Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ΄
Ἐκοιμήθη ὁ «ἄρχοντας τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὁ σπουδαῖος λόγιος καί πνευματικός ἀνήρ, ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, πρ. ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα καί Προηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων. Καθηκόντως χαράσσουμε μερικές γραμμές εἰς μνήμην τοῦ ἀοιδίμου γέροντος π. Βασιλείου, ἐπειδή καί προσωπικά εἶχα τήν εὐλογία νά τόν γνωρίσω ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια.
Ὁ π. Βασίλειος ἦταν μία σπάνια προσωπικότητα. Ἱερομόναχος αὐθεντικῆς βαθειᾶς πίστεως, πλήρους ἀφοσιώσεως στά μοναχικά ἰδεώδη, μέ ἅγια βιοτή, μέ λιπαρά παιδεία, θύραθέν τε καί χριστιανική. Εἶναι ἀναντίρρητο δέ, τό γεγονός, ὅτι αὐτός συνετέλεσε τά μέγιστα στήν ἄνθηση τοῦ μοναχικοῦ βίου στήν Ἀθωνική Πολιτεία, ἰδιαίτερα στήν ἐπανακαθιέρωση τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ γέροντας, π. Βασίλειος, ἕνα σοβαρό κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τῆς μοναστικῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ὅταν ἤδη εἶχε γίνει μοναχός καί ἦταν μαζί μέ τόν Ὅσιο Παΐσιο, ἐπῆγε μία ἡμέρα ὁ καθηγητής, κατά σάρκα πατέρας του, Κωνσταντῖνος ἀπό τό Ἡράκλειο Κρήτης νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί ὅταν τόν εἶδε ἔξω ἀπό τήν Σκήτη νά κόβει ξύλα τοῦ εἶπε: «-Παιδί μου, γι' αὐτό σέ σπούδασα, νά ἔλθεις ἐδῶ, γιά νά κόβεις ξύλα»; Τότε, ὁ μοναχός π. Βασίλειος, τοῦ ἀπήντησε: «-Ναί, πατέρα κόβω ξύλα, γιατί ἀκόμα δέν ἔμαθα τήν ταπείνωση»!
*
Ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ὁ λόγος τοῦ π. Βασιλείου ἦταν λόγος βιβλικός καί πατερικός. Ἕνας συνδυασμός τῆς ἑλληνικῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας καί τῆς θεοφόρου πατερικῆς σοφίας. Ἐνῶ ἦταν λόγος σάν ἀπό κάποιο ἄλλο ἀνώτερο κόσμο, ἐπουράνιο κόσμο, συνάμα ἦταν λόγος ἀνθρώπινος, τῆς καθημερινῆς βιοτῆς, τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Σ' ἔπαιρνε καί σέ ἀνέβαζε στά οὐράνια σκηνώματα μέ τούς ἀγγέλους, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τούς ἁγίους καί συγχρόνως σέ προβλημάτιζε γιά τήν ματαιότητα τῶν γηΐνων πραγμάτων καί καταστάσεων. Ἄλλοτε μίλαγε ἀργά καί ἄλλοτε ταχύτατα. Στοχαστικά ἀλλά καί «παθιασμένα» γιά τήν ἀφιέρωση στό Θεό, τήν ἐρημία, τήν ἄσκηση, τόν θάνατο, τήν Ἀνάσταση.
Δέν μποροῦσες εὔκολα νά συλλάβεις τόν στοχασμό του, τίς ἐκφράσεις του, τά λόγια του. Ἐκεῖ πού σοῦ μίλαγε, γιά κάποιο μεγάλο πατέρα καί ἀσκητή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ σοῦ προσέφερε ὡς πρότυπο ἁγιότητας μιά φτωχή γιαγιούλα κάποιου μικροῦ νησιοῦ. Ἐκεῖ πού ὑμνοῦσε Ἱεράρχη, ἐκεῖ ἐγκωμίαζε τό πετραχήλι τοῦ ἄσημου παπᾶ τοῦ χωριοῦ. Εἶχε στό λόγο ἀλλά καί στή γραφίδα του ἕνα δικό του αὐθεντικό προσωπικό ὕφος. Εἶχε τήν δική του γλῶσσα γιά νά μεταδίδει ὑψηλά νοήματα ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἔτσι κατόρθωνε νά ἑνώνει τό χθές μέ τό σήμερα, νά σέ ἀνεβάζει σέ χρόνους ἄχρονους, νά συγκινεῖ νέους ἀνθρώπους, νά συνετίζει τούς μεγάλους, νά συμβουλεύει, νά παροτρύνει καί νά στηρίζει κλονισμένες ψυχές, μά ἤξερε πρωτίστως καί νά σιωπᾶ καί νά προσεύχεται. Ἦταν ὁ «τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄνθρωπος», πνευματοφόρος, ὅπου στήν ψυχή του εἶχε συλλέξει «πᾶσαν ἀρετήν».
*
Τόν ἐνθυμοῦμαι, συγκεκριμένα, τό 1976, στό Ἀμφιθέατρο τῆς Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν (καί τά μετέπειτα χρόνια μίλησε πάλιν στή Νομική), ὅταν τόν εἶχα προσκαλέσει νά ὁμιλήσει στούς φοιτητές, πόσο αὐθεντικός ἦταν στό λόγο του, πού ἀμέσως κέρδισε τό δύσκολο ἀκροατήριο. «Ἐγώ δέν πιστεύω στό Θεό. Εἶμαι ἀναρχικός» τοῦ φώναξε ἕνας φοιτητής. Καί ὁ π. Βασίλειος τοῦ ἀπάντησε: «Συνάδελφοι εἴμαστε. Καί ἐγώ ἀναρχικός εἶμαι, πού ψάχνω νά βρῶ τό Θεό». Καί ὁ διάλογος ζωηρός, συνεχίστηκε μέχρι πού ὁ ἐπαναστάτης φοιτητής τοῦ εἶπε: «Ἐσύ εἶσαι κάτι ἄλλο... Σέ παραδέχομαι».
Τόν ἐνθυμοῦμαι στή δεκαετία τοῦ 1970, σέ ὡραῖες πνευματικές συνάξεις στήν Ἀθήνα, στό Παγκράτι, στό Χαλάνδρι καί στήν Ἁγία Παρασκευή, ὅπου ἄνθρωποι διαφόρων ἐπιστημῶν πηγαίναμε γιά νά τόν ἀκούσουμε, νά ἔχουμε διάλογο μαζί του ἀλλά καί νά υἱοθετήσουμε νουθεσίες του καί ἀποφθεγματικά λόγια του βγαλμένα μέσα ἀπό τήν ἄδολη καρδιά του, τήν εὐγένειά του, τήν καλωσύνη, τήν ἀρχοντιά του.
Τόν ἐνθυμοῦμαι σέ θεολογικό συνέδριο στό Ἰνστιτοῦτο St. Serge στό Παρίσι, ὅπου ἄφησε τίς καλύτερες ἐντυπώσεις ὡς «βυζαντινός ἄνθρωπος» ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν, ὅταν μίλαγε γιά τήν ἔννοια τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου (La déification de l' homme).
Τόν ἐνθυμοῦμαι ὡς εἰσηγητή σέ θεολογικά συνέδρια, ὁμιλητή σέ μεγάλες αἴθουσες Ἱδρυμάτων, πού ὁ κόσμος ἔτρεχε, ἰδίως οἱ νέοι, νά ἀκούσουν «Γοντικάκη», ὅπως πολύ χαρακτηριστικά ἔλεγαν. Λίαν χαρακτηριστική παραμένει ἡ δυνατή, σοβαρά καί ὑπεύθυνη παρουσία του στό ΣΤ' Πανελλήνιο Συνέδριο Θεολόγων, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1986 ἐπί Ἀρχιεπισκοπείας Σεραφείμ καί Προεδρίας τῆς ΠΕΘ καθηγητοῦ Μουρατίδου στό ξενοδοχεῖο «CARAVEL» (Ἀθήνα), ὅπου μίλησε μέ θέμα: «Τό ἀρχέτυπο τῆς ὀρθοδοξίας στήν πράξη: ὁ ἅγιος».
Ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἡ εἰσήγησή του αὐτή, ἦταν ὅλος π. Βασίλειος. Ἐξέφραζε τό «τέλος» πού εἶχε σ' ὅλη τήν ἀφιερωματική ζωή του καί αὐτό ἦταν ἡ ἁγιότητα. Ἔβλεπες ἐκεῖ, τό ἦθος τοῦ γέροντα. Διέκρινες, ὄχι μιά ψεύτικη ταπείνωση, ὄχι μιά ὑποκριτική στάση, ὄχι μιά ρηχότητα λόγων, ὄχι μιά ξύλινη γλῶσσα, ὄχι τυπικότητες τῆς στιγμῆς, ἀλλ' εἶχες τήν βέβαιη αἴσθηση ὅτι ἔβλεπες στό πρόσωπο, στήν λαλιά, στήν ἔκφραση, τόν γνήσιο μοναχό, τόν αὐθεντικό λειτουργό τοῦ Ὑψίστου, ἐκεῖνον πού εἶναι καί αὐτὸς ἕνας κρίκος στή χρυσή ἅλυσο τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει σέ ἐπιστολή του πρός τόν Πρόεδρο τοῦ Συνεδρίου, ὁ Ν. Γαλέτας, μηχ. ἠλεκτρ. τοῦ ΕΜΠ: «Ἡ τελευταία μάλιστα εἰσήγηση τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη μέ τήν ὁποία ἔκλεισε τίς ἐργασίες του τό συνέδριο ἀπετέλεσε νομίζω γιά ὅλους μας μιά πνευματική πανδαισία, μιά μυσταγωγία. Τό βράδυ ἐκεῖνο φύγαμε ὅλοι ἀπό τήν αἴθουσα τοῦ συνεδρίου μέ τήν καρδιά πιό ζεστή, παρηγορημένοι καί μέ τήν βεβαιότητα πώς παρά τίς δυσκολίες, ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα πού δίδει Ἐκεῖνος πού εἶναι «ὁ ΗΝ καί ὁ ΩΝ καί ὁ ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ», ἡ μόνη καί τελειωτική ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ γιά τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἀνθρώπινης τραγικότητος».
Τόν π. Βασίλειο ποτέ δέν τόν ἐνδιέφεραν τά χειροκροτήματα, οἱ ἔπαινοι, τά δῶρα, τά ἐγκωμιαστικά λόγια, γιατί μέσα του κυριαρχοῦσε ὁ βιβλικός λόγος «δοῦλος ἀχρεῖος εἰμι, ὅτι ὅ ὤφειλον ποιῆσαι πεποίηκα» (Λουκ. 17,10) καί ὅτι ὁ παρών καιρός εἶναι «τῶν παλαισμάτων καί τῶν ἱδρώτων». Τήν καρδία του, τό μόνο πού τήν πυρπολοῦσε, ἦταν τό «πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ». Αὐτός ἦταν ὁ π. Βασίλειος. Ἔτσι τόν ζοῦσαν καί στό «Περιβόλι τῆς Παναγίας».
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὅτι ὅταν προετοιμαζόμουν γιά τήν χειροτονία μου σέ διάκονο καί βρισκόμουνα στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων καί τόν παρακάλεσα νά εἰπεῖ κάποια συμβουλή, ἐκεῖνος μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα σιωπῆς μοῦ εἶπε: «Ἔ, λοιπόν, σοῦ λέω: Νά βυθίζεσαι στή Θεία Λειτουργία»!
Πάντοτε ὁ γέροντας σέ ποικίλα σοβαρά προβλήματα καί ζητήματα γενικότερα πού ἐρχόντουσαν στό προσκήνιο, δισεπίλυτα γιά τήν κοινωνία μας, ἐκεῖνος ἤρεμα, σοφά καί διακριτικά ἔδινε τίς δέουσες λύσεις. Λύσεις βασισμένες στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, στή πατερική θεολογία, στήν ἁγία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
*
Ἀναφορικά, στή συνέχεια, μέ τό συγγραφικό του ἔργο, κατ' ἀναλογίαν, ἰσχύει, ἐν προκειμένῳ, ἐκεῖνος ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος ἐλέχθη γιά τόν Μέγα Βασίλειο, «Ζῆ Βασίλειος καί θανών ἐν Κυρίῳ, ζῆ καί παρ' ἡμῖν ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βίβλων». Πράγματι, ἔγραψε πολλά βιβλία, σπουδαῖα, βαθυστόχαστα, θεολογικά, ἀσκητικά, βιβλία μέ ὅλο τό ἄρωμα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας. Τό καλύτερο βιβλίο, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, εἶναι τό «Εἰσοδικόν» (α' ἔκδ. 1974), τό ὁποῖο γνώρισε ἀλλεπάλληλες ἐπανεκδόσεις. Ἕνα βιβλίο – μελέτημα, τό ὁποῖο εἰσδύει στό θεολογικό βάθος τῆς Θείας Λειτουργίας καί πνευματικῆς ζωῆς, τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Μ' αὐτό τό βιβλίο καταλαβαίνεις τί σημαίνει Θ. Λειτουργία καί τί γίνεται κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ἄλλο ἀξιόλογο σύγγραμμα μικρό μέν, ἀλλά μεγάλο σέ νοήματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἶναι τό: «Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος Ἕνα πλησίασμα στόν κόσμο του» (α' ἔκδ. 1981). Ἑπόμενο, «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους» (α' ἔκδ. 1984), τό ὁποῖο κυκλοφόρησε ἀνωνύμως ὡς «Κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους» σέ δυσχερεῖς καιρούς γιά τήν ὅλη παιδεία καί ἐκπαίδευση τῆς χώρας. Ἄλλα συγγράμματά του εἶναι: «Θεολογικό Σχόλιο στίς τοιχογραφίες τοῦ Θεοφάνους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα» (1987), «Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ» (α' ἔκδ. 1990), «Κάλλος καί Ἡσυχία στήν Ἁγιορείτικη Πολιτεία» (1999), «Λειτουργικός τρόπος» (2000), «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι» (2002), «Ἀπολυτίκιον: Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός» (2011), «Ἡράκλειτος, κλέος ἀέναον θνητῶν, θεολογική προσέγγισι» (2025) κἄ.
Συνελόντ' εἰπεῖν, ὁ π. Βασίλειος (ὁ Γοντικάκης) διέγραψε μία πορεία ζωῆς κατά Χριστόν, διά Χριστόν καί ἐν Χριστῷ. Αὐτόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἀγάπησε παιδιόθεν μέχρι πού παρέδωσε τήν ψυχή του τίς πρωϊνές ὧρες τῆς 17ης Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2025 στόν ἄγγελο πού ἦλθε νά τήν πάρει. Ὡς ἄλλος λαμπρός ἥλιος, ὁ γέροντας Βασίλειος ἀληθῶς βασίλευσε στή ζωή αὐτή, γιά ν' ἀνατείλει στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης.
Ἰδιαίτερα, οἱ Ἱερές Μονές Σταυρονικήτα καί Ἰβήρων, ὡς καί ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος ἔχουν τώρα ἕνα ἀκόμη πρεσβευτή στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Ἄς εἶναι Αἰωνία ἡ μνήμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου