e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

1700 ἔτη ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, 325 μ.Χ. Ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου

Του Επισκόπου Μεσαορίας κ. Γρηγορίου

Ἡ καθιέρωση τῆς Ἀνεξιθρησκίας μὲ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τὸ 313 μ.Χ. ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, δὲν ἔφερε μόνο τὴ λύση τῶν δεσμῶν ἀπὸ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἐπέφερε καὶ ἄνεση στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐξῆλθε τῶν κατακομβῶν καὶ ἀνέπνευσε ἐλεύθερα. Ἐπιπρόσθετα, ἡ Ἀνεξιθρησκία ἔδινε χῶρο ἔκφρασης ὄχι μόνο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν κοινωνία, ἐπιτρέποντας νὰ ἀναφύονται καὶ νὰ ἐξελίσσονται πεποιθήσεις, νοθευμένες ἀλήθειες ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ἕνεκα παρερμηνείας τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ἀναδεικνύονται σὲ κακοδοξίες καὶ αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες πολλὲς φορές, ἀπειλοῦσαν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν συνεκτικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὡς σώματος μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἡ ἀπειλὴ αὐτὴ καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ παραμόνευαν, πράγματι ἐπέφεραν, ἀνθρωπίνως, πλῆγμα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Πίστη ποὺ ἐκφραζόταν διὰ τῆς ἱερῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, γραπτῶς καὶ προφορικῶς.

Μία τέτοια σοβαρὴ μελανὴ σελίδα ἔμελλε νὰ γραφτεῖ μὲ θλιβερὰ καὶ ἀπογοητευτικὰ χρώματα ἕνεκα τῶν γεγονότων ποὺ ἔλαβαν χώρα ἀρχικὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξαιτίας τῆς προσωπικότητας καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ κατηχητῆ, ἑρμηνευτῆ καὶ διδασκάλου τῶν ἱερῶν Γραφῶν, πρεσβυτέρου Ἀρείου. Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἐξελίχθηκε καὶ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἔδρασε, ἕως τὴν Ἀντιόχεια, ὅπου σπούδασε σὲ βαθμὸ ποὺ συγκλόνισε ὄχι μόνο τοὺς ἁπλοὺς χριστιανοὺς καὶ κληρικούς, ἀλλὰ καὶ ἐπισκόπους.

Ἡ σύγκρουση μεταξὺ τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου ἔφτασε μέχρι τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο. Ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνημερωμένος ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Νικομηδείας γιὰ τὶς διαφωνίες στὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, ἔγραψε ἐπιστολὲς στὸν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας καὶ στὸν Πρεσβύτερο Ἄρειο, ζητώντας τους νὰ σταματήσουν τὴ διαμάχη. Ὅταν ἡ μεσολαβητικὴ προσπάθεια τοῦ ἐπισκόπου Ὁσίου τῆς Κορδούης (Ἱσπανίας), ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἀπέτυχε, τότε πρότεινε στὸν Μ. Κωνσταντῖνο, καὶ μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, νὰ συγκαλέσει Γενικὴ Σύνοδο. Ὁ αὐτοκράτορας τελικὰ πείστηκε νὰ συγκαλέσει εὐρεία σύνοδο γιὰ νὰ ἐπιλύσει τὸ θεολογικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο λάμβανε ἀνελέητες διαστάσεις διαιρώντας τοὺς Ἐπισκόπους σὲ ὑπὲρ καὶ κατὰ τοῦ Ἀρείου, διότι ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, χάριν τῆς ἑνότητας τοῦ Κράτους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δογματικὸ θέμα χριστολογικοῦ χαρακτῆρα ποὺ ἔπρεπε νὰ λυθεῖ, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἤθελε νὰ λύσει καὶ ἄλλα ὑπάρχοντα θέματα ποὺ δίχαζαν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως π.χ. τὸ θέμα τοῦ καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τὰ σχίσματα τῶν Νοβατιανῶν, τῶν Μελιτιανῶν καὶ τῶν Σαμοσατιανῶν, καθὼς καὶ τὸ θέμα τῆς ἀγαμίας τῶν κληρικῶν.

Ἐνῶ ἀρχικὰ εἶχε γίνει πρόταση ὥστε ἡ Σύνοδος νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν ἀρχαία Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας, τελικὰ γιὰ πρακτικοὺς λόγους ἐπιλέχθηκε ἡ πόλη τῆς Νικαίας στὴ Βιθυνία, ἡ ὁποία διέθετε πρόσβαση καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ βρισκόταν στὴ διασταύρωση τῶν ὁδῶν ποὺ ἕνωναν τὴ Δύση μὲ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἦταν ἐπίσης κοντὰ στὴν αὐτοκρατορικὴ πρωτεύουσα τῆς Νικομηδείας, δίνοντας τὴ δυνατότητα στὸν Μ. Κωνσταντῖνο νὰ παραστεῖ προσωπικά. Ὁ ἴδιος παρεῖχε στοὺς ἐπισκόπους ὅλες τὶς διευκολύνσεις, ὅπως τὴ χρήση τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀλληλογραφίας, καὶ μέσα μεταφορᾶς, καθὼς καὶ τὰ ἔξοδα φιλοξενίας τους κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Συνόδου. Αὐτὰ τὰ προνόμια διατηρήθηκαν καὶ ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες ποὺ συγκάλεσαν τὶς ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς πρώτης χιλιετίας.

Στὴν πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα ἀνταποκρίθηκαν οἱ ἐπίσκοποι ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἦρθαν στὴ Νίκαια ἦταν φημισμένοι γιὰ τὴν εὐρυμάθεια καὶ τὴν εὐγλωττία τους, ἄλλοι γιὰ τὸ ἦθος τους, τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὑπομονή τους, ἐνῶ ἄλλοι ἔφεραν ἀκόμη στὸ σῶμα τους τὰ σημάδια τῶν βασανιστηρίων τοῦ παρελθόντος ποὺ ἄντεξαν γιὰ τὴν πίστη τους. Οἱ περισσότεροι ἐπίσκοποι ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ὁ ἀριθμὸς τῶν συνοδικῶν ἀνῆλθε περίπου στοὺς 300, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς ποὺ ἦρθαν ὡς συνοδοὶ τῶν ἐπισκόπων. Ἡ παράδοση ἔχει καθιερώσει τὸν συμβολικὸ ἀριθμὸ 318 ὅσον ἀφορᾶ τοὺς Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ ἀφορμὴ τὸ χωρίο ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στοὺς 318 γενναίους ὑπηρέτες τοῦ Πατριάρχη Ἀβραὰμ (βλ. Γέν. ιδ΄ 14).

Ὁ Πάπας Σίλβεστρος Α’ τῆς Ρώμης (314-335), ἔστειλε ὡς ἀντιπροσώπους στὴ σύνοδο τοὺς πρεσβυτέρους Βίτωνα καὶ Βικέντιο, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις, οὔτε τὴν ἐμπειρία καὶ γνώση τῶν πραγμάτων τῆς ἀνάγκης γιὰ νὰ παίξουν κάποιο σημαντικὸ ρόλο στὴν πορεία τῆς Συνόδου. Πλησίον τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου βρισκόταν ὡς συμπαραστάτης καὶ σύμβουλός του, ὁ Ὅσιος ἐπίσκοπος τῆς Κορδούης. Ἀνάμεσα στοὺς ὑπόλοιπους ἐπισκόπους ξεχώριζαν οἱ: Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, μὲ συμπαραστάτη τὸν διάκονό του Ἀθανάσιο, ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος Ἱεροσολύμων, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἐπίσκοπος τῶν Μύρων τῆς Λυκίας, ὁ Ἅγιος Σπυρίδων, ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, ὁ Λεόντιος Καισαρείας, κ.ἄ.

Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ξεκίνησε ἐπίσημα στὶς 20 Μαΐου 325 στὴ Νίκαια καὶ ὁλοκληρώθηκε στὶς 25 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος παρακολούθησε τὶς ἐναρκτήριες καὶ καταληκτικὲς συνεδριάσεις, ἐκφωνώντας λόγους ποὺ ἐνθάρρυναν τοὺς ἐπισκόπους νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἑνότητα, τὴν καταλλαγὴ καὶ τὴν εἰρήνη. Οἱ συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν στὴν αἴθουσα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παλατιοῦ στὴ Νίκαια, ὑπὸ τὴν προεδρία τῶν ἐπισκόπων Εὐσταθίου Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, τὸν ὁποῖο συνόδευσε καὶ κατεύθυνε θεολογικὰ ὁ τριακονταετὴς Διάκονος Ἀθανάσιος.

Οἱ συζητήσεις σὲ κάποιες περιπτώσεις ἦταν ἔντονες λόγῳ τῶν διαφωνιῶν, μὲ τὸν Ἄρειο νὰ ἐκδηλώνει συχνὰ ὀργή. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ἐπέδειξε μεγάλη ὑπομονὴ καὶ καλωσύνη, στηρίζοντας τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ἐπιπλήττοντας τοὺς αἱρετικούς.

Στὸ τέλος τῶν συζητήσεων, οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἀπεφάσισαν ὅτι ἡ Ὁμολογία Πίστεως ποὺ διατυπώθηκε στὴ Σύνοδο θὰ καταγραφεῖ ὡς Σύμβολο Πίστεως, ποὺ θὰ περιλαμβάνει 7 ἄρθρα. Παρόλο ποὺ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νίκαιας ἔγινε τὸ προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ πιὸ ἀκριβὴς καὶ ἐκφραστικὴ διατύπωση τῆς ὀρθῆς πίστης, ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν ἐξαλείφθηκε ἀμέσως καὶ πλήρως. Οἱ ἀρειανικὲς διαμάχες συνέχισαν νὰ ταράζουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Αὐτοκρατορία γιὰ ἀκόμα μισὸ αἰῶνα καὶ στὴ συνέχεια ἄρχισαν νὰ σβήνουν σταδιακά. Τὸ δὲ Σύμβολο θὰ λάβει τὴν τελική του μορφὴ μὲ ἄρθρα ἀπὸ τὸν Ὅρο Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381) κι ἔτσι θὰ παγιωθεῖ ὡς τὸ Σύμβολο Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐδῶ ἔγκειται ἡ προσφορὰ τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο, καὶ ἐμπιστευόταν τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Μὲ τὸ θεολογικὸ καὶ ἀντιαιρετικό του ἔργο ἐνίσχυσε καὶ καθιέρωσε τὴ θεολογία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: α. γιὰ τὴ διατήρηση, καὶ β. γιὰ τὴν ἀποδόμηση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου, οἱ ὁποῖες διατηρήθηκαν μέχρι τέλους τοῦ 4ου αἰῶνα.

Στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο συμμετεῖχαν καὶ Ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἐπειδὴ τὰ ἀρχικὰ χειρόγραφα μὲ τὰ πρακτικὰ καὶ τοὺς καταλόγους τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο δὲν διασώθηκαν, βασιζόμαστε σὲ μεταγενέστερα χειρόγραφα. Ὁ σπουδαῖος Κύπριος ἐρευνητὴς καὶ λόγιος Ἀνδρέας Μιτσίδης ἀναφέρει ὅτι αὐτοὶ οἱ κατάλογοι καταγράφουν τὴν παρουσία δύο μόνο ἐπισκόπων τῆς Κύπρου, τοῦ Πάφου Κυρίλλου (ἢ Κυριακός) καὶ τοῦ Σαλαμῖνος Γελασίου. Ἀπὸ ἄλλες πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὴν Κύπρο συμμετεῖχε καὶ ὁ Τριμυθοῦντος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Ἱεράρχης Σπυρίδωνας Τριμυθοῦντος, σκιαγραφεῖται μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Γεννήθηκε γύρω στὸ 270 στὸ χωριὸ Ἄσσια τῆς Μεσαορίας, ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου. Ἦταν ἄνθρωπος ἁπλὸς τῆς ὑπαίθρου, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ μάθει πολλὰ γράμματα. Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ, στὸν κάμπο τῆς Μεσαορίας. Νυμφεύθηκε μία ἐνάρετη γυναῖκα, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὴ μοναδική του κόρη, τὴν Εἰρήνη. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του ἀπάντησε θετικὰ κλείνοντας γόνυ στὸ κάλεσμα νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Τριμυθοῦντος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Σπυρίδων συμμετέσχε καὶ στὴν τοπικὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὴν Ἐπισκοπή του περίπου τὸ 348. Ὁ πρῶτος ποὺ συνέταξε τὸν βίο τοῦ μεγάλου θεοφόρου Ἱεράρχου ἦταν ὁ μαθητὴς καὶ διάκονός του, Ἅγιος Τριφύλλιος Λήδρας, τὸ 362/363.

Τὴν παρουσία καὶ τὸν σημαντικὸ ρόλο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μαρτυροῦν ἀρκετοὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Γελάσιος Καισαρείας (4ος αἰώνας), ὁ Ρουφῖνος Ἀκουϊλίας (5ος αἰώνας), ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Σωζομενός (5ος αἰώνας), ὁ Γελάσιος Κυζίκου (5ος αἰώνας) καὶ ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως (7ος αἰώνας). Τὸ ἴδιο καὶ οἱ μεταγενέστεροι χρονογράφοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς Θεοφάνης καὶ ὁ μοναχὸς Γεώργιος (9ος αἰώνας), ὁ Γεώργιος Κεδρηνὸς καὶ ὁ Μιχαὴλ Γλυκᾶς (12ος αἰώνας), καθὼς καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αἰώνας). Ὁ βίος ποὺ συνέταξε ὁ Θεόδωρος Πάφου τὸ 655 ἐπικράτησε ὡς ἡ κύρια πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ἀναδεικνύοντας τὴ σημαντική του συμβολὴ στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴ βαθιά του ἐπίδραση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Σύμφωνα μὲ τὸν βίο, τὸν ὁποῖο συνέταξε ὁ Θεόδωρος Πάφου, ὁ γέρων Σπυρίδων ἀκούγοντας τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν φιλοσόφων ὀπαδῶν του, ὅπως τὸν Ἕλληνα Εὐλόγιο, ζήτησε νὰ παρέμβει. Οἱ δικοί του ἄνθρωποι, ἔχοντας συνείδηση γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἐλλειπὴ μόρφωσή του, τὸν παρότρυναν νὰ ἀποφύγει νὰ λάβει τὸν λόγο ὥστε νὰ μὴν γίνει περίγελο ἀπὸ τοὺς μοχθηρούς. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε. Ἀποτέλεσμα τοῦ ἁπλοῦ ἀλλὰ θερμοῦ λόγου του ἦταν ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ φιλοσόφου Εὐλογίου. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἐκδηλώνοντας τὴν εὐσέβεια τοῦ λαοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενικοῦ Ἁγίου, ἐξιστορεῖ ὅτι μετὰ τὸν λόγο του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἔκανε τὸ γνωστὸ θαῦμα τῆς κεράμου, τὸ ὁποῖο μάλιστα διατηρεῖται πλεῖστες φορὲς στὴν ἁγιογράφηση τῆς μορφῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του, ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκανε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός». Κι ἔσφιξε τὸ κεραμίδι. Μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω. «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω. «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.

Μεταξὺ ἄλλων θεμάτων ποὺ ἔλυσε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἦταν καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἀπὸ τὸν 2ο αἰῶνα, ὑπῆρχαν ὁρισμένες διαφωνίες μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε ὅτι ὅλη ἡ Ἐκκλησία θὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πανσέληνο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία. Ἂν συνέβαινε νὰ συμπίπτει μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα, οἱ Χριστιανοὶ θὰ μετακινοῦσαν τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα γιὰ τὴν ἑπόμενη Κυριακή.

Ἡ Σύνοδος συνέταξε 20 κανόνες, οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνουν διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ προϋποθέσεις χειροτονίας καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῶν Κληρικῶν. Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι τὸ ὅτι συζητώντας γιὰ τὴν ἠθικὴ τῶν μελῶν τοῦ κλήρου, ὁρισμένοι Ἐπίσκοποι πρότειναν τὴν καθιέρωση ἑνὸς κανόνα ποὺ θὰ ἐπιβάλλει τὴν τήρηση τῆς ἀγαμίας, ὄχι μόνο στοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς διακόνους. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς πρότασης, νὰ ἀπαγορευθεῖ στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς διακόνους νὰ ἔχουν σύζυγο, ἀντέδρασε ὁ διακεκριμένος ἐρημίτης καὶ ἐπίσκοπος τῆς Ἄνω Θηβαΐδος (Αἴγυπτος), Παφνούτιος, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίστηκε τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου. Ἕνα τέτοιο ἐπεισόδιο εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς ἀναδείξει τὸν παλμὸ τῶν συζητήσεων ποὺ ὁδήγησαν τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου νὰ λάβουν δίκαιες ἀποφάσεις, σὲ συνέχεια μὲ τὴν παράδοση καὶ ἐν τούτοις νὰ φέρουν καὶ νέα στοιχεῖα, πρὸς τὸ πνευματικὸ ὄφελος τῶν πιστῶν καὶ τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν κοινωνικό της χαρακτῆρα. Εἶναι ἡ σύναξη τῶν ἐπισκόπων ποὺ συγκαλοῦνται γιὰ νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ ρυθμίσουν σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἀκολουθώντας τὸ πρότυπο τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ διατηρώντας ζωντανὴ τὴ συνείδηση ὅτι «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 20). Μέσα ἀπὸ τὸν συνοδικὸ θεσμό, κάθε ἀπόφαση καὶ πράξη ἀναδύεται μὲ τὴ θεία ἔμπνευση καὶ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διατηρώντας καὶ ἐμπλουτίζοντας τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀφοῦ προηγουμένως ἀκούγονται ὅλες οἱ ἀπόψεις καὶ ἀντιλήψεις. Ἡ συνοδικὴ ἀρχὴ διατρανώνει τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὴν παντοτινὴ διαβεβαίωση καὶ ὁμολογία: «ἔδοξεν γὰρ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. ιε΄28).

Ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου θὰ ἐργαστεῖ πρὸς αὐτὴ τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ κωδικοποίησε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Θὰ ἀναδείξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου μέσῳ τοῦ περίφημου ἔργου του στὰ συγγράμματα «Ἀγκυρωτός» καὶ «Πανάριον». Ἐδῶ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: ἡ διασαφήνιση τοῦ δόγματος καὶ ἡ θεολογικὴ παράδοση καὶ τεράστια συμβολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τὴν ὁποία θὰ ἐπεκτείνουν οἱ Καππαδόκες Πατέρες καὶ μὲ τὴν ὁποία ζοῦμε ἐντὸς τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας μας, γιὰ 1700 ἔτη, καὶ μὲ αὐτὴν πορευόμαστε στὸ τέλος, τὰ ἔσχατα, μὲ κεφαλὴ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό.

Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συγκλονιστικὰ γεγονότα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς οἱ ποιμένες καλοῦνται νὰ ἀποκαλύψουν τὴ θεία Ἀλήθεια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅταν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζει ἀμφιβολίες, σύγχυση ἢ διχογνωμία. Ἡ μνήμη τῶν Θεοφόρων Πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀναδεικνύει τὴ μέριμνα καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν ποιμένων γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὁμολογίας Πίστεως, τὶς ἀποφάσεις καὶ τοὺς Κανόνες ποὺ ἐκδόθηκαν.

Τὸ 2025, 1700 χρόνια μετά, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία, ὅλοι μας – ἐπίσκοποι, κλῆρος καὶ λαός – νὰ ἀντλήσουμε ξανὰ τὸ νόημα καὶ τὴν οὐσία ποὺ προσφέρει τὸ παρελθὸν καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς Παραδόσεως, ὡς πηγὴ διαρκοῦς ζωῆς καὶ σωτηρίας, μέσῳ τῆς συνοδικότητας καὶ τῆς μυστηριακῆς μετοχῆς καὶ ἐμπειρίας μας.

[Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο, πού δημοσιεύθηκε στὸ Ἑορτολόγιον 2025 τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπιτροπῶν τῶν κατεχομένων Ἐνοριῶν καὶ Κοινοτήτων τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου (Διαμερίσματος Μεσαορίας), σσ. 39-58.]

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 61 (Μάιος – Αύγουστος 2025), σελ. 110-115.

Δεν υπάρχουν σχόλια: