Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Ήσυχος οικογενειάρχης και νοικοκύρης ο Τιμόθεος. Κοίταζε την δουλειά του, τα χτήματα του, τα αμπέλια και τους ελαιώνες του και φυσικά την φαμελιά του. Η Μαντίνα, η γυναίκα του, βοηθούσε με τα ζωντανά, να τα ταΐσει να τα ποτίσει να 'χει το νου της μην ξενογεννήσουν οι κότες στου γείτονα κι άντε μετά να τρέχει να γυρεύει τα αυγά. Εμφύλιος πόλεμος θα ξεσπούσε μεταξύ των γειτόνων! Είχαν και κουνέλια που κι εκείνα θέλανε ιδιαίτερη και περισσή φροντίδα.
Οι μεγάλες αυλές πάλι γύρω από το σπίτι θέλανε σκούπισμα μια και δυο φορές την ημέρα, μολονότι, ξίο-ξίο την άκουγες όλη μέρα να κυνηγάει τις κότες, εκείνες όλο εκεί γύρω τριγύριζαν μπας και βρουν κάνα ψίχουλο από το τίναγμα της μεσάλας της νοικοκυράς. Είχε έγνοια να αλλάζει κάμποσες φορές την ημέρα και θέση στην κουτσούνα να μην την πιάνει ο ήλιος, τη γίδα τους, έτσι την βάφτισε η Κατινούλα, όταν την πρωτοείδε γιατί της φάνηκε πολύ χαριτωμένη και ομορφούλα! Την πρόσεχε πολύ και ήταν η σύντροφος των παιχνιδιών της, ο Διονυσάκης κι ο Ανδρέας, τ' αδέλφια της δεν έπαιζαν ποτέ μαζί της! Ήταν η εποχή που τα κορίτσια δεν συμμετείχαν στα παιχνίδια των αγοριών. Κάπως απόμερο το σπίτι τους στην άκρη του χωριού, μολονότι κατέληγε στον κεντρικό δρόμο από όπου πήγαιναν στη χώρα.
Ο Διονυσάκης κι ο Ανδρέας, με μικρή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, αχώριστοι μεν, αλλά τελείως διαφορετικοί σε χαρακτήρα και προτιμήσεις.