Του π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὸν παράλυτο ποὺ ἐπὶ 38 ὁλόκληρα χρόνια βρισκόταν κατάκοιτος σὲ κάποια ἀπὸ τὶς πέντε στοὲς τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά. Στὸ τέλος τοῦ ἔδωσε τὴ συμβουλή: «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴν πάθεις χειρότερα (Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου). Ὥστε ὁ παράλυτος εἶχε ἀρρωστήσει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του;
Ναί! Καὶ ὄχι μόνο αὐτός. Τὸ ἴδιο
συμβαίνει σὲ ὅλους μας. Ὁ Χριστὸς ὑποσημαίνει ἐδῶ τὸ τεράστιο πρόβλημα ποὺ ἐπισώρευσε
στὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ ἁμαρτία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφάσιζε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἀφήσει
τὸν Ρουβίκωνα πίσω του καὶ νὰ ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ τὸν Θεό, διαρρηγνύοντας τὴ
μέχρι τότε σχέση ὑπακοῆς του πρὸς αὐτόν, δὲν φανταζόταν ποτὲ τί ἀνεξέλεγκτο ἀσκὸ
τοῦ Αἰόλου ἄνοιγε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
Ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας ἐπέφερε
στὴν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι τὴν ποθητὴ θέωση, ἀλλὰ τὴν
παντοειδῆ φθορὰ καὶ θνητότητα.
Γιὰ ὅ,τι περνᾶμε, αἰτία εἶναι ἡ ἐπιλογή μας. «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας
θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος» (Ρωμ. 6, 23). Ὁ μισθὸς ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τὸ
δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.
Ἡ φθορὰ εἶναι οἱ ποικίλες ἀσθένειες,
ἡ γήρανση καὶ ὁ θάνατος, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα παθήματα ποὺ καταπονοῦν ψυχικὰ καὶ
σωματικὰ τὸν ἄνθρωπο (πόλεμος, ἀδικία, φτώχεια, καταπίεση, στέρηση ἐλευθερίας,
ποικιλότροπη ἐκμετάλλευση, παντοδαπὰ βασανιστήρια κ. λ. π.). Ἀπὸ τὴν παντελῆ ἔλλειψη
πόνου, λύπης καὶ στεναγμοῦ στὴν παραδεισιακὴ ζωή, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε στὸ πύρινο
καμίνι τῆς ὀδύνης, ψυχικῆς καὶ σωματικῆς, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο.
Τὰ τέκνα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας,
ἀκόμα καὶ ὅσα σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο δὲν εἶναι ἐγκλωβισμένα στὰ πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας
(τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἅγιοι), διέρχονται, παρὰ ταῦτα, ὅλα ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ
κοιλάδα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ἑκούσια ἢ ἀκούσια,
στενάζει ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας ἢ τῶν δεινῶν ποὺ αὐτὴ ἐπισωρεύει.
Ἡ καταστροφικὴ ἐπέκταση τῆς ἁμαρτίας
σὲ γενικό, πανανθρώπινο συλλογικὸ ἐπίπεδο θὰ βρεῖ ἀπέναντί της τὴ δυναμικὴ ἐπέμβαση
τοῦ Θεοῦ σὲ τρεῖς
περιπτώσεις.
Ἡ πρώτη εἶναι μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων (τότε ποὺ τὸ ἀνθρώπινο
γένος ἀριθμοῦσε δύο μόνο ἀνθρώπους). Ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει καὶ ἐπιτρέπει τὸν
βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον ᾖ». Γιὰ νὰ μὴ
ζεῖ αἰώνια ὁ ἄνθρωπος καί, συνεπῶς, ἁμαρτάνει αἰώνια διαιωνίζοντας ἔτσι τὸ
κακό, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει «τὴν κρᾶσιν καὶ μίξιν ταύτην καὶ τὸν ἄλυτον τοῦτον
δεσμὸν (τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος) ἀποτέμνεσθαι καὶ διαλύεσθαι». Νὰ
χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ἡ δεύτερη δυναμικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ συλλογικοῦ
κακοῦ εἶναι ὁ κατακλυσμὸς ποὺ ἔγινε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Νῶε, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι,
πλὴν ὀκτὼ ψυχῶν, εἶχαν γίνει σάρκες, τὸ φρόνημά τους ἦταν ἐντελῶς χοϊκὸ καὶ ὑλικό.
Ἡ τρίτη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἀναμένεται ἀκόμη. Θὰ εἶναι ἡ
Δευτέρα Παρουσία του, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐπέλθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου ὑπὸ τὴ μορφὴ
ποὺ τὸν γνωρίζουμε. Θὰ ἐπισυμβεῖ, ὅταν οἱ ἄνθρωποι, πλὴν ὀλίγων, φτάσουν σὲ
πλήρη ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁλοκληρωτικὴ προσκύνηση τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων
του.
Ἀλλὰ
καὶ ἐνδιαμέσως ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει πολλάκις ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἀδιαλείπτως
μὲν στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ,
ἐνίοτε δὲ σὲ μερικὸ συλλογικὸ ἐπίπεδο (καύση Σοδόμων καὶ
Γομόρρων, βαβυλώνεια αἰχμαλωσία Ἰσραηλιτῶν, καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ κάθε
τόπου ποὺ καταντᾶ «κατοικητήριον δαιμονίων καὶ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου»
[Ἀποκ.
18, 2]).
Φεῦγε
λοιπὸν τὴν ἁμαρτία! Γιατί νὰ ὁδεύεις διαρκῶς ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου