e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Το Κέρδος της Απώλειας | The Gain of Loss

Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής

Yπάρχει μια αλήθεια, μια από τις σκληρές και ατράνταχτες πραγματικότητες που φωλιάζουν στις σχισμές της συνείδησης και περιμένουν την κατάλληλη νύχτα, νύχτα που διψά για αίμα και υπόσχεται ψεύτικες αυγές, για να αναδυθούν πληρέστερες και αμετάκλητες, σαν θεϊκή απόφαση. Αυτή η αλήθεια εγκαινιάζεται με μια πρόσκληση που ηχεί σαν καταδίκη: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Ακριβώς εδώ, σε αυτή την πρώτη, σχεδόν βίαιη αποκοπή, θεμελιώνεται ολόκληρο το παράδοξο οικοδόμημα της χριστιανικής πίστης.

Διότι δεν μας ζητείται απλώς μία διόρθωση ή μία ηθική βελτίωση ή η προσθήκη κάποιας αρετής στο ήδη υπάρχον οικοδόμημα του εγώ, αλλά η ίδια η κατεδάφισή του. Μια ολοκληρωτική άρνηση, όχι του αμαρτωλού παρελθόντος μας, αλλά του ίδιου του πυρήνα που ονομάζουμε «εαυτόν», αυτού του νευρώδους αθροίσματος επιθυμιών, φόβων, αναμνήσεων και προβολών που επιμένουμε να θεωρούμε ως την ταυτότητά μας. Και ο σύγχρονος άνθρωπος, αυτό το πλάσμα που θεοποίησε την αυτοπραγμάτωση και ανήγαγε την ψυχολογική του ακεραιότητα σε ύψιστο αγαθό, στέκεται ενώπιον αυτής της φωνής με την αμηχανία ενός εμπόρου από τον οποίο ζητούν να κάψει τα εμπορεύματά του για να κερδίσει. Πώς να αρνηθείς τον εαυτό σου, όταν ολόκληρος ο πολιτισμός σου είναι μία συνεχής και αγχώδης προσπάθεια να τον ορίσεις, να τον εκφράσεις, να τον θεραπεύσεις, να τον αναδείξεις;

Η καθημερινότητά μας είναι ένας λαβύρινθος από καθρέφτες, όπου κάθε επιφάνεια αντανακλά μία εκδοχή του εγώ που μελετάμε προσεκτικά πως να το συντηρήσουμε. Αλλά η πρόσκληση παραμένει, μια σιωπή που δαγκώνει μέσα στον ακατάστατο θόρυβο της αυτοαναφορικότητας.

Να σηκώσεις τον σταυρό σου. Όχι έναν σταυρό συμβολικό, ένα κόσμημα γύρω από τον λαιμό ή μία αφηρημένη έννοια πόνου, αλλά τον δικό σου σταυρό - αυτήν ακριβώς την κατασκευή από αποτυχία, πόνο, θνητότητα και προδοσία που συνιστά το ατομικό μας πεπρωμένο. Να τον αναλάβεις, όχι με την παθητικότητα του θύματος, αλλά με την ενεργητική βούληση εκείνου που βλέπει στο ξύλο του μαρτυρίου τη μοναδική οδό προς τη δόξα. Διότι μέσα από το αίμα που κυλά από αυτόν, αποκαλύπτεται μία χαρτογραφία οδύνης, η οποία όμως οδηγεί σε έναν αχαρτογράφητο τόπο. Η λογική του κόσμου είναι απλή, σχεδόν χυδαία στην αριθμητική της καθαρότητα: κέρδος και ζημία. Να σώσεις την ψυχή σου, να τη διαφυλάξεις από τη φθορά, να τη θωρακίσεις κατά των απωλειών. Και έρχεται ο Χριστός με μία αντιστροφή που μοιάζει με παραφροσύνη και κηρύττει ότι όποιος θέλει να σώσει αυτή την ψυχή, θα τη χάσει. Και όποιος τη χάσει, για Εκείνον, αυτός και μόνο αυτός θα τη βρει.

Είναι μία οικονομία σωτηρίας που λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του αντί-κόσμου. Η απώλεια γίνεται επένδυση, ο θάνατος γίνεται ζωή. Ο Ωριγένης, βυθιζόμενος σε αυτή την ίδια συγκλονιστική αντιστροφή, το διατυπώνει με ακρίβεια που κόβει την ανάσα, λέγοντας ότι εάν θέλουμε να σώσουμε την ψυχή μας για να την απολαύσουμε καλύτερη, πρέπει να τη χάσουμε διά του μαρτυρίου «Εἰ θέλομεν ἡμῶν σῶσαι τὴν ψυχὴν, ἵνα αὐτὴν ἀπολάβωμεν κρείττονα ψυχῆς, μαρτυρίῳ ἀπολέσωμεν αὐτήν».[1] Και το μαρτύριο εδώ ξεπερνά τη σωματική εξόντωση και αγγίζει την καθημερινή, συνειδητή νέκρωση του θελήματος, τη σταθερή επιλογή της αγάπης έναντι της απομόνωσης και της αυτοσυντήρησης.

Πράγματι, «τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπος ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ»; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, είναι ένας υπαρξιακός ζυγός πάνω στον οποίο τίθενται τα πάντα. Ο «κόσμος όλος» δεν είναι παρά το άθροισμα των πεπερασμένων επιθυμιών, η εξουσία, η απόλαυση, η γνώση που δεν οδηγεί στην αγάπη, η ασφάλεια που οικοδομείται πάνω στην άμμο. Και από την άλλη πλευρά, η ψυχή. Όχι ως μία αόριστη φιλοσοφική έννοια, αλλά ως αυτή η ίδια η δυνατότητα κοινωνίας με τον Θεό, ως το κατ' εικόνα που φέρουμε σαν σφραγίδα και πληγή. Τι αντάλλαγμα μπορεί να δοθεί για αυτό; Κανένα. Κάθε προσπάθεια εξαγοράς της είναι ήδη η απώλειά της.

Βλέπουμε λοιπόν γύρω μας, και ίσως μέσα μας -αν είμαστε αρκετά γενναίοι για να δούμε- ανθρώπους που κέρδισαν τον κόσμο τους. Έχουν την επιτυχία, την αναγνώριση, την ευμάρεια. Αλλά τα πρόσωπά τους είναι πολλές φορές προσωπείο θανάτου, τα μάτια τους σκιά σπασμένου καθρέφτη, διότι στην πορεία αντάλλαξαν το άπειρο με το εφήμερο, πούλησαν την ψυχή τους όχι στον διάβολο, αλλά στην πολύ πιο πεζή και φαιά τυραννία του εγώ τους.

Η ομολογία ενώπιον των ανθρώπων και η ομολογία του Υιού ενώπιον του Πατρός συνδέονται με μία κλωστή αόρατη μεν αλλά άρρηκτη. Το να ντρέπεσαι τον Χριστό και τους λόγους του «ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ» δεν είναι μία απλή πράξη δειλίας. Είναι βαθύτερη μεταφυσική επιλογή. Είναι προσπάθεια να κρατάς και τους δύο κόσμους, να είσαι ευάρεστος και στον Θεό και στον Καίσαρα, να απολαμβάνεις την παρηγοριά της πίστης στην ιδιωτική σφαίρα, χωρίς όμως να της επιτρέπεις να διαβρώσει τη δημόσια εικόνα σου, την κοινωνική θέση, την επαγγελματική πρόοδο.

Είναι υποκρισία, όχι με τη μορφή κραυγαλέας θεατρικότητας, αλλά με τη μορφή διακριτικής, καλοαναθρεμμένης σχιζοφρένειας. Και η απόκριση είναι απόλυτη: όποιος με ντραπεί, θα τον ντραπώ και εγώ. Διότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι ένα κλειστό κλαμπ ηθικά άμεμπτων, αλλά ούτε και σαλόνι χλιαρών. Απαιτεί ολότητα, απόφαση που διαπερνά κάθε πτυχή της ύπαρξης. Είναι ένας βρόχος φωτός που σε συλλαμβάνει για να σε ελευθερώσει.

Και μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα της απόλυτης απαίτησης, πέφτει σαν δροσερή πνοή μετά από καύσωνα, η τελευταία, αινιγματική υπόσχεση: ότι ορισμένοι από τους παρισταμένους δεν θα γευτούν θάνατο μέχρι να δουν τη Βασιλεία να έρχεται «ἐν δυνάμει». Δεν είναι υπόσχεση αθανασίας πάνω στη γη. Είναι κάτι απείρως σπουδαιότερο. Είναι διαβεβαίωση ότι η Βασιλεία δεν είναι μόνο μελλοντική ανταμοιβή, αλλά παρούσα πραγματικότητα, δύναμη που εισβάλλει στον χρόνο, σπέρμα που διαρρηγνύει το χώμα της ιστορίας.

Μπορεί κάποιος να τη δει στη Μεταμόρφωση που θα ακολουθήσει, μπορεί να την αισθανθεί στην κοινότητα της αγάπης, μπορεί να τη βιώσει στην προσωπική νέκρωση που οδηγεί σε ανάσταση. Είναι φως στο βάθος, που όμως φωτίζει ήδη τα βήματά μας στο παρόν. Και μέσα στην κατεστραμμένη λύπη του κόσμου, μέσα στη σιωπή του χάους που απειλεί να μας καταπιεί, αυτή η παρουσία είναι η μόνη εγγύηση ότι η απώλεια του εαυτού δεν είναι ένα άλμα στο κενό, αλλά είσοδος στη μόνη πραγματικότητα που δεν φθείρεται.



[1] ΩριγένηςΤὰ Εὑρισκόμενα Πάντα, ἐν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ἐπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 11 (Paris: J.-P. Migne, 1857), 580.



-----------------------


Maximos Pafilis, Bishop of Melitene (translation from the original Greek text)

There exists a truth, one of the hard and adamant truths, which dwells in the crevices of conscience and awaits an opportune night, a night thirsting for blood and promising false dawns, so that it may emerge complete and irrevocable, as if by a divine decree. And this is the truth inaugurated through an invitation that sounds like a condemnation: "Whosoever will come after me, let him deny himself." Here, precisely in this first, almost violent severance, is founded the whole paradoxical edifice of faith.

For it does not ask of us simply some correction or moral improvement or addition of some virtue to the already existing edifice of the ego; but it asks for its demolition. Complete denial, not of our sinful past, but of the very core which we call "self", this nervous assemblage of desires, fears, memories and projections which we persist in considering as our identity.

And modern man, this creature who has deified self-realisation and elevated his psychological integrity to the highest good, stands before this voice with the perplexity of some merchant who is asked to burn his merchandise in order that he may profit. How deny your self, when your whole civilisation is a continuous and anxious attempt to define it, express, heal, develop?

Our daily life is a labyrinth of mirrors, where every surface reflects some version of the ego which we study to maintain. But the invitation remains, a biting silence midst the restless noise of self-referentiality. To take up your cross. Not a symbolic cross, some ornament about the neck or some abstract concept of pain, but your own cross - this very construction of failure, pain, mortality and betrayal which constitutes our individual destiny. To take it up, not with the passivity of the victim, but with the active will of him who sees in the wood of dishonour the only way to glory.

Through the blood rolling from it is revealed a cartography of agony, which however leads to an unmapped place. The logic of the world is simple, almost vulgar in its arithmetical purity: profit and loss. To save your soul, guard it from corruption, armour it against losses. And the Word comes with a reversal resembling madness and proclaims that whosoever will save this soul, shall lose it. And whosoever shall lose it, for His sake, this one and only this one shall find it.

There is an economy of salvation operating according to the rules of the anti-world. Loss becomes investment, death becomes life.

Origen, plunging into this same convulsive reversal, formulates it with precision that cuts off breath, saying that if we wish to save our soul in order to receive it better, we must lose it through martyrdom (Εἰ θέλομεν ἡμῶν σῶσαι τὴν ψυχὴνἵνα αὐτὴν ἀπολάβωμεν κρείττονα ψυχῆςμαρτυρίῳ ἀπολέσωμεν αὐτήν).[1] Martyrdom here is not only bodily destruction, but the daily, conscious mortification of the will, the steady choice of love against self-preservation.

Indeed, "for what shall a man profit, if he shall gain the whole world, and lose his own soul?" The question is not rhetorical; it is an existential balance upon which all things are placed. The "whole world" is nothing but the sum of finite desires, power, pleasure, knowledge which does not lead to love, security which is built upon sand. And on the other side, the soul. Not the soul as some vague philosophical concept, but as the very possibility of communion with God, as the according to image which we bear like a seal and wound. What exchange can be given for this? Nothing. Every attempt to ransom it is already its loss.

We see around us, and perhaps in ourselves - if we are sufficiently brave to see -, men who have gained their world. They have success, recognition, prosperity. But their faces are often a mask of death, their eyes the shadow of a broken mirror, because in the journey they exchanged the infinite with the ephemeral, sold their soul not to the devil, but to the much more prosaic and grey tyranny of their ego.

Confession before men and the confession of the Son before the Father are connected by a thread invisible but unbreakable. To be ashamed of Christ and his words "in this adulterous and sinful generation" is not a simple act of cowardice. It is a deeper metaphysical choice. It is an attempt to hold both worlds, to be pleasing both to God and to Caesar, to enjoy the comfort of faith in the private sphere, not allowing it however to corrode the public image, the social position, the professional advancement.

It is hypocrisy, not in the form of clamorous theatricality, but in the form of discreet, well-bred schizophrenia. And the response is absolute: whosoever shall be ashamed of me, I also will be ashamed of him.  The Kingdom of God is not a closed club of the morally blameless, but neither is it a salon of the lukewarm. It demands wholeness, a decision penetrating every fold of existence. It is a noose of light catching you in order to free you.

And midst this atmosphere of absolute demand, falls like a cool breath after scorching heat, the final, enigmatic promise: that some of those standing shall not taste death until they see the Kingdom coming "in power". It is not a promise of immortality upon earth. It is something infinitely more important. It is an assurance that the Kingdom is not only a future reward, but a present reality, a power invading time, a seed breaking through the soil of history.

One can see it in the Transfiguration which follows, one can feel it in the community of love, one can live it in the personal mortification leading to resurrection. It is light in depth, which however already illuminates our steps in the present. Midst the devastated sorrow of the world, midst the silence of chaos threatening to swallow us, this presence is the only guarantee that the loss of self is not a leap into void, but entrance into the only reality which does not perish.



[1] Origen, "Ta Heuriskomena Panta" [The Complete Findings], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 11 (Paris: J.-P. Migne, 1857), 580.

Δεν υπάρχουν σχόλια: