Ἐπισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου [1]
Ἡ Σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντῖνο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου καί τῶν ὀπαδῶν του. Αὐτή ἔλαβε χώρα στά βασιλικά ἀνάκτορα τῆς Νίκαιας ἀπό τίς 20 Μαΐου, προκαταρτικά, καί ἀπό τίς 14 Ιουνίου ἐπίσημα μέ τήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέχρι καί τίς 25 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 325[2].
Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖτο ἀπό 318 Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν γνωστοί γιά τήν ἁγιότητά τους, τή θεολογική τους κατάρτιση καί τήν πίστη τους στήν Ὀρθοδοξία. Τέτοιοι πατέρες ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας μαζί μέ τόν Διάκονό του καί μετέπειτα διάδοχό του Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ Ἱεροσολύμων Μακάριος, ὁ ἐπίσκοπος Κορδούης ὅσιος, ὁ Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, ὁ Μύρων Νικόλαος, ὁ ὅσιος Παφνούτιος ἐπίσκοπος πόλεως τῶν ἄνω Θηβῶν κ.ἄ. Πρόεδρος τῆς Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μαζί μέ τούς Ἐπισκόπους Ἀντιοχείας Εὐστάθιο καί Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο.
Ἀντιθέτως ὑπερασπιστές καί συνήγοροι τοῦ Ἀρείου καί τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν του ἦταν ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος προεξάρχων, ὁ Καισαρείας Παλαιστίνης Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θέογνις, ὁ Πτολεμαΐδος Σεκούνδος, ὁ Χαλκηδόνος Μάρις, ὁ Μαρμαρικῆς Θεωνᾶς κ.ἄ. Σύνολο ἦταν 17 ἐπίσκοποι μαζί μέ ἄλλους φιλοσόφους καί ρήτορες.
Αὐτό ὅμως, τὸ ὁποῖο προσέδιδε μεγάλο κῦρος στήν Σύνοδο, ἦταν ὅτι, «πολλοί δέ τῶν ἐκεῖσε συνδεδραμηκότων ἐπισκόπων ὁμολογηταί τῆς πίστεως ἐτύγχανον, ἐν τοῖς διωγμοῖς ἀκρωτηριασθέντες ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀνόμων βασιλέων, καί τῶν μὲν τὰ νεῦρα τῶν ποδῶν, τῶν δὲ οἱ ὀφθαλμοί, καί ἑτέρων ἄλλα μέλη τοῦ σώματος ἀποτετμημένα ἐτύγχανον ὑπέρ τῆς εἰς Χριστὸν αὐτόν πίστεως καί ὁμολογίας»[3].
Βασικός δέ σκοπός τῆς σύγκλησης τῆς Α΄ Οἰκουμενικής Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνός ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρείου καί τῆς διδασκαλίας του καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ Ὀρθόδοξη διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας περί τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ὅπως ἀναπτύξαμε πιό πάνω, κυρίως ἐπλήττετο ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ.
Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου
Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου ἄρχισαν ἀφοῦ πρῶτα προσῆλθε ὁ Μέ-γας Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος προσφώνησε τούς Πατέρες καί παρέδωσεν «τόν λόγο τοῖς τῆς Συνόδου προέδροις». Στή συνέχεια ἐπακολούθησε μεγάλη συζήτηση, κατά τήν ὁποία οἱ μέν κατηγοροῦσαν τούς δέ καί αὐτοί ἀπολογοῦνταν γιά τίς κατηγορίες. Ταυτόχρονα ὑπέβαλλαν πρός τόν αὐτοκράτορα διάφορες καταγγελίες, τόν ὁποῖο καλοῦσαν νά τίς ἐξετάσει καί νά ἐπιβάλει τιμωρίες. Ὁ αὐτοκράτορας στήν ἀρχή ἄκουε ὅλους χωρίς νά λαμβάνει θέση. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσε ὅτι ἡ συζήτηση ἀπέβαινε πρός μάταια ἀποτελέσματα, παρενέβη καί ἐπανέφερε τήν συζήτηση στό κυρίως θέμα, δηλαδή τό δογματικό, λέγοντας: «τὸ περί τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, ὧν ἕνεκα δεῦρο συνεληλύθαμεν»[4].
Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι μετά τήν παρέμβαση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐκάλεσαν τόν Ἄρειο καί τούς ὁμοδόξους του νά παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τῆς Συνόδου καί νά ἐκθέσουν τή διδασκαλία τους. Ἐκεῖνοι μέ περισσό θράσος ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἐπισκόπων ἐπανέλαβαν τίς κακοδοξίες τους ἐναντίον τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν οἱ Πατέρες ἄκουσαν ὅλες τίς βλασφημίες κατά τοῦ Θεανθρώπου, «ἔβυσαν τά ὦτα καί συμπληρωθείσης τῆς ἀναγνώσεως διέρρηξαν ἅπαντες, νόθον καί κίβδηλον ὀνομάσαντες· θορύβου δέ πλείστου κατ᾿ αὐτῶν γενομένου καί πάντων προδοσίαν αὐτῶν τῆς εὐσεβείας κατηγορούντων, δείσαντες ἐξανέστησαν καί πρῶτοι (οἱ Ἀρειανίζοντες) τὸν Ἄρειον ἀπεκήρυξαν, πλήν Σεκούνδου καί Θεωνᾶ. Οὕτω δέ τοῦ δυσσεβοῦς ἐκποδών γενομένου, συμφώνως ἅπαντες τήν μέχρι καὶ νῦν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πολιτευομένην πίστιν ὑπαγορεύσαντες καί ταῖς ὑπογραφαῖς βεβαιώσαντες, διέλυσαν το συνέδριον»[5].
Ἔτσι, μετά ἀπό ἐνδελεχή θεολογική συζήτηση ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἦταν παρόντες, ἀκόμα καί αὐτοί οἱ ἀρειανίζοντες ἐκτός ἀπό δύο, ὑπέγραψαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, δηλαδή τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί διεκήρυξαν κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν «περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου» λόγο του παρατηρεῖ ὅτι οἱ συνελθόντες ἐπίσκοποι «ἦσαν δέ πλέον ἤ ἔλαττον τριακόσιοι, πράως καί φιλανθρώπως ἀπήτουν αὐτούς (τούς Ἀρειανίζοντες) περί ὧν ἔλεγον διδόναι λόγον καί ἀποδείξεις εὐσεβεῖς. Ὡς δέ καί μόνον φθεγγόμενοι κατεγινώσκοντο ὡς πρός ἑαυτούς διεμάχοντο πολλήν ὁρῶντες τῆς ἑαυτῶν αἰρέσεως τήν ἀπορίαν, ἀχανεῖς μέν ἔμενον οὗτοι καί διά τῆς σιωπῆς ὡμολόγουν τήν ἐπί τῇ κενοδοξίᾳ αὐτῶν αἰσχύνην. Οἱ τοίνυν ἐπίσκοποι λοιπόν ἀνελόντες τὰ παρ’ αὐτῶν ἐπινοηθέντα ρήματα οὕτως ἐξέθεντο κατ᾿ αὐτῶν τὴν ὑγιαίνουσαν καί ἐκκλησιαστικήν πίστιν… Λέγω δή τῷ ἐκ τῆς οὐσίας καί τῷ ὁμοουσίῳ, καὶ ὅτι μήτε κτίσμα ἤ ποίημα μήτε τῶν γεννητῶν ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, ἀλλά γέννημα ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός ἐστίν ὁ Λόγος»[6].
Ὑπογράψαντες οἱ Πατέρες ἐπεσύναψαν καί τήν φράση «οὕτως πιστεύω ὡς γέγραπται», δηλαδή ἔτσι ἀκριβῶς πιστεύω ὅπως ἀναγρά-φεται στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὁ δέ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Νίκαιας ἐδογμάτισαν ὡς «οὐκ ἔδοξε», ἀλλὰ ὡς «οὕτως πιστεύει ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί εὐθέως ὡμολόγησαν (διά τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως) πῶς πιστεύουσιν, ἵνα δείξωσιν ὅτι μή νεώτερον, ἀλλ᾿ ἀποστολικόν ἐστιν αὐτῶν τό φρόνημα, καί ἅ ἔγραψαν οὐκ ἐξ αὐτῶν εὑρέθη, ἀλλά ταῦτ᾽ ἐστιν, ἅπερ ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι»[7].
Στό τέλος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὅταν ἄκουσε τήν ὀρθή πίστη καί εἶδε τήν Ἐκκλησία καί πάλιν ἑνωμένην «τάς χεῖρας ἁπλώσας καί τό ὄμμα τείνας εἰς τὸν οὐρανόν πρός τόν Θεόν, εὐφήμοις ρήμασιν ἀνύμνησε τόν τῶν πάντων ἡμῶν Σωτῆρα καί εὐεργέτην Θεόν, ὅτι τήν ποθουμένην αὐτῷ τῶν ἐπισκόπων ὁμόνοιαν καί τὴν περί τῆς ὀρθῆς καί σωτηρίου πίστεως αὐτῶν ὁμοφωνίαν αὐτῷ ἐπρυτάνευσεν»[8]. Ἔτσι, ή Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεπληρώθη μέ τήν καταδίκη-ἀναθεματισμό τοῦ Ἀρείου, τῆς διδασκαλίας του καί ὅσων παρέμεναν στήν αἵρεση αὐτή, μέ τήν διατύπωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης σέ Σύμβολο καί μέ τήν ἐξορία τοῦ Ἀρείου στήν Ἰλλυρία καί τῶν ἄλλων ὀπαδῶν του σέ διάφορα μέρη τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἄλλες ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Μετά τό πέρας τῆς καταδίκης τοῦ Ἁρείου ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ ἄλλα δύο σοβαρά θέματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία. Τό πρῶτο ἦταν τά τρία ἐκκλησιαστικά σχίσματα, τό Νοταβιανό, τό Σαμοσατιανό καί τό Μελιτιανό καί τό δεύτερο ἦταν ὁ καθορισμός τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
Σχίσμα τῶν Νοταβιανῶν ἤ Καθαρῶν
Αὐτοί ἀρνοῦνταν στήν Ἐκκλησία τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ τά βαριά ἤ θανάσιμα άμαρτήματα καί νά δέχεται σέ κοινωνία ὅσους ἁμάρταναν βαριά ἔστω καί ἄν μετανοοῦσαν. Ἐθεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους Καθαρούς καί γι’ αὐτό δέν ἐπικοινωνοῦσαν μέ τούς διγά-μους ἢ ὅσους δὲν ἄντεχαν τά μαρτύρια τῶν διωγμῶν καί ἔπεφταν. Ὅσους ἐπέστρεφαν σ’ αὐτούς τους ξαναβάπτιζαν. Ἡ Σύνοδος μέ τόν Η΄ κανόνα της καθόρισε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά δέχεται τούς μετα-νοοῦντας, τούς διγάμους καί τούς δι’ ἀνάγκην ἀρνησαμένους τόν Χριστό, μέ ἐπιβολήν ὅμως ἐπιτιμίου, σύμφωνα μέ τόν Κανόνα τῶν ἀρνητῶν ἤ ἁμαρτησάντων[9].
Σχίσμα τῶν Σαμοσατιανῶν
Τό ὄνομά του, τό σχίσμα αὐτό, τό ἔλαβε ἀπό τὸν Παῦλο τόν Σαμοσατέα, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνα πρόσωπο ἐνῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀπρόσωπες δυνάμεις. Γιά τόν Χριστό ἔλεγε ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος καί κατά τήν ἡμέρα τῆς Βαπτίσεώς Του ἔγινε ἡ «ἐνοίκησις» ἤ «συνάφεια» τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος νοεῖται μόνο ὡς ἀπρόσωπη δύναμη. Ἀκόμη ἰσχυρίζετο ὅτι ὁ Ἰησοῦς θεοποιήθηκε σταδιακά καί ἡ θεοποίησή του ἀναφέρετο μόνο στήν ἠθική καί ὄχι στήν πραγματική κατάσταση. Γι’ αὐτό καί τόν Χριστό τόν ἐδεχόταν ὡς ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ὅπως ὅλοι καί ἐμπνεύσθηκε μέ τήν ἄνω θεία δύναμη σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό ἀπ’ ὅ,τι οἱ Προφῆτες, καί μέσα στόν ὁποῖο ἐκατοίκησε ὁ Λόγος «οὐκ οὐσιωδῶς, ἀλλά κατά ποιότητα»[10]. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση καί τό σχίσμα αὐτό ἀνατρέποντας διά τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τίς κακοδοξίες της, ἐνῶ μέ τόν ΙΘ΄ Κανόνα της ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισμό καί τήν ἀναχειροτονία «τῶν Παυλιανιστῶν καί εἶτα προσφυγόντων τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ»[11].
Σχίσμα τῶν Μελιτιανῶν
Τό σχίσμα αὐτό προῆλθε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Λυκοπόλεως Μελίτιον, ὁ ὁποῖος ἐδέχετο μέν τούς πεπτωκότας κατά τούς διωγμούς, ἀλλά μέ πολύ πιό αὐστηρό τρόπο ἀπ’ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη ἰσχυρίζετο ὅτι οἱ Χριστιανοί ὄχι μόνο δέν ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγουν τό μαρτύριο, ἀλλά νά τό ἐπιζητοῦν. Ἐπί πλέον εἶχε προβῆ σέ πολλές ἀντικανονικές χειροτονίες ἐπισκόπων καί κληρικῶν μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπεκταθεῖ τό σχίσμα του. Γιά τίς πράξεις του αὐτές καθηρέθη. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατόρθωσε νά τερματίσει τό σχίσμα αὐτό, κρίνασα «φιλανθρωπότερον» τόν Μελίτιον, καίτοι «κατά τόν ἀκριβῆ λόγον οὐδεμιᾶς συγγνώμης ἄξιος ἦν, μένειν ἐν τῇ πόλει ἑαυτοῦ καὶ μηδεμίαν ἐξουσίαν ἔχειν μήτε προχειρίζεσθαι, μήτε χειροθετεῖν, μήτε ἐν χώρᾳ ἢ πόλει τινί φαίνεσθαι ταύτης τῆς προθέσεως ἕνεκεν, ψιλόν δέ τὸ ὄνομα τῆς τιμῆς κεκτήσθαι»[12].
Ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα
Ἐπειδή ἐπικρατοῦσαν μέχρι τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔριδες περί τοῦ πότε πρέπει νά γίνεται ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποφάσισαν ὅτι αὐτό θά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Οἱ Κληρικοί νὰ νυμφεύονται
Ἕνα ἄλλο θέμα, τό ὁποῖο προέκυψε, ἦταν ἡ ἀγαμία τῶν κληρικῶν καί εἰδικά τῶν ἐπισκόπων. Πολλοί ὑπεστήριζαν ὅτι ὅλοι οἱ κληρικοί πρέπει να μένουν ἄγαμοι καί ἔτσι νά ἀφιερώνονται πλήρως στόν Θεό. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος υἱοθέτησε τὴν ἄποψη τοῦ Ὁσίου Παφνουτίου, (ὁ ὁποῖος ἦταν ἄγαμος καί ἀπό μικρή ἡλικία ἔζησε σέ ἀσκητήριο), ἡ ὁποία ἔλεγε ὅτι ἐφ᾽ ὅσον ὁ γάμος εἶναι «τίμιος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος»[13] δέν θά ἦταν δυνατό νά τόν ἀπαγορεύσουν, τονίζοντας ὁ Ὅσιος πρός τούς Πατέρες: «μή τῇ ὑπερβολῆ τῆς ἀκριβείας τήν Ἐκκλησίαν μᾶλλον προσβλάψητε· οὐ γάρ φησι πάντας δύνασθαι φέρειν τῆς ἀπαθείας τὴν ἄσκησιν». Ἔτσι οἱ ἐπίσκοποι ἐδέχθηκαν τή θέση τοῦ Μεγάλου Παφνουτίου καί υἱοθέτησαν τόν γάμο καί γιά τούς κληρικούς[14].
Πῶς νὰ προσεύχονται οἱ πιστοί τίς Κυριακές
Ἐπειδή πολλοί Χριστιανοί ἀπό εὐλάβεια ἐσυνήθιζαν νά προσεύχονται τίς Κυριακές καί τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς γονατιστοί, ἡ ἁγία Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Κ΄ Κανόνα της ὅρισε «ἐν τῇ Κυριακῆ καί ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπέρ τοῦ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ ὁμοίως παραφυλάττεται (αὐτά τά ὁποῖα μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες), ἑστῶτας (ὀρθίους) ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ»[15].
Νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε συνολικά εἴκοσι ἱερούς Κανόνες. Ἐμεῖς στήν παροῦσα ἐργασία ἀναφέραμε τούς πιό σημαντικούς. Ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νά τούς ἀναζητήσει ὅλους καί μέ τήν ἐρμηνεία τους στό «Πηδάλιον», ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη.
Το Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καί ἀοράτων ποιητήν.
Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο, τὰ τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι᾽ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα (καί) ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καί ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς.
Καί εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τούς δέ λέγοντας «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καὶ «πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν», καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἤ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἤ «οὐσίας» φάσκοντας εἶναι, ἤ «κτιστόν» ἤ «τρεπτόν» ἤ «ἀλλοιωτόν» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ «Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
-----------------------------------------------
[1] Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τό βιβλίο Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἱστορία-θεολογία-πράξη, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τροοδιτίσσης, 2018, σ. 159-166.
[2] Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 114.
[3] Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Περί τῶν ἁγίων Συνόδων καὶ αἱρέσεων. Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, πρβλ. Ἰωάν. Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 115.
[4] Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π. σελ. 118.
[5] Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, πρβλ. Ἰωάνννη Καρμίρη, ὅ.π. σελ. 118.
[6] Μ. Ἀθανασίου, Ε.Π.Ε., 9. σελ. 32-34.
[7] Πρβλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π. σελ. 118
[8] Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π. σελ. 119.
[9] Πρβλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Πηδάλιο, ἔκδοση Αστήρ, 1975, σελ. 133-134.
[10] Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 120.
[11] Πρβλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ὅ.π. σελ. 147.
[12] Πρβλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 120-121.
[13] Πρβλ. Έβρ. ιγ΄, 4.
[14] Ἰωάννου Καρμίρη, ὅ.π. σελ. 122.
[15] Πρβλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ὅ.π. σελ. 150.
*Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 61 (Μάιος – Αύγουστος 2025), σελ. 103-109.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου