Πολλά έχουν λεχθεί για τους Έλληνες της διασποράς. Πολύ μελάνι έχει χυθεί, πάρα πολλά έχουν γραφτεί για τη Μετανάστευση και τους Μετανάστες. Αμέτρητοι Πολιτικοί «Εκπρόσωποι της Ελλάδας», μας επισκέπτονται κατά καιρούς! Μας θαυμάζουν, μας συγχαίρουν για τα επιτεύγματα μας, μας τονίζουν πως είμαστε αληθινοί πατριώτες και πιο Έλληνες, από τους εντός Ελλάδας, μας διαβεβαιώνουν για την αγάπη τους και το νιάσιμό τους, μας χτυπάνε φιλικά στην πλάτη με υποσχέσεις και...πάνε στην ευχή του Θεού. Και η ιστορία, επαναλαμβάνεται με τους επόμενους!
Σήμερα, δεν έχω πρόθεση να επανέλθω στο πολυσυζητημένο και πολυγραμμένο αυτό θέμα. Δεν ήταν επιλογή μας, κανένας δεν αρέσκεται, να φεύγει από τα πάτρια εδάφη άνευ σοβαρού λόγου. Για τους περισσότερους, αν όχι όλους, ήταν απόφαση, απελπισίας, ανάγκης, ίσως και τα δύο.Οι λόγοι; Φτώχεια, ανέχεια, ανεργία, αλλά και πολιτικοί λόγοι. Πολλοί από εμάς, φύγαμε αμέσως μετά την 21η Απριλίου του 1967, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία στην Ελλάδα. Όχι, δεν ήμαστε κομμουνιστές, ούτε αριστεροί, δε χρειαζόταν να είσαι. Αρκεί να μη σε συμπαθούσε ο συγχωριανός, στις επαρχίες ή ο γείτονας στις πόλεις, έφτανε αυτό για να σε καταδώσει και να συλληφθείς.
Μέναμε με το σύζυγο και τα δυο μικρά μας παιδιά, δυόμιση και πέντε χρονών, στην Αθήνα. Φόβος και τρόμος και οι συλλήψεις αθώων καθημερινές και αμέτρητες, γιατί ο Εφιάλτης, ήταν και παραμένει Λερναία Ύδρα.
Τότε, η Αυστραλία προσκαλούσε νέους ανθρώπους και πολύ υγιείς, πλήρωνε τα ναύλα, μέσω της ΔΕΜΕ, Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης, να έρθουν ως Νόμιμοι Μετανάστες στην Αυστραλία, με μόνη δέσμευση να παραμείνουν και να εργαστούν όπου επιθυμούσαν, για 2 χρόνια και μετά ελεύθεροι να φύγουν, αν το επιθυμούν.
Έτσι, λίγους μήνες μετά, πήραμε κι εμείς μαζί με χιλιάδες άλλους το δρόμο της ξενιτιάς, με το σκεπτικό, αφού δε μας στοιχίζει τίποτα, πάμε για 4 το πολύ 5 χρόνια, όπου θα έχουμε κάνει «γερή μπάζα», θα έχει πέσει εντωμεταξύ και η χούντα και γυρίζουμε στην πατρίδα, με αρκετά χρήματα ώστε να στρώσουμε τη ζωή μας.
Βέβαια, η χούντα έπεσε 7 χρόνια αργότερα, και έμεινε πίσω μια Ελλάδα χειρότερη από ότι την αφήσαμε. Κι εμείς εδώ καταχρεωμένοι, γιατί ήρθαμε με μια βαλίτσα, αν την είχαμε και αυτήν, και έπρεπε να αρχίσουμε από το μηδέν
Αυτός ο απαραίτητος, μικρός πρόλογος ώστε να καταλάβετε πώς και γιατί βρεθήκαμε εδώ ή σε άλλες Χώρες, οι περισσότεροι από εμάς. Τι αντιμετωπίσαμε τα πρώτα χρόνια, το γνωρίζουμε μόνο εμείς. Τα έχω γράψει πολλές φορές. Σκοπός μου, σήμερα, να μοιραστώ μαζί σας κάποια από τα «όσα αντέξαμε».
Αντέξαμε το βαρύ και άστατο κλίμα, τις κακουχίες, τις ελλείψεις, τις βαριές και βρώμικες δουλειές, που έπρεπε να κάνουμε, το συνεχές ωράριο, τις υπερωρίες.
Όλα αυτά, λόγω έλλειψης γλώσσας και προσόντων οι περισσότεροι. Τη συγκατοίκηση τα πρώτα χρόνια με 2-3 οικογένειες, όπου τουαλέτα/μπάνιο/ κουζίνα, κοινά για όλους, με όλες τις συνέπειες.
Μα πάνω από όλα, αντέξαμε τη στέρηση της μάνας, του πατέρα, του δικού, του συγγενή, του χωριανού. Την έλλειψη του σπιτιού μας, της γειτονιάς μας. Τις καμπάνες και τις εκκλησίες, τις γιορτές, τα όμορφα ήθη κι έθιμα έκαστος του τόπου του, όπου ξεχωριστή η κάθε ημέρα. Εδώ, όλες οι μέρες ίδιες, δουλειά, μοναξιά, μονοτονία και ρουτίνα.
Με λίγα λόγια, στερηθήκαμε την Πατρίδα.
Εκεί ζείτε και πορεύεστε, οι περισσότεροι, σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο!
-Της Παναγίας σήμερα, μεγάλη η χάρη Της, πανηγυρίζουν και χαίρονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Για εμάς του εξωτερικού, μια απλή Κυριακή.
-Του Αγίου ή της Αγίας τάδε σήμερα. Γιορτές και πανηγύρια παντού!
Μια συνηθισμένη, εργάσιμη ημέρα για εμάς.
Καρναβάλια, πανηγύρια, άγνωστα για εμάς. Ακόμα και οι πνευματικές/λογοτεχνικές εκδηλώσεις, άργησαν πολύ εδώ. Όταν αγωνίζεσαι μέρα νύχτα 7 ημέρες την εβδομάδα για να επιβιώσεις και να σταθείς στα πόδια σου, δεν έχεις την πολυτέλεια ούτε να σκεφτείς κάτι τέτοιο τα πρώτα χρόνια.
Κάποτε, άλλος νωρίτερα άλλος αργότερα, βάλαμε το νερό στο αυλάκι και πρώτη μας έγνοια, ένα ταξίδι στην Πατρίδα, να δούμε τη μάνα, τον πατέρα που γερνάνε. Με χίλες οικονομίες και στερήσεις, κάνουμε αυτό το πρώτο ταξίδι, με μεγάλες προσδοκίες! Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα. Προσδοκίες, όχι για μεγάλη ζωή, κάθε άλλο.
Προσδοκίες για ζεστές αγκαλιές, αγάπη, φιλιά και όμορφες ώρες με τους αγαπημένους που μας έλειψαν.
Πολλοί, είχαμε την καλή τύχη να τα βιώσουμε αυτά, τουλάχιστον στην αρχή.
Πολλούς, τους κοίταξαν ύπουλα τα αδέλφια, φοβούμενοι πως γύρισαν να διεκδικήσουν το Νόμιμο μερίδιό τους από την οικογενειακή περιουσία.
Η ψυχρολουσία, από την πρώτη μέρα.
-Μην τολμήσεις και προβάλεις απαιτήσεις. Εσύ έφυγες κι έκανες την τύχη σου έξω, δεν δικαιούσαι τίποτα. Κι αν δεν το καταλάβεις με το καλό, υπάρχει και η καραμπίνα γεμάτη.
Ναι, φίλοι μου. Έτσι φέρθηκε ο εκεί αδελφός στον αδελφό του, που με λαχτάρα πήγε να προσκυνήσει τον τάφο της μάνας και του πατέρα, που δεν τους πρόλαβε ζωντανούς.
Η Αναστασία, άφησε σχεδόν μόνα, (στην επίβλεψή φίλων), τα δυο παιδιά της στη Μελβούρνη, 14 και 15 χρονών, δεν υπήρχαν συγγενείς εδώ, για να πάει να δει τη μάνα, να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα, 15 χρόνια αργότερα αφότου έφυγε από την Πατρίδα. Το έκανε για τη μάνα περισσότερο, σε κάθε της γράμμα,
-Θα πεθάνω και εγώ σαν τον πατέρα σου και δε θα σε δω παιδάκι μου. Με το μαράζι σου θα φύγω, όπως εκείνος.
Για αυτό το μαράζι, για τις τύψεις που δεν είδε τον πατέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση να πάει. Τα οικονομικά της δεν επέτρεπαν να ταξιδέψουν τέσσερα άτομα, έτσι, τα δυο της αγόρια έμειναν πίσω και πήγε με τον άνδρα της.
Αν τολμούσε η Αναστασία να αναφέρει τα παιδιά της που είχαν μείνει πίσω, σχεδόν μόνα, σε ξένη Χώρα, την απόπαιρνε η μάνα,
-Πάψε κι εσύ όλο τα παιδιά σου και τα παιδιά σου, το θέμα είναι τι θα φάει ο Νικολάκης μου που θα έρθει το μεσημέρι από τη δουλειά και είναι παράξενος, δεν τρώει ότι κι ότι.
Εγγονός της ο Νικολάκης, από την εκεί κόρη της, αδελφή της Αναστασίας, η οποία εργαζόταν σε ένα Γραφείο και σχολούσε αργότερα από το Νικολάκη, έτσι τον φρόντιζε η γιαγιά.
-«Τα δικά μας εδώ», λένε συνήθως οι μανάδες για τα εκεί εγγόνια...
Δυστυχώς, πολλές γιαγιάδες, για να μην πω όλες, ξεχώριζαν τα εγγόνια τους, «στα δικά τους» και στα...Αυστραλάκια, Αμερικανάκια κ.ά. Λες κι εκείνα δεν ήταν «δικά τους», παιδιά της κόρης ή του γιου όπου με θυσίες έκαναν το μεγάλο ταξίδι για να τα δουν οι γονείς τους. Προετοίμαζαν τα παιδιά τους με ενθουσιασμό που, επί τέλους, θα γνώριζαν τον παππού και τη γιαγιά που ζούσαν στην Ελλάδα!
-Να δείτε πόσο σας αγαπάνε και με τι λαχτάρα περιμένουν να σας δουν! Δε θα σας αφήνουν από τα χέρια τους και την αγκαλιά τους!
Πόση πικρία βλέποντας τη μάνα ή τον πατέρα αυτές τις αγκαλιές και τα φιλιά και την αγάπη, να τα δίνουν μόνο στα εκεί εγγόνια.
Ήταν και ο Τζίμης, που έφυγε αμούστακο παιδί, χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση από κανέναν και βρέθηκε μόνος στη Μελβούρνη. Δούλεψε σκληρά, γονάτισε πολλές φορές, μα δεν λύγισε. Τίμιος, εργατικός, μεγάλωσε έκανε οικογένεια. Μόνη εδώ και η γυναίκα του, χωρίς καμιά βοήθεια και φροντίδα από πουθενά. Όταν μεγαλώσανε λίγο τα παιδιά τους, με χίλιες οικονομίες και στερήσεις, αποφάσισαν να πάνε στην Πατρίδα, να δουν τους γονείς, να γνωρίσουν τον παππού και τη γιαγιά τα παιδιά τους, όπου άκουγαν τόσα για αυτούς από τους γονείς τους.
Η υποδοχή, όχι ζεστή και ενθουσιώδης όπως την περίμεναν. Μούδιασε λίγο ο Τζίμης και η γυναίκα του η Ελπίδα, άλλα περίμεναν. Μα, σαν άκουσε τη μάνα του να λέει σε φίλη της στο τηλέφωνο, ότι δε θα μπορέσει να πάει για το συνηθισμένο χαρτάκι το βράδυ γιατί...είχε επισκέψεις, δεν κάθισε να ακούσει πάρα πάνω.
Μόλις πήγαν όλοι να ξαπλώσουν μετά το μεσημεριανό φαγητό, χωρίς να χρειαστούν πολλές συζητήσεις, συνεννοήθηκε με τα μάτια το ανδρόγυνο, πήραν τα παιδιά και τις βαλίτσες που δεν τις είχαν ανοίξει, και έφυγαν αθόρυβα, χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι.
Η Ντάνα, πήγε πίσω για πρώτη φορά, παντρεμένη πια, 14 χρόνια αργότερα. Χαρές και αγκαλιές η μάνα και η αδελφή της, ο δε πατέρας, δάκρυζε συνέχεια και μόνο στη σκέψη πως το παιδί του θα φύγει πάλι. Πλημμύριζε από αγάπη και χαρά η καρδιά της Ντάνας, μέχρι που...
Μόνες στο σαλόνι, η μάνα, η Ντάνα και η αδελφή της η Μαρούλα, συζητούσαν για πολλά και διάφορα...Ξαφνικά διαπιστώνει πως η μάνα με τη Μαρούλα με νοήματα και μισόλογα κάτι λέγαν μεταξύ τους.
-Ε, εσείς, τι λέτε στα κρυφά;
-Τίποτα, δε σε αφορά, κάτι δικά μας λέμε...
-Κάτι «δικά σας», μπροστά μου, αλλά κρυφά;
Βούλιαξε η καρδιά της Ντάνας, κάτι έσπασε μέσα της. Διαπίστωσε, πόσο ξένη ήταν πια εκείνη, δεν είχε πια θέση εκεί...στην καρδιά της μάνας, της αδελφής... «κάτι δικά μας λέμε». Τα δάκρυα της στον αποχωρισμό, δεν ήταν γιατί έπαιρνε ξανά το δρόμο της ξενιτιάς. Ήταν που συνειδητοποίησε ότι δεν έχει θέση πια εκεί. Και πονούσε, πονούσε πολύ.
Ο Βαγγέλης με τη Μαρίνα, δούλευαν ασταμάτητα για να υλοποιήσουν το όνειρό τους να πάνε πίσω στην Πατρίδα, πριν πάνε Σχολείο τα τρία παιδιά τους. Έτσι κι αρχίσουν το Σχολείο εδώ, δύσκολο να φύγουν. Ξόδευαν μόνο για τα απαραίτητα, έτσι κάθε μήνα, έβαζαν στην άκρη όσα μπορούσαν και τα έστελναν πίσω στον πατέρα του Βαγγέλη, να αγοράζει λιοστάσι ή αμπέλι που πουλιόταν, κοντά στο δικό του και να τα γράφει, ασφαλώς, στου Βαγγέλη και της Μαρίνας το όνομα, όπως είχαν ήδη συμφωνήσει.
Όταν πήγε πίσω λίγα χρόνια αργότερα να αναλάβει την περιουσία που είχε αγοράσει ο πατέρας για λογαριασμό του ώστε να τακτοποιηθεί και να πάει αργότερα και η Μαρίνα με τα παιδιά, διαπίστωσε κάτι φοβερό. Όλα αυτά τα χρόνια, ναι μεν αγόραζε ο πατέρας και του έστελνε φωτογραφίες, πού, πόσο κ.λπ. αλλά δεν τα έγραφε στο Βαγγέλη και τη Μαρίνα που τα είχαν πληρώσει με το αίμα της ψυχής τους, τα έγραφε στους δύο γιους που είχε εκεί. Όσο που δεν τρελάθηκε ο άνθρωπος. Χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο που έδειξε τόση εμπιστοσύνη στο γονιό. Μα πού να πάει ο νους του σε τόση παλιανθρωπιά από τον ίδιο τον πατέρα του; Έφυγε την ίδια ώρα, «για να μην κάνει φονικό» και δε γύρισε ποτέ στην Πατρίδα.
Ήταν και η Τέτα, με μεγάλη φαμελιά εδώ. Η μάνα, αγνοούσε την κατάστασή της γιατί ποτέ δε γνοιάστηκε να ρωτήσει, αλλά μάλλον πίστευε πως στην ξένη γη τα λεφτά τα μαζεύεις με τη σέσουλα στο δρόμο. Έτσι, κάθε φορά που ο γιόκας της χρειαζόταν χρήματα για ένα μαγαζί που είχε στο χωριό, κλαιγόταν στην Τέτα, πως είναι άρρωστη και πρέπει να κάνει την τάδε θεραπεία αλλά πρέπει να μείνει καιρό στο Νοσοκομείο και δε θα το αντέξει. Μπορεί, όμως, να την κάνει στο σπίτι χωρίς να ταλαιπωρηθεί, αλλά θα στοιχίσει τόσο, μπορεί να την βοηθήσει; Και η Τέτα, κρυφά από τον άνδρα της δανειζόταν λεφτά και τα έδινε λίγα-λίγα στερώντας τον εαυτό της ακόμα και από τα βασικά.
Γινόταν συχνά αυτό, κάθε φορά με παρόμοια δικαιολογία.
-Παιδάκι μου, νάχεις την ευχή τη δική μου και του Αγίου μας, πρέπει να κάνω κάτι ενέσεις που τις φέρουν από έξω, δεν υπάρχουν εδώ. Στοιχίζουν τόσο...Βάλε το χέρι στην καρδιά και στείλε μου τόσα.
Και φτου κι απ΄ την αρχή η Τέτα. Ποτέ δεν πονηρεύτηκε. Πώς να πάει ο νους της καλής γυναίκας πως την εκμεταλλεύεται αισχρά η ίδια της η μάνα; Μα, σαν πέθανε η μάνα, της το ομολόγησε η μικρή της αδελφή...
Η Σοφία, μόνη στη Μελβούρνη, με δυο μικρά παιδιά και τον άνδρα της. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε πολύ σοβαρή εγχείρηση. Δεν έγραψε τίποτα σε κανέναν για να μην τους ανησυχήσει. Άλλωστε, τι μπορούσαν να κάνουν από τόσο μακριά; Επί πλέον, είχε ενημερωθεί ότι το ίδιο διάστημα υποβλήθηκε και η μάνα σε εγχείρηση στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά, αξιώθηκε να πάει στην Ελλάδα με την οικογένειά της, να δουν γονείς κι αδέλφια.
Με στοργή και ανησυχία η Σοφία μίλησε για πολύ με τη μάνα για την εγχείρηση της μάνας και για την κατάσταση της υγείας της.
-Σε περίμενα παιδάκι μου να σου τα πω, να δεις τι τράβηξε η μάνα σου που κόντεψε να φτάσει στον τάφο κι εσύ έλειπες, δεν ήσουν εδώ να με κοιτάξεις όπως με κοίταξαν ο πατέρας σου και τα αδέλφια σου.
Έκλαψε η Σοφία, με την έμμεση μομφή της μάνας για την απουσία της. Κάποια στιγμή, όμως, φούντωσε μέσα της το παράπονο και η αδικία. Κανείς τους δε γνοιάστηκε να ρωτήσει για κείνην, πώς περνάει στη ξενιτιά χωρίς κανέναν εκεί. Απλά σχολίασαν πως ήταν πολύ αδύνατη.
-Πετσί και κόκκαλο είσαι, δε μου λες δίαιτα κάνεις; Εδώ που ζούσες μια χαρά ήσουν και παχουλή, μάλλον πας με τη μόδα...
Δε μίλησε η Σοφία, λίγες μέρες αργότερα, όμως, που ήταν μόνη με τη μάνα, άνοιξε την καρδιά της και της είπε την αλήθεια για την υγεία της.
-Ε, τι θέλεις τώρα και τα λες, περάσανε αυτά, μια χαρά είσαι. Άκουσες τι ετράβηξα εγώ.
Καμία μέριμνα, καμία ανησυχία για τη Σοφία, πολύ άρρωστη για μήνες, με δύο μικρά παιδιά στην άκρη του κόσμου και ό,τι έκανε ο άνδρας της όπου κι εκείνος δούλευε όχι μόνο το οχτάωρο αλλά και υπερωρίες για να τα βγάζει πέρα και η Σοφία στο σπίτι κατάκοιτη και τα παιδιά σχεδόν μόνα τους.
Στα 17 της, ο πατέρας της Λούλας, την έστειλε στη Μελβούρνη μοναχή της, αφού πρώτα την αρραβώνιασε με το Νιόνιο, κατά πολύ μεγαλύτερό της, με το σκεπτικό μόλις φτάσει να του κάνει πρόσκληση και να έρθει εδώ να παντρευτούν. (μια μικρή παρένθεση: οι κοπέλες, τότε, έρχονταν χωρίς πολλές διαδικασίες γιατί υπήρχε μεγάλη έλλειψη από γυναίκες στην Αυστραλία). Όλα τα χρόνια εδώ, πονούσε περισσότερο για τον πατέρα της που του είχε μεγάλη αδυναμία. Όταν κάποτε αξιώθηκαν με το Νιόνιο να πάνε να δουν τους γονείς, η μόνη έγνοια και αγωνία της Λούλας, πώς θα αντέξει ο πατέρας της που ήταν φιλάσθενος, να την αποχωριστεί πάλι.
Μα σαν ήρθε η στιγμή του γυρισμού στη Μελβούρνη, 6 εβδομάδες αργότερα, εκεί που η ψυχή της Λούλας έτρεμε πως...δε θα το αντέξει ο πατέρας, θα πάθει τίποτα και πολύ σοβαρό, έκλαιγε συνέχεια και παρακαλούσε θεούς κι Αγίους να του δώσουν δύναμη, περισσότερο με απογοήτευση παρά με ανακούφιση, διαπίστωσε μεγάλη ψυχραιμία και στη μάνα και στον πατέρα, λες και πήγαινε...στη Γλαρέντζα για κάνα μήνα και όχι στη Μελβούρνης για πάντα.
Φίλες και φίλοι, λίγα, πολύ λίγα μόνο από εκείνα που βιώσαμε, εκείνα που αντέξαμε. Θα μπορούσα να γράψω όχι ένα αλλά δύο βιβλία με τέτοια περιστατικά. Όμως, πονάνε κι εμένα που τα γράφω, έτσι, αποφάσισα να σας δώσω μόνο μια μικρή γεύση.
***
Αγαπητοί μου αναγνώστες και αναγνώστριες.
Σας διαβεβαιώ, πως αυτά που διαβάσατε σε αυτό το κείμενο, δεν είναι αποκυήματα της συγγραφικής μου φαντασίας. Ούτε ιστορίες που άκουσα από δεύτερο χέρι. Είναι αυθεντικές μαρτυρίες, εξομολογήσεις, μπορώ να πω, ανθρώπων του κοινωνικού, επαγγελματικού και ευρύτερου χώρου μου εδώ που ζω σχεδόν 60 χρόνια. Είναι αλήθειες πικρές, που βίωσαν και άντεξαν οι περισσότεροι μετανάστες.
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου