Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
-Καλώς ήρθες στην καινούρια σου Χώρα Φροσούλα.
Κοιτάζω γύρω με μάτια απλανή, τον νέον
άνδρα που με υποδέχεται στο Λιμάνι της Μελβούρνης.
Το δύσκολο ταξίδι με το υπερωκεάνιο που
κράτησε σχεδόν 5 εβδομάδες, με έχει αποσυντονίσει πλήρως. Ο νέος άνδρας με
κοιτάζει χαμογελαστός κι απλώνει το χέρι να με βοηθήσει στα τελευταία σκαλοπάτια της μεγάλης σκάλας.
Μου προσφέρει και μια μικρή ανθοδέσμη που κρατά. Όχι, όχι, δεν είναι αυτός που περίμενα να συναντήσω, τη φωτογραφία την είχα στο χέρι, άσε που την είχα κοιτάξει άπειρες φορές μέσα στο καράβι. Ο Γιώργης, αυτός που ερχόμουν να παντρευτώ, ήταν μέτριος στο ανάστημα, μέτριος στη σωματική διάπλαση και μέτριος σχεδόν σε όλα, από ό,τι διαπίστωσα στον ένα χρόνο σχεδόν που αλληλογραφούσαμε.
Ο νέος άνδρας που μου πρόσφερε τα
λουλούδια, λέγοντας μου πως είναι από τον Γιώργη και θα μου εξηγήσει, είναι ψηλός, λεπτός με
μια πολύ ευγενική έκφραση στο πρόσωπο και χαμόγελο που φαινόταν γνήσιο.
Πήρε την βαλίτσα μου και προχωρήσαμε σε
ένα χώρο με πολλά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μου άνοιξε ευγενικά την πόρτα και
ξεκινώντας μου λέει, μην ανησυχείς, όλα καλά και σωστά όπως τα περίμενες.
-Με τον Γιώργη είμαστε πολύ στενοί
φίλοι, προέκυψε πρόβλημα στη δουλειά και δεν μπορούσε να απουσιάσει.
Εγώ πάλι έχω ρεπό σήμερα κι έτσι μου
ζήτησε να σε υποδεχτώ εγώ. Α, δεν σου
συστήθηκα ακόμη, μεγάλη μου αγένεια. Με λένε Μιχάλη. Δεν είμαστε από την ίδια
περιοχή, ο Γιώργης Θεσσαλονικιός όπως και εσύ, νησιώτης εγώ, από την Ζάκυνθο.
Ήρθα πρώτα εγώ
κι όταν έφτασε κι εκείνος, συμπωματικά βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε το ίδιο
δωμάτιο στο ίδιο σπίτι. Έτσι γίνεται, οι εργένηδες 2 και 3 σε κάθε δωμάτιο,
ανάλογα πόσα μονά κρεβάτια χωρούσε. Τα μεγαλύτερα δωμάτια τα νοικιάζουν σε
αντρόγυνα.
Τώρα που περίμενε εσένα, νοίκιασε το
μπροστινό, διπλό δωμάτιο.
Ξέρεις, σε περιμένει με μεγάλη χαρά! Ως
και αυτοκίνητο αγόρασε, όπου μέχρι
πρόσφατα ούτε άδεια δεν είχε, γιατί η αλήθεια είναι, πολυέξοδο το αυτοκίνητο.
Είμαι σίγουρος θα περάσεις καλά μαζί
του, είναι καλός άνθρωπος ο Γιώργης!
Νοικοκύρης, εργατικός, ούτε τζόγο ούτε
καφενεία, δουλειά και σπίτι! Γιατί εκείνο που δημιουργεί εδώ πολλά προβλήματα
είναι ο τζόγος, στοιχήματα σε σκυλιά και άλογα που τρέχουν και το καφενείο που
στην ουσία είναι τζογοδαρείο, παίζουν Μανίλα και άλλα και χάνουν του κόσμου τα
λεφτά.
Ένιωσα κάπως παράξενα μ΄ εκείνο
το…δουλειά και σπίτι, αλλά δεν αντέδρασα.
Κάποτε φτάσαμε στο σπίτι. Τα σπίτια
χαμηλά και τα περισσότερα ξύλινα σαν παράγκες.
Δεν ήταν κανείς εκεί. Μου έδειξε το δωμάτιο του Γιώργη και περάσαμε στο
σαλόνι. Εν τω μεταξύ ήρθε κι η νοικοκυρά που είχε πάει για ψώνια.
Μου ζήτησε να την ακολουθήσω να μου
δείξει το σπίτι και να μου μιλήσει για την συγκατοικία και ότι πρέπει να τα
πηγαίνω καλά με όλους εκεί μέσα, έτσι είναι η συγκατοίκηση.
Τα άκουγα όλα αυτά λες και δεν αφορούσαν
εμένα. Το μυαλό μου έτρεχε με χίλια κι ούτε ήξερα τι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή ζήτησα
να πάω στο μπάνιο, μου έδωσε μια πετσέτα του Γιώργη, λέγοντας μου να την πάρω πίσω στο δωμάτιο όταν τελειώσω. Όλα μου φαίνονταν αλλιώτικα, παράξενα.
Μπήκα στο μπάνιο κι άθελα μου ξέσπασα σε
αθόρυβο κλάμα. Από φτωχόσπιτο ήμουν, δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά το σπίτι μας δεν ήταν Γυφτομαχαλάς, ήταν «δικό μας» και
μέναμε μέσα μόνο εμείς.
Εδώ, μία κουζίνα μόνο, ένα τραπέζι
τραπεζαρίας, μία τουαλέτα ένα μπάνιο κι
ένα πλυσταριό για όλους, πού να βρεις άκρη;
Ευτυχώς κι άργησε να έρθει ο Γιώργης,
δεν ήθελα να με βρει κλαμένη. Είχα πλυθεί και φρεσκαριστεί κι είχα ήδη
νοικοκυρέψει το δωμάτιο. Ο Μιχάλης παρέμεινε
για λίγο, έφτιαξε καφέ η νοικοκυρά και συζητούσαμε ασταμάτητα. Ένιωθα πολύ οικεία
μαζί τους, συζητούσαμε αβίαστα λες και γνωριζόμαστε χρόνια.
Έτσι ξεκίνησε η ζωή μου στην καινούρια
Χώρα.
Ο
Γιώργης ήταν καλός άνθρωπος και καλός μαζί μου, δεν είχα παράπονο. Υποχρεωτικά
κοιμηθήκαμε μαζί από το πρώτο βράδυ, δεν υπήρχε επιλογή. Παντρευτήκαμε 3
βδομάδες αργότερα στον Ευαγγελισμό, την αρχαιότερη Ελληνική εκκλησία στη
Μελβούρνη.
Απ΄ ότι μου είπε ο Γιώργης, είχε
προτείνει στο Μιχάλη, κι εκείνος δέχτηκε, να γίνει κουμπάρος μας για να
σφραγίσουν την φιλία τους.
Όμως, λίγες μέρες πριν από το γάμο, ο Μιχάλης
έφυγε ξαφνικά χωρίς καμιά εξήγηση σε κανέναν. Από τότε δεν ακούσαμε τι έγινε.
Η ζωή μου μπήκε στην μονότονη, θα έλεγα,
ρουτίνα της, δουλειά-σπίτι, σπίτι δουλειά, έτσι όπως το είχε πει ο Μιχάλης!
Κάναμε μεγάλες οικονομίες να αγοράσουμε σπίτι δικό μας, ώστε να κάνουμε
οικογένεια.
Ζούσαμε αρμονικά με τον Γιώργη, όμως,
ένιωθα πως κάτι λείπει, κάτι πολύ βασικό. Έλειπε η αγάπη, ο έρωτας. Ένιωθα
στοργή κι εκτίμηση για αυτόν, πιθανόν κι εκείνος το ίδιο για μένα, αλλά πέρα
από αυτό, τίποτα, ένα κενό στην ψυχή μου.
Συχνά πυκνά ερχόταν απρόσκλητος ο Μιχάλης
στην σκέψη μου. Προσπαθούσα να διώχνω την μορφή του, άδικος κόπος, ήταν σαν να
άκουγα την τρυφερή κι ευγενική φωνή του.
-Καλώς ήρθες στην καινούρια σου Χώρα Φροσούλα.
Το βλέμμα του απαλό και τρυφερό σαν την
φωνή του με διαπερνούσε ολόκληρη.
Το άγγιγμά του όταν άπλωσε το χέρι να με
βοηθήσει να κατεβώ, ήταν πολύ ζεστό και τρυφερό.
Τίναζα το κεφάλι σε τέτοιες στιγμές κι
έλεγα, Φροσούλα τρελάθηκες, έλα στα συγκαλά σου, έχεις τον άνδρα σου που είναι
καλός οικογενειάρχης, το γιο και την
κόρη σου, το σπίτι σου, το αυτοκίνητό σου, όλα σου τα καλά!
Τι είδους σκέψεις είναι αυτές; Ντροπή
σου.
Όμως, από καιρού σε καιρό, με κυνηγούσαν
αυτές οι σκέψεις κι ήταν κάτι σαν ένα γλυκό μυστικό που γνώριζα μόνο εγώ. Κάτι
που ζούσα και ξαναζούσα τις νύχτες, όταν άκουγα το ήρεμο ροχαλητό του Γιώργη.
Χρόνια μετά, μάθαμε από ένα Ζακυνθινό,
τον Διονύση, ότι ο Μιχάλης βρίσκεται στη Δυτική Αυστραλία στην Πέρθη, παντρεμένος αλλά δεν έχει παιδιά. Ακούγοντας
το, ένιωσα ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα στην καρδιά, που όμως, δεν με εμπόδισε να
τον σκέφτομαι.
Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια
αφότου ήρθα στην Μελβούρνη. Όλα καλά και στρωμένα στη ζωή μου. Ένα απόγευμα,
μετά τη δουλειά, στο τραμ για να πάω σπίτι, κάθισε δίπλα μου ένας άνδρας. Όταν
ξεκίνησε το τραμ και βεβαιώθηκε πως ήμουν μόνη, σκύβει ελαφρά και μου λέει:
-Κυρία Φροσούλα, με λένε Διονύση. Ζω
στην Πέρθη, εκεί που ήρθε ο συγχωριανός μου ο Μιχάλης όταν έφυγε από τη
Μελβούρνη. Είμαστε πολύ στενοί φίλοι και μου εμπιστεύτηκε ένα γράμμα για εσάς,
όταν ανέφερα ότι θα έρθω εδώ για λίγες μέρες για δουλειές.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου έδωσε ένα
φάκελο και κατέβηκε στην επόμενη στάση. Τα είχα τελείως χαμένα, σάστισα.
Κοίταξα ένοχα γύρω μου, κανένας γνωστός. Με ασταθή χέρια άνοιξα το φάκελο.
Περιείχε ένα σύντομο γράμμα.
«Φροσούλα
Σε ερωτεύτηκα από την στιγμή που σε
συνάντησα.
Μα
είμαι έντιμος άνθρωπος κι ο Γιώργης φίλος μου.
Για αυτό εξαφανίστηκα δεν είχα το
δικαίωμα να μείνω.
Όλα αυτά τα χρόνια, από μακριά και
διακριτικά, παρακολουθώ τη ζωή σου, αναρωτώμενος αν είσαι ευτυχισμένη. Καταλήγω πάντα στο
συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να είσαι, καλός ο Γιώργης, μα ήταν ολοφάνερο ότι απείχατε παρασάγγες.
Παντρεύτηκα κι εγώ, ασπίδα ο γάμος μου, αλλά δεν αποχτήσαμε παιδιά.
Η Βασιλική η γυναίκα μου, καλή δεν έχω
παράπονο. Μα λείπει εκείνο το «κάτι» από την σχέση μας. Τελικά, ο γάμος και η
οικογένεια δεν σε λυτρώνουν από τον εαυτό σου, από τα αισθήματα σου.
Πόσο λαχταρούσα/λαχταρώ να σε είχα κοντά
μου, να πηγαίναμε στο όμορφο νησί μου την Ζάκυνθο. Πιστεύω πως μαζί θα είμαστε
πολύ ευτυχισμένοι.
Όμως, η λογική και η ηθική, δεν μου
επέτρεψαν να προδώσω το Γιώργη κι ας μην είχατε παντρευτεί ακόμη.
Η αγάπη μου για σένα αληθινή, αλλά ποτέ
δεν θα ταράξω την οικογενειακή σου γαλήνη, αλλά ούτε και την δική μου.
Σ΄ αγαπώ και θα σε σκέφτομαι πάντα
Μιχάλης).
Είχα συγκλονιστεί, ταυτόχρονα όμως
τρόμαξα. Κράτησα τρυφερά πάνω στην καρδιά μου το γράμμα. Το διάβασα αρκετές
φορές με θολά μάτια.
Λίγο πριν φτάσω σπίτι μου, το έσκισα σε
μικρά κομματάκια, το κράτησα για λίγο τρυφερά και το έριξα στον κάδο απορριμμάτων
του δρόμου και η ζωή συνεχίστηκε.
Μεγάλωσε ο Θανάσης μου και η Λουκία μου,
σπούδασαν, επέλεξαν τους συντρόφους τους
εκείνοι! Όχι με μια φωτογραφία στο χέρι πηγαίνοντας στην άλλη άκρη της γης να
παντρευτούν έναν άγνωστο άνδρα όπως εγώ.
Δεν έχω παράπονο, καλά πέρασα με τον
Γιώργη Αλλά...
Πώς να το εξηγήσω, μουντή η ζωή μου, σαν ανήλιαγο σπίτι.
-Και τώρα, τι ζητάω πια; Μα, νομίζω, τον
έρωτα, τον έρωτα που δεν γνώρισα ποτέ, δυο μάτια να με κοιτάζουν με τρυφερότητα
και να μου λένε, σ΄ αγαπώ!
Κουβέντα αυτή που δεν ανταλλάξαμε ποτέ
με τον Γιώργη. Ποτέ δεν μπόρεσα να του πω, σ΄ αγαπάω, δε μου ερχόταν. Αλλά ούτε
κι εκείνος το είπε ποτέ. Ίσως γιατί η
«αγάπη» για κείνον, ήταν δεδομένη «αφού είμαστε ανδρόγυνο».
Η δική μου καρδιά, όμως, λαχταρούσε να
το ακούσει.
Ήμουν γύρω στα 70 και λίγο πιο μεγάλος ο
Γιώργης, όταν έπαθε ανακοπή καρδιάς και τον έχασα. Ένιωσα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια
μου. Τον έκλαψα πολύ κι ένιωσα πολύ μόνη.
Τα παιδιά μου επέμεναν να πάω να μείνω
μαζί τους μα δεν ήταν εύκολο. Είχαν τις
φαμελιές τους, τις δουλειές τους, τη ζωή τους, μια γριά γυναίκα εγώ, πού
χωρούσα;
Ζούσα μόνη μου ακόμα κι όταν
εμφανίστηκαν τα προβλήματα υγείας. Αρχικά, κινητικά προβλήματα. Σταμάτησα να
βγαίνω έξω και μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσα με το Π. Ακολούθησαν τα μάτια μου,
λεύκωμα που ευτυχώς η εξέλιξη αργή. Είχα πολλές Κρατικές υπηρεσίες, έτσι μπόρεσα να αποφύγω τον Οίκο
Ευγηρίας. Κάποιες φορές βαρυγκωμούσα.
-Έχω περάσει τα 80, σεβαστή ηλικία για
να φύγω. Έλα μου, όμως που δεν έφευγα, λες και κάτι με κρατούσε στη ζωή. Κι
εκείνο που, υποσυνείδητα με κρατούσε, χωρίς να το ξέρω, ήρθε!
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, γύρω στις 11,
χτύπησε η πόρτα. Δεν περίμενα κανέναν. Άνοιξε η Νοσοκόμα που ερχόταν γύρω στις
9 και έμενε μέχρι το μεσημέρι.
-Είναι ένας κύριος, που θέλει να σας δει.
-Ας περάσει.
Δεν πίστευα στα μάτια μου, μπροστά μου
στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος, από ένστικτο και μόνο «αναγνώρισα» τον Μιχάλη.
Με πλησίασε στην αναπηρική πολυθρόνα που καθόμουν, άπλωσε και τα δυο του χέρια,
έπιασε τα δικά μου και τα φίλησε τρυφερά.
Η καρδιά μου κλωτσούσε έτοιμη να πεταχτεί έξω από το στήθος, λες κι
ήμουν κοριτσόπουλο στο πρώτο ραντεβού. Τα
μάτια μας έτρεχαν ανεξέλεγκτα. Ευτυχώς η Νοσοκόμα ξένης φυλής, έτσι αργότερα
της είπα ότι ήταν ξάδελφός μου που είχαμε να ιδωθούμε από τα νιάτα μας. Πήρε
μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου κρατώντας μου το χέρι, φοβερά συγκινημένοι και
οι δυο.
-Δεν μπορείς να φανταστείς πώς περίμενα
αυτή τη στιγμή μάτια μου, μου ψιθύρισε ο
Μιχάλης. Μα δεν τολμούσα. Δυο χρόνια πριν, όμως, η γυναίκα μου έμπλεξε
με μια Θρησκευτική Οργάνωση και έφυγε, εξηγώντας μου, πως θέλει να αφιερωθεί
στον Κύριο. Δεν ήταν αντεραστής να τα βάλω μαζί του, πώς να τα βάλεις με
αρρωστημένες καταστάσεις όπως αυτές των φανατικών; Αποφάσισα, ότι δεν με δέσμευε τίποτα πια ούτε
κι εσένα ώστε μπορούμε να περάσουμε τα στερνά μας μαζί. Από βαθύ ένστικτο,
πίστευα ότι και τα δικά σου αισθήματα ίδια με τα δικά μου.
Έτσι άρχισε μια καινούρια ζωή για εμάς,
συνέχισε η Φροσούλα. Δίσταζα πολύ να μιλήσω στα παιδιά μου. Τι θα σκεφτούν για
μένα παιδιά και εγγόνια ; Ότι ξεμυαλίστηκα
στα 80+ και έχω φίλο;
Έτσι, εγώ, λέει ο Μιχάλης, περίμενα να
δω την κόρη της που περνούσε να την δει κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά της
και μετά έμπαινα μέσα. Περνάμε όμορφα και γαλήνια τις ημέρες μας. Φροντίζω τη
Φροσούλα μου, μαγειρεύω και τρώμε μαζί, επιβλέπω και την βοηθάω σε όλα, της
δίνω τα φάρμακά της και συζητάμε ατέλειωτες ώρες. Όλα αυτά που δεν μπορέσαμε να
πούμε τόσα χρόνια, τα λέμε τώρα.
Είναι τόσο όμορφο, λέει η Φροσούλα να
βρεις την αδελφή ψυχή, έστω και τόσο αργά. Να βρεις «εκείνο το κάτι, τη σπίθα
της αγάπης, που έλειπε από τη ζωή σου»! Να λες, σε αγαπάω μάτια μου, σε αγαπάω πολύ. Και η
ανταπόκριση να είναι: Κι εγώ Μιχάλη
μου, κρυφά και ένοχα, σε κουβαλούσα μέσα μου μια ζωή.
Ο Μιχάλης, έφευγε γύρω στις έξη το
απόγευμα, όπου σχολούσε ο γιος της Φροσούλας και περνούσε να δει τη Μητέρα του.
Επέστρεφε γύρω στις 7.30 κι έμεναν μαζί μέχρι το πρωί, που έφευγε ο Μιχάλης
μέχρι να περάσει η κόρη της.
Από τη μια τους κούραζε αυτό το κρυφτό από
την άλλη η ντροπή απέναντι στα παιδιά της δεν τους άφηνε να τους μιλήσουν.
Τις νύχτες που έμεναν μόνοι,
σιγοτραγουδούσαν τα σουξέ της εποχής τους. Ενίοτε χόρευαν κιόλας. Τη σήκωνε από
την καρέκλα ο Μιχάλης και κρατώντας την σαν κάτι ιερό στην αγκαλιά του, έκαναν
κάμποσα βήματα από ταγκό ή βαλς σιγοτραγουδώντας! Ολοκληρωμένη Ευτυχία!
Ώρες-ώρες δάκρυζαν από ευτυχία. Δυσκολεύονταν
να πιστέψουν πως, επί τέλους, ήταν μαζί!
Το μόνο που τους φόβιζε, ήταν το τέλος,
πλησίαζε τα 90 η Φροσούλα, 92 ο Μιχάλης. Πότε και πώς θα έρθει το τέλος; Ποιος
θα φύγει πρώτος; Και πώς θα το αντέξει αυτός που θα μείνει πίσω;
Μα η Ανωτέρα Δύναμη που ρυθμίζει τα
πάντα, προνόησε και για αυτό. Ένα βράδυ που έβγαλε το φαγητό ο Μιχάλης από την
κουζίνα υγραερίου, αφηρημένος, εσκεμμένα,
γύρισε δυο φορές το κουμπί...την πρώτη για να σβήσει τη φλόγα και
τη δεύτερη χωρίς να ανάψει το μάτι.
Έφαγαν, μίλησαν, σιγοτραγούδησαν...χόρεψαν
αγκαλιασμένοι και κάποια στιγμή ζαλισμένοι προφανώς από τις αναθυμιάσεις του
υγραερίου, έπεσαν κάτω λιπόθυμοι.
Δεν διαλευκάνθηκε ποτέ αν ήταν ατύχημα ή διπλή αυτοκτονία...
Όπως και να έγινε, το τέλος που τους
φόβιζε, δεν ήρθε. Αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι ταξίδεψαν για το αιώνιο Φως.
δ.μ.
Σημείωση: Αυτή η ιστορία, δεν είναι
αποκύημα συγγραφικής φαντασίας. Είχαμε πάει επαγγελματική επίσκεψη ο γιατρός κι
εγώ, ως Διερμηνέας. Η Φροσούλα ακούγοντας το όνομα μου με αναγνώρισε, είχα
μαθητές τα παιδιά της στο Δημοτικό. Γνώριζε, επίσης, ότι γράφω. Ο Μιχάλης με το
ευγενικό του χαμόγελο: τότε κ. Διονυσία πρέπει να γράψετε την ιστορία μας, η
Φροσούλα μου κι εγώ, είμαστε πολύ περήφανοι που αξιωνόμαστε τα δύσκολα γηρατειά
να τα περνάμε μαζί. Τον κοίταξε με λατρεία η γριά Φροσούλα. Διερμηνεύω στον νεαρό γιατρό τι συμβαίνει, συγκινείται
πολύ από αυτή την απίστευτη ιστορία και προτείνει να έρθω άλλη μέρα, σαν φίλη
να μου μιλήσουν λεπτομερώς και, ασφαλώς, να γράψω την τρυφερή τους ιστορία.
Τώρα, όμως, πρέπει να μιλήσουμε για την υγεία τους.
Έτσι και έγινε.
Διονυσία Μούσουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου