Η αγάπη παραμένει το ζητούμενο της καρδιάς του ανθρώπου στους καιρούς μας, παρότι το πολιτισμικό πρότυπο, στο οποίο ζούμε, δείχνει προς άλλες κατευθύνσεις. Ένα υπερτροφικό «εγώ» φαίνεται να κυριαρχεί ως πεποίθηση. Νεώτεροι και μεγαλύτεροι εναποθέτουν το όραμα της ευτυχίας στην ευχαρίστηση του χρήματος, της ατομικής προβολής, της δοκιμής των σωματικών ηδονών χωρίς την ευθύνη του μοιράσματος, της υπομονής, της καθαρής ματιάς απέναντι στον άλλο. Κυρίως όμως ζούμε σε μια πραγματικότητα, στην οποία η συνείδηση έχει πάψει να είναι η φωνή που μας επαναφέρει στο «αγαθό», στο νόημα του συν-υπάρχειν, καθώς χρειάζεται να θυσιάσουμε κάποια από τα «θέλω» μας. Έτσι, η συνείδηση έχει μετατραπεί σε ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, που δεν ακούγεται.
Συνετέλεσαν σ’ αυτή τη θεώρηση οι φωνές εκείνες που μας λένε ότι η συνείδηση είναι διαμορφωμένη από ένα «υπερεγώ» , στο οποίο δέσποζε το «πρέπει», το «μη», η φιγούρα ενός Θεού εξουσιαστή, εμπνευστή και τηρητή νόμων, έτοιμου να καταδικάσει οποιαδήποτε παρεκτροπή. Θελήσαμε και θέλουμε την ελευθερία μας, χωρίς να νιώθουμε ότι ο Θεός αυτήν ως δώρο μάς έδωσε, για να Τον ακολουθήσουμε στην οδό που ο Ίδιος χαράσσει, καθότι είναι ελεύθερος από οποιονδήποτε εξαναγκασμό, όπως και από οποιαδήποτε ανάγκη. Μας έπλασε κατ’ εικόνα Του. Μπερδεμένοι στα δίχτυα της μετατροπής της πίστης και της Εκκλησίας σε ιδεολογία κα θρησκεία, θεωρήσαμε και θεωρούμε ακόμη πολλοί, ότι αν αποτινάξουμε τα «πρέπει», θα μπορούμε να είμαστε καλά. Να δικαιούμαστε και να απολαμβάνουμε. Μόνος περιορισμός ο νόμος, που κι αυτόν, αν τον ξεγελάσουμε ή τον υπερβούμε, δεν «τρέχει τίποτα». Εισπράττουμε το κενό νοήματος στη ζωή μας, την αδυναμία μας να νικήσουμε ένα πνεύμα διάλυσης των σχέσεων επειδή οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλουμε, και συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο, καθότι δεν φταίμε τελικά εμείς ποτέ.
Υπάρχει ένα μικρό μυστικό, το οποίο μπορεί να αποβεί λυτρωτικό. Βγαίνοντας από έναν κόσμο μηδενισμού, ζώντας στην προοπτική ότι υπάρχει ανάσταση και, την ίδια στιγμή, αντλώντας μέσα από τη σχέση με τον Χριστό νόημα μπορούμε να ξαναδούμε τη συνείδησή μας ως κριτήριο της διαμόρφωσης της στάσης μας έναντι των άλλων. Να διαλέξουμε την οδό της αγάπης, όχι ως δικαίωσης των ημετέρων πραγμάτων, αλλά ως τον τρόπο που μας κάνει να ανοιγόμαστε προς τον πλησίον, προς τους οικείους, προς τον κάθε άνθρωπο με την πίστη ότι είναι η εικόνα του Θεού, όπως κι εμείς. Και η συνείδησή μας θα θέτει εκείνα τα μικρά ή μεγάλα όρια που έχουμε ανάγκη για να διαφυλαχτεί η αγάπη. Για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή, νιώθοντας ότι μόνο με το «εμείς» και όχι με το «εγώ» μπορούμε να σταθούμε στο φως.
Αυτός ο τρόπος βιώνεται στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας. Ένας από τους πιο ξεχωριστούς εκφραστές της, ιδιαίτερα αγαπημένος μας, είναι ο Αββάς Δωρόθεος[1]. Έζησε την Παλαιστίνη τον 6ο αιώνα μ. Χ., στο κοινοβιακό μοναστήρι του αββά Σερίδου, μεταξύ της πολύπαθης σήμερα Γάζας και της Ασκάλωνα. Το μοναστήρι αυτό επονομάστηκε «ευαγές» από τους συγχρόνους του, «γιατί εκτός από εργαστήρι της ασκήσεως και της προσευχής εξελίχθηκε και σε σημαντικό φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό κέντρο»[2]. Εκεί ασκήτεψε ο αββάς Δωρόθεος, μαθητεύοντας σε δύο πραγματικά μεγάλες οσιακές μορφές, τον αββά Βαρσανούφιο και τον αββά Ιωάννη τον Προφήτη. Καταγόμενος από την Αντιόχεια, έχοντας μεγαλώσει σε μια πλούσια οικογένεια, μορφώθηκε κοντά σε ένα σπουδαίο φιλόσοφο της εποχής, αλλά το νόημα της ζωής του το βρήκε στην άσκηση. Θα γράψει διδασκαλίες, στις οποίες όλοι οι χριστιανοί, μοναχοί και κοσμικοί, έγγαμοι και άγαμοι, νεώτεροι και μεγαλύτεροι, αλλά και κάθε άνθρωπος που θέλει να εντρυφήσει στη σοφία των ασκητών πατέρων, μπορούμε να βρούμε τέτοιο βάθος και τέτοιες αναφορές στην ψυχή του ανθρώπου, που δεν υστερούν καθόλου σε σχέση με τη θεώρηση των συγχρόνων επιστημών της ψυχικής υγείας. Επιπλέον, ο Αββάς προσφέρει σε όποιον μελετά το έργο του την λυτρωτική πρόταση της αγάπης, η οποία δεν αφήνει τον άνθρωπο στα ίδια ή στην αυτάρκεια της δικαίωσης, αλλά τον οδηγεί στη σχέση με τον Χριστό. «Την πνευματική αναγέννηση τη δυσκολεύουν τα πάθη, που μοιάζουν με τη μούχλα που είναι κρυμμένη στο καρβέλι του ψωμιού. Γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να κόβονται, πριν μεγαλώσουν κι καταλάβουν τον χώρο της ψυχής, και στη θέση τους να φυτεύονται οι αντίστοιχες αρετές, ώστε να ανυψώνεται το οικοδόμημα της ψυχής συμμετρικά»[3].
Αφετηρία λοιπόν των μικρών κεφαλαίων αυτού του βιβλίου, το οποίο έχει τίτλο «Ο Θεός να φυλάξει την αγάπη»[4], όπως ήταν ο λόγος και η προσευχή του αββά Ιωάννη του προφήτη, είναι μικρά παραθέματα από τις «Διδασκαλίες» του αββά Δωροθέου, που γιορτάζει κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου.
Μέσα από αυτά προσπαθούμε να κάνουμε έναν διάλογο με την εποχή μας. Να δούμε κυρίως στις σχέσεις στην οικογένεια, αλλά και στη γενικότερη θεώρηση της ζωής, πώς μπορούμε να αφυπνίσουμε τη συνείδησή μας και να παλέψουμε να χτίσουμε έναν αλλιώτικο δρόμο. Να βγούμε από την κυριαρχία του «εγώ», να διδαχθούμε και, στη συνέχεια, να μοιραστούμε τόσοι οι μεγαλύτεροι μεταξύ μας, όσο και στη σχέση μας με τους νεώτερους, ιδίως με τα παιδιά μας, τον τρόπο της πίστης, που είναι άνοιγμα προς τη χαρά που διαρκεί. Τη χαρά της συνάντησης και της συνύπαρξης των προσώπων, όχι απλώς στα πλαίσια μιας ανοχής, αλλά της αγάπης που γίνεται «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε»[5].
Έτσι, θα χτίσουμε σπίτια, στα οποία η καρδιά μας θα ξέρει προς τα πού να πορεύεται, και κοινωνίες όχι αθροίσματος συμφερόντων και επιδιώξεων, αλλά ανθρώπων που νοιάζονται και αγαπούνε.
Κέρκυρα, 2 Οκτωβρίου 2024
[1] Τα στοιχεία, όπως και το κείμενο, τα αντλούμε από την εξαίρετη έκδοση Αββά Δωροθέου Έργα Ασκητικά, της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1991. Είμαστε ευγνώμονες στην Μονή γι’ αυτό το βιβλίο, το οποίο έπεσε στα χέρια μας στα φοιτητικά μας χρόνια και μας έδωσε άλλη οπτική για τη ζωή της Εκκλησίας.
[2] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 14.
[3] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 30.
[4] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 161.
[5] Γαλ. 6,2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου