Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Νησιώτης στην καταγωγή ο Νικήτας, αλλά ζούσε στην πρωτεύουσα από 17 χρονών. Οι γονείς του, παρέμειναν στην επαρχία. Εύπορη η οικογένεια και μοναχοπαίδι. Οι γονείς, καθηγητές Γυμνασίου και οι δύο, αλλά μέχρι που παντρεύτηκαν, αδιόριστοι.
Μετά το γάμο, σκέφτηκαν ότι δεν είχαν την ευχέρεια να περιμένουν πότε και πού θα διοριστούν στη Δημόσια Εκπαίδευση, ούτε αν θα είχαν την τύχη να διοριστούν στην ίδια περιοχή. Έτσι, αποφάσισαν να ανοίξουν Φροντιστήριο, όπου θα ήταν ανεξάρτητοι και θα έβγαζαν, ίσως, περισσότερα χρήματα. Ήταν έντιμοι, συνεπείς και εργάζονταν σκληρά ώστε τα χρήματα που πλήρωναν οι γονείς να πιάνουν τόπο. Γεγονός ότι όλοι οι μαθητές τους προόδευαν και έμπαιναν σε Ανώτερες Σχολές. Από τα πρώτα χρόνια, το Φροντιστήριο απέκτησε πολύ καλή φήμη, τόσο όπου για να ανταπεξέρχονται σωστά στο καθήκον τους, κάθε χρόνο προσλάμβαναν επί πλέον προσωπικό. Αργότερα, μετά από πολλές σκέψεις και διαβουλεύσεις με ειδικούς, πήραν την απόφαση να το μετατρέψουν σε ιδιωτικό Γυμνάσιο, γιατί στο νησί υπήρχε ένα μόνο Γυμνάσιο μικτό. Έτσι, μετά από τις απαιτούμενες διαδικασίες, το Φροντιστήριο, έγινε Ιδιωτικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης, όπου άλλες ώρες φοιτούσαν τα κορίτσια και άλλες τα αγόρια.
Στο ίδιο 6τάξιο Γυμνάσιο φοίτησε και ο Νικήτας. Στις δυο τελευταίες τάξεις, μετά τις απαραίτητες κατατακτήριες εξετάσεις, φοίτησε σε Δημόσιο Γυμνάσιο στην Αθήνα, ώστε να μπορέσει να εισαχθεί στη Σχολή Αεροπορίας, που ήταν το όνειρό του, αλλά και αυτό των γονιών του.
Με πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης και ομορφόπαιδο ο Νικήτας! Τελείωσε τη Σχολή με άριστα και πετούσε στους αιθέρες, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Οι αισθηματικές του περιπέτειες, αμέτρητες, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει σοβαρά καμίαν από τις κοπέλες που συναναστρεφόταν, αλλά ούτε εκείνες απέβλεπαν σε αποκατάσταση, απλά χαίρονταν με κάθε τρόπο τα νιάτα τους. Ανήκαν σε κοινωνικό κύκλο, όπου δε σχολιάζονταν.
Αυτά, όμως, δεν εμπόδισαν ή απέτρεψαν το Νικήτα, να κάνει τρεις γάμους.
Η πρώτη του γυναίκα, την οποία «ερωτεύτηκε τρελά», φοιτήτρια Πανεπιστημίου. Έρωτας ξαφνικός και παθιασμένος. Φανφάρες και μεγαλεία στο γάμο. Οι γονείς αρνήθηκαν να παρευρεθούν γιατί δε συμφωνούσαν με την απόφασή του να παντρευτεί έτσι ξαφνικά και γρήγορα. Κάπου εκεί άρχισαν να χαλάνε οι σχέσεις μεταξύ τους.
Πολύ αργότερα, όπως γίνεται συνήθως, υποχώρησαν ο πατέρας και η μάνα και πήγαν στην Αθήνα να δουν το παιδί τους αλλά να γνωρίσουν και τη νύφη τους. Γλυκό και όμορφο κορίτσι η Ελενίτσα, τους κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Έτσι ομαλοποιήθηκαν και οι σχέσεις τους με το Νικήτα, κάτι που δεν κράτησε για πολύ.
Βλέποντας μια μέρα η Ελενίτσα ένα άσπρο κλειδωμένο βαλιτσάκι, επάνω σε μια από τις ντουλάπες, ρώτησε το Νικήτα για αυτό.
«Αυτό να μην το αγγίξεις ποτέ, δε σε αφορά».
Απόρησε το κορίτσι, αλλά δεν επέμεινε ούτε διαμαρτυρήθηκε.
Λίγα χρόνια μετά, ο Νικήτας με αφορμή τις πτήσεις στο εξωτερικό, άρχισε να απουσιάζει όλο και πιο συχνά από το σπίτι. Η Ελενίτσα, όμως, που είχε εγκαταλείψει τις σπουδές της για να παντρευτεί, ήθελε να κάνει οικογένεια, κάτι που ο Νικήτας δεν ήθελε, δεν επιθυμούσε τέτοιου είδους δεσμεύσεις.
Λίγο μετά, πήρε το άσπρο βαλιτσάκι και έκοψε ρόδα μυρωμένα!
Έτσι άδοξα έληξε ο μεγάλος έρωτας και ο πρώτος γάμος. Τότε ήταν που επήλθε ρήξη με τους γονείς του. Δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τόση επιπολαιότητα και ανευθυνότητα, ούτε το ότι παρέσυρε και μετά εγκατέλειψε, ένα κορίτσι που δεν του έφταιξε σε τίποτα.
Ο Νικήτας, ανεπηρέαστος από όλα αυτά, συνέχισε τη ζωή του με τον ίδιο ανέμελο τρόπο όπως πριν από το γάμο. Η δικαιολογία για τον εαυτό του:
Την παντρεύτηκα, δεν την άφησα εκτεθειμένη.
Στα 28 του, βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου γνωρίστηκε με μία γνωστή Λονδρέζα σοπράνο
Εκείνος κι αν ήταν κεραυνοβόλος και μεγάλος έρωτας και από τους δύο!
Ούτε χρειάστηκε να το σκεφτούν πολύ! Παντρεύτηκαν στο άψε-σβήσε, με καλεσμένους καλλιτεχνικό κόσμο του Λονδίνου και τη μισή αεροπορία
Δεν τόλμησε όχι να προσκαλέσει αλλά ούτε να το αναφέρει στους γονείς του!
Το άσπρο βαλιτσάκι πάντα εκεί, επάνω σε μια ντουλάπα.
Η σοπράνο, αγνοούσε την ύπαρξή του, δεν ήταν γυναίκα που ασχολείται με τα οικιακά. Υπήρχε προσωπικό για όλα αυτά, εκείνη είχε άλλα ενδιαφέροντα.
Όταν πέρασε η φούρια του έρωτα, η Σοπράνο μάλλον άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις για την τόσο βιαστική παντρειά κι αυτό φαινόταν στη συμπεριφορά της απέναντί του. Μαγεμένη και γοητευμένη από τις επιτυχίες και τη δόξα, άρχισε να βγαίνει μόνη, «για προώθηση της καριέρας της» και λίγο-πολύ, να κάνει τη ζωή της, «για τους ίδιους λόγους» και να τον κοιτάζει αφ΄ υψηλού.
Όταν μετά από μια πολύ πετυχημένη συναυλία πήγε, ως συνήθως στο καμαρίνι της, το βρήκε γεμάτο πανάκριβες ανθοδέσμες, δώρα και θαμαστές, κυρίως άνδρες. Εκείνος, αγνοήθηκε πλήρως. Ο Νικήτας, εισέπραξε το μήνυμα.
Χαστούκι στον ανδρικό του εγωισμό και την αξιοπρέπειά του.
Δεν κάθισε να το σκεφτεί πολύ, το άσπρο βαλιτσάκι, τον περίμενε πάντα!
Έτσι άδοξα, τελείωσαν οι δυο γάμοι με τους κεραυνοβόλους έρωτες!
Αυτό το χαστούκι, τον πόνεσε πολύ το Νικήτα. Όχι γιατί έχασε τη σοπράνο, γιατί κι εκείνος είχε αρχίσει να αμφισβητεί τα αισθήματά του, όσο για την απόρριψη και την ταπείνωση. Οι ημέρες του μοναχικές και μονότονες, γεμάτες φουρτουνιασμένες σκέψεις. Μια από αυτές τις μέρες, προσπάθησε να κοιτάξει βαθιά μέσα του με ειλικρίνεια.
Κάνοντας απολογισμό των έργων και αποφάσεών του, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι…λίγο πολύ τα είχε κάνει θάλασσα στη ζωή του!
Για πρώτη φορά αναγνώρισε ότι οι γονείς του είχαν, ίσως, κάποιο δίκιο.
Όμως, ο ρόλος του «άσωτου υιού» δεν του ταίριαζε και ούτε σκόπευε να πάρει καμιά πρωτοβουλία για συμφιλίωση μαζί τους ή να δηλώσει μεταμέλεια. Στο τέλος-τέλος, δεν τους ζήτησε ποτέ τίποτα και όχι μόνο δεν απαίτησε αλλά ούτε καν χρειάστηκε ποτέ βοήθεια ηθική ή οικονομική.
Άθελα του σκέφτηκε κάποια στιγμή, πως μάλλον γίνεται άδικος με τους γονείς του. Γιατί, αν έγινε αυτό που έγινε, αν είχε τόση οικονομική άνεση και ανεξαρτησία ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να καταφύγει στη βοήθειά τους, το όφειλε αποκλειστικά και μόνο στη μάνα του και στον πατέρα . Κάπου άρχισε να συμμαζεύετε, άλλωστε δεν ήταν πια 20-25 χρονών.
Περνούσε ο καιρός κι ο Νικήτας πλησίαζε τα 35. Για κείνα τα χρόνια όχι μόνο η γυναίκα εθεωρείτο γεροντοκόρη στα 35, αλλά και τον άνδρα τον αντιμετώπιζαν ως γεροντοπαλίκαρο. Οι όμορφες και νεαρές κοπέλες στις οποίες είχε συνηθίσει, τον αγνοούσαν και κάποιες τον ειρωνεύονταν όταν τολμούσε να τις πλησιάσει. Δύσκολο να χαμηλώσει τον πήχη και να συμβιβαστεί με γυναίκες της ηλικίας του.
Κάπου εκεί, πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Ελλάδα και να αποφεύγει από δω και πέρα τις πτήσεις. Διορίστηκε σε διοικητική θέση εδάφους.
Ξανάσμιξε με παλιούς φίλους και συναδέλφους! Τους περισσότερους τους βρήκε παντρεμένους και νοικοκυρεμένους με παιδιά. Κάποιοι από αυτούς, ανύπαντροι μεν, αλλά όχι μόνοι, αρραβωνιασμένοι ή με σοβαρό δεσμό, με προορισμό το γάμο. Εκείνος, ξέμπαρκος και ξεκάρφωτος, δεν ένιωθε άνετα μόνος του ανάμεσά τους. Άρχισαν όλοι να τον προτρέπουν να νοικοκυρευτεί και να κάνει οικογένεια,
-Δε σου έφτασαν τόσα ρέμπελα χρόνια και δύο επιπόλαιοι, αταίριαστοι γάμοι; Μαγκούφης θα μείνεις στο τέλος φουκαρά μου!
Λίγους μήνες μετά, γνώρισε τη Νατάσσα, σε ένα επαγγελματικό Συνέδριο, όπου συνόδευε τον προϊστάμενό της, πολύ ελκυστική και απόπνεε ευγένεια, φινέτσα και αρχοντιά. Μεγαλοκοπέλα κι εκείνη, 30 χρονών, αλλά μετά από μια άτυχη αγάπη στα νιάτα της, δεν αποφάσιζε το γάμο. Όταν τους σύστησαν κι έπιασαν κουβέντα, ο Νικήτας δεν έχασε καιρό, της ζήτησε να συναντηθούν για να γνωριστούν καλύτερα.
Από την πρώτη τους συνάντηση, ολοφάνερο ότι υπήρξε αμοιβαία έλξη ανάμεσά τους! Ομιλητικοί, καλλιεργημένοι, πνευματώδεις και οι δυο και με κάποιο παρελθόν αμφότεροι! Της ζήτησε να συναντηθούν ξανά, κάτι που η Νατάσσα συμφώνησε. Πέρασαν κάπου 3 ώρες συζητώντας για όλα, ασφαλώς και για το τι είχε μεσολαβήσει στην προσωπική τους ζωή, αλλά και για τη γνωριμία τους με απώτερο σκοπό, αν ταιριάσουν, να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Αυτή τη φορά, χωρίς ξαφνικούς έρωτες, βιασύνες και μεγάλους ενθουσιασμούς. Συμφώνησαν να αφήσουν να περάσει λίγος καιρός, να το σκεφτούν καλά και μετά να συναντηθούν να συζητήσουν αν θέλουν να προχωρήσουν ή όχι.
Έτσι κι έγινε! Η απόφαση και των δύο ήταν ότι ναι, πιστεύουν ότι μπορούν να προχωρήσουν. Λίγους μήνες μετά αρραβωνιάστηκαν με τις ευλογίες , ασφαλώς των γονιών αλλά και συγγενών και φίλων. Δεν άργησε να γίνει ο γάμος, ένας γάμος, βασισμένος σε γερά θεμέλια κι όχι σε τρελό έρωτα! Ένας γάμος που τον έβρισκαν ταιριαστό για το ζευγάρι, από κάθε άποψη, όλοι δικοί και φίλοι! Ευτυχείς και οι γονείς του, που επιτέλους, έβαζε σε τάξη τη ζωή του και, πιθανόν, θα είχαν την ευτυχία να κρατήσουν στην αγκαλιά τους εγγόνια!
Η Νατάσσα και ο Νικήτας, ζούσαν με αγάπη, εμπιστοσύνη και εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, τα δίδυμα κοριτσάκια που γεννήθηκαν λίγο αργότερα, ολοκλήρωσαν την ευτυχία τους.
Το άσπρο βαλιτσάκι, όμως, πάντα στη θέση του.
Κάποτε τον ρώτησε η Νατάσσα για αυτό.
-Έχει την ιστορία του, θα μιλήσουμε για αυτό όταν γεράσουμε.
Έτσι της είπε και δεν επέμενε η Νατάσσα. Το βαλιτσάκι ξεχάστηκε πάνω σε μια Ντουλάπα όπως παλιά.
Όμως, δεν ήταν γραφτό να μιλήσουν για αυτό. Στα 70 του σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Διέσχιζε κεντρικό δρόμο ένα βράδυ και χτυπήθηκε από διερχόμενο αυτοκίνητο.
Πολύ αργότερα, όταν με πόνο ψυχής αποφάσισε η Νατάσσα να δωρίσει τα ρούχα του σε Φιλανθρωπικό Ίδρυμα, γιατί θα τα κατέστρεφαν οι σκώροι στις ντουλάπες, βρήκε και το άσπρο βαλιτσάκι και θυμήθηκε τα λόγια του.
Το κράτησε αρκετή ώρα στα χέρια, αναρωτώμενη τι πρέπει να κάνει.
Μα δεν ήταν τόσο απλό το θέμα. Όσο ζούσε ο Νικήτας, ποτέ δεν της μίλησε για αυτό, φύλαγε την «εξήγηση» για τα γηρατειά, παραβλέποντας τον παράγοντα «θάνατος» όπου είναι πάντα απρόβλεπτος. Ένιωσε άβολα, αν το άνοιγε, θα ένιωθε πως παραβίαζε την ιδιωτικότητα του, όπως όταν προσπαθείς να κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα σε απαγορευμένο χώρο. Με ποιο δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο, όταν εκείνος δε βρισκόταν πια στη ζωή για να της δώσει την άδεια για τέτοια παραβίαση;
Το έβαλε πάλι στη θέση του, ώστε να δώσει καιρό στον εαυτό της να σκεφτεί πολύ καλά τι πρέπει να κάνει.
Περνούσε ο καιρός, ασχολήθηκε με τα εγγόνια της η Νατάσσα και κάπου ξέχασε το βαλιτσάκι. Πλησίαζε το τρίχρονο μνημόσυνο αφότου έφυγε από τη ζωή ο Νικήτας, είχε αποφασίσει να του κάνει μνημόσυνο κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του.
Το πρωί, λίγο πριν ξεκινήσει για την εκκλησία, μπαίνει σα σίφουνας η μικρή της 18χρονη εγγονή και-
-Γιαγιά μου, έχεις καμιά φωτογραφία του παππού σε νεαρή ηλικία; Γιατί σε όλες που έχεις γύρω, φαίνεται μεγάλος. Κι εγώ πάντα μεγάλο τον θυμάμαι.
-Πρέπει να φύγουμε για την εκκλησία τώρα Μαριεττίνα μου, στο γυρισμό, αλλά γιατί;
-Θα σου πω όταν γυρίσουμε.
Αφού φάγανε μετά την εκκλησία με παιδιά κι εγγόνια και συμμάζεψαν το τραπέζι, η Μαριεττίνα θύμισε στη γιαγιά τη φωτογραφία, σηκώθηκε η Νατάσσα και έφερε ένα παλιό άλμπουμ, που ξεφύλλιζαν όλοι με νοσταλγία.
Με το που αντικρύζει η Μαριεττίνα, έναν ψηλό, γοητευτικό νέο με στολή αεροπόρου-
-Αυτός είναι γιαγιά! Ναι, ναι, ολόιδιος ο νέος στο όνειρό μου χθες βράδυ!
-Δηλαδή, ρώτησαν όλοι απορημένοι.
-Να, χθες βράδυ ονειρεύτηκα έναν γοητευτικό νέο με στολή, τώρα που είδα τη φωτογραφία, ίδιος ο παππούς , να περπατάει σε μια παραλία με τη θάλασσα γαλάζια και πολύ ήρεμη.
-Και, ρώτησαν όλοι με περιέργεια.
- Κάτι κρατούσε στα χέρια του, ήταν λίγο απόμακρα από μένα και δεν ξεχώριζα καθαρά αν ήταν σπορ τσάντα, σακούλα ή μικρή βαλίτσα.
Φαινόταν ξέγνοιαστος, χαρούμενος και πολύ εύθυμος.
Κάποια στιγμή, χοροπηδώντας στην παραλία, ανοίγει την τσάντα ή μικρή βαλίτσα, και χαμογελώντας, αδειάζει στην αμμουδιά, όλο το περιεχόμενο, όπου το απαλό κύμα το παρέσυρε μακριά. Χαμογελούσε αδιάκοπα και ξαφνικά, παίρνει φόρα και…εκσφενδονίζει αυτό που κρατούσε, στην απέραντη θάλασσα!
Νομίζω, κάτι ψιθύρισε αλλά δεν το άκουσα καλά. Ξύπνησα απότομα.
Αλλά τώρα που είδα φωτογραφίες στα νιάτα του, είμαι απόλυτα σίγουρη πως ήταν ο παππούς Νικήτας!
Ποτέ δεν ήταν προληπτική η Νατάσσα, ούτε σε κακό μάτι πίστευε, ούτε σε μάγια ή δεισιδαιμονίες και βασκανίες! Μα ούτε και με Ονειροκρίτες ασχολήθηκε στη ζωή της. Όταν ήταν μικρή και έβλεπε όνειρο παράξενο ή τρομακτικό, η μαμά της έλεγε πάντα:
-Δε σου λέω καρδούλα μου να σκεπάζεσαι καλά; Θα είναι ξέσκεπος ο πωπός σου Νατάσσα μου, για αυτό βλέπεις καμιά φορά παράξενα όνειρα.
Την πίστευε η μικρή και όταν μεγάλωσε, αυτό έλεγε και η ίδια στα παιδιά κι εγγόνια της και γελούσαν.
Αυτή τη φορά, όμως, πέρασε από το μυαλό της πως, πιθανόν να είναι «σημάδι», ότι ήρθε το πλήρωμα του Χρόνου και μπορεί να ανοίξει το βαλιτσάκι.
Της πήρε μόνο λίγες μέρες να πάρει την απόφαση και να το ανοίξει. Αγνοώντας το περιεχόμενο, επέλεξε να μην αναφέρει τίποτα στα παιδιά κι εγγόνια, που άλλωστε αγνοούσαν την ύπαρξή του έτσι κι αλλιώς.
Ανοίγοντάς το η Νατάσσα, βρήκε μέσα δυο αλλαξιές κιτρινισμένα πια εσώρουχα, κάλτσες, δυο μπλουζάκια, δυο παντελόνια κι ένα σακάκι. Τα ξυριστικά του και άλλα προσωπικά μικροπράγματα.
Επίσης, ένα πορτοφόλι με σεβαστό χρηματικό ποσόν, αρκετό ακόμα και για σήμερα να πορευτεί κάποιος άνετα, τουλάχιστον για ένα μήνα, κι ένα σημείωμα:
-Έτοιμος πάντα για απόδραση!
-Αλλά από σένα αγαπημένη μου Νατάσσα ποτέ. Εσύ έδωσες νόημα στη ζωή μου και την ομόρφυνες.
- Όμως, αχρείαστο να ΄ναι, αφού υπάρχει, άστο να βρίσκεται!
Αδιόρθωτος; Προνοητικός;
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου