτι μόνον ὁ Μωϋσῆς ἐξαιρεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὁποῖος εἶδε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἐν ἐκστάσει. Γιά τούς Παπικούς ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ὁ θρόνος τῆς δόξης, τό ἀπρόσιτον φῶς, ὅλα αὐτά τά θεωροῦν ὡς κτιστά. Εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ποτέ δέν εἶπαν ὅτι τό Φῶς ἦταν κτίσμα.
Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας περιγράφει τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ὡς γάμο: «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ἐνῶ καί τά δύο πρόσωπα διατηροῦν τήν προσωπικότητά τους καί τήν ἀτομική ὑπόστασή τους. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ὁ Θεόδωρος μεταχειρίσθηκε τήν φιλοσοφία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ. Ὁ Πλωτῖνος πίστευε στήν ὕπαρξη τριῶν «ἀρχικῶν ὑποστάσεων»: 1) Ἕν, 2) Νοῦς, 3) Ψυχή. Ὁ Νοῦς ὡς ὑπόσταση εἶναι ὁ νοητός κόσμος, ἤτοι ἡ συλλογή ὅλων τῶν εἰδῶν, πρωτοτύπων ἤ ἀρχετύπων, καί ὡς τέτοιο δέν μπορεῖ νά εἶναι τό «Ἕν» ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπορρέει. Γιά κάθε πράγμα πού ὑπάρχει, ὑπάρχει μία ἰδέα τοῦ πράγματος ἐντός τοῦ νοητοῦ κόσμου ἤ τοῦ Νοός. Οἱ ἰδέες αὐτές εἶναι ἀσώματες καί ὅλες μαζί κάνουν καί ἀποτελοῦν τήν μία ὑπόσταση τοῦ Νοός. Μέ αὐτήν τήν εἰκόνα μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς ὁ Μοψουεστίας μποροῦσε νά δικαιολογήση φιλοσοφικῶς τό πῶς ὁ Χριστός εἶχε δύο φύσεις καί μία ὑπόσταση ἤ ὅπως θά ἔλεγε ὁ Μοψουεστίας: «δύο ὑποστάσεις καί ἕνα πρόσωπο», τό πρόσωπο τῆς ἑνώσεως.
Μποροῦμε, ὅμως, νά κάνουμε ἀναλογία μεταξύ τῶν ἑνώσεων τῶν εἰδῶν στόν νοητό κόσμο τοῦ Πλωτίνου καί μεταξύ τῆς ἑνώσεως θεϊκῆς καί ἀνθρωπίνης φύσεως στόν Χριστό; Ἴσως αὐτές οἱ ἑνώσεις νά γίνονται στόν νοητό κόσμο, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ τόν Χριστό, πρόκειται περί σαρκός καί αἵματος, ἐκτός ἐάν πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀσώματη!. Στά φιλοσοφικά συστήματα ἡ ποιητική ψυχή καί ἡ παθητική ψυχή εἶναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν παθητική ψυχή του. Ὅμως, ὑπάρχει μόνο μία ποιητική ψυχή σέ ὅλον τόν κόσμο. Στήν ποιητική ψυχή ἀποταμιεύονται ὅλες οἱ εἰκόνες καί τά καθόλου (universals) καί ὅταν ἡ παθητική ψυχή ἔχη ἀνάγκη μιᾶς ἰδέας, τήν δανείζεται ἀπό τήν ποιητική ψυχή. Ἐνῶ ἡ παθητική ψυχή σκέπτεται ἀλληλοδιαδοχικῶς (ἀλληλοδιαδοχή σκέψεως), ἡ ποιητική ψυχή ἔχει τά πάντα καί σκέπτεται τά πάντα συγχρόνως. Ἡ ποιητική ψυχή ἔχει ὅλες τίς ἰδέες ὅλων τῶν πραγμάτων στόν κόσμο καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν τῶν πραγμάτων καί παίρνει τίς ἐντυπώσεις ἀπό αὐτά. Ἡ γνώση τοῦ ἀνθρώπου ἀποταμιεύεται στήν ποιητική ψυχή. Αὐτό ἐξαρτᾶται, ἐάν εἶναι κάποιος ἀριστοτελικός ἤ πλατωνικός.
Οἱ Μωαμεθανοί αὐτό τό διδάσκουν γιά νά ἐξηγήσουν τήν ἀποκάλυψη. Οἱ Δυτικοἰ θεολόγοι τοῦ 12ου αἰῶνος ὑπέστησαν μεγάλη ἐπίδραση ἀπό τούς Μωαμεθανούς. Εἰσήχθη ἡ ἑλληνική φιλοσοφία στήν Δύση μέ μιά μορφή ἀπό τόν Αὐγουστῖνο, τόν 4ον αἰώνα. Κατόπιν οἱ Ἄραβες ἔκαναν μετάφραση τῶν ἔργων τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τόν 7ον- 8ον αἰώνα, στήν Συρία. Ὅταν οἱ Ἄραβες εἰσέβαλαν στήν Ἱσπανία, εἰσήγαγαν καί τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἀπό τίς ἀραβικές μεταφράσεις μεταφράσθηκε στά λατινικά καί ἔκτοτε πολύ ἐπέδρασε ἡ ἑλληνική φιλοσοφία στήν σκέψη τῶν Δυτικῶν θεολόγων. Οἱ Ἄραβες δέχονται ὅτι μία εἶναι ἡ ποιητική ψυχή καί ὅτι ἡ παθητική ψυχή δέχεται ἀποκαλύψεις ἀμέσως ἀπό τήν ποιητική ψυχή καί ἐμμέσως, διά τῶν αἰσθήσεων κτλ. Στήν Δύση μεγάλη μάχη γινόταν γύρω ἀπό τό ζήτημα ἐάν ἡ ποιητική ψυχή εἶναι μία γιά ὅλους ἤ ἐάν ὑπάρχη μία ποιητική ψυχή γιά κάθε ἄνθρωπο. Στό τέλος ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτος νίκησε. Ἡ ποιητική ψυχή καί ἡ παθητική εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ξεχωριστές πηγές. Ἔτσι σέ τοῦτο τό σύστημα ἡ ποιητική ψυχή εἶναι ταμεῖο ἰδεῶν.
Σέ ὁρισμένα ἄλλα φιλοσοφικά συστήματα θά λεγόταν μνήμη ἤ μνημονικό. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά ὀνομασθῆ μνημονικό, διότι τό μνημονικό ἔχει ὡς ἔργο νά ψαρεύη στήν ποιητική ψυχή γιά ἰδέες. Ἀκόμη, ἡ μνήμη δέν σκέπτεται ὅλα τά πράγματα συγχρόνως, ἀλλά σκέπτεται ἕνα πράγμα κατόπιν τοῦ ἄλλου. Ἔτσι, τό μνημονικό καί ἡ ποιητική ψυχή δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Ἡ μνήμη μᾶλλον εἶναι τό ὄργανο διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἐπαναφέρει μιά ἰδέα. Ἡ παθητική ψυχή πάσχει τίς ἐντυπώσεις πού ἔρχονται διά μέσου τῆς φαντασίας ἀπό τίς αἰσθήσεις. Πάσχει τήν γνώση αὐτή. Στήν παθητική ψυχή γίνεται ἡ ἀφαίρεση αὐτή καί, ὅταν φθάνη στήν ποιητική ψυχή, ἀποταμιεύεται ἡ καθαρή ἰδέα (ποιητική ψυχή = ταμεῖον καθαρῶν ἰδεῶν).
Στήν Δυτική φιλοσοφική ἀνθρωπολογία ἡ ποιητική ψυχή εἶναι τό μέρος τῶν ἰδεῶν, ὅπου δηλαδή ὑπάρχει ἡ ἀφηρημένη ἰδέα, ἡ ὁποία ἦλθε ἤ διά τῶν αἰσθήσεων ἤ ἀμέσως στήν ποιητική ψυχή διά ἀποκαλύψεων, χωρίς νά περάση ἀπό τήν φαντασία. Ἔτσι, ὁ Προφήτης διά τῆς ἀποκαλύψεως λαμβάνει τήν καθαρή ἰδέα. Βλέπει τήν καθαρή ἀλήθεια χωρίς ἐπίδραση ἀπό τά ἐξωτερικά ἤ διά μέσου τῆς φαντασίας. Οἱ Δυτικοἰ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση καί νομίζεις ὅτι πράγματι βλέπεις κάτι. Τέτοιου εἴδους φαντασία ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως δέν εἶναι ἀποκάλυψη, ἀλλά τερατούργημα σατανικῆς ἐνεργείας. Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος λαμβάνει τέτοια «ἀποκάλυψη» πρέπει νά βρίσκεται σέ φρενοκομεῖο.
Ἐνῶ στά δυτικά συστήματα ἡ ποιητική ψυχή εἶναι ταμεῖον ἰδεῶν, ὅπου ταμιεύονται τά καθόλου, στήν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία αὐτό εἶναι σημεῖο τῆς πτώσεως, ὅταν δηλαδή τό νοερό μέρος τῆς ψυχῆς, (μία δύναμις, ἐνέργεια τῆς ψυχῆς), πάθη σύγχυση μέ τήν διάνοια καί ὁ νοῦς καταγίνεται μέ τά λογικά καί τά αἰσθητά καί ἁπλῶς πάσχη τήν γνώση πού ἔρχεται διά μέσου τῶν αἰσθήσεων. Ἔτσι, γιά νά ἐπανέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν προτέρα του κατάσταση, δέν εἶναι ἀνάγκη νά σταματήση τήν λογική του ἐνέργεια, ἀλλά μᾶλλον νά ἐννοήση ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά χωρέση μέσα στά λογικά κατηγορήματα τοῦ ἀνθρωπίνου νοός. Χρειάζεται νά ἀπελευθερωθῆ ὁ νοῦς, ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νά ἀποβάλη ὁ νοῦς ὅλα τά νοήματα, ὅλα τά αἰσθητά καί νά κενωθῆ ἡ φαντασία. Αὐτό γίνεται διά προσευχῆς καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατ’ ἀρχάς ἡ προσευχή εἶναι ἐνέργεια τῆς λογικῆς καί τοῦ σώματος, ἀλλά ἡ λογική αὐτή προσευχή πρέπει νά γίνη νοερά προσευχή. Τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐξίσταται τῆς λογικῆς καί καταγίνεται μόνο μέ προσευχή. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἔπαθε ἔκσταση ἤ κῶμα, ὅπως νομίζουν ὅτι παθαίνουν οἱ Δυτικοί μυστικιστές. Ἐμεῖς ἐννοοῦμε ὅτι ὁ νοῦς παθαίνει ἔκσταση, ἐνῶ ἡ λογική συνεχίζει νά ἐνεργῆ. Εἶναι δυνατόν ὅμως καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος νά ἐξίσταται, νά πάθη ἁρπαγή (Β΄ Κορ. 12, 8).
Ὁ νοῦς δέν εἶναι τόπος ὅπου ἀποταμιεύονται τά καθόλου, ἀλλά τόπος ὅπου δέν ὑπάρχουν ἰδέες, ἀλλά μόνον νοερά προσευχή, διότι ὁ νοῦς ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν σύγχυση, ἡ ὁποία ἔγινε ἐξαιτίας τῆς πτώσεως, καί προσεύχεται. Καί ὁ Θεός τότε μπορεῖ νά δώση στόν ἄνθρωπο, χωρίς ποτέ νά τό ζητήση, διότι εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά ζητήση κάποιος ὅραση τῆς θείας δόξης, ὡς δῶρο τήν ἀποκάλυψη τῆς δόξης Του, ἐάν νομίζη ὅτι μπορεῖ νά τό βαστάξη. Ἄλλο, λοιπόν, νά δῆ κάποιος τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο ἡ ἔκσταση τοῦ νοός, ὅταν καταγίνεται ὁ νοῦς μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τίποτε ἄλλο. Ὁ νοῦς ἁπλῶς ἐλευθερώνεται ἀπό τήν λογική, ἀλλά δέν παύει ὅμως νά ἐνεργῆ ἡ λογική. Ἔτσι, ἡ ἔκσταση δέν εἶναι ἁρπαγή.
Ἁρπαγή εἶναι νά ἁρπαχθῆ ὁ ἄνθρωπος στόν οὐρανό καί νά βλέπη τόν Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο, δηλαδή τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ἀκούη ἄρρητα ρήματα καί νά δέχεται τήν ἀποκάλυψη κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε νά μήν γνωρίζη ἐάν βρίσκεται ἐντός ἤ ἐκτός τοῦ σώματος. «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων• εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτός σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν...ὅτι ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον, καί ἤκουσε ἄρρητα ρήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄Κορ. 12, 2-4). Ἡ πρόταση «ὁ Θεός οἶδεν» σημαίνει ὅτι στήν ἁρπαγή αὐτή ὁ ἄνθρωπος καί ὁ Θεός ἑνώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ὥστε ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν καί τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τόν Θεό μέ τά ὄμματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του ποτέ δέν μπορεῖ νά δῆ τόν Θεό. Ὅταν, ὅμως, γίνεται χάριτι Θεός διά τῆς θεώσεως, τότε λαμβάνει ὡς χάρισμα τό ὄμμα τοῦ Θεοῦ, διότι μόνον ὁ Θεός βλέπει τόν Ἑαυτό Του. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό μέσα του διά τοῦ ὄμματος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά γίνεται σέ ἁρπαγή ἤ χωρίς ἁρπαγή. Ὅταν γίνεται σέ ἁρπαγή ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ὅλες οἱ αἰσθήσεις καί ἡ λογική παύουν νά ἐνεργοῦν καί ὁ ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μόνον μέ τήν θεωρία αὐτή καί δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπό ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Βεβαίως δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε καλῶς τήν ἁρπαγή διότι δέν τήν γνωρίζουμε ἐκ πείρας. Γνωρίζουμε ὅ,τι γνωρίζουμε ἀπό τίς περιγραφές τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔπαθαν τέτοια ἔκσταση. Ἐκτός τῆς ἁρπαγῆς ὑπάρχει καί ἄλλος τρόπος κατά τόν ὁποῖον μπορεῖ κάποιος νά δῆ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Δύο ἅγιοι μποροῦν νά συνομιλοῦν καί ὁ ἕνας νά βλέπη τόν ἄλλον μέσα στήν δόξα καί στό φῶς. Δέν εἶναι αὐτό ἁρπαγή. Πάντως, ὅμως, εἶναι ἀποκάλυψη. Ἔτσι, ἡ ἔκσταση τοῦ νοός δέν εἶναι ἔκσταση, ὅπως τήν ἐννοοῦν οἱ Δυτικοί, οὔτε ἁρπαγή. Ἡ ἔκσταση γίνεται ἐπειδή ὁ Θεός ἔδωσε στόν νοῦ τό χάρισμα τῆς προσευχῆς. Καί ἡ ἔκσταση αὐτή εἶναι συνεχής, γι’ αὐτό καί μᾶς προτρέπει ὁ Παῦλος λέγοντας «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5, 17). Νά καταγίνεσθε ἀδιαλείπτως μέ προσευχή.
Στά φιλοσοφικά συστήματα διά τῆς ἐκστάσεως ἡ ψυχή ἐξίσταται τοῦ σώματος καί πετᾶ ἔξω τοῦ κόσμου τούτου καί πηγαίνει στόν νοητό κόσμο τοῦ Πλάτωνος καί γιά στιγμή ἔχει ὅραση τῆς θείας οὐσίας. Ἡ ὅραση αὐτή δέν διαρκεῖ πολύ χρόνο, εἶναι συνήθως στιγμιαία, ἀλλά κάποτε διαρκεῖ καί γιά ὧρες ὁλόκληρες. Ἐάν ὅμως διαρκῆ γιά ὧρες ὁλόκληρες, θεωρεῖται σπουδαῖο πράγμα. Βεβαίως, εἶναι περιττό νά ποῦμε ὅτι ὁ παθών τέτοια ἔκσταση βρίσκεται ὑπό σατανική ἐπίδραση. Δέν ὑπάρχει γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους τέτοιο εἶδος ἐκστάσεως. Ὁ νοῦς ἐξίσταται καί δέν κάνει τίποτε ἄλλο παρά ἀδιαλείπτως προσεύχεται. Ἐάν κανείς ἐπιτύχη μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τήν ἔκσταση τοῦ νοός, εἶναι πολύ δύσκολο νά πέση, διότι ἔχει νικήσει σχεδόν τελείως τόν σατανᾶ. Εἶναι δυνατόν νά πέση μόνον διά τῆς ὑπερηφανείας. Οἱ Προφῆτες περιγράφουν τίς θεωρίες τους μέ συμβολική γλώσσα. Ἔτσι ὁ Ἡσαΐας δέν ἔπαθε ἁρπαγή, ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν Θεό ἐν ἁρπαγῇ καί ἄνευ ἁρπαγῆς.
Αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία ἔχει μεγάλη σημασία διότι μᾶς δείχνει πῶς ἕνας ἀγράμματος ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεχθῆ ἀποκαλύψεις διά τῆς ἐπιδιώξεως τῆς ἐκστάσεως τοῦ νοός καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί ὁ Θεός τοῦ τό χαρίζει ὡς δῶρο. Δέν ἐπιδιώκει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τήν ὁποία ἀποκτᾶ μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ὁ Θεός τοῦ δίδει τήν προσευχή, ἐάν δέν πρόκειται νά τόν βλάψη. Βλέπουμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πῶς ἦταν δυνατόν ἡ Παναγία, καίτοι μικρῆς ἡλικίας, χωρίς νά ἔχη τήν διάνοιά της ἀνεπτυγμένη, νά ἔχη τόν νοῦ της ἐν ἐκστάσει καί νά ἔχη ἄμεση καί συνεχῆ κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, ἡ Παναγία εἰσέρχεται στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἐδῶ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σημαίνουν τό σκήνωμα τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι ὁ Θεός ἔχει κάνει μονήν μέσα της. Ὁ Θεός κάνει σκήνωμα μέσα στόν ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτό ἡ Παναγία ἦταν δυνατόν νά τελειοποιηθῆ ἀπό μικρό κορίτσι, διότι ὁ νοῦς της κρατήθηκε καθαρός καί δέν σκοτίσθηκε καί εἶχε συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ καλόγηρος δέν ἀσχολεῖται πλέον μέ γνώση. Ἐπιποθεῖ κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν γνώση. Ἐπιδιώκει μιά φώτιση διά τῆς ὁποίας λαμβάνεται ὑπερφυσική γνώση. Ὁ σκοπός του, λοιπόν, εἶναι νά χωρίση τόν νοῦ ἀπό τήν λογική καί, ὅταν ἐπιτευχθῆ αὐτός ὁ χωρισμός τῆς νοερᾶς καί λογικῆς ἐνεργείας, καθαρίζεται ὁ νοῦς καί ὁ καθαρός νοῦς φωτίζει τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ἀνθρώπου καί δέχεται τήν ἀποκάλυψη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος τότε εἶναι σέ θέση νά διδάξη τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου, διότι ἔχει νικήσει (σχεδόν) τόν διάβολο. Εἶναι, λοιπόν, κατ’ ἐξοχήν θεολόγος. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι εἶναι μεγάλη ἀνοησία γιά ἕναν καλόγηρο νά καταγίνεται μέ ἄλλες ὑποθέσεις. Ἐν ἀντιθέσει οἱ Δυτικοί πιστεύουν ὅτι ἡ «θεωρία» εἶναι τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπερβαίνει τά κατηγορήματα τῆς λογικῆς, ὁ Δυτικός προσπαθεῖ νά γνωρίση τόν Θεό διά τῆς διαλεκτικῆς καί συλλογιστικῆς σκέψεως. Στήν Ἀνατολή ὁ λογικός καί συλλογιστικός τρόπος τῆς θεολογίας καταδικάσθηκε ἐπανειλημμένως, διότι ἡ ἀποκάλυψη δέν βασίζεται σέ συλλογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά στήν γνώση ἐξ ἀμέσου ἀποκαλύψεως.
Στίς διαλεκτικές φιλοσοφικές μεθόδους ὁ φιλόσοφος προσπαθεῖ νά βρῆ τό καθ’ ὅλου (universal) καί ἀπό τά καθ' ὅλου (universals) διά συλλογισμῶν νά φθάση σέ ἄλλες ἰδέες. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν παραδεχόμεθα τήν ὕπαρξη καθ’ ὅλου στόν Θεό. Ἡ λανθασμένη ἰδέα ὅτι ὑπάρχουν universals εἶναι εὕρεση τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, λέμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει μιά ξεχωριστή ἰδέα γιά κάθε ἄνθρωπο. Δέν εἶναι ἰδέα μέ φιλοσοφική ἔννοια, εἶναι ἐνέργεια, θεῖον καί ἀγαθό θέλημα Θεοῦ. Εἶναι αὐτό τό ὁποῖο οἱ φιλόσοφοι καλοῦν εἶδος. Ὅμως οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι εἶναι «ἀνείδεον». Ὁ Θεός ἔχει πολλά θελήματα. Δέν εἶναι εἴδη, ἀλλά ἐνέργειες καί θελήματα, προορισμοί, εἰκόνες ἀσχημάτιστες. Δέν ἔχουν μορφή ἤ εἶδος, γι’ αὐτό ὁ καλόγηρος προειδοποιεῖται. Ἐάν ἔχη μορφή ἤ σχῆμα, ἐάν δῆ φῶς ἤ χρῶμα, πρέπει νά τό διώξη διότι εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου. Τό ἄκτιστον φῶς δέν ὁμοιάζει μέ τίποτε πού γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος διά τῆς λογικῆς (σχῆμα, μορφή, εἶδος, χρῶμα, φῶς, κ.τ.λ.), ὑπερβαίνει τά κατηγορήματα τῆς λογικῆς.
Γιά ἐμᾶς, λοιπόν, ὁ Ἰησουΐτης, ὁ Δομινικανός καί ὅλοι οἱ «μοναχοί» τῆς Δύσεως χάνουν τόν καιρό τους μέ τό νά ἀσχολοῦνται μέ κοσμικές γνώσεις. Δέν εἶναι καλόγηροι ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, διότι ἀσχολοῦνται μέ κατώτερη γνώση. Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχός ζητεῖ τήν ἀνώτερη γνώση. Γι’ αὐτό καί λέγεται ἡ μοναχική ζωή «ἀγγελική ζωή», διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι νοερά ὄντα, τά ὁποῖα καταγίνονται μέ τήν νοερά προσευχή. Ἔχουν νοερά πείρα, ὄχι λογική γνώση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου