e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Καχυποψία και Εμπιστοσύνη

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ε π έ τ ε ι ο ς

Στις 8 του Φλεβάρη, συμπληρώνονται 17 ολόκληρα χρόνια αφ' ότου δέχτηκα την ευγενική πρόσκληση του αγαπητού συγχωριανού και φίλου, πρώτα των γονιών μου και μετέπειτα δικού μου, π. Π. Καποδίστρια, για συνεργασία στο ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΝ, το ηλεκτρονικό περιοδικό που επιμελείται για χρόνια!

17 χρόνια αγαστής και άψογης συνεργασίας!

Εξ ού και η σημερινή μου δημοσίευση, περί Καχυποψίας και Εμπιστοσύνης!

Γιατί εμάς, μας συνδέει μόνο Εμπιστοσύνη!

Καχυποψία και Εμπιστοσύνη

Ζάκυνθος

Τέλη Ιουλίου του 2017.

Βρίσκομαι στο λατρεμένο νησί, μεταξύ φίλων αγαπημένων, δικών, (ζούσε και η αγαπημένη μου αδελφή τότε), συμμαθητών/ιών και συμπατριωτών! Επί πλέον, την προηγούμενη μέρα, στην κατάμεστη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου στην πόλη της Ζακύνθου,  με την εξαιρετική  Ομάδα Συνεργατών μου και τη στήριξη όλων, είχε παρουσιαστεί το  βιβλίο μου:

Ταξίδια που δεν τελείωσαν.

(Μόνο που τότε αγνοούσα ότι για μένα θα τελείωναν πολύ γρήγορα τα ταξίδια).

Το βιβλίο, έγινε δεκτό πολύ θετικά και με αγάπη από τους παρευρισκόμενους Ζακυνθινούς! (τιμή μου).

Με το βιβλίο στο χέρι, λοιπόν, πηγαίνω σε γνωστό Κοσμηματοπωλείο της χώρας, όπου ήμουν πολύ τακτική πελάτισσα σε κάθε μου ταξίδι, αφήνοντας τον οβολό μου, τόσο για δικά μου κοσμήματα, όσο και για την κόρη μου κάθε φορά. (γεγονός, έχουμε αμφότερες  αδυναμία στα καλά κοσμήματα).

 Φίλοι καλοί για χρόνια και  με τον ιδιοκτήτη το Δημήτρη, καλή πελάτισσα γαρ.  

Λίγες ημέρες πριν, παζάρευα ένα πολύ ακριβό δαχτυλίδι με πολύτιμη...κοτρόνα!

Μετά τα γνωστά, καλημέρα συγχαρητήρια, έμαθα είχε μεγάλη επιτυχία, πρέπει να είσαι ευχαριστημένη κ.λπ. (δεν μπόρεσε να έρθει λόγω μαγαζιού), μου προσφέρει καρέκλα και πιάνουμε κουβέντα.

-Σου έφερα το βιβλίο, όπως μου ζήτησες.

Απλώνει το χέρι να το πάρει, λέω, μια στιγμή

-Έχω να σου κάνω μια πρόταση

.......

Τι θα έλεγες, να ανταλλάξουμε το βιβλίο, τριών χρόνων  πνευματικό μου μόχθο, με το δαχτυλίδι.

Κόκκαλο  ο Δημήτρης!

-Δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ. Χέρι με χέρι, τίμια πράγματα.

Με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός, προβληματισμένος. Σκύβει κάτω το βλέμμα και συλλογιέται για λίγα δευτερόλεπτα, που φάνηκαν ώρες ολόκληρες.

Ξαφνικά σηκώνεται φέρνει το δαχτυλίδι, ανοίγει το πολυτελές κουτάκι, το κοιτάζει για λίγο, και με αποφασιστικότητα λέει:

ε έχω «στιμάρει», (αξιολογήσει), σωστά, σου έχω εμπιστοσύνη! Εντάξει, χέρι με χέρι.

Του προσφέρω το βιβλίο, μου προσφέρει το δαχτυλίδι! Μεσολαβεί μια ατέλειωτη στιγμή σιωπής και αμηχανίας, εγώ φοράω ήδη το δαχτυλίδι και καμαρώνω.

-Όντως, σου πάει πολύ ωραία, σπάνιο κομμάτι, χαλάλι σου.

-Δε θα ξεφυλλίσεις το βιβλίο να δεις το περιεχόμενο, ρωτάω.  

Το ανοίγει διστακτικά και ανόρεκτα, ξεφυλλίζει αμίλητος και ξαφνικά, λίγο μετά τη μέση, διαπιστώνει ότι υπάρχει μέσα, σε...μεγάλα χαρτονομίσματα, το ποσόν αξίας του δαχτυλιδιού!

Βαθιά ανάσα και βάζει τα γέλια, ευτυχώς δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες μέσα, και

-Υποψιάστηκα ότι κάτι θα είχες στο μυαλό σου, κάτι θα μου σκάρωνες, αλλά ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου πως θα με υπέβαλες σε τέτοια δοκιμασία!   Ευτυχώς και σου είχα εμπιστοσύνη!.

-Γεγονός ότι βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση και αμηχανία, αλλά όταν δέχτηκα την ανταλλαγή, σκέφτηκα, θα τα παίξω όλα για όλα. Γνώριζα  ότι  είχα να κάνω με έντιμο και αξιοπρεπές άτομο, δε χωρούσαν καχυποψίες.  Και δεν έπεσα έξω!

 -Να το χαρείς με υγεία το δαχτυλίδι, χαλάλι η λαχτάρα που πέρασα,  σου πάει πολύ!

Από καιρού σε καιρό, φορώ το δαχτυλίδι και το κοιτάζω μελαγχολικά νοσταλγώντας τον αγαπημένο τόπο, το φίλο Δημήτρη, όλους τους προσφιλείς συμπατριώτες, αλλά  και τους λίγους «πολύ δικούς μου», που μείνανε ακόμα...

 

Ζάκυνθος

Των Βαΐων ή του Βαγιώνε , 1951

Έθιμο, τότε, μετά τη Λειτουργία, οι παπάδες  της Ενορίας, Μπόχαλη και χώρα, δε θυμάμαι αν ίσχυε και στα χωριά, να μοιράζουν σε όλα τα σπίτια το «Βαγί», ωραίες στολισμένες Βαγιοφόρες που φτιάχναμε βοηθώντας μικροί και μεγάλοι την προηγούμενη μέρα. Η διανομή γινόταν από το Νόντσολο κι ο παπάκης μου έστελνε κι εμένα για βοήθεια. Ήταν και ένας τρόπος ενίσχυσης  για τους παπάδες, γιατί τότε δεν είχαν  μισθό. Τα μόνα τους έσοδα, Γάμοι, Βαφτίσια, Κηδείες, Αγιασμοί στα σπίτια, όπου λόγω φτώχιας οι περισσότεροι έδιναν ότι έβγαζε το χωράφι. Ξεκινάμε λοιπόν, με το συχωρεμένο το Νικόλα, Βαρρές, Ακρωτήρι, Κυδώνι, Μπιτσιμπέικα με προορισμό να τελειώσουμε στην Μπόχαλη που ήταν και τα σπίτια μας. Αποστάσεις μεγάλες. Σε κάποια σπίτια έριχναν και στο μικρό, αλλά βαρύ σίγλο, 2-3 δρχ. ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Το σίγλο τον κρατούσε ο Νικόλας, βαρύς για μένα. Κάποια στιγμή στο γυρισμό, τον έδωσε σε μένα δε θυμάμαι για ποιο λόγο, μάλλον τακτοποιούσε τις Βαγιοφόρες για την Μπόχαλη. Πηγαίναμε από τα λιοστάσια για να αποφεύγουμε τον ήλιο, όταν ζήτησα να καθίσουμε κάτω να ξαποστάσουμε, μικρό κορίτσι  και είχα κουραστεί πολύ.

Την αράξαμε κάτω από τα δέντρα, όσο που δεν αποκοιμηθήκαμε, κουρασμένοι από τόσο ποδαρόδρομο.

Μια στιγμή, λέει ο Νικόλας:

-Σούλα σήκω, θα βραδιωθούμε.

 Σηκώνεται, παίρνει τη μεγάλη κόφα με τις Βαγιοφόρες, σηκώνομαι κι εγώ με το ζόρι και παίρνουμε δρόμο.  Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Μπόχαλη όταν γυρίζει πίσω και μου λέει τρομαγμένος:

-Πού είναι ο σίγλος με τα λεφτά;

Τρομάξαμε κι οι δυο...

Έβαλα τα κλάματα εγώ λέγοντας!

-Να δεις που δε θα τον πήρε κανένας, εκεί που τον άφησα θα είναι.

-Παλαβή είσαι, τόσοι περάσανε, σιγά μη δεν τον πήραν.

Γυρνάμε πίσω, ψάχναμε από Ελιά σε Ελιά, άρχισα κι εγώ να απελπίζομαι.

-Θα τον βρούμε Νικόλα, δεν είναι κλέφτες  οι άνθρωποι.

-Τα μυαλά σου και μια λίρα, θα βρει ο άλλος λεφτά και δε θα τα πάρει;

Από ελιά σε ελιά κι από μονοπάτι σε μονοπάτι, εκεί που είχαμε απελπιστεί και οι δυο, να ΄σου και βλέπουμε από μακριά το σίγλο σε ένα κλαρί! Προφανώς τον κρέμασα για να μην τον ξεχάσω. Να χαρά εγώ που «δικαιώθηκα». Εδώ που τα λέμε όσοι πέρασαν δε θα κοίταζαν ψηλά, έτσι τη γλίτωσε ο σίγλος!


Μελβούρνη

Αρχές Φεβρουαρίου, 1971

Έναρξη  Σχολικής Χρονιάς στην Αυστραλία κι εγώ δίδασκα Ελληνικά, σε Απογευματινό Σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης. Είχαν αρχίσει οι εγγραφές, τελευταία μέρα ομαδικών εγγραφών κι εγώ κουβαλούσα τις εισπράξεις στην τσάντα μου, (δύσκολο να τα καταθέτεις στην Τράπεζα κάθε εβδομά, γιατί έκλεινε στις 3.00 μ.μ. κι εμείς σχολάγαμε από δουλειά στις 5.00 μ.μ.), έτσι τα κουβαλούσα μαζί μου ώστε το απόγευμα που θα πήγαινα Σχολείο να έχω χρήματα να δίνω ρέστα στους γονείς, γιατί τα δίδακτρα έπρεπε να καταβάλλονται εξ ολοκλήρου με την εγγραφή. Τελειώνοντας οι Εγγραφές, πηγαίναμε στο Γραφείο της Κοινότητας στην πόλη και καταθέταμε το ποσόν που δεν ήταν ευκαταφρόνητο.  Χρειάστηκε, όμως, να πάω στην αγορά να πάρω, αν θυμάμαι καλά, πετσέτες μπάνιου που τις είχαν σε προσφορά.

Ψάχνω να βρω τα χρώματα που θέλω, πάνω στο μεγάλο τραπέζι που τις είχαν, εκατοντάδες επί εκατοντάδων. Ακουμπάω, προφανώς,  την τσάντα μου εκεί ώστε να μπορώ να τις ανοίξω και να δω το μέγεθος, τελικά, δε με ικανοποιεί τίποτα και γυρίζω να φύγω. Πάω στη στάση του Τραμ, ανεβαίνω, κάποια στιγμή με πλησιάζει ο εισπράκτορας για να βγάλω  εισιτήριο και με τρόμο διαπιστώνω πως δεν έχω την τσάντα μου. Ούτε που θυμάμαι τι είπα στον εισπράκτορα του ζήτησα μόνο να πατήσει το κουδούνι, ώστε να σταματήσει το Τραμ. Τότε, δεν είχε φτάσει η Τεχνολογία ακόμα και η ζωή ήταν πιο ανθρώπινη. Σήμερα, όλα ηλεκτρονικά και απρόσωπα, ούτε εισπράκτορες ούτε ελεγκτές!

Ομολογώ, ήμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση...πηγαίνω τρέχοντας πίσω στο μαγαζί, βρίσκω την υπεύθυνη και αρχίζω να της μιλώ πολύ βιαστικά από την ταραχή μου. Δεδομένου ότι η προφορά μου τότε, πολύ Ελληνική ακόμα,  όπως είχα μάθει Αγγλικά στην Ελλάδα, δύσκολη η επικοινωνία.

Μια μικρή παρένθεση. Ο αείμνηστος παπάκης μου που τον ενδιέφερε μόνο η εκπαίδευση μου, πλήρωνε ιδιωτικό καθηγητή και έκανα μαθήματα Αγγλικής από το Δημοτικό ακόμα. Λες και είχε προαίσθηση ότι θα μου χρειαστεί η Αγγλική. Στο 6τάξιο Γυμνάσιο, μας δίδασκαν Λατινικά και Γαλλικά γιατί η Γαλλική ήταν ακόμα, η γλώσσα του Εμπορίου και της Διπλωματίας.

Προσπαθώ λοιπόν, να εξηγήσω στην υπεύθυνη ότι πρέπει να ξέχασα τη τσάντα μου εκεί γιατί δεν είχα πάει πουθενά αλλού.  

Η ευλογημένη, αντί να μου πει ότι, ναι, την παρέδωσε πελάτισσα και μετά να αρχίσει τις ερωτήσεις, άρχισε την...Ιερή Εξέταση:

-Τι χρώμα είχε η τσάντα, τι μέγεθος, πόσα χωρίσματα, τσεπάκια, αν ήταν φοδραρισμένη ή όχι. Τι περιείχε; Είχε πορτοφόλι, τι είδους, δερμάτινο ή πλαστικό,  τι χρώμα; Πόσα χρήματα είχε μέσα.

Εγώ να κοντεύω να σκάσω από την αγωνία κι εκείνη να συνεχίζει αδιάφορη την ανάκριση.

Ξανά, πόσα χρήματα είχε μέσα, σε τι χαρτονομίσματα...Μου ερχόταν να την αρπάξω και να την ταρακουνήσω, με την επιμονή της να μη μου λέει αν βρέθηκε η τσάντα...

Κάποια στιγμή, αφού βεβαιώθηκε ότι όντως  ήμουν η νόμιμη ιδιοκτήτρια της τσάντας, πάει μέσα στο γραφείο και γυρίζει κρατώντας το...λάφυρο!

Την άρπαξα με λαχτάρα και την άνοιξα, να δω αν υπήρχαν τα χρήματα!

Οποία ανακούφιση διαπιστώνοντας πως όλα στη θέση τους και δεν έλειπε τίποτα! Από την ταραχή και την υπερένταση, έβαλα τα κλάματα.

-Συγνώμη για την ανάκριση, μου λέει, αλλά ήταν για το καλό σου! Μπορεί, απλά, να ήσουν δίπλα όταν η πελάτισσα βρήκε τη τσάντα και την παρέδωσε κι εσύ να περίμενες να φύγει εκείνη και να ερχόσουν επάνω να διεκδικήσεις την ξένη τσάντα, γίνονται και αυτά ξέρεις.

Την ευχαρίστησα με τα μάτια να τρέχουν ακόμα και έφυγα! Η τσάντα είχε μέσα πολλά χρήματα, αρκετά για προκαταβολή αγοράς σπιτιού! Θα βρισκόμουν σε φοβερά δύσκολη θέση, όχι μόνο γιατί ήταν αδύνατο να συγκεντρώσω το κλαπέν μεγάλο ποσόν, αλλά κινδύνευα να με θεωρήσουν ύποπτη, τόσο η Κοινότητα όσο και οι Γονείς που θα το μάθαιναν.

Όμως, είχα πάντα εμπιστοσύνη στον Άνθρωπο, τότε. Τώρα φοβάμαι, έχουν αλλάξει όλα και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη.

 

Μελβούρνη

Μάιος του 1976

Σχολικές διακοπές δύο εβδομάδων σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τότε.  

Κάθε χρόνο, φροντίζαμε να παίρνουμε μία εβδομάδα από την ετήσια άδειά μας και τη μια από τις δύο εβδομάδες, πηγαίναμε διακοπές με τα παιδιά. Φρόντιζα από μήνες πριν, να βρω και να κλείσω σπίτι σε μέρος της Βικτώρια ορεινό ή παραθαλάσσιο, χειμώνας ο Μάης εδώ και έτσι είχαμε γυρίσει ολόκληρη τη Βικτώρια, που είναι ατελείωτη σε έκταση! Εκείνη τη χρονιά, πηγαίναμε στην περιοχή Lakes Entrance. Μια υπέροχη παραθαλάσσια περιοχή. Είχα κλείσει δύο συνεχόμενα διαμερίσματα, γιατί θα ερχόταν και οι κουμπάροι μας, από Καλλιπάδο ο κουμπάρος, Αγγερικό η κουμπάρα, που είχαν δυο παιδιά σχολικής ηλικίας. Πολύ δεμένοι, σαν μια οικογένεια ήμαστε, δεν είχαν και αυτοί όπως και εμείς κανέναν εδώ.

Η απόσταση μεγάλη, 314 χιλιόμετρα, γύρω στις 4 ώρες ταξίδι. Σταματήσαμε σε μια επαρχιακή πόλη στη μέση περίπου της διαδρομής, για φαγητό και ξεκούραση.

 Αφού φάγαμε, ήπιαμε, όχι αλκοόλ βέβαια, ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας. Θέλαμε γύρω στα 150 χιλιόμετρα για να φτάσουμε, θα πρέπει να πλησιάζαμε στον προορισμό μας, όταν με φρίκη διαπιστώνω ότι δεν έχω την τσάντα μου και το πιο πιθανόν, την άφησα στο εστιατόριο... Το λέω δειλά κάποια στιγμή, βάζουν τις φωνές τα ήδη κουρασμένα παιδιά, εισπράττω κάμποσα λογάκια  (δικαιολογημένα, εδώ που τα λέμε),  από τον πατέρα τους, πιάνει αριστερά, σταματάει, δίνει σήμα του κουμπάρου, σταματάνε τρομαγμένοι μήπως πάθαμε τίποτα και...τα υπόλοιπα, είναι ιστορία.

Κάνουμε επί τόπου στροφή και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για το εστιατόριο, με την κρυφή ελπίδα, να βρω ανέγγιχτη την τσάντα μου.  Η πολύτιμη τσάντα μου, περιείχε εκτός από σεβαστό χρηματικό ποσόν για τις διακοπές, και όλα μας τα κοσμήματα που είχαμε, γιατί είχαν γίνει διαρρήξεις στη γειτονιά και όταν απουσιάζαμε, τα κουβαλούσα μαζί μου

Στην επιστροφή, έλεγα σε όλους.

-Να δείτε που η τσάντα μου θα βρεθεί, είναι καλοί οι άνθρωποι, δεν κλέβουν!

Όντως, ο επόμενος που κάθισε στο τραπέζι, είδε την τσάντα να κρέμεται στην καρέκλα και την παρέδωσε στο σερβιτόρο που με τη σειρά του, την παρέδωσε στη διεύθυνση.

Μέχρι που πέθανε ο κουμπάρος, μου το θύμιζε λέγοντας μου, πόσο τυχερή στάθηκα γιατί αν ήταν εκείνος... θα με σκότωνε!

Ας είναι αναπαυμένος, μας λείπει πολύ... Φυσικά και δεν ήταν βάρβαρος, απλά, δικαιολογημένα,  με πείραζε.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: