Το ερώτημα μοιάζει αυτονόητο: η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιστέκεται σήμερα; Υπάρχουν επίδοξοι κατακτητές που μας απειλούν ή ήδη έχουμε υποταχτεί άνευ όρων;
Η απάντηση δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο ίσως θα νομίζαμε. Γιατί εύκολα θα λέγαμε ότι σήμερα έχουμε υποταχτεί στον κατακτητή που ονομάζεται σύγχρονος πολιτισμός, σε ένα πνεύμα δικαιωματισμού, στην αίσθηση ότι η δική μας καλοπέραση και προγραμματισμένη ζωή δεν αξίζει να υπονομευθεί για χάρη μιας πατρίδας που μας πληγώνει, μας εκμεταλλεύεται, δεν δείχνει να μας αγαπά, ίσως γιατί κι εμείς δεν την αγαπούμε.
Δεν είναι όμως έτσι. Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αντιστέκεται, όσο θα έχει κοινότητες που σήμερα μοιάζουν να έχουν μείνει μόνο στις ενορίες της Εκκλησίας, όταν αυτές λειτουργούν και στη θεία λειτουργία και μετά από αυτήν ως παρέες ανθρώπων που θέλουν να μοιραστούν, να συμπαρασταθούν, να συγχωρήσουν, να συζητήσουν, να ελπίσουν στην ανάσταση. Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αντιστέκεται όταν στα σχολεία υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δεν κοιτάνε το ωράριό τους, όταν παλεύουν να βγάλουν από τις καρδιές και τον νου των μαθητών δημιουργία και φως και αξίες, όταν υπάρχουν γονείς που ζητούν όχι το χρήσιμο της παραγωγικότητας αλλά το φαινομενικά περιττό που καλλιεργεί ψυχές. Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αντιστέκεται όταν δεν θα συμβιβάζεται με την μετριότητα, με το «τι να κάνουμε;», με το «δεν γίνεται τίποτα», όταν δεν θα φοβάται τη μοναχικότητα, αλλά θα τη θεωρεί ως αρχή για να προταθεί και να βιωθεί το νέο, η αγαθή γη, η σκέψη που κρίνει, αλλά και βάζει τη βάση για να ζήσει ο κόσμος. Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αντιστέκεται όσο θα βλέπει ότι υπάρχουν οι πρόγονοί μας, οι αρχαίοι μας φιλόσοφοι, τραγικοί και ιστορικοί, οι χριστιανοί μας Πατέρες της Εκκλησίας και οι άγιοι, εκείνοι που δεν υποτάχτηκαν στη σκλαβιά ούτε των κατακτητών ούτε των ισχυρών της γης, αλλά παρέμειναν ελεύθεροι εντός τους. Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αντιστέκεται στο τραγούδι και τον χορό, στον γάμο και τη βάφτιση, στην καμπάνα της Κυριακής, στην άρνηση του μηδενισμού, στην παράδοση που φανερώνει ήθος, στην υπέρβαση του εύκολου, του άκοπου, της δημαγωγίας, της κριτικής χωρίς πρόταση, στην άρνηση της ταύτισης με ό,τι δίνει χρήμα και μόνο χρήμα.
Η Ελλάδα του ’40 είχε συγκριτικά λίγα όπλα, είχε όμως οργάνωση και πίστη ότι ακόμη κι αν χάσει, δεν θα παραδοθεί. Τα πρόσωπα ακολούθησαν την ηγεσία. Σήμερα, ακόμη κι αν νιώθουμε το κενό στον δημόσιο βίο και λόγο, μπορούμε να αντισταθούμε. Και θα έρθει η αφύπνιση.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύτηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια», στο φύλλο της Τετάρτης 29 Οκτωβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου