Ἀρχιεπισκόπου
Αὐστραλίας Μακαρίου
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
στὸ
βιβλίο ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων
Ἀμνημοσύνης
ἀλεξιτήριον καὶ εὐγνωμοσύνης ἀνάθημα στὸν ἀοίδιμο Γέροντα, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς
συμπληρώσεως τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Ἡ ἀπόπειρα νὰ
ψηλαφίσω τὰ «Ἀποτυπώματα» τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Βασιλείου,
Προηγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, στὸ μικρὸ ὁμώνυμο τελευταῖο βιβλίο του ἀποδείχτηκε,
μᾶλλον, δύσκολη ἤ, γιὰ νὰ εἶμαι ἀκριβὴς καὶ εἰλικρινής, θὰ ἔλεγα ἐπίπονη… Καὶ
λέγω ἐπίπονη, διότι γιὰ ν᾽ ἀκολουθήσεις, ἐν τέλει, τὰ χνάρια Ἐκείνου, τ᾽ Ἀποτυπώματά
Του, πρέπει νὰ σηκώσεις στοὺς ὤμους σου τὸν Σταυρό του, «Ὅστις θέλει ὀπίσω
μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω
μοι» (Μρ. 8, 34), καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι πάντα πόνος, ζωογόνος μέν, διότι ὁδηγεῖ
στὴν Ἀνάσταση, ἀλλ᾽ ἐξάπαντος πόνος.
Ἕνα βιβλίο, ὅπως εἰπώθηκε,
μικρό∙ εὐσύνοπτο καὶ σίγουρα καλαίσθητο, τὸ δίχως ἄλλο, ὅμως, χωρὶς κεφάλαια,
χωρὶς περιεχόμενα καὶ μ᾽ ἕνα τίτλο ποὺ σὲ ἀφήνει μετέωρο ν’ ἀναλογίζεσαι, σὰν τὸν
Θωμᾶ, ἂν μπορεῖς νὰ ψηλαφίσεις τὰ νοήματα, ἂν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ βάλεις «τὸν
δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων» (πρβλ. Ἰω. 20, 25), ἂν τελικὰ μπορεῖς νὰ εἰσέλθεις
στὸν «γνόφο τῆς ἀγνωσίας»[1], ποὺ λέει ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Ἐξομολογοῦμαι πὼς ἡ
πρώτη ἀνάγνωση ἦταν ἀναγνωριστικὴ -παρὰ τὴ βαρύτητα τοῦ συγγράψαντος- μιὰ
βιαστικὴ ματιά, ἕνα ξεφύλλισμα. Κάτι ἡ καθημερινότητα, κάτι οἱ πολλὲς μέριμνες,
κάτι ὁ νοῦς ποὺ ξεστρατίζει σὲ χίλια δυὸ μοῦ δόθηκε ἡ ἐντύπωση πὼς εἶναι
σκόρπιες σκέψεις, ποὺ κάποτε ὁ Γέροντας τὶς σημείωσε, κατὰ τὴν ἔμπνευσή του, σ᾽
ἕνα κομμάτι χαρτὶ καί, ἐν συνεχείᾳ, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τυπωθοῦν σ᾽ ἕνα βιβλίο.
Ὅμως, ἡ ἡσυχία τῆς ἀξημέρωτης
αὐγῆς, ποὺ ἡ ἀμφιλύκη στὴν ἀρχὴ ἐνοχλεῖ τοὺς βεβαρυμένους ὁφθαλμοὺς ἀλλὰ μετὰ
σοῦ ζεσταίνει τὴν καρδιά, καὶ ἡ παράδοση στὴ γνώση Ἐκείνου, τὸ «ἕν οἶδα, ὅτι
οὐδὲν οἶδα» ποὺ ἀφήνεις νὰ πλημμυρίσει τὴν ἀπέραντα πεπερασμένη ὕπαρξή σου,
σὰν νὰ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ μάτια σου τὰ «λέπια»
καὶ τώρα νὰ βλέπεις καθαρὰ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεσαι πόσο νήπιος ὑπῆρξες, ἀφοῦ
ὅλα εἶναι τόσο συμπαγῆ, τόσο στενὰ συναρμοσμένα, τόσο ξεκάθαρα συνταιριασμένα…
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, δὲν ὑπάρχουν κεφάλαια, δὲν ὑπάρχει ἀρχή, μέση καὶ τέλος ἀλλὰ
τὸ ἑνιαῖο ὅλον. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, πὼς δὲν χρειάζεται νὰ ξεκινήσεις ἀπὸ τὴν
πρώτη σελίδα∙ ἀπ᾽ ὅπου καὶ νὰ τὸ πιάσεις εἶναι σὰν νὰ κάνεις μιὰ νέα ἀρχή. Εἴτε
ἀπὸ τὴ μέση, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀρχή, εἴτε ἀπὸ τέλος ποτὲ δὲν χάνεται τὸ νόημα, διότι
ὑπάρχει μιὰ ἐσωτερικὴ συνάφεια, ποὺ συνέχει τὰ πάντα καὶ πού, τελικά, ἀκόμα καὶ
ἂν δὲν μπορέσεις νὰ τὴ δεῖς, τὸ ἴδιο τὸ κείμενο σοῦ τὴν ἀποκαλύπτει «Συνεκτικὸς
κατ᾽ οὐσίαν ὑπάρχων ὁ Θεὸς Λόγος…»[2]. Αὐτός, ἐν τέλει, συνέχει
τὰ πάντα… «Ἡ δημιουργική, καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις».
Ἕνα βιβλίο «μικρὸ
ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν πόνο»[3] τοῦ Γέροντος Βασιλείου καὶ
ποὺ «σὲ βοηθᾶ νὰ μὴν πέσεις προχωρῶντας στὰ ἀπάτητα»[4]. Ἕνα κείμενο γεμᾶτο ἀπὸ ἀντινομίες,
ποὺ ὑπόρρητα καὶ σχεδὸν μυστικὰ, φανερώνουν τὴν ἑνοείδεια τοῦ Εὐαγγελίου, ὄχι
τόσο ὡς λόγου ἀλλὰ ὡς τρόπου. Μερικὲς φράσεις «ἐλλιπεῖς», ὡς μιὰ αὐτόγραφη
κατάθεση πολύτιμου ἀποστάγματος ἐμπειρίας, «ἕνας λόγος καὶ μιὰ σιωπὴ ποὺ
παρηγοροῦν ὅλους, ἐνῶ δὲν ἀπευθύνονται σὲ κανένα»[5]. Μιὰ κραυγὴ ἀφωνίας γιὰ τὴν
Ἀνάσταση, τὴ Ζωή, τὸν θάνατο, τὴν ἁγιότητα, τὴν ἁμαρτία, τὶς δοκιμασίες, τὸν ἔρωτα,
τὴν ἀπόγνωση, τὴν προσευχή, τὴν ἐλπίδα… τὸν Χριστό!!!
Φρονῶ, ἐν συστολῇ
πολλῇ, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε τὴν ἀρχὴ νὰ διαβάσουμε τοῦτο τὸ μικρὸ βιβλίο μὲ τὴν
πεποίθηση ὅτι δὲν θὰ τελειώσει ποτέ… Διότι, ἂν ἀναζητᾶς νὰ μάθεις, πρέπει πάντα
νὰ ξεκινᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ νὰ βρίσκεσαι ξανὰ στὸ μηδέν. «Ἐὰν ζητᾶς τὴν ἀλήθεια,
τὰ θυσιάζεις ὅλα γιὰ τὸν Ἕνα ποὺ εἶναι ὁ “ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος” (Ἀπ. 1,
8). Ἔτσι ὅλα τελειώνουν∙ καὶ τὸ τέλος εἶναι ἀρχὴ καινῆς πολιτείας».
[1] Διονυσίου
τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1001 A.
[2] Σελ. 86.
[3] Σελ. 9.
[4] Σελ. 11.
[5] Πρβλ. σ. 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου