«Ὁ τυφλός γεννηθείς ἐν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ ἔλεγεν. Ἆρα ἐγώ δι’ ἁμαρτίας γονέων ἐγεννήθην ἀόμματος; Ἆρα ἐγώ δι’ ἀπιστίαν ἐθνῶν ἐγεννήθην εἰς ἔνδειξιν; Οὐχ ἱκανῶ τοῦ ἐρωτᾶν πότε νύξ πότε ἡμέρα. Οὐκ εὐτονοῦσι μου οἱ πόδες τά τῶν λίθων προσκρούσματα. Οὐ γάρ εἶδον τόν ἥλιον λάμποντα, οὐδέ ἐν εἰκόνι τόν ἐμέ πλαστουργήσαντα. Ἀλλά δέομαί σου, Χριστέ ὁ Θεός, ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ καί ἐλέησόν με» (Στιχηρό του Εσπερινού της Κυριακής του Τυφλού σε ήχο δεύτερο)
«Αυτός που γεννήθηκε τυφλός σκεφτόταν και μιλούσε με τον εαυτό του λέγοντας: Άραγε εγώ εξ αιτίας αμαρτιών των γονέων μου γεννήθηκα χωρίς μάτια; Άραγε εγώ εξαιτίας της απιστίας των ειδωλολατρών γεννήθηκα έτσι ώστε να πάρουν ένα σημάδι πίστης; Δεν είμαι ικανός να ρωτήσω πότε είναι νύχτα και πότε ημέρα. Δεν έχουν την δύναμη τα πόδια μου να αποφύγουν τις συγκρούσεις με τις πέτρες του δρόμου και πέφτω. Δεν είδα ποτέ τον ήλιο να λάμπει, ούτε την όψη Αυτού που με πλαστούργησε (του Θεανθρώπου Χριστού). Σε παρακαλώ λοιπόν, Χριστέ Θεέ μου, κοίταξε, φρόντισε, ελέησέ με».