e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Η χήρα και η Ανάσταση

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ομορφούλα και τσαχπινούλα η Λιλή και πολύ καλό κορίτσι. Ούτε 19 χρονών, ερωτεύτηκε τρελά τον Αντώνη! Ασφαλώς κι εκείνος την ερωτεύτηκε πολύ, τόσο που όντας καρδιοκατακτητής και περπατημένος, απορούσε με τον εαυτό του πώς την πάτησε έτσι με τη Λιλή. Έχασε τον ύπνο του, στο γραφείο το μυαλό του γύριζε συνέχεια σε κείνην και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, ήταν Εφοριακός υπάλληλος. Έμμονη ιδέα του είχε γίνει.

Τον είχαν πάρει χαμπάρι οι συνάδελφοι και τον πείραζαν διαρκώς, αλλά καλοσυνάτα!

-Έλα βρε Αντώνη, μια ψυχή που είναι να΄ βγει, θα ’βγει. Μην το σκέφτεσαι, στείλε προξενιό πριν σε προλάβει άλλος και μείνεις μπουκάλα!

Δεν ήταν άβγαλτο παιδί ο Αντώνης κόντευε τα 25. Φυσικά, τα 6 χρόνια που την περνούσε δεν ήταν πρόβλημα για τότε.

«Γιατί, ο άνδρας πρέπει να περνάει τη γυναίκα κατά μέσον όρο 8-10 χρόνια! Για να είναι μυαλωμένος και να ξέρει να κουμαντάρει τη φαμελιά, αλλά κυρίως, γιατί η γυναίκα γερνάει γρήγορα»!

Φυσικά, ούτε συζήτηση να την πλησιάσει, μπορεί να μην είχε πατέρα, αλλά τόσο η μάνα όσο και τα δύο της αδέλφια, κέρβεροι. Έτσι δεν είχε επιλογή παρά μόνο να την ζητήσει σε γάμο και να παντρευτούν.

Τα αδέλφια δεν είδαν με καλό μάτι το προξενιό. Γνώριζαν το ποιόν του Αντώνη. Η μάνα είχε άλλη γνώμη.

-Νέος είναι κι έκανε τις τρέλες του. Θα παντρευτεί, θα κάνει οικογένεια και θα νοικοκυρευτεί.

Άλλωστε φαίνεται να την αγαπάει τη Λιλή μας, όχι προίκα δε ζήτησε, αλλά ακόμα και τα έπιπλα που στον τόπο μας, τα αγοράζει η νύφη, ο προξενητής είπε, θα τα αγοράσει ο γαμπρός.

Έτσι, με τις ευλογίες όλων, παντρεύτηκαν και έμειναν στην πόλη όπου είχε σπίτι ο Αντώνης! Η Λιλή, κατενθουσιασμένη και ευτυχισμένη! Όχι μόνο παντρεύτηκε τον νέο που αγάπησε, όχι μόνο δεν επιβάρυνε τα αδέλφια με προίκες και τέτοια, αλλά επί πλέον, γλίτωσε από την κλειστή και περιορισμένη κοινωνία του χωριού και θα ζούσε στην πόλη κυρά κι αφέντρα!

Όταν έφευγε για το γραφείο ο Αντώνης, η Λιλή ετοιμαζόταν, στολιζόταν και έβγαινε βόλτα. Γυρνούσε στα κάθε λογής μαγαζιά. Χάζευε λίγο τις βιτρίνες, ψώνιζε για να μαγειρέψει και μετά σπίτι, ώστε όλα να είναι έτοιμα γύρω στις 2.00 το μεσημέρι που ερχόταν ο Αντώνης. Τις Κυριακές έβγαιναν μαζί, σουλατσάριζαν κάμποσες φορές πάνω κάτω σαν όλους και κατέληγαν σε Καφεζαχαροπλαστείο όπου συναντούσαν και άλλους γνωστούς και φίλους, για γλυκά και ουζάκια.

Ξαφνικά, ο Αντώνης άλλαξε. Άρχισε να γίνεται καχύποπτος και ζηλιάρης, δεν την άφηνε να πάει πουθενά. Σαν πρώτο βήμα, της επέβαλε να κόψει τις πρωινές βόλτες και θα ψωνίζει εκείνος. Λίγο μετά, κατάργησε και τις Κυριακάτικες βόλτες που πήγαιναν μαζί.

Στην αρχή, δεν αντέδρασε η Λιλή, νόμισε πως ήταν κάτι περαστικό. Μα όταν διαπίστωσε πως τείνει να γίνει μόνιμη κατάσταση, στενοχωρήθηκε πολύ. Προσπάθησε να του μιλήσει, να μάθει τι έγινε και άλλαξε τόσο, αλλά μιλιά ο Αντώνης. Άρχισαν οι καυγάδες, ώσπου μια μέρα της λέει αγριεμένος,

-Σιγά μη σε πηγαίνω εδώ κι εκεί για να σε κοιτάνε και να ξεροσαλιαρίζει ο ένας κι ο άλλος.

Κόκκαλο η Λιλή.

-Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, της λέει μια φίλη της.

-Εδώ οι δικοί σου δίσταζαν να πουν το ναι, επειδή ήταν μπερμπάντης και στο φινάλε μας βγήκε ζηλιαρόγατος o Αντωνάκης μας!

-Καλά θα κάνεις να μην υποχωρήσεις. Εξήγησέ του καθαρά πως αν δε θέλει να βγαίνετε μαζί θα βγαίνεις μόνη ή με φίλες σου.

Δεν έχασε καιρό η Λιλή, το ίδιο βράδυ,

-Άκου δω Αντωνάκη μου, σε αγαπάω σε λατρεύω για αυτό σε παντρεύτηκα και σκλαβώθηκα τόσο μικρή, αλλά δε σκοπεύω να καλογερέψω ούτε 20 χρονών κοπέλα. Αν εσύ θέλεις να ζεις κλεισμένος μέσα, με γεια σου με χαρά σου, αλλά εγώ θα βγαίνω. Αν ήθελα κλεισούρα και μοναξιά, θα πήγαινα σε Μοναστήρι.

Έτσι από την άλλη κιόλας μέρα, κάθε πρωί η Λιλή, στόλισμα και βόλτα, πότε μόνη πότε με τη φίλη της ή με τη μάνα της, που ερχόταν τακτικά στην πόλη. Ο Αντώνης, έφευγε από το Γραφείο κι έτρεχε πίσω της. Κάθε άνδρας που περπατούσε στο δρόμο, ήταν κι ένας αντίζηλος, νέοι-γέροι. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν άρχισε να βουτάει τους άνδρες από το γιακά και να τους απειλεί να αφήσουν ήσυχη τη γυναίκα του γιατί αλλοίμονό τους!

-Κοίτα εκεί πώς καταντάει ο άνθρωπος από τον πολύ έρωτα, σχολίαζαν οι φίλοι του! Ποιος το περίμενε, ο γόης ο Αντώνης να ζηλεύει τη γυναίκα του σε τέτοιο βαθμό

-Πάει, του σάλεψε του Αντώνη λέγανε. Κρίμα τον άνθρωπο! Και άδικα γιατί η Λιλή τύπος και υπογραμμός!

Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη, η Λιλή έκλαιγε μέρα νύχτα. Ο Αντώνης δεν περιοριζόταν πλέον στις βρισιές, ότι αυτή προκαλεί τους άνδρες και τρέχουν πίσω της, αλλά άρχισε να σηκώνει χέρι και να την κτυπάει.

Το χειρότερο, πλησίαζε με άγριες και επιθετικές διαθέσεις κάθε άνδρα που βρισκόταν στο δρόμο του, κατηγορώντας τους όλους πως θέλουν να του πάρουν τη γυναίκα.

Η μάνα έκλαιγε με την τύχη της μοναχοκόρης της. Είχαν γίνει ρεζίλι με τις μούρλιες του Αντώνη. Τα αδέλφια της ντροπιάζονταν με αυτά τα καμώματα του γαμπρού τους. Έτσι, μετά από σκέψη, αφού συμφώνησαν τα αδέλφια με τη μάνα, πήγαν στο σπίτι της και την πήραν στο πατρικό της.

Πίσω στο χωριό η Λιλή, μαράζωνε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί ο Αντώνης της που τον αγαπούσε τόσο πολύ, έφτασε σε αυτά τα χάλια.

Δεν έβγαινε από το σπίτι, μόνο στην εκκλησία με τη μάνα της, άσε που ντρεπόταν κιόλας.

Περνούσε ο καιρός άχαρα και μελαγχολικά. Παντρεύτηκαν τα αδέλφια της, έκαναν οικογένεια και η Λιλή εύρισκε παρηγοριά στα ανιψάκια.

Όταν έμαθαν πως πέθανε ο Αντώνης από Περιτονίτιδα, η Λιλή τον έκλαψε πικρά, μα πιο πικρά, έκλαψε την τύχη της.

Λίγο μετά, άρχισαν όλοι δικοί και φίλοι να την προτρέπουν να παντρευτεί.

-Νέα γυναίκα είσαι ακόμα, ούτε 40 χρονών, μην το σκέφτεσαι.

Ούτε να το ακούσει η Λιλή. Μα όταν έφυγε κι η μάνα κι έμεινε ολομόναχη, άρχισε να συλλογιέται πως άδικα χαράμισε τη ζωή της, έπρεπε να είχε ακούσει τα αδέλφια της και να παντρευτεί. Άφησε και πέρασαν τα καλύτερα της χρόνια, 50άρα τώρα, ποιος θα την πάρει;

Όμως, η παροιμία «κάθε πέτρα θα κυλήσει, αλλά θα βρει τη θέση της», βγήκε αληθινή και για τη Λιλη!

Και «βρέθηκε η θέση της», δηλαδή ο γαμπρός! Πλούσιος, καλός άνθρωπος, καλλιεργημένος και σχετικά εμφανίσιμος! Το μόνο του κουσούρι…φιλάσθενος και ολίγον τι ηλικιωμένος! Την περνούσε πάνω από 20 χρόνια.

Η Λιλή, όμως, αποφάσισε να δεχτεί το προξενιό, καλύτερα με το γέρο παρά μόνη της!

Είχε μεγάλο διώροφο σπίτι στην πόλη επιπλωμένο με ακριβά έπιπλα, αυτοκίνητο, πολλά λεφτά και ήταν πολύ γενναιόδωρος.

-Δεν έχω μεγάλες απαιτήσεις, της είπε. Γνωρίζω πως είμαι γέρος και άρρωστος. Δε γνωρίζω πόσο θα ζήσω, γιατί η καρδιά, δεν αστειεύεται, όπως είπαν οι γιατροί.

-Από σένα δε ζητώ παρά να μου γλυκάνεις όση ζωή μου απόμεινε με την όμορφη παρουσία σου και να επιβλέπεις τη Νοσοκόμα, που έρχεται εδώ λίγες ώρες την ημέρα. Ακόμα, να έχω έναν άνθρωπο δικό μου, να μου κλείσει τα μάτια, όταν φτάσει η ώρα.

-Δεν έχω κανέναν στο κόσμο, όλοι με εγκατέλειψαν πολλά χρόνια πίσω.

-Δε θα σε κουράσω με λεπτομέρειες της ζωής μου. Απλά, κάποτε, έκανα κι εγώ οικογένεια, όχι εδώ, στο εξωτερικό. Όμως, πήγαν όλα στραβά και εκεί. Πάνε τώρα πάνω από 40 χρόνια που χάσαμε τελείως κάθε επαφή. Τα δύο μου παιδιά, μπλέξανε με παλιοπαρέες και ναρκωτικά και πέθαναν σε νεαρή ηλικία στη Φυλακή. Η μάνα τους εξαφανίστηκε, μόνος και έρημος είμαι.

-Έτσι, ότι έχω και δεν έχω, θα μείνει σε σένα.

Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί για πολύ η Λιλή. Δέχτηκε το γάμο και όλα πήγαιναν ρολόι.

Μόνο της παράπονο, ότι πάλι περιορισμένη στο σπίτι, πού να πάει παντρεμένη γυναίκα μόνη της; Ο γέρος, όμως, την ενθάρρυνε να βγαίνει.

Έτσι κι εκείνη, επανασυνδέθηκε με παλιές φίλες, μερικές ανύπαντρες, άλλες χήρες, και έβγαιναν. Είχε αλλάξει και η κοινωνία και οι γυναικοπαρέες, συνηθισμένες και αποδεκτές από την κοινωνία! Πήγαιναν σινεμά, στο θέατρο, από ντόπιους καλλιτέχνες, ή σε θιάσους που έρχονταν από την Αθήνα, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και αλλού! Ευτυχισμένη πια η Λιλή! Όμως, το γέρο άνδρα της τον εκτιμούσε και τον φρόντιζε με στοργή.

Έτσι κυλούσε η ζωή.

Πλησίαζε Πάσχα εκείνη τη χρονιά. Η Λιλή ποθούσε να πάει στην Ανάσταση, αλλά πώς να αφήσει το Λεωνίδα μόνον του; Για ανήμερα τη Λαμπρή, είχε καλέσει τα αδέλφια της με τις φαμελιές τους να γιορτάσουν όλοι μαζί, να χαρεί και ο άνδρας της, ο Λεωνίδας.

Από τις θλιβερές σκέψεις ως προς την Ανάσταση, την έβγαλε ο Λεωνίδας.

-Λιλή μου, τόσα χρόνια παντρεμένοι και μόνο την πρώτη χρονιά αξιωθήκαμε να πάμε στην Ανάσταση, μετά κατέπεσα και δεν ήθελες να πηγαίνεις μόνη σου. Όμως, από δω και πέρα να πηγαίνεις με τις φίλες σου, μια και τα αδέλφια σου μένουν πολύ μακριά για να πηγαίνετε μαζί, αρχή, από σήμερα.

-Μα, λέει η Λιλή, τέτοια επίσημα νύχτα, δεν είναι σωστό να σε αφήνω μόνο. Αφού εσύ είσαι ανήμπορος θα μένω εδώ μαζί σου, όπως και τα άλλα χρόνια.

Ο Λεωνίδας, όμως, επέμενε, εξηγώντας της πως αφού εκείνος το πρότεινε, να μην ασχολείται με τη γνώμη του καθενός. Άλλωστε, δεν ζούμε πια στον μεσαίωνα.

-Πήγαινε Λιλή μου, να ακούσεις το Χριστός Ανέστη, ζωντανά, όχι από το ραδιόφωνο, να φέρεις το Νιο Φως στο σπίτι μας και να ανάψεις το καντήλι, έτσι για το καλό! Εγώ, δε θα κοιμηθώ, θα σε περιμένω να πούμε τα Χρόνια Πολλά και να ανταλλάξουμε το φιλί της Αγάπης!

Παραμέρισε τους ενδοιασμούς η Λιλή, που χάρηκε κατά βάθος κι επικοινώνησε με τις φίλες να συμφωνήσουν πού θα βρεθούν και τι ώρα.

Είχε βάψει τα κόκκινα αυγά τη Μ. Πέμπτη, είχε φτιάξει κουλουράκια, είχε στολίσει γιορτινά το σπίτι και έβαλε λουλούδια σε όλα τα Ανθοδοχεία από τον κήπο της.

Είχε βράσει μια κότα να κάνει σούπα για το βράδυ, γιατί βαριά η μαγειρίτσα για το Λεωνίδα. Για ανήμερα, είχε κάνει όλες τις απαιτούμενες προετοιμασίες!

Ο Λεωνίδας χαιρόταν κι απολάμβανε την οικογενειακή θαλπωρή!

Όλα έτοιμα για τη μεγάλη μέρα!

Όταν ήρθε η ώρα, ετοιμάστηκε και η ίδια, φόρεσε χαρούμενα χρώματα, βάφτηκε, καμάρωσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, παρά τα χρόνια της παρέμενε ελκυστική γυναίκα κι ήταν έτοιμη να φύγει. Χάρηκε κι ο Λεωνίδας που την έβλεπε όμορφη και χαρούμενη!

Λίγο μετά, μπαίνει στο δωμάτιο του Λεωνίδα να του πει ότι φεύγει, του μιλάει, δεν ανταποκρίνεται. Υποθέτοντας πως τον πήρε ο ύπνος, πλησιάζει και τον βλέπει με τα μάτια απλανή και ορθάνοιχτα.

Τρόμαξε. Ο Λεωνίδας, είχε φύγει…

Το περίμενε ότι θα συμβεί κάποια στιγμή. Άπλωσε τα χέρια και του έκλεισε τρυφερά τα μάτια, όπως της είχε ζητήσει. Μετά, έβγαλε από το συρτάρι ένα μεγάλο σεντόνι και τον σκέπασε.

Όμως, η σημερινή Λιλή, δεν είχε πολλά κοινά με το 19χρονο κορίτσι που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Αντώνη.

Τώρα η Λιλή, ξέρει τι θέλει, ξέρει πώς να το διεκδικήσει και πώς να περνάει όμορφα στη ζωή της χωρίς να νιώθει ένοχη ούτε πως είναι υποχρεωμένη να δίνει αναφορά για τις κινήσεις της, αφού ο άνδρας της δεν την περιόριζε καθόλου! Φυσικά, της έλειπε η αγάπη, ο έρωτας, ένας πραγματικός σύντροφος στο πλευρό της, αλλά δεν παραπονιόταν.

Η πρώτη της αντίδραση, βλέποντας πως έφυγε ο Λεωνίδας, οργή!

-Αμάν βρε Λεωνίδα, ήταν ανάγκη να φύγεις τώρα; Δεν μπορούσες να περιμένεις να κάνουμε Λαμπρή; Δηλαδή, μια ο Αντώνης με τις μούρλιες του μια εσύ με τις αρρώστιες σου, να μην δω άσπρη μέρα στη ζωή μου εγώ!

-Ε, λοιπόν όχι κυρ Λεωνίδα! Δε θα σου γίνει το χατίρι!

Τον κουκούλωσε καλά με το σεντόνι, έκλεισε ερμητικά την πόρτα και πήγε στην κουζίνα!

Κάθισε κάτω για λίγο, μετά έβαλε κονιάκ στο ποτήρι να στανιάρει και το ήπιε μονορούφι!

Κοιτάχτηκε μια φορά ακόμα στον καθρέφτη, πήρε τη τσάντα της και πριν φύγει, το ΄ριξε στο μονόλογο:

-Ε, κυρά Λιλή μου, πάλι μόνη κι έρημη. Όμως, θα πας στην Ανάσταση, θα γιορτάσεις, θα χαιρετιστείς με όλους, θα ανταλλάξεις το Χριστός Ανέστη, θα φέρεις το Νιο Φως και θα ανάψεις το καντήλι για την ψυχή του άνδρα σου. Μετά, θα φας το βραστό κοτόπουλο, τόσες μέρες νηστεύεις και αφού καθαρίσεις την κουζίνα να μην αφήσεις ίχνη ότι έφαγες κι ήπιες, θα ανακοινώσεις το θάνατο του Λεωνίδα! Με έμφαση μεγάλη στην τρομάρα που πήρες να τον βρεις νεκρό γυρίζοντας από την Ανάσταση! Δεν έλειψες και τις ώρες, ίσα που άκουσες το Ευαγγέλιο και το Χριστός Ανέστη, σε είδαν όλοι. Ερχόμενη σπίτι, βρήκες το Λεωνίδα τέζα!

-Ξέρεις τι σε περιμένει Λιλή μου σα χήρα. Από αύριο στα ολόμαυρα και περιορισμένη πολύ! Και αυτό, τουλάχιστον για 2-3 χρόνια…Αχ βρε Λιλή, τίποτα δε χάρηκες στη ζωή σου

Μα κι ο δόλιος ο Λεωνίδας, κακότυχος σαν κι εμένα, ούτε φαμελιά ούτε υγεία.

Πάλι καλά που βρέθηκα εγώ και στα στερνά του τον φρόντισα με στοργή και του έκλεισα τα μάτια, όπως ήταν η επιθυμία του.

Το είχες πει Λεωνίδα μου, πως η καρδιά δεν αστειεύεται…

Μα, Λαμπριάτικα ;

Άντε, ο Θεός να σε συγχωρήσει Λεωνίδα μου, γιατί ήσουν καλός άνθρωπος!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: