Μια πρώτη ημέρα γεμάτη διάλογο και σκέψη στο Βικαριάτο
Με τη συμμετοχή περίπου 120 μελών και εκπροσώπων από τις 26 ενορίες του Βικαριάτου ξεκίνησαν την Παρασκευή, 30.5.2025, οι εργασίες της συνάντησης του Βικαριάτου, στους χώρους της ενορίας του Αγίου Ματθαίου στο Νεϊγί, παρουσία του Σεβ. Μητροπολίτη Γαλλίας κ. Δημητρίου.
Η ημέρα άνοιξε με την ψαλμωδία του τροπαρίου της Αναλήψεως, ενώ ακολούθησε ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Καμερούν κ. Γρηγορίου, ο οποίος ανέπτυξε το πλαίσιο της ιεραποστολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αφρική. Η εισήγηση προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον και αρκετές ερωτήσεις, με επίκεντρο θέματα όπως η μετάδοση της πίστης, η εκπαίδευση του κλήρου, η γλωσσική πολυμορφία και ιδιαίτερα η τοποθέτησή του για τη χειροτονία διακονισσών, η οποία απέσπασε θερμό χειροκρότημα.
Μετά από γεύμα με παραδοσιακές σπιτικές γεύσεις της Ανατολικής Μεσογείου και τη φωτογράφιση όλων των συμμετεχόντων, η συνάντηση συνεχίστηκε το απόγευμα με στρογγυλή τράπεζα αφιερωμένη στο θέμα «Ενότητα και ποικιλομορφία στην Εκκλησία». Στη συζήτηση συμμετείχαν οι Κύριλλος Σολογούμπ, Όλγα Λόσκι-Λαχάμ, Γιουλίγια Βίντοβιτς, Ζορζ Ελ Χάζ, π. Αντρέι Κορντοτσίν και Μισέλ Ταράν.
Η ημέρα έκλεισε με παρέμβαση του π. Αλεξίου Ουμίνσκι, ο οποίος παρουσίασε σκέψεις γύρω από τη σχέση της Εκκλησίας με τον σύγχρονο κόσμο, θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο και προσωπικά φορτισμένο, καθώς ο ίδιος έχει πρόσφατα φύγει από τη Ρωσία.
Η ακολουθία του Εσπερινού επισφράγισε την πρώτη αυτή ημέρα προβληματισμού και πνευματικής ενίσχυσης.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΜΕΡΟΥΝ, ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ:
Ἡ Ἱεραποστολή καί ἡ Ἐκκλησία στήν Ἀφρική
Παρασκευή, 30 Μαΐου 2025
Σεβασμιώτατε
ἅγιε Γαλλίας κ. Δημήτριε,
Σεβαστοί
Πατέρες συμπρεσβύτεροι καί συνδιάκονοι,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί ἀδελφές,
Τό θέμα μου εἶναι «Ἡ
Ἱεραποστολή καί ἡ Ἐκκλησία στήν Ἀφρική». Ἕνα θέμα μέ πάρα
πολλές παραμέτρους καί πάρα πολλά ἐπίπεδα, τά ὁποῖα εἶναι ἀπέραντα καί
πολύπλοκα, διότι κάθε Χώρα τῆς Ἀφρικῆς εἶναι μιά μοναδικότητα καί μιά
διαφορετικότητα, ὅπως ἄλλωστε κάθε Χώρα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ὁπότε εἶναι προτιμότερο
νά μιλᾶμε γιά 54 Ἀφρικές, ὅσες καί οἱ Χῶρες τῆς Ἠπείρου γιά νά εἴμαστε πιό
ἀκριβεῖς.
Ὑπάρχουν τρεῖς
βασικές ἀρχές στήν Ἱεραποστολή:
i.
Τό
νά μεταγγίσεις τό Εὐαγγέλιο τῆς πίστεως σέ ἕναν ἄλλο τόπο δέν εἶναι μικρή
ὑπόθεση οὔτε εἶναι εὔκολη οὔτε αὐτονόητη σέ κάθε μῆκος καί πλάτος αὐτοῦ τοῦ
κόσμου.
ii.
Ἡ
πίστη δημιουργεῖται ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή Αὐτός τό
εἶπε. Αὐτός «ὁ θεῖος λόγος», ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνα μανιφέστο μιᾶς νέας
μορφῆς δικαιοσύνης, ἑλκύει τήν καρδία τοῦ κάθε ἀκροατοῦ. Μέ ποιόν τρόπο τήν ἑλκύει;
Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό ἀναλύσουμε αὐτό, διότι εἶναι μέσα σ᾽ αὐτό πού
ἀποκαλοῦμε «μυστήριον τῆς πίστεως». Προφανῶς, μέ τόν τρόπο πού κάποιος μιλάει
καί ἐξηγεῖ τά μαθηματικά ἤ τήν ἀστρονομία καί ὁ μαθητῆς ἑλκύεται καί ἀποφασίζει
νά σπουδάσει αὐτές τίς ἐπιστῆμες.
iii.
Ἐάν
ὁ Ἱεραπόστολος δέν ἔχει ἀντιληφθεῖ ὅτι θά πρέπει κι ὁ ἴδιος νά γίνει ἕνα
ζωντανό Εὐαγγέλιο, τότε ὅλα εἶναι καταδικασμένα σέ ἀποτυχία. Δέν ἀρκεῖ, λοιπόν,
νά διδάσκεις τό Εὐαγγέλιο τῆς πίστεως ἀλλά πρέπει καί νά τό ζεῖς.
Ἄρα θά πρέπει νά
γνωρίζω: «τό περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου», θά πρέπει νά γνωρίζω «νά
μιλῶ γιά τό Εὐαγγέλιο» καί θά πρέπει νά πιστεύω στό Εὐαγγέλιο καί, προσωπικά,
«νά ὑλοποιῶ τό Εὐαγγέλιο» μέ τή ζωή μου. Αὐτή ἡ προσπάθεια τῆς σπορᾶς τοῦ
Εὐγγελικοῦ λόγου στά «ἔθνη» θά ἀκολουθεῖ πάντα -κατ᾽ ἀναλογίαν- τίς
δυσκολίες πού περιγράφονται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί στίς ἐπιστολές τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου.
Γιά τόν λόγο αὐτό
πολλές φορές σέ ἄρθρα μου διευκρινίζω ὅτι ἐφ᾽ ὄσον οἱ πρῶτοι Ἱεραπόστολοι ἦλθαν
στήν ἐσωτέρα ὑποσαχάρια Ἀφρική πρίν 160 χρόνια ἀναλογικά εἴμαστε στό 160 μετά
Χριστόν, γιατί πρίν ἀπό 160 χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός σ᾽ αὐτά τά μέρη καί
ἐχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε τά ἴδια, ἄν ὄχι καί περισσότερα, προβλήματα ἀπό ἐκείνη
τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους.
Γιά νά κατανοήσετε τό
κλίμα, τίς δυσκολίες καί τήν κατάσταση τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική θά μοῦ
ἐπιτρέψετε νά θίξω, μερικά μόνο, βασικά ἱστορικά σημεῖα γιά νά μπορέσουμε νά ἔχουμε
μιά εἰκόνα γιά τή σημερινή κατάσταση καί πορεία τῆς «Ἱεραποστολῆς», ἡ
ὁποία εἶναι καί ἡ βάση κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί ἡ κίνησή Της, ἡ
ἐκφρασή τῆς «συμπορείας» Της πρός τόν κόσμο τῶν ἐθνῶν τῆς Ἀφρικῆς.
Κάθε Ἀποστολή προϋποθέτει τόν
Ἀποστολέα καί τόν Ἀπόστολο.
Τό Ἀποστολικό ἔργο,
λοιπόν, αὐτό πού ἀποκαλοῦμε συνήθως Ἱεραποστολή, δέν εἶναι κάτι
διαφορετικό ἀπό τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου μας νά διαδοθεῖ τό «Εὐ-αγγέλιο»,
το χαρμόσυνο Ἄγγελμα τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς νίκης Του ἐπί
τοῦ θανάτου διά τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία ἐδωρήθη στούς ἀνθρώπους ὡς χάρη,
λύτρωση καί σωτηρία. Αὐτό εἶναι ἡ Ἀποστολή. Ὁ πρῶτος Ἀποστολέας καί Ἀπόστολος εἶναι
ὁ ἵδιος ὁ Κύριός μας καί συνεχίζει ἕως σήμερα νά εἶναι διά τῆς Ἐκκλησίας Του.
Τό περιεχόμενο τῆς Ἀποστολῆς εἶναι τό Εὐαγγέλιο Του, ὅπου ἐκφράζεται ἡ νέα
σχέση του μέ τόν κόσμο, τό θέλημά Του, ἡ διδασκαλία Του, ἡ δικαιοσύνη Του, ἡ
Ἀποκάλυψή Του καί ὁ κώδικας τιμῆς τῶν μαθητῶν Του, τῶν χριστιανῶν, δηλαδή
πάντων ἡμῶν.
Ὁ «Ἀπόστολος» σήμερα
εἶναι ἡ ἵδια ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπιλέγει ποιά ἀπό τά μέλη Της, δηλαδή ἕνα
τμῆμα Της, ἕνα κομμάτι ἀπό τά σπλάχνα Της, θά στείλει στόν κόσμο πού ἀγνοεῖ τήν
ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι αὐτή πού φυλάσσει τό Εὐαγγέλιό Του, μέ τό ὁποῖο
ἐφοδιάζει τούς «ἀποστόλους» Της .
Νά σημειώσουμε ὅτι:
1. Ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας
ἀρχικά μεταδιδόταν προφορικά καί στηριζόταν στήν ἐκπλήρωση στό πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
2. Τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
ἦταν τά ἀρχικά ἀναγνώσματα, («τά Εὐαγγέλια» τῆς Ἐκκλησίας, πρίν τή συγγραφή τῶν
βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης) τῶν πρῶτων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, ὅπου,
συνδυάζονταν μέ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καί τήν ἀφήγηση τῆς ζωῆς, τῶν
θαυμάτων καί τῆς διδασκαλίας Του, τῆς θυσίας Του, τῆς Ἀναστάσεώς Του, τῆς Ἀναλήψεώς
Του, τῆς ἀποστολῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
3. Ὁ πολλαπλασιασμός τῶν πρῶτων Χριστιανικῶν
Κοινοτήτων γέννησε τήν ἀνάγκη νά καταγραφεῖ συστηματικότερα ἕνα μέρος τῆς ζωῆς
καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου μας.
4. Λόγῳ τοῦ ὅτι στόν κοινωνικό
περίγυρο, στόν ὁποῖον ἔδρασε ὁ Χριστός ἴσχυε τό: «ἐπί στόματος δύο
μαρτύρων καί τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα» (Β’ Κορ. 13, 1), ἔχουμε
παράλληλες συμπληρωματικές γραπτές καταγραφές, τά γνωστά τέσσαρα Εὐαγγέλια τῶν:
Ματθαίου, Μάρκου Λουκᾶ καί Ἰωάννου.
5. Τά τέσσαρα εὐαγγέλια τῶν δύο
Ἀποστόλων (Ματθαίου καί Ἰωάννου) καί τῶν δύο μαθητῶν τῶν Ἀποστόλων (Μάρκου καί
Λουκᾶ) μαζί μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τίς ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων:
Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰωάννου, Ἰούδα καί Παύλου συγκρότησαν κατά κοινή ἀποδοχή τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (consensus)
τόν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης με τήν ἐπισύναψη καί τοῦ «ἐσχατολογικοῦ-ἀποκαλυπτικοῦ»
βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου.
Εἶναι σημαντικό νά
γνωρίζουμε καί νά ἔχουμε μιά εἰκόνα, γιά τό ποιός ἦταν ὁ κόσμος μέσα στόν ὁποῖο
ἔδρασε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Θά σημειώσω κάποια
πολύ σημαντικά στοιχεῖα τοῦ τότε κόσμου, ὅπως βεβαιώνονται ἀπό ἱστορικές πηγές
καί ἀπό τίς Γραφές:
A. Κατά τούς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἕνας ἑνιαῖος Ἰουδαϊσμός ἀλλά πολλοί «Ἰουδαϊσμοί», σύμφωνα μέ τίς
σχολές ἑρμηνείας καί τά Μεσσιανικά κινήματα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ: 1. Φαρισαῖοι, 2. Γραμματεῖς,
3. Σαδδουκαίοι, 4.Ἡρωδιανοί, 5. Ζηλωτές, 6. Ἐσσαῖοι, 7. Σαμαρεῖτες κ. λπ,
ἀποτελοῦσαν τμήματα του Ἰουδαϊσμοῦ ἀντικρουόμενα καί ἀλληλοσπαρασσόμενα.
B. Ἐπίσης, τούς πρώτους αἰῶνες δέν ὑπῆρχε ἑνας
ἑνιαῖος Χριστιανισμός, ἀλλά συνυπῆρχαν:
i.
Κοινότητες
Ἰουδαιοχριστιανῶν,
ii.
ἡ
«Κοινοτητα τοῦ Πρωτοδιακόνου Στεφάνου», ἡ ὁποῖα εἶναι αὐτή πού ἐδιώχθη πρώτη
ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή οἱ Ἀπόστολοι δέν ἐδιώκοντο καί παρέμεναν ἀνενόχλητοι στήν
Ἱερουσαλήμ σύμφωνα μέ τίς Πράξεις,
iii.
Κοινότητες
Ἑλληνιστῶν, στή διασπορά τίς ὁποῖες ἐδίωκε ὁ Παῦλος πρό τῆς μεταστροφῆς του,
iv.
Κοινότητες
τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, οἱ ὁποῖες ἐπιζοῦν μέχρι σήμερα καί ὀνομάζονται
«Μανδαῖοι»,
v.
ἄλλες
ἀνεξάρτητες ὁμάδες τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου, ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ Ἀπολλώ καί οἱ «ἀδελφοί»
στήν Ἔφεσο πού συνάντησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κ. λπ.
C. Ἐπίσης, ὑπῆρχε μιά ἐκτεταμένη
συγγραφή, ἕως τον 4ο αἰ., μιᾶς πληθώρας ψευδεπιγράφων
συγγραμμάτων:
i.
Εὐαγγελίων
διαφόρων ἀποστόλων,
ii.
Ἐπιστολῶν
διαφόρων ἀποστόλων,
iii.
Πράξεων
καί
iv.
Ἀποκαλύψεων
διαφόρων Ἀποστόλων,
ἡ ὁποία μπορεῖ νά μᾶς προϊδεάσει
γιά τόν ἀντίκτυπο πού εἶχε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καί τό ἀπέραντο
«χριστιανικό μωσαϊκό» τῶν πρώτων αἰώνων, τό ὁποῖο τό ἁπλουστεύουμε καί τό ἀντιπαρερχόμαστε
μέ τόν ἱστορικό ὅρο «ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων».
D. Βασικό, ἀκόμη, εἶναι τό θέμα ὅτι
ὁ Χριστιανισμός γεννιέται μέσα σέ δύο πάρα πολύ δυνατά καί ζωντανά καί προϋπάρχοντα
(τοῦ Χριστιανισμοῦ) κινήματα ἐν ἐξελίξει: α. τοῦ Γνωστικισμοῦ, καί β.τοῦ
Ἀποκαλυπτισμοῦ.
Θά προσπαθήσω νά ἐξηγήσω,
ἐν συντομίᾳ, τά δύο αὐτά κινήματα.
1.
Τό
πρῶτο κίνημα εἶναι ὁ Γνωστικισμός, εἶναι ἕνα φιλοσοφικό εὐρύτατο κίνημα,
τό ὁποῖο παίρνει ἀρχαίους μύθους περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τούς
ἐμπλουτίζει μέ στοιχεῖα θρησκευτικά ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί ἀπό ἄλλες θρησκεῖες
καί θέτει ὡς ἀνώτατο σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τήν κατάκτηση τῆς λυτρωτικῆς
«γνώσεως». Σάν κίνημα ὁ Γνωστικισμός εἶχε κατακτήσει ἔδαφος σέ πολλές τάξεις,
πρίν τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί συμπορεύτηκε μέ αὐτόν καί μποροῦμε νά
ποῦμε ὅτι ἀκόμα καί σήμερα συμπορεύονται κάποιες μορφές του .
Ἔτσι ἔχουμε Ἰουδαίους
Γνωστικούς, Χριστιανούς Γνωστικούς, Ἐθνικούς Γνωστικούς κ. λπ. Ἀκόμα καί σέ
διηγήσεις στά Γεροντικά τῆς ἐρήμου συναντᾶμε τύπους «φιλοσόφων», πού ἐπισκέπτοντο
ἤ προκαλοῦσαν τούς Γέροντες, θέτοντας διάφορα ἐρωτήματα. Αὐτοί οἱ φερόμενοι ὡς
«φιλόσοφοι» εἶναι οἱ Γνωστικοί τῆς ἐποχῆς. Κάποιες τελευταῖες ἀρχαιολογικές
ἀνακαλύψεις μᾶς δίδουν στοιχεῖα καί γιά Γνωστικούς Μοναχούς στήν περιοχή τοῦ Νάγκ
Χαμαντί, δηλαδή τοῦ ἀρχαίου Χηνοβοσκείου στό Πηλούσιον ὄρος.
Στήν Αἴγυπτο ἐμφανίστηκαν καί
χριστιανικές αἱρέσεις μέ γνωστικά ἤ ἡμιγνωστικά χαρακτηριστικά, ὅπως οἱ Μελιτιανοί
καί οἱ Ἀρειανοί. Οἱ Μελιτιανοί, μεταξύ τῶν ἄλλων, πίστευαν ὅτι
οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως εἶχαν τή δυνατότητα, μετά θάνατον, νά γίνουν φορεῖς
θείων ἀποκαλύψεων. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔστηναν «μαντεῖα» στούς τάφους τῶν
μαρτύρων καί θεωροῦσαν ὅτι τά πνεύματά τους κατελάμβαναν τούς πιστούς καί
προφήτευαν μέσῳ αὐτῶν. Αὐτή ἡ πίστη σέ μιά διαρκῶς ἐξελισσόμενη θεία
ἀποκάλυψη ἦταν καθαρά γνωστική, ἐνῶ οἱ Μελιτιανοί διέθεταν καί ἀπόκρυφα
βιβλία, πού προορίζονταν μόνο γιά ὀλίγους διανοητικά ἀνωτέρους χριστιανούς.
Ἡ μορφή πού συνδέθηκε πιό στενά μέ τόν
γνωστικισμό κατά τόν εἰκοστό αἰώνα εἶναι, ὁ Κάρλ Γιοῦνγκ. Ὁ Γιοῦνγκ ὄχι
μόνον ἐνδιαφερόταν γιά τούς γνωστικούς, ἀλλά τούς θεωροῦσε προδρόμους τῆς Ψυχολογίας τοῦ βάθους. Πίστευε ὅτι οἱ γνωστικές διδασκαλίες καί οἱ
γνωστικοί μύθοι προέρχονταν ἀπό τήν ἐσωτερική ψυχική ἐμπειρία τῶν γνωστικῶν
σοφῶν. Ὁ Γιοῦνγκ πῆρε ἀπό τόν γνωστικισμό, ἰδιαίτερα τόν γνωστικό δυϊστικό μύθο
καί τόν μετέτρεψε σέ ψυχολογική θεωρία.
2.
Ὁ
Ἀποκαλυπτισμός εἶναι ἕνα κίνημα παράλληλο μέ τόν Γνωστικισμό, τό ὁποῖο ξεπήδησε μέσα ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό κι αὐτό γιά νά ἀπαντήσει
στά δύσκολα ἐρωτήματα πού γεννιοῦνται, ὅταν ὁ λαός τοῦ Θεοῦ περνάει στιγμές
θλίψης.
Τό
γεγονός τῆς ἐκτεταμένης ἐξορίας τοῦ λαοῦ Ἰσραήλ (ἀπό τήν ἐξορία τῆς Βαβυλῶνος ἕως
καί τή Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία) δημιουργεῖ μιά καινούργια πραγματικότητα πού ὑποβάλλει
τόν Ἰσραήλ σέ συνθῆκες θλίψεως. Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθῆκες
προωθοῦν ἀξίες ξένες πρός τόν Θεό καί ἡ πορεία τῆς ἱστορίας φαίνεται νά εὐνοεῖ
τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός λαός ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τόν πειρασμό τοῦ
συμβιβασμοῦ καί τῆς πλάνης.
Μέσα σε
αυτές τίς συνθῆκες, ἀναδύονται τά ἑξῆς ἐρωτήματα στόν πιστό τοῦ Θεοῦ:
Ἔχει
ἐγκαταλείψει ὁ Θεός τόν λαό Του;
Ἔχει
χάσει ὁ Θεός τόν ἔλεγχο τῆς ἱστορίας;
Ποιό
εἶναι τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ;
Πῶς
ἐξηγεῖται ἡ κατάσταση τοῦ παρόντος;
Πότε
θά ἐρθει ἡ τελική ἀπολύτρωση;
Πῶς
καλεῖται νά ζήσει ὁ πιστός κατά τή διάρκεια τῆς ἐξορίας καί τῶν διωγμῶν;
Σημαντική
εἰκόνα τοῦ Ἀποκαλυπτισμοῦ μᾶς δίνει τό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ὁποῖο
δίχασε τήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία καί συνεχίζει νά διχάζει ἕως καί σήμερα μέ τίς
διάφορες προσπάθειες ἑρμηνείας, οἱ ὁποῖες γίνονται καί στην ἐποχή μας ἀπό
διαφόρους πού θεωροῦν ὅτι μποροῦν νά τήν ἑρμηνεύσουν, σέ ἀντίθεση μέ τούς μεγάλους
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀπέφυγαν νά τήν ἀγγίξουν. Ὅπως ἔχετε ἴσως
παρατηρήσει εἶναι ἕνα βιβλίο μαζί μέ τό ᾎσμα ᾈσμάτων, τά ὁποῖα δέν ἀκούγονται
ποτέ στά ἀναγνώσματα τῶν Ακολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θά σᾶς ἀναφέρω μιά ἀκραία μορφή παραγωγῆς ἑρμηνευτικῶν
ὑπομνημάτων τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Στήν Ἑλλάδα, κατά τή διάρκεια τῶν 400
χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας 1453-1821, μεταξύ μόνο τῶν ἐτῶν 1700 ἕως 1841 ἔχουμε
τή συγγραφή 40 ὑπομνημάτων στό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὁ ἐκ Πατρῶν λόγιος μοναχός
Κύριλλος Ἁγιολαυρεώτης, μεταξύ μόνον τῶν ἐτῶν 1810 ἕως 1818 ἔκανε 8 ἐκδόσεις
τοῦ ὑπομνήματός του στήν Ἀποκάλυψη. Ἀρχίζοντας τό 1792 ὁ Κύριλλος θά γράψει καί θά ξαναγράψει τήν
πραγματεία του ἕντεκα φορές, μέ τήν τελευταία ἔκδοση (1817-1821/23 μέ
συμπληρώσεις τό 1826) νά καταλαμβάνει τή μνημειώδη ἔκταση τῶν 5.256 χειρογράφων
σελίδων, δεμένων σέ ὀκτώ τόμους.
Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης παρουσιάζει τήν ἱστορικοποίηση τῆς
Ἀποκαλύψεως στά γραπτά του. Πίστευε ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων κατά
τῶν Τοῦρκων ἦταν ἡ πραγματοποίηση τῆς Ἀποκαλύψεως στήν ἐποχή του στήν ὁποία
συμμετέχει καί αὐτός.
Ἡ
Ἀφρική λαμβάνοντας τήν Βίβλο ἄρχισε πολύ νωρίς νά συνειδητοποιεῖ καί νά βιώνει μιά
ἀναπότρεπτη ταύτιση μέ τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ στά παθήματα καί τίς δοκιμασίες τῆς
Ἀποικιοκρατίας. Τά παθήματα ὅμως τῶν λαῶν τῆς Ἀφρικῆς προέρχονται ἀπό αὐτούς
πού τούς ἔδωσαν τή Βίβλο τῆς πίστεως καί τούς ἔμαθαν γράμματα γιά νά μποροῦν νά
διαβάζουν τή Βίβλο. Μέ
τόν ἴδιο, λοιπόν, τρόπο τά ἴδια ἐρωτήματα τοῦ Ἀποκαλυπτισμοῦ ἀναδύονται μέσα
ἀπό τίς διαρκεῖς πιέσεις πού δέχεται ἐδῶ καί τέσσερις σχεδόν αἰῶνες ὁ παγκόσμιος
Νότος καί ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται ἕνας ἰδιότυπος Ἀφρικανικός Ἀποκαλυπτισμός.
Αὐτός ὁ
Ἀποκαλυπτισμός ἀρχίζει νά εἰσέρχεται καί στό περιεχόμενο τῶν καθημερινῶν
προσευχῶν ἑκατομμυρίων Ἀφρικανῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σέ συνθῆκες ἐξαθλιώσεως καί
ἀπευθύνονται πρός τόν Θεό γιά λύτρωση καί εὐημερία, κάτι πού γεννᾶ πολλά, πάμπολλα
γνωστά καί ἄγνωστα Ἀφρικανικά Μεσσιανικά κινήματα.
Ἐνδεικτικά θά σᾶς
ἀναφέρω ὁρισμένα, τά ὁποῖα ἔπαιξαν καί παίζουν ἕνα δυναμικό πολιτικό ρόλο:
1.
τό
Προφητικό Κίνημα τοῦ Andre Matsua στό Κονγκό Μπραζαβίλ καί
2.
τοῦ
Simon Kimbangu στή Δημοκρατία τοῦ Κονγκό,
οἱ ὁποῖοι τόνισαν τόν ἐπαναστατικό
χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ, κάτι τό ὁποῖο ἔχουν χάσει οἱ ἀρχαῖες Ἐκκλησίες. Τά
κινήματα αὐτά ὑπάρχουν μέχρι σήμερα ὡς ἀναγνωρισμένες Ἀφρικανικές Ἐκκλησίες μέ
πολλά μέλη τους στήν ἡγεσία τῶν Κρατῶν.
3.
Τό
Μεσσιανικό Κίνημα τοῦ προφήτου ἐσχάτων ἡμερῶν Harris στήν Ἀκτή τοῦ ᾽Ελεφαντόδοντος.
4.
Ἡ
ἐσχατολογική αἵρεση στήν Kanungu τῆς
Οὐγκάντα, ὅπου
τό ἔτος 2000 περίπου 700 μέλη τοῦ Κινήματος κάηκαν ζωντανοί μέσα σέ μιά
Ἐκκλησία.
5.
Τό
προφητικό κίνημα τῶν «Ἰσραηλιτῶν» τοῦ Enoh Mgijima, συνδεδεμένο μέ τό μακελειό τοῦ
Bulhoek
καί τόν Νόμο περί κατοχῆς τῆς Γῆς στήν Νότιο Ἀφρική.
6.
Τό
κίνημα τῆς Alice Lenshina καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Loumba μιά Ἐκκλησία ἀντίδραση στήν
ὑποβάθμιση τοῦ ρόλου τῶν γυναικῶν στήν Ζάμπια μέ πολιτικές ἐξεγέρσεις καί
θύματα.
7.
Τό
προφητικό κίνημα τῆς Alice Lakwenta (Aouma) πού ἔφτασε νά πολιορκήσει τήν
πρωτεύουσα Καμπάλα τῆς Οὐγκάντας.
Καί ἑκατοντᾶδες ἄλλα
κινήματα συνδεδεμένα μέ τόν Ἀποκαλυπτισμό καί τήν Προφητεία μέ στοιχεῖα
Χριστιανικά ἀλλά καί ἀνιμιστικά, τά ὁποῖα ἀγκαλιάζονται ἀπό λαούς καί φυλές ἐξαντλημένες
ἀπό τήν μακροχρόνια καταπίεση καί ἐκμετάλλευση καί μετατρέπονται σέ πολιτικά
καί ἐπαναστατικά κινήματα.
Ὁ Ἀφρικανικός
Ἀποκαλυπτισμός ἀναπτύσσεται παράλληλα καί μέ ἕναν ἀρχαῖο ἀλλά καί ἕναν σύγχρονο
Ἀφρικανικό Γνωστικισμό.
Ἐάν κάποιος μελετήσει
τά Ἀφρικανικά Θρησκεύματα θά βρεῖ ἕνα παρόμοιο «Γνωστικό σύμπαν», ὅπου ὑπάρχουν
δεκάδες ἑρμηνεῖες καί ἀπόψεις περί Θεοῦ, περί ἀνθρώπου, περί ἐνδιαμέσων
θεοτήτων, περί τοῦ κακοῦ καί τοῦ καλοῦ, περί ἐξευμενισμοῦ, περί μαγείας, περί
ἀσθενείας, περί σωτηρίας κ. λπ.
Γνωστικά συστήματα
δαιδαλώδη καί ἀτέλειωτα, τά ὁποῖα γίνονται ἕνα κράμα μέ τήν δεισιδαιμονική καί
μαγική ἀντίληψη πού βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος στήν Ἀφρική, τά ὁποῖα στήν πρώτη
φάση τῆς ἀποικιοκρατίας τοῦ 16ου–17ου αἰῶνος συνυπάρχουν
μέ τά πρῶτα χριστιανικά κηρύγματα, δίδοντας σέ πολλά θέματα Παλαιοδιαθηκικές
ἐξηγήσεις ἀπό τούς πρώτους Ἱεραποστόλους τούς ὁποίους διέκρινε μιά μεγάλη
ἀνεκτικότητα.
Ἀντιθέτως, τό
ἀποικιοκρατικό ἱεραποστολικό κίνημα τοῦ 19ου αἰῶνος θά φέρει
Ἱεραποστόλους ἄκαμπτους, οἱ ὁποῖοι θά ὑποτιμήσουν κάθε τί πού ἀνήκει στήν
ἀφρικανική κουλτούρα καί θά σημειωθεῖ μιά τεράστια καταστροφή καί ἀρπαγή
Ἀφρικανικῶν θρησκευτικῶν συμβόλων, τά ὁποῖα σήμερα ἐκτίθενται σέ εὐρωπαϊκά
μουσεῖα.
Στήν μετα-ἀποικιοκρατική
ἐποχή θά εἰσαχθεῖ καί ἕνα ἐπιζόν καθαρά γνωστικό σύστημα: ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός.
Τήν κατάσταση αὐτή ὑποκίνησε καί χειραγώγησε ἡ μετα-ἀποικιακή Πολιτική τῆς
Γαλλίας καί Ἀγγλίας στίς πρώην Γαλλικές, Ἀγγλικές ἀλλά καί Βελγικές ἀποικίες.
Σύμφωνα μέ τό βιβλίο «Ἀναμνήσεις τῆς Ἀφρικῆς», ὅπου καταγράφονται
διηγήσεις καί ἐπεξηγήσεις τῆς Ἀφρικανικῆς Πολιτικῆς τῆς Γαλλίας ἀπό τόν εἰδικό
σύμβουλο τοῦ προέδρου Μιτεράν γιά θέματα τῆς Ἀφρικῆς Guy Pene, γίνεται
ἀντιληπτό ὅτι μετά τό 1960 τά ἀνεξάρτητα πλέον Κράτη τῆς Ἀφρικῆς θά μποροῦσαν
νά ποδηγετηθοῦν καί νά ἐλέγχονται μέσα ἀπό τίς Μασονικές Ἀδελφότητες καί Στοές,
πρός ὅφελος τῶν παλαιῶν μητροπόλεών τους.
Γιά τόν λόγο αὐτό
δημιουργήθηκαν ἕξι Μεγάλες Στοές στήν ὑποσαχάρια Ἀφρική ἀπό ὅπου ἐγένετο ἡ
ἐπιλογή τῶν μελλοντικῶν στελεχῶν τῶν Ἀφρικανικῶν κυβερνήσεων. Σύμφωνα μέ τίς
ἀφηγήσεις τοῦ Guy Pene πάντα, σέ αὐτές τίς στοές σημειώνονται παρουσίες καί
ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ὑπευθύνων τῶν Ἱεραποστολῶν, πρᾶγμα πού περιπλέκει καί κάθε
ἑρμηνεία. Οἱ Στοές αὐτές, ὡς γνωστόν, ἀποτελοῦν κατά βάση ἀναβίωση Γνωστικῶν
συστημάτων.
Τί γίνεται ὅμως μέ
τόν λαό τῆς ὑποσαχάριας Ἀφρικῆς ἡ πλειοψηφία τοῦ ὁποίου ζεῖ σέ πάρα πολύ
δύσκολες συνθῆκες φτώχειας καί ἀνέχειας; Ἡ
κατάσταση τῆς παρατεταμένης θλίψεως δημιουργεῖ τήν ἀπατηλή αἴσθηση τῆς ἥττας γιά
τόν πιστό τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἡ ὅρασή του περιορίζεται στά φαινόμενα πού
διαδραματίζονται γύρω του καί δέν μπορεῖ νά δεῖ πέρα ἀπό αὐτά. Στήν
Ἀφρική οἱ διαρκεῖς πιέσεις, οἰκονομικές, ἀναπτυξιακές, κοινωνικές κ. λπ πού
ὑφίστανται οἱ λαοί προέρχονται ἀπό τίς κερδοσκοπικές σχέσεις τους μέ Χριστιανικά
Κράτη κι αὐτό εἶναι ἀναιρεῖ, σέ βάθος χρόνου, κάθε ἐκκλησιαστική προσπάθεια καί
διδασκαλία.
Ὁ ἀποκαλυπτισμός καί οἱ ψευδοπροφητεῖες προτίθενται νά ἐπεκτείνουν
τό ὀπτικό πεδίο τοῦ πιστοῦ καί νά τοῦ δώσουν μιά διαφορετική κατανόηση τοῦ
παρόντος μέσω μιᾶς «ἀποκαλύψεως» τοῦ μέλλοντος τῆς κάθε φυλῆς του καί ἐδῶ
ὑπεισέρχεται καί τό ἐπαναστατικό στοιχεῖο, αἰτία κάθε ἐμφυλίου πολέμου στήν
Ἀφρική ἀλλά καί ἑνός μέσου χειραγωγήσεως τῶν Ἀφρικανικῶν Κρατῶν.
Τά ἀναφέρω ὅλα αὐτά διότι εἶναι ἡ βάση μέσα στήν ὁποία
ἀναπτύχθηκε καί ἀναπτύσσεται καθημερινά ἡ Χριστιανική πίστη στήν Ἀφρική καί
αὐτό τό περιβάλλον -ἱστορικά- ὑπῆρχε καί ὑπάρχει σέ κάθε μορφή κοινωνίας καί σέ
κάθε πολιτιστικό ἐπίπεδο καί ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἐποχή.
Ἔτσι, λοιπόν, στήν ὑποσαχάρια Ἀφρική,
ζοῦμε σ’ ἕνα περιβάλλον ἑκατοντάδων ἀποκαλυπτικῶν ἑρμηνειῶν, τό ὁποῖο τό δημιουργοῦν
ἑκατοντάδες «χριστιανο-παγανιστικές» σέχτες καί ἀναδυόμενοι «προφῆτες» στά
διάφορα Κράτη, πού προσπαθοῦν νά δώσουν τή δική τους ἑρμηνεία περί τῆς
δημιουργίας τοῦ κόσμου, τῆς προσωπικότητος τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου, τῆς
ἐμφανίσεως τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στόν κόσμο, τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ, τοῦ
θανάτου, τῆς ἐκδιώξεως τῶν κακῶν πνευμάτων, τοῦ ἐξευμενισμοῦ τοῦ κακοῦ μέ ἰδέες
καί πρακτικές, τά ὁποῖα ὑπάρχουν στόν ἀφανῆ πλοῦτο τῶν ἐθνοτικῶν πολιτισμικῶν παραδόσεων
τῆς Ἀφρικῆς .
Μέσα ἀπό αὐτά προτείνονται λύσεις γιά τό
μέλλον τοῦ τόπου, οἱ ὁποῖες ἐνίοτε ἐμπεριέχουν καί γενοκτονικά στοιχεῖα. Κλασσική
ἡ περίπτωση τῆς Γενοκτονίας στή Ρουάντα καί οἱ Μεσσιανικές
Γενοκτονίες του Joseph
Kony
μέ τόν Στρατό Ἀντίστασης τοῦ Κυρίου (LRA) γιά νά
ἐγκαταστήσει ἕνα θεοκρατικό κράτος στήν Οὐγκάντα καί πάρα πολλές ἄλλες γνωστές
καί ἄγνωστες παρόμοιες κινήσεις, ὅπου ἀναμιγνύουν ἐθνικιστικά καί φυλετικά
ὁράματα μέ θρησκευτικά στοιχεῖα Μεσσιανισμοῦ.
Τόν 19ο αἰῶνα, οἱ
χριστιανικές ἀποστολές στήν Ἀφρική αὐξάνονται κατακόρυφα, καθοδηγούμενες ἀπό μιά
σταυροφορία κατά τῆς δουλείας ἀλλά καί τό ἐνδιαφέρον τῶν Εὐρωπαίων ν᾽ ἀποικίσουν
τήν Ἀφρική. Ὁ Χριστιανισμός ἀπετέλεσε αὐτόματα ἕνα παράγοντα μιᾶς τεράστιας ἀλλαγῆς
στήν Ἀφρική. Ἀποσταθεροποίησε τήν τότε Ἀφρικανική ὑπάρχουσα κατάσταση ζωῆς (status
quo), φέρνοντας κάποιες εὐκαιρίες σέ κάποιους καί ὑπονομεύοντας τήν παραδοσιακή
δύναμη ἄλλων. Μέ τίς χριστιανικές ἀποστολές ἦλθε ἡ παιδεία καί ἡ ἐλπίδα γιά τούς
ἀδικουμένους.
Ὡστόσο, ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν
ἐμπορική κερδοσκοπία καί, στήν ἀρχική του ἄκαμπτη εὐρωπαϊκή μορφή, ἀρνήθηκε στούς
ἀνθρώπους το δικαίωμα νά ὑπερηφανεύονται γιά τόν πολιτισμό καί τίς ἑορτές καί
τίς τελετές τους.
Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ., πολύ λίγοι ἄνθρωποι
στήν Ἀφρική ἦταν χριστιανοί, ἐκτός ἀπό τούς Αἰθίοπες, τούς Κόπτες, τούς Αἰγύπτιους
καί κάποιους ἀνθρώπους πού ζοῦσαν στ´ ἀπομεινάρια τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Κονγκό
(σύγχρονο Κονγκό Μπραζαβίλ καί Δυτική Λαϊκή Δημοκρατία τοῦ Κονγκό, ὅπου τό
1706 μέ τήν προτροπή Πορτογάλων Ἱεραποστόλων καίγεται ζωντανή ἡ Προφῆτις Dona
Betrice ἤ Kimba Vita, ὅπως ἦταν τό παραδοσιακό της ὄνομα μέ τήν κατηγορία τῆς
δημιουργίας τῆς πρώτης Μεσσιανικῆς Σέχτας στήν ὑποσαχάρια Ἀφρική, κηρύσσοντας
ἕναν Χριστιανισμό γιά τόν Λαό τοῦ Κονγκό μέ ἑκατοντάδες ὁράματα ἑνός Οὐρανίου
κόσμου, πού ἦταν γεμάτος Ἀφρικανούς).
Οἱ Ἱεραπόστολοι ἀντιπροσώπευαν ἕνα μεγάλο φάσμα
δογμάτων ἤ Ἐκκλησιῶν: Καθολικοί, Προτεστάντες, Ἀγγλικανοί καί, δυστυχῶς, οἱ Ὁμολογίες
αὐτές μπῆκαν σέ ἕναν φθοροποιό ἀνταγωνισμό καί μιά καταστροφική σύγκρουση μεταξύ
τους. Ἡ κατάργηση τῆς δουλοκτησίας τό 1807 καί τοῦ δουλεμπορίου τό
1834 σέ ὅλη τήν Βρετανική Αὐτοκρατορία ἀποδείχθηκαν δύο σημαντικά σημεία
καμπῆς.
Ἡ ἀπαγόρευση του δουλεμπορίου καί ὁ προσηλυτισμός
τῶν ἀπελευθερωμένων σκλάβων ἔγιναν ἰσχυρό κίνητρο γιά τή δημιουργία εὐρωπαϊκῶν
χριστιανικῶν ἀποστολῶν. Βέβαια, ἡ κατάργηση τῆς δουλοκτησίας καί τοῦ
δουλεμπορίου στά ὅρια τῆς Βρετανικῆς Αὐτοκρατορίας δέν σήμαινε τίποτα γιά τήν
ἐνδοχώρα τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου τό δουλεμπόριο καί ἡ δουλοκτησία συνεχιζόταν
ἀσταμάτητα μεταξύ τῶν Ἀφρικανικῶν φυλῶν καί τοῦ Ἀραβικοῦ κόσμου. Γιά νά τό καταννοήσουμε
αὐτό θά πρέπει νά φανταστοῦμε ὅτι τά πρῶτα χριστιανικά κέντρα ἦταν στά παράλια
τῆς Ἀφρικῆς, ἐνῶ ἡ ἐνδοχώρα ἦταν ἀνεξερεύνητη καί ἄγνωστη.
Ἡ ἐπιτυχία τῶν χριστιανικῶν Ἱεραποστολικῶν
προγραμμάτων ὠφείλει πολλά καί ἔχει μεγάλη σχέση μέ τήν ἐκπαίδευση πού
προσέφεραν οἱ Ἱεραποστολές. Πολλοί
ἄνθρωποι στήν Ἀφρική κατάλαβαν τήν ἀξία τῆς μορφώσεως καί ἤθελαν νά μάθουν
γράμματα, νά μορφωθοῦν, ἤθελαν τήν ἐκπαίδευση καί οἱ Ἱεραπόστολοι δίδασκαν τούς
ἀνθρώπους νά διαβάζουν, γιά νά καταλάβουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Παντοῦ τά Σχολεῖα τῶν Ἱεραποστολῶν προσέφεραν ὑψηλό ἐπίπεδο
παιδείας. Αρχικά διδάσκονταν: ἀνάγνωση, γραφή, ἀριθμητική καί θρησκευτικά.
Ἀργότερα, τά Δημόσια Σχολεῖα τῶν Ἀποικιῶν ἐπενόησαν νά διδάσκονται οἱ μορφές
τῶν Pidgin
Ἀγγλικῶν (σπασμένων) καί Pidgin
Γαλλικῶν (σπασμένων) καί ἐνίοτε καί σπασμένων Ἀγγλο-Γαλλικῶν δίνοντας, ἔτσι,
ὑπεροχή στά ἐκκλησιαστικά σχολεῖα ἀπό ὅπου ἐπέλεγαν τά τοπικά μέλη πού θά
ἐργαστοῦν σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς Δημόσιας Διοικήσεως.
Γιατί ὅμως τά ἱεραποστολικά σχολεῖα δίδασκαν αὐθεντικές
γλῶσσες καί τά δημόσια σπασμένες γλῶσσες; Γιατί αὐτή ἡ διαφορά; Διότι τά παιδιά πού ἐκπαιδεύονταν στά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα
εἶχαν παράλληλα καί μιά ζωή πίστεως, ἡ ὁποία ἦταν εὐκολα ἐλεγχόμενη, εἶχαν
ὅρια. Ἡ γραμμή μεταξύ χριστιανικῆς καί Ἀφρικανικῆς θρησκευτικῆς πρακτικῆς δέν ἦταν
πάντα πολύ σαφῆς.
Στήν Δυτική Ἀφρική, ἐμφανίστηκε ἕνα εὐρύ φάσμα θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων, μέ τίς παραδοσιακές πεποιθήσεις, τό Ἰσλάμ καί τόν Χριστιανισμό νά
ἀκμάζουν δίπλα-δίπλα, μερικές φορές μέσα στήν ἴδια οἰκογένεια.
Πολλές φορές ὑπῆρχαν ἐπίσης
ἐντάσεις μεταξύ τῶν Ἱεραποστόλων καί τῶν Ἀφρικανῶν ὅπου ἀσπάστηκαν τόν
Χριστιανισμό. Δέν ἦταν παράξενο τό φαινόμενο μετά λίγο καιρό οἱ Ἀφρικανοί
Χριστιανοί νά ἔχουν τήν τάση νά αὐτονομηθοῦν καί νά ζητοῦν νά λατρεύουν τόν Θεό
χωρίς Εὐρωπαίους μεσάζοντες καί μέ τόν δικό τους τρόπο. Ὑπῆρχαν πάντως μερικά
θέματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τά ὁποία εὕρισκαν πάντα κάποια ἀντίστοιχα παράλληλα
στίς Ἀφρικανικές παραδόσεις ὅπως: «ἡ ίδέα μιᾶς ὑπερτάτου δυνάμεως» «ἡ ἰδέα τοῦ ὑλικοῦ
κόσμου», ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἑνός
ἄλλου κόσμου –τοῦ πνευματικοῦ κόσμου- ἡ ἰδέα τῆς ἀποκαλύψεως καί τῆς
προφητείας, μέσα ἀπό ὄνειρα καί ὁράματα. Ὅλα αὐτά ἦταν παρόντα σέ κάποιο μικρό
ἤ μεγάλο βαθμό καί στίς παραδοσιακές θρησκεῖες.
Ἡ λύτρωση μέσῳ τῆς
θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶχε τήν δική της ἀπήχησή στίς τελετές θυσιῶν τῶν παραδοσιακῶν
θρησκειῶν. Οἱ Ἱεραπόστολοι, ἀπό τόν 16ο ἕως τόν 18ο
αἰῶνα, ἦταν ἀνεκτικοί στίς ἀφρικανικές θρησκευτικές πρακτικές πού συγχωνεύονταν
με τον Χριστιανισμό. Ἔτσι, για ένα διάστημα, η πολυγαμία δεν θεωρούνταν
μοιχεία, αλλά ἐξισωνόταν μέ τό μικρότερο ἁμάρτημα τῆς παλλακείας. Στήν Εὐρώπη εἶχε
συμβεῖ τό ἴδιο: οἱ εὐρωπαϊκές παγανιστικές πρακτικές εἶχαν προσαρμοστεῖ στίς
χριστιανικές, ὅταν ὁ Χριστιανισμός πρωτοδιαδόθηκε στήν Εὐρώπη. Στήν ἀποικιακή
διοίκηση, τίς ἀνώτερες θέσεις ἐξουσίας τίς κατεῖχαν οἱ Εὐρωπαῖοι.
Αὐτό τό φυλετικό χάσμα δέν ἦταν τόσο
εὔκολο νά δικαιολογηθεῖ στήν Ἐκκλησία. Αὐτό που ἦταν ἑλκυστικό στόν
Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ, ἦταν ὅτι αὐτές οἱ θρησκεῖες πρόσφεραν κάτι σέ ὅλους,
δέν ἐξυπηρετοῦσαν μόνο τούς πλούσιους, τούς ἰσχυρούς ἤ ἀνθρώπους μιᾶς
συγκεκριμένης φυλῆς ἤ περιοχῆς.
Σᾶς ἔδωσα μιά εἰκόνα κάπως ἐπαρκῆ
γιά νά καταλάβετε τό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο ἀναπτύσσεται ὁ Χριστιανισμός καί ὁ
ἀναπόφευκτος συγκρητισμός στήν πρώτη ἐπαφή τοῦ Εὐαγγελίου μέ τήν πολιτιστική
ταυτότητα τῆς Ἀφρικῆς. Νά σημειώσουμε ὅτι παρ᾽ ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες πού σᾶς
περιέγραψα ὁ Χριστιανισμός δέν ἀντιμετωπίζεται σάν ἀποικιακό κατάλοιπο ἀλλά
εἶναι μιά ἀφρικανική πραγματικότητα, ἡ ὁποία σφύζει ἀπό ζωή.
Τήν πρῶτη ἀποδοχή τοῦ
μηνύματος τῶν Ἱεραποστόλων ἀκολουθεῖ ἡ σύσταση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
κατά τίς πρωτοχριστιανικές μαρτυρίες περιελάμβανε στούς κόλπους Της μιά σειρά
χαρισματικῶν προσώπων, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Α´ Κορινθίους
ἐπιστολή του: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους,
δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων,
ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν», (Α’ Κορ. 12, 28).
Βέβαια
τά χαρίσματα αὐτά συρρικνώθηκαν στά τρία πρῶτα μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ μοντέλου
τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία διασώζεται ἑως σήμερα: α) ἐπίσκοπος= διάδοχος τῶν
ἀποστόλων, β) πρεσβύτεροι= διάδοχοι τῶν προφητῶν, γ) διάκονοι= διάδοχοι τῶν
διδασκάλων μαζί μέ τούς ἐπισκόπους καί τούς πρεσβυτέρους.
Ἐκτάκτως
καί σπανίως σέ μερικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας συναντιοῦνται τά χαρίσματα τῶν
δυνάμεων, τῶν ἰαμάτων, τῶν ἀντιλήψεων (διακρίσεως), τῶν κυβερνήσεων καί τῶν
γενῶν γλωσσῶν μέ μιά ἐντελῶς διαφορετική μορφή ἀπό αὐτά πού θεωροῦν καί
προωθοῦν ὡς χαρίσματα οἱ λεγόμενες «ἀναγεννημένες Ἐκκλησίες».
Βέβαια
στήν πραγματικότητα τῆς Ἱεραποστολῆς ὑπάρχουν ψήγματα αὐτῶν τῶν πρωταρχικῶν
χαρισμάτων, κυρίως τῆς διδασκαλίας, τά ὁποῖα συνοψίζονται στό πρόσωπο ἑνός Ἐπισκόπου
ἤ πρεσβυτέρου ἤ διακόνου ἤ λαϊκοῦ. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀπεσταλμένος -συνήθως Ἐπίσκοπος-
τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἱεραποστολή εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θά θεμελιώσει τήν κάθε «Τοπική
Ἐκκλησία» καί θά λειτουργήσει, θά διακονήσει τό «μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας» σέ
κάθε Τοπική Ἐκκλησία.
Τό «μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας»
προϋποθέτει τόν Μυσταγωγό καί τούς Μυσταγωγουμένους καί ἀπευθύνεται σέ ὅσους ὁ
Χριστός ἔχει καλέσει στήν Βασιλεία Του, δηλαδή ὅλη Του τή Δημιουργία. Ἡ κάθε Τοπική
Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ζήσει ἀπό τόν παρόντα αἰῶνα τήν Βασιλεία του Θεοῦ, ἡ ὁποῖα
εἶναι μιά ἰσόβιος θητεία, εἶναι μαθητεία, ὅπου οἱ ποθοῦντες εἰσελθεῖν θητεύουν,
μαθαίνουν, σπουδάζουν τό θέλημα καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ἀπώτερος σκοπός αὐτῆς
τῆς μαθητείας, αὐτῆς τῆς σπουδῆς εἶναι νά ἐμβαθύνουν ὅσοι ποθοῦν τή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ νά σκέπτονται καί νά ἐνεργοῦν ὅπως ὁ Πρωτότοκος τῶν Νεκρῶν, ὁ Μέγας
Μυσταγωγός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κάθε
Ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Κεντρικό γεγονός
αὐτῆς τῆς διαρκοῦς σπουδῆς στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο παρέδωκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πρό τοῦ πάθους Του, τό ὁποῖο
εἶναι οὐσιαστικά ἡ διήγηση τῆς παρουσίας καί ζωῆς καί διδασκαλίας καί τοῦ
πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως καί Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ὅμως
πολύ σημαντικό νά κατανοήσουμε ὅτι ἄλλο σημαίνει ὁ ὅρος «ἀνάμνησις» καί ἄλλο
σημαίνει ὁ ὅρος «μνήμη». Γράφει τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (Λκ. 22,
19-20) καί ὁ Παῦλος στήν Α’ Ἐπιστολή πρός τούς Κορινθίους (Α’ Κορ. 11, 24-26) ὅτι
στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Ἰησοῦς ὁλοκλήρωσε τήν Εὐχαριστία μέ τήν φράση‒προτροπή πρός
τούς Μαθητές: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Ὅμως ἡ «ἀνάμνησις»
στά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν σημαίνει τή «μνήμη» ἑνός γεγονότος τοῦ παρελθόντος,
ἀλλά τήν «παρουσία» του στό «παρόν», καθότι ἡ
πρόθεση «ἀνά» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ἐπάνω» καί τοῦ «καθ᾽
ὅλην τήν διάρκεια». Παρόμοια ἔννοια ἔχει καί ἡ ἀντίστοιχη λατινική λεξη
«commemoratio» (ἐκ τοῦ cum+memoratio), ἐνῶ ἀντιθέτως δέν σημαίνει τό ἴδιο ἡ
ἀγγλική λέξη "remembrance" τῆς Kings James Version (δηλ. τῆς ἀγγλικῆς
μετάφρασης τῆς Βίβλου). Τό ἑλληνικό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τήν λέξη «ἀνάμνησις»
μιλᾶ γιά «παρουσία» τοῦ Χριστοῦ στήν uεία
Εὐχαριστία καί ὄχι γιά μιάν ἁπλῆ «μνήμη» ἑνός συμβάντος πού ἔγινε
κάποτε στό μακρυνό παρελθόν.
Αὐτή ἡ ἐπισήμανση ἀλλάζει τά δεδομένα καί τῆς συγκροτήσεως τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί τήν ἔννοια τῆς «λειτουργίας κατά τήν λειτουργία»
καί συνεπακόλουθα τῆς «λειτουργίας μετά τήν λειτουργία» καί αὐτός εἶναι
καί ὁ στόχος μας ἀλλά καί τό ὅπλο μας κατά τῶν φαινομένων τοῦ «συγκρητισμοῦ».
Μέ αὐτήν
τήν προσέγγιση ἀλλάζει ἡ στάση μας ὡς πρός τό νόημα τῶν Μυστηρίων τῆς ἁγίας μας
Ἐκκλησίας. Κάπως ἔτσι μέ τήν συναναστροφή του μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μπορεῖ νά
ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος νοῦν Χριστοῦ καί σκέπτεται καί νά πράττει ὡς ὁ Χριστός καί
μέσα καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Αὐτά
ἀποτελοῦν βασικά σημεῖα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως, τά ὁποῖα
πρέπει νά μεταφερθοῦν, ἀλλά γιά νά γίνει αὐτή ἡ μεταφορά θά πρέπει νά
ἐκλαϊκευτοῦν γιά νά γίνουν προσλήψιμα καί ἀφομοιώσιμα, πρᾶγμα πάρα πολύ δύσκολο
σέ ἕνα περιβάλλον πολυφυλετικό, τό ὁποῖο σημαίνει πολυπολιτισμικό καί συγχρόνως
σέ γλῶσσες ὄχι τόσο πλούσιες, ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Θεωρῶ ὅτι τό θέμα
τῆς παιδείας τό ὁποῖο προσφέρει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἕνα κίνητρο
προσεγγίσεως τῆς πίστεως ἀλλά ἕνα ἰσχυρό ὅπλο τῆς Ἱεραποστολῆς μέσα σέ βάθος
χρόνου κάποιων γενεῶν.
Προσπάθησα
νά σᾶς μεταφέρω κάποια ἀπό τά θέματα «κλειδιά» γιά τήν κατανόηση τοῦ θέματος
τῆς Ἱεραποστολῆς χωρίς ὡραιοποιήσεις καί ἀποσιωπήσεις καί νά σᾶς δώσω μιά ἰδέα
γιά τό τί ἔχει προηγηθεῖ στόν χῶρο τῆς Ἀφρικῆς ἀπό ἄλλες Ὁμολογίες. Ξέρω ὅτι
πολλά ἀπό αὐτά σᾶς καταρρίπτουν κάποιες ἰδέες πού ἴσως εἴχατε γιά τήν
Ἱεραποστολή, ἀλλά θεωρῶ ὅτι εἶναι καλύτερα νά μιλᾶμε γιά τά πραγματικά
προβλήματα παρά γιά κάτι πού δέν ὑπάρχει.
Ἡ Ἀφρική
αὐτήν τή στιγμή παραλαμβάνει μιά Παράδοση (τήν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας), θά ἀσχοληθεῖ μέ αὐτήν κάποια χρόνια καί μετά θά ἀποφασίσει γιά τή
μορφή τήν ὁποία θά τῆς δώσει σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στήν λειτουργική καί στήν
μουσική καί στήν εἰκονογραφία καί στήν ἀρχιτεκτονική, ὅπως ἄλλωστε ἔγινε μέ
κάθε λαό πού δέχθηκε τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Δυστυχῶς,
τό ἔργο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔρχεται νά ἀμαυρώσει, νά δυσκολέψει καί νά
καταστρέψει ἡ ἐμμονή τῆς Ρωσικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας νά ἐξυπηρετεῖ τή γεωπολιτική
ἀτζέντα τῆς ρωσικῆς Κυβερνήσεως, ἀψηφώντας τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση εἴκοσι αἰώνων
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε αὐτά τά προβλήματα καί οἱ
ἀντιεκκλησιαστικές ἰδέες της νά διορθωθοῦν σύντομα.
Ἡ εἰσήγηση αὐτή δέν ἐξαντλεῖ μέ κανένα τρόπο τό θέμα τῆς Ἱεραποστολῆς καί τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἀφρική ἀλλά, μᾶλλον, δημιουργεῖ κάποια βάση σκέψεως γιά νά μπορέσουμε νά ἀντιμετωπίσουμε τίς προκλήσεις τοῦ μέλλοντος μέσα ἀπό τά «σημεία τῶν καιρῶν τῆς ἐποχῆς μας».
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.
Le vendredi, 30 mai 2025
Votre Éminence,
Métropolite Dimitrios de France,
Vénérables
Pères, Prêtres et Diacres,
Chers frères et
sœurs en Christ,
Mon
sujet est «La mission et l’Église en Afrique». Un sujet avec
plusieurs paramètres et à plusieurs niveaux, vastes et complexes, car chaque Pays
d’Afrique est unique et différent, tout comme chaque Pays de ce monde.
Il
est donc préférable de parler de cinquante-quatre Afriques, autant que les pays
de ce continent, pour être plus précis.
La
Mission est régie par trois principes fondamentaux :
1. Transmettre
l’Évangile de la foi à un autre endroit n’est pas une mince affaire, ni une
tâche facile ou évidente à travers le monde entier.
2. La création de la foi
s’effectue en répétant les paroles du Christ, parce que c’est Lui qui l’a dit. Cette «parole divine», qui est un manifeste
d’une
nouvelle forme de justice, attire le cœur de chaque auditeur.
De quelle manière
l'attire-t-elle ?
Je
ne pense pas que nous puissions l’analyser, car cela fait partie de ce que nous
appelons le «mystère de la foi».
Apparemment,
de la même façon
que lorsque quelqu'un parle et explique les mathématiques ou
l'astronomie, et que cela ait pour résultat qu’un élève soit attiré et décide d'étudier ces sciences.
3. Si le missionnaire
n’a pas compris qu’il doit lui-même devenir un Évangile vivant, alors tout est
voué à l’échec. De ce fait, il ne suffit pas d’enseigner l’Évangile de la foi,
mais il faut aussi le vivre.
Je
dois donc connaître «le contenu de l’Évangile», je dois savoir «parler
de l’Évangile» et je dois croire à l’Évangile et, personnellement, «mettre
l’Évangile en pratique» par le biais de ma propre vie. Cet effort pour
semer la parole de l'Évangile parmi les «nations» sera toujours
accompagné -par analogie - par les difficultés décrites dans les Actes des
Apôtres et dans les lettres de l'Apôtre Paul.
C'est
pour cela que je précise souvent dans mes articles que depuis que les premiers
missionnaires sont arrivés en Afrique subsaharienne intérieure il y a 160 ans,
nous nous trouvons proportionnellement en l’an 160 après J.C., car il y a 160
ans que le Christ est né dans ces régions et nous devons faire face aux mêmes
problèmes, sinon plus, qu'à l'époque des Apôtres et de leurs successeurs.
Afin
que vous compreniez le climat, les difficultés et la situation de la Mission en
Afrique, permettez-moi d'aborder quelques points historiques fondamentaux afin
que nous puissions former une image de la situation actuelle et du parcours de
la « Mission », qui est à la fois la base de chaque Église Locale
mais aussi Son mouvement, l'expression de son «compagnonnage » vers le
monde des nations de l'Afrique.
Toute Mission suppose l’Expéditeur et l’Apôtre.
L'œuvre
Apostolique donc, ce que nous appelons habituellement Mission, n'est rien
d'autre que le commandement de Notre Seigneur de diffuser l'«Évangile»,
l’heureux Message de l'Incarnation du Fils de Dieu et de sa victoire sur la
mort par la Résurrection, qui a été donnée aux hommes comme grâce, rédemption
et salut. Voilà ce qu’est la Mission. Le premier Apôtre et Messager est notre
Seigneur Lui-même et Il continue de l’être jusqu’à ce jour à travers Son
Église. Le contenu de la Mission est son Évangile, qui exprime sa nouvelle
relation avec le monde, Sa volonté, Son enseignement, Sa justice, Sa Révélation
et le code d’honneur de Ses disciples, des chrétiens, c’est-à-dire de nous
tous.
L'«Apôtre»
aujourd'hui, c'est l'Église elle-même, qui choisit lequel de Ses membres,
c'est-à-dire une partie d'Elle-même, un morceau de Ses entrailles, elle enverra
au monde qui ignore la venue du Christ, et c'est Elle qui garde son Évangile,
dont elle fournit Ses « apôtres ».
Notons que :
1.
L'enseignement de Notre Seigneur a été transmis à l'origine oralement et était fondé
sur l'accomplissement des prophéties de l'Ancien Testament en la personne de
Jésus-Christ.
2.
Les livres de l'Ancien Testament étaient les lectures initiales (les
«Évangiles» de l'Église, avant la rédaction des livres du Nouveau Testament)
des premières communautés chrétiennes, où ils étaient combinés avec
l'enseignement de notre Seigneur et le récit de Sa vie, Ses miracles et Son
enseignement, Son sacrifice, Sa résurrection, Son ascension et la mission du
Saint-Esprit.
3.
La multiplication des premières communautés chrétiennes a fait naître le besoin
de consigner de manière plus systématique une partie de la vie et de
l’enseignement de Notre Seigneur.
4.
Étant donné que dans le milieu social où le Christ agissait, le dicton était: «toute
affaire se réglera sur la déclaration de deux ou trois témoins » (2 Corinthiens
13:1), nous disposons de documents écrits parallèles et complémentaires, les
quatre Évangiles connus de Matthieu, Marc, Luc et Jean.
5.
Les quatre évangiles des deux Apôtres (Matthieu et Jean) et des deux disciples
des Apôtres (Marc et Luc) avec les Actes des Apôtres et les lettres des
Apôtres: Pierre, Jacques, Jean, Jude et Paul ont formé, par acceptation commune
des Églises locales (consensus), le Canon des livres du Nouveau Testament avec
l'ajout du livre «eschatologique-apocalyptique» de l'Apocalypse de Jean.
Il
est important de connaître et d’avoir une image de ce à quoi ressemblait le monde
dans lequel Jésus-Christ a agi.
Je
noterai quelques éléments très importants du monde de cette époque, tels que
confirmés par des sources historiques et par les Écritures :
A. À
l'époque de Jésus-Christ, il n'y avait pas un judaïsme unifié
mais plusieurs «Judaïsmes», selon les écoles d'interprétation et les
mouvements messianiques du Judaïsme: 1. Les pharisiens, 2. Les scribes, 3. Les
sadducéens, 4. Les hérodiens, 5. Les zélotes, 6. Les esséniens, 7. Les
samaritains etc., étaient des parties du judaïsme qui se contredisaient et
entraient en conflit les unes avec les autres.
B.
De plus, dans les
premiers siècles, il n’y avait pas un christianisme unique,
mais il y avait :
i.
Des communautés
judéo-chrétiennes,
ii.
La « Communauté du
protodiacre Étienne », qui est celle qui fut persécutée en premier, alors qu'en
même temps les Apôtres n’étaient pas persécutés et restaient tranquilles à
Jérusalem, selon les Actes,
iii.
Les communautés
hellénistes de la diaspora que Paul persécutait avant sa conversion,
iv.
Les communautés des
disciples de Jean-Baptiste, survivant encore aujourd'hui et appelées
«Mandéens»,
v.
D'autres groupes
indépendants de disciples de Jean, comme le cas d'Apollos et des « frères »
d'Éphèse que l'apôtre Paul a rencontrés, etc.
C.
Il y eut également une abondante rédaction, jusqu'au 4eme
siècle, d'une multitude d'ouvrages pseudo-épigrammatiques :
i. Évangiles
de divers apôtres,
ii. Lettres de divers apôtres,
iii. Des actes et
iv.
Révélations de divers Apôtres,
ce
qui peut nous donner un aperçu de l'impact de la prédication de l'Évangile et
de la vaste «mosaïque chrétienne» des premiers siècles, que nous simplifions et
négligeons avec le terme historique « émergence des hérésies ».
D.
Une autre question fondamentale est que le christianisme est né au sein de deux
mouvements (du christianisme) préexistants, très forts et dynamiques en cours :
a. du Gnosticisme, et b. de l'Apocalyptisme.
Je
vais essayer d’expliquer, brièvement, ces deux mouvements.
1.
Le premier mouvement
est le Gnosticisme, un vaste mouvement philosophique qui reprend les
mythes anciens sur la création du monde et les enrichit d'éléments religieux du
Judaïsme et d'autres religions, et fixe comme but suprême de la vie humaine la
conquête de la «connaissance» rédemptrice. En tant que mouvement, le
gnosticisme avait gagné du terrain dans de nombreuses classes avant l’émergence
du christianisme et coexistait avec lui, et nous pouvons dire qu’aujourd’hui
encore certaines de ses formes coexistent.
Ainsi,
nous avons des gnostiques juifs, des gnostiques chrétiens, des gnostiques
ethniques, etc. etc. Même dans les histoires des Vies d’ ascètes et des pères du
Désert, nous rencontrons des types de « philosophes » qui ont visité ou défié
les Anciens, en leur posant diverses questions. Ces soi-disant «philosophes»
sont les gnostiques de l’époque. Certaines découvertes archéologiques récentes
nous donnent également des preuves de la présence de moines gnostiques dans la
région de Nag Hammadi, c'est-à-dire l'ancien ermitage du mont Péluse.
En
Égypte, des hérésies chrétiennes à caractéristiques gnostiques ou
semi-gnostiques apparurent également, comme les Mélitiens et les Ariens.
Les Mélitiens, entre autres, croyaient que les martyrs de la foi avaient la
capacité, après la mort, de devenir porteurs de révélations divines. C'est pour
cette raison qu'ils érigèrent des «oracles» sur les tombes des martyrs
et croyaient que leurs esprits possédaient les fidèles et prophétisaient à
travers eux. Cette croyance en une révélation divine en constante évolution
était purement gnostique, tandis que les Mélitiens possédaient également
des livres apocryphes, destinés uniquement à quelques chrétiens
intellectuellement supérieurs.
La
figure la plus étroitement associée au gnosticisme au XXe siècle est Carl
Jung. Jung ne s’intéressait pas seulement aux gnostiques, mais il les
considérait comme les précurseurs de la Psychologie des profondeurs. Il croyait
que les enseignements et les mythes gnostiques provenaient de l’expérience
psychique intérieure des sages gnostiques. Jung s’est inspiré du gnosticisme,
en particulier du mythe dualiste gnostique, et l’a transformé en une théorie
psychologique.
2.
L'apocalyptisme est un mouvement parallèle au gnosticisme, né du
judaïsme et ce pour répondre aux questions difficiles qui se posent lorsque le
peuple de Dieu traverse des moments de tristesse.
Le
fait de l’exil prolongé du peuple d’Israël (de l’exil babylonien à l’Empire
romain) crée une nouvelle réalité qui soumet Israël à des conditions de
tribulation. Les nouvelles conditions sociales et politiques favorisent des
valeurs étrangères à Dieu, et le cours de l’histoire semble favoriser les
ennemis de Dieu. Les fidèles sont confrontés à la tentation du compromis et de
l’erreur.
Dans
ces circonstances, les questions suivantes se posent au croyant en Dieu :
Dieu a-t-il abandonné Son peuple ?
Dieu a-t-il perdu le contrôle de l’histoire ?
Quel est le plan de Dieu ?
Comment explique-t-on la situation actuelle ?
Quand viendra la libération finale ?
Comment le croyant est-il appelé à vivre pendant
l’exil et la persécution ?
Une
image importante de l'Apocalyptisme nous est donnée par le Livre de
l'Apocalypse, qui a divisé l'Église primitive et continue de diviser
jusqu'à nos jours avec les différentes tentatives d'interprétation, qui sont
également faites à notre époque par diverses personnes qui croient pouvoir
l'interpréter, contrairement aux grands Pères de l'Église, qui ont évité d'y
toucher. Comme vous l'avez peut-être remarqué, il s'agit d'un livre avec un
recueil de cantiques, que l'on n'entend jamais dans les lectures des Services
de notre Église.
Je
vais vous parler d’une forme extrême de production de notes interprétatives sur
le Livre de l’Apocalypse. En Grèce, au cours des 400 ans de domination turque
de 1453 à 1821, entre les années 1700 et 1841 seulement, nous avons la
rédaction de 40 mémoires sur le Livre de l'Apocalypse. Le savant moine Cyrille
d'Agiolaureotis de Patras, entre les années 1810 et 1818 seulement, produisit 8
éditions de ses mémoires sur l'Apocalypse. À partir de 1792, Cyrille écrira et
réécrira son traité onze fois, l'édition finale (1817-1821/23 avec des ajouts
en 1826) occupant l'étendue monumentale de 5.256 pages manuscrites, reliées en
huit volumes.
Le
général Makrygiannis présente l’historicisation de l’Apocalypse dans ses
écrits. Il croyait que la Révolution grecque elle-même contre les Turcs était
la réalisation de l'Apocalypse de son époque, à laquelle il participait
également.
L’Afrique,
en recevant la Bible, a commencé très tôt à réaliser et à expérimenter une
identification irrésistible avec le peuple d’Israël dans les souffrances et les
épreuves du Colonialisme. Cependant, la souffrance des peuples d’Afrique vient
de ceux qui leur ont donné la Bible de la foi et leur ont enseigné l’alphabet
pour qu’ils puissent lire la Bible. De la même manière, les mêmes questions de l’Apocalyptisme
émergent des pressions continues que subit le Sud global depuis près de quatre
siècles, et un Apocalyptisme africain particulier commence à se
développer.
Cet
Apocalyptisme commence également à entrer dans le contenu des prières
quotidiennes de millions d’Africains, qui vivent dans des conditions de
pauvreté et se tournent vers Dieu pour la rédemption et la prospérité, ce qui
donne naissance à de nombreux mouvements messianiques africains connus
et inconnus.
Je
citerai quelques exemples qui ont joué et continuent de jouer un rôle politique
dynamique :
1.
le Mouvement prophétique d'André Matsua au Congo Brazzaville et
2.
celui de Simon Kimbangu en République du Congo,
qui
ont souligné le caractère révolutionnaire du Christianisme, quelque chose que
les anciennes Églises avaient perdu. Ces mouvements existent encore aujourd’hui
en tant qu’Églises africaines reconnues, et nombre de leurs membres sont à la
tête des États.
3.
Le mouvement messianique du prophète Harris en Côte d’Ivoire.
4.
L’hérésie eschatologique à Kanungu, en Ouganda, où en 2000 environ 700
membres du Mouvement ont été brûlés vifs dans une église.
5.
Le mouvement prophétique des « Israélites » d’Enoh Mgijima, lié au
massacre de Bulhoek et au Land Acquisition Act en Afrique du Sud.
6.
Le mouvement d'Alice Lenshina et l'Église de Loumba, une Église
qui a réagi à la dégradation du rôle des femmes en Zambie avec des soulèvements
politiques et des victimes.
7.
Le mouvement prophétique d'Alice Lakwenta (Aouma) qui est venu assiéger
la capitale de Kampala, en Ouganda.
Et
des centaines d’autres mouvements liés à l’apocalyptisme et à la prophétie avec
des éléments chrétiens mais aussi animistes, qui sont adoptés par des peuples
et des tribus épuisés par l’oppression et l’exploitation à long terme et se
transforment en mouvements politiques et révolutionnaires.
L’apocalyptisme
africain se développe parallèlement à un Gnosticisme africain ancien mais
aussi contemporain.
Si
quelqu'un étudie les cultes africains, il trouvera un «univers gnostique »
similaire, où il existe des dizaines d'interprétations et de points de vue sur
Dieu, sur l'homme, sur les divinités intermédiaires, sur le mal et le bien, sur
l'apaisement, sur la magie, sur la maladie, sur le salut, etc. etc.
Des
systèmes gnostiques labyrinthiques et sans fin, se confondant en un alliage
avec le concept superstitieux et magique qui trouve un terrain fertile en
Afrique, qui dans la première phase du colonialisme des 16eme-17eme siècles
coexistent avec les premiers sermons chrétiens, donnant des explications de
l'Ancien Testament sur de nombreux sujets par les premiers missionnaires qui faisaient
preuve d’ une grande tolérance.
Au
contraire, le mouvement missionnaire colonial du 19eme siècle amènera des
missionnaires rigides, qui dévaloriseront tout ce qui appartient à la culture
africaine, et il y aura une destruction et un pillage massifs des symboles
religieux africains, qui sont aujourd'hui exposés dans les musées européens.
À
l’époque postcoloniale, un système purement cognitif sera également introduit :
la franc-maçonnerie.
Cette
situation a été provoquée et manipulée par les politiques postcoloniales de la
France et de l’Angleterre dans les anciennes colonies françaises, anglaises et
belges. D'après le livre «Mémoires d'Afrique», qui relate les récits et les
explications de la politique africaine de la France par le conseiller spécial
du président Mitterrand pour les questions africaines, Guy Pene, il est entendu
qu'après 1960, les États africains désormais indépendants pouvaient être
dirigés et contrôlés par l'intermédiaire des Confréries et Loges Maçonniques,
au profit de leurs anciennes métropoles.
C’est
pour cette raison que six Grandes Loges ont été créées en Afrique
subsaharienne, parmi lesquelles ont été sélectionnés les futurs dirigeants des
gouvernements africains. Selon les récits de Guy Pene, dans ces galeries, il y
a aussi la présence d'hommes ecclésiastiques, responsables des Missions, ce qui
complique toute interprétation. Ces Loges, comme on le sait, constituent
fondamentalement une renaissance des systèmes gnostiques.
Mais
qu’en est-il des populations d’Afrique subsaharienne, dont la majorité vit dans
des conditions extrêmement difficiles de pauvreté et de privation ? L’état de
tristesse prolongée crée un faux sentiment de défaite pour le croyant en Dieu,
car sa vision est limitée aux phénomènes qui se produisent autour de lui et il
ne peut pas voir au-delà. En Afrique, les pressions continues, économiques,
développementales, sociales, etc., les problèmes dont souffrent les peuples
proviennent de leurs relations spéculatives avec les États chrétiens, et cela annule,
au fil du temps, tout effort et enseignement ecclésiastique.
L'apocalyptisme
et les fausses prophéties visent à élargir le champ de vision du croyant
et à lui donner une compréhension différente du présent à travers une «
révélation » de l'avenir de chacune de ses tribus, et ici entre aussi l'élément
révolutionnaire, cause de toutes les guerres civiles en Afrique mais aussi
moyen de manipulation des États africains.
Je
mentionne tout cela parce que c’est la base sur laquelle la foi chrétienne en
Afrique s’est développée et continue de se développer quotidiennement, et cet
environnement – historiquement
– a existé et existe dans toutes
les formes de société et à tous les niveaux
culturels et se répète à chaque époque.
Ainsi,
en Afrique subsaharienne, nous vivons dans un environnement de centaines
d'interprétations apocalyptiques, créées par des centaines de sectes
«chrétiennes-païennes» et de «prophètes» émergents dans divers États, qui
tentent de donner leur propre interprétation de la création du monde, de la
personnalité du Créateur du monde, de l'apparition de l'élément démoniaque dans
le monde, de la présence du mal, de la mort, de l'expulsion des mauvais
esprits, de l'apaisement du mal avec des idées et des pratiques, qui existent dans
la richesse cachée des traditions culturelles ethniques de l'Afrique.
A
travers celles-ci, des solutions sont proposées pour l’avenir de chaque endroit,
contenant parfois des éléments génocidaires. Le cas classique est le
génocide Rwandais et les génocides messianiques de Joseph Kony avec
l'Armée de résistance du Seigneur (LRA) pour établir un État théocratique
en Ouganda, et de nombreux autres mouvements similaires connus et inconnus, où
ils mélangent des visions nationalistes et raciales avec des éléments religieux
du messianisme.
Au
19eme siècle, les missions chrétiennes en Afrique ont connu une croissance
exponentielle, poussées par une croisade contre l’esclavage mais aussi par
l’intérêt européen pour la colonisation de l’Afrique. Le christianisme est
automatiquement devenu un facteur de changement majeur en Afrique. Il a
déstabilisé le « status quo » africain de l’époque, apportant des
opportunités à certains et sapant le pouvoir traditionnel d’autres. Avec les
missions chrétiennes sont venues l’éducation et l’espoir pour les défavorisés.
Toutefois,
la propagation du christianisme a ouvert la voie à la spéculation commerciale
et, dans sa forme européenne rigide d’origine, a nié aux gens le droit d’être
fiers de leur culture, de leurs fêtes et de leurs cérémonies.
Au
début du 19eme siècle, très peu de personnes en Afrique étaient chrétiennes, à
l'exception des Éthiopiens, des Coptes, des Égyptiens et de quelques personnes
vivant dans les vestiges de l'Empire Kongo (l'actuel Congo Brazzaville et la
République démocratique occidentale du Congo, où en 1706, à l'instigation
des missionnaires portugais, la prophétesse Dona Betrice ou Kimba Vita, comme
on l'appelait traditionnellement, fut brûlée vive sous l'accusation d'avoir
créé la première secte messianique en Afrique subsaharienne, prêchant un
christianisme pour le peuple Kongo avec des centaines de visions d'un monde
céleste, qui était plein d'Africains).
Les
missionnaires représentaient un large éventail de confessions ou d’Églises:
catholiques, protestants, anglicans et, malheureusement, ces confessions sont
entrées dans une compétition destructrice et un conflit destructeur entre
elles. L’abolition de l’esclavage en 1807 et de la traite des esclaves en
1834 dans tout l’Empire britannique se sont avérées être deux tournants
importants.
L’interdiction
de la traite des esclaves et la conversion des esclaves affranchis devinrent
une forte incitation à la création de missions chrétiennes européennes.
Bien
sûr, l’abolition de l’esclavage et de la traite des esclaves à l’intérieur des
frontières de l’Empire Britannique n’a rien signifié pour l’intérieur de
l’Afrique, où la traite des esclaves et l’esclavage se sont poursuivis sans
relâche entre les tribus africaines et le monde arabe.
Pour
comprendre cela, il faut imaginer que les premiers centres chrétiens se
trouvaient sur la côte de l’Afrique, tandis que l’intérieur était inexploré et
inconnu.
Le succès des programmes missionnaires chrétiens
doit beaucoup à l’éducation offerte par les missions et y est en grande partie
lié. Beaucoup de gens en Afrique
comprenaient la valeur de l’éducation et voulaient être alphabétisés, se
pourvoir d’une éducation, ils voulaient être instruits, et les missionnaires
ont appris aux gens à lire, afin qu’ils puissent comprendre la parole de Dieu.
Partout,
les écoles des Missions offraient un niveau d’éducation élevé. Au début, on
leur enseignait : la lecture, l’écriture, le calcul et le catéchisme. Plus
tard, les écoles publiques des colonies commencèrent à enseigner les formes de
pidgin anglais (brisé) et de pidgin français (brisé) et parfois même
d'anglo-français brisé, donnant ainsi la primauté aux écoles religieuses parmi
lesquelles étaient sélectionnés les membres locaux qui travailleraient à tous
les niveaux de l'administration publique.
Mais pourquoi les écoles missionnaires
enseignaient-elles des langues authentiques et les écoles publiques des langues
brisées ? Pourquoi cette différence ? Parce que les
enfants éduqués dans les institutions ecclésiastiques avaient aussi une vie de
foi, qui était facilement contrôlée, ils avaient des limites. La frontière
entre la pratique religieuse chrétienne et la pratique religieuse africaine n’a
pas toujours été très claire.
En
Afrique de l’Ouest, un large éventail de croyances religieuses a émergé, les
croyances traditionnelles, l’Islam et le Christianisme s’épanouissant côte à
côte, parfois au sein d’une même famille.
Il
y eut aussi à plusieurs reprises des tensions entre les missionnaires et les
Africains convertis au christianisme.
Il
n’est pas étonnant qu’après un certain temps, les Chrétiens Africains aient eu
tendance à devenir indépendants et à chercher à adorer Dieu sans intermédiaires
européens et à leur manière. Il y avait cependant quelques thèmes du Christianisme
qui trouvaient toujours des parallèles correspondants dans les traditions
africaines, tels que : «l'idée d'un pouvoir suprême», «l'idée du monde
matériel», l'existence de ce monde et d'un autre monde - le monde spirituel
- l'idée de la révélation et de la prophétie, à travers les rêves et les
visions. Tout cela était également présent, à une plus ou moins grande échelle,
dans les religions traditionnelles.
La
rédemption par le sacrifice du Christ avait son propre écho dans les cérémonies
sacrificielles des religions traditionnelles.
Les
missionnaires, du 16eme au 18eme siècle, étaient tolérants envers les pratiques
religieuses africaines qui se fondaient dans le christianisme. Ainsi, pendant
un temps, la polygamie n’était pas considérée comme un adultère, mais était
assimilée au péché mineur du concubinage.
En
Europe, la même chose s’est produite : les pratiques païennes européennes ont
été adaptées aux pratiques chrétiennes lorsque le christianisme s’est répandu
en Europe. Dans l’administration coloniale, les plus hauts postes de pouvoir
étaient occupés par des Européens.
Cette
division raciale n’était pas si facile à justifier dans l’Église.
Ce
qui était attrayant dans le Christianisme et l’Islam, c’était que ces religions
offraient quelque chose à tout le monde, elles ne servaient pas seulement les
riches, les puissants ou les personnes d’une race ou d’une région particulière.
Je
vous ai donné une image suffisante d’une certaine manière pour que vous
compreniez le contexte dans lequel se développe le Christianisme et le Syncrétisme
inévitable du premier contact de l’Évangile avec l’identité culturelle de
l’Afrique. Notons que malgré toutes ces difficultés que je vous ai décrites, le
christianisme n’est pas traité comme un vestige colonial mais est une réalité Africaine
pleine de vie.
L'acceptation
initiale du message des Missionnaires a été suivie par l'établissement de
l'Église Locale, qui, selon les premiers témoignages chrétiens, comprenait en
son sein une série d'individus charismatiques, comme l'apôtre Paul en témoigne
dans sa Première épître aux Corinthiens : «Et Dieu a établi dans l'Église
premièrement des apôtres, secondement des prophètes, troisièmement des enseignants,
ensuite des puissances, puis des dons de guérisons, d'intelligence, de
gouvernement, de diverses langues » (1 Cor. 12:28).
Bien
sûr, ces dons ont été réduits aux trois premiers avec la prévalence du modèle
de la Hiérarchie, qui survit jusqu'à ce jour : a) évêque = successeur des
apôtres, b) anciens = successeurs des prophètes, c) diacres = successeurs des
enseignants avec les évêques et les anciens.
Parfois
et rarement, chez certaines personnes de l’Église, les dons de pouvoirs, de
guérisons, de perceptions (discernement), de gouvernements et de langues se
rencontrent sous une forme complètement différente de ceux considérés et promus
comme des dons par les soi-disant «Églises régénérées».
Bien
sûr, dans la réalité de la Mission, il y a des pépites de ces dons premiers,
principalement d’enseignement, qui se résument dans la personne d’un évêque ou
d’un prêtre ou d’un diacre ou d’un laïc.
Celui-ci,
donc, l'envoyé - généralement l'évêque - de l'Église en Mission est celui qui
établira chaque «Église Locale» et qui fonctionnera, qui administrera le
«mystère de l'Église» dans chaque Église Locale.
C’ est interesent que beaucoup des mouvementes Messianiques ont
reprochent aussi aux missionaires européens de ne pas avoir enseigne aux Noirs
les secrets véritables de l’ Église (nottement la méthode pour accomplir des
miracles).
Le
« mystère de l’Église » présuppose le Guide et le Guidé et s’adresse à ceux que
le Christ a appelés à son Royaume, c’est-à-dire à toute Sa Création. Chaque
Église Locale s’efforce de vivre le Royaume de Dieu dès cet âge présent, qui
est un ministère à vie, un discipulat, où ceux qui souhaitent entrer servent,
apprennent et étudient la volonté et la justice de Dieu.
Le
but ultime de ce discipulat,
de cette étude, est que ceux qui désirent le Royaume de Dieu approfondissent
leur compréhension du contenu de l'Église et de chaque Mission de l'Église,
pensent et agissent comme le Premier-né des morts, le Grand Maître, le Seigneur
Jésus-Christ.
L'événement
central de cette étude constante sur le Royaume de Dieu est le mystère de la
Divine Eucharistie, que le Christ lui-même a délivré avant Sa passion, qui est
essentiellement le
récit de la présence, de la vie, de l'enseignement, de la passion, de la
résurrection et de l'ascension du Seigneur Jésus-Christ.
Cependant,
il est très important de comprendre que le terme «anamnesis (souvenir)» signifie
une chose et le terme «mémoire» en signifie une autre.
L’Évangile
de Luc (Luc 22, 19-20) et Paul dans la première épître aux Corinthiens (1 Corinthiens
11, 24-26) écrivent qu’à la dernière Cène, Jésus a conclu l’Eucharistie par la
phrase-exhortation aux disciples : «Faites ceci en anamnésis (souvenir) de
moi». Cependant, «anamnésis » en grec ancien ne signifie pas la «mémoire»
d'un événement passé, mais sa «présence» dans le «présent», car
la préposition «ana» a le sens de «au-dessus» et «pendant
toute la durée». Le mot latin équivalent «commemoratio» (de cum+memoratio)
a une signification similaire, alors qu'au contraire le mot anglais
«remembrance» de la version King James (c'est-à-dire la traduction anglaise de
la Bible) ne signifie pas la même chose.
Le
texte grec du Nouveau Testament, avec le mot «anamnèsis (souvenir)»,
parle de la «présence» du Christ dans la Sainte Eucharistie et non d'une
simple «mémoire» d'un événement survenu dans un passé lointain.
Cette
précision modifie les données de la composition du Corps ecclésiastique tout
comme le concept de «liturgie pendant la liturgie» et par conséquent de
«liturgie après la liturgie» et c'est là à la fois notre objectif et
notre arme contre les phénomènes de «syncrétisme».
Avec
cette approche, notre attitude envers le sens des Mystères de notre sainte
Église change.
De
cette manière, par sa communion avec le Christ lui-même, l’homme peut acquérir
l’esprit du Christ et penser et agir comme le Christ, tant à l’intérieur qu’à
l’extérieur de l’Église.
Ce
sont des points fondamentaux de la foi et de la tradition chrétienne, qui
doivent être transférés, mais pour que ce transfert ait lieu, ils doivent être
vulgarisés afin de devenir acceptables et assimilables, ce qui est très
difficile dans un environnement multiethnique, c'est-à-dire multiculturel et en
même temps dans des langues qui ne sont pas aussi riches que la langue de
l'Évangile.
Je
crois que la question de l’éducation que l’Église propose n’est pas simplement
une motivation pour aborder la foi, mais une arme puissante de Mission à long
terme, au cours de plusieurs générations.
J'ai
essayé de vous transmettre quelques-unes des questions «clés» pour comprendre
le sujet de la Mission sans fioritures ni abstractions et de vous donner une
idée de ce qui l'a précédé dans l'espace africain à partir d'autres
Confessions.
Je
sais que beaucoup de ces choses brisent certaines idées que vous aviez
peut-être sur la Mission, mais je pense qu'il vaut mieux parler de vrais
problèmes que de quelque chose qui n'existe pas.
L’Afrique
reçoit actuellement une Tradition (la Tradition de l’Église Orthodoxe), elle va
s’en occuper pendant quelques années et ensuite elle décidera de la forme
qu’elle lui donnera à tous les niveaux, dans la liturgie, la musique,
l’iconographie et l’architecture, comme cela s’est produit avec tous les
peuples qui ont accepté la Tradition Orthodoxe.
Malheureusement,
le travail de l’Église Orthodoxe est terni, rendu difficile et détruit par
l’insistance des dirigeants ecclésiastiques russes à servir l’agenda
géopolitique du gouvernement russe, défiant les vingt siècles de tradition
ecclésiastique de l’Église Orthodoxe. Nous espérons et prions pour que ces
problèmes et ses idées anti-ecclésiastiques soient bientôt corrigés.
Cette intervention n’épuise en aucune cas le sujet de la Mission et de l’Église en Afrique, mais crée plutôt quelques bases de réflexion pour que nous puissions affronter les défis de l’avenir à travers les «signes des temps de notre époque».
Merci
pour votre patience.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου