Οἱ Ἱεραποστολικές προσπάθειες του Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας στήν Ἀφρική στήν Ἀνατολή τοῦ 21ου αἰῶνος
Προβλήματα, διαπιστώσεις καί οἱ πιθανότητες προοπτικῶν καί λύσεών των στό παρόν καί στό μέλλον
Εὐχαριστῶ τήν ὀργανωτική ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου γιά τήν εὐγενῆ πρόσκληση νά καταθέσω κάποιες προσωπικές ἀπόψεις σχετικές μέ τό Ἀποστολικό ἔργο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας σ’ αὐτήν τήν πολύ ἐνδιαφέρουσα διεθνῆ σύναξη. Ὅλα αὐτά δέ, σέ ἀντιπαραβολή μέ τήν περί τῆς καταστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας στόν 21ο αἰῶνα ἀπό τήν ἄποψη τῶν Προκλήσεων καί Προοπτικῶν πού γεννιοῦνται καί θά γεννιοῦνται καθημερινά στήν πορεία τοῦ κόσμου.
Οἱ πρόκλησεις ὅμως ἔχουν σημασία ἐάν καί ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τίς συλλαμβάνει ἐν τῇ γενέσει των∙ καί αὐτό, μᾶλλον, δέν συμβαίνει στήν γενιά μας ἐκτός κι ἄν περιορίσουμε τήν ποιμαντική δράση τῆς Ἐκκλησίας σ’ ἕνα μικρό κατάλογο λειτουργικῶν ὑποχρεώσεων καί φιλανθρωπικῆς δράσεως.
Νομίζω ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Κύριος ὡς «σημεῖα τῶν καιρῶν», σήμερα τίς ὀνομάζουμε προκλήσεις καί αὐτές τίς προκλήσεις καλεῖται ἡ Ἐκκλησία νά τίς κοιτάξει σέ βάθος καί νά διακρίνει προφητικῶς τίς ἐξελίξεις των καί νά προτείνει λύσεις καί προοπτικές λύσεων πού μποροῦν νά λειτουργήσουν ὡς λύσεις ζωῆς γιά τόν κόσμο καί ὄχι γιά ἐσωτερική κατανάλωση καί αὐτοεπιβεβαίωση μιᾶς θεολογικῆς elite.
Τό Πατριαρχείο Ἀλεξανδρείας γιά τούς μή εἰδικούς εἶναι μέλος τῆς Ἀρχαίας Πενταρχίας, τῆς πρώτης διοικητικῆς διασπονδυλώσεως τοῦ φαινομένου, τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκ τῆς στρατηγικῆς θέσεώς του στή «θύρα τῆς Ἀφρικῆς», δηλαδή στήν Ἑλληνίδα πόλη τῆς Ἀλεξανδρείας, παίζει ἐξ ἀρχῆς ἕνα σημαντικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας καί στήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανικοῦ μηνύματος, δηλαδή στήν προαγωγή τοῦ Ἀποστολικοῦ ἔργου.
Τί εἶναι ὅμως τό Ἀποστολικό ἔργο;
Θά μποροῦσε νά πεί κανείς ὅτι εἶναι μιά πρώτη ἔκφραση τῆς «πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», πού καλεῖ ἀενάως καί σιωπηλῶς σέ μιά ἐν Αὐτῷ καί ἐν Χριστῷ ἑνότητα τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως ἐκφράζεται στήν προσευχή τοῦ Κυρίου μας «ἵνα ὦσιν ἓν», (Ἰω. 17, 11). Ἡ «πνεῦσις» (ἡ πνοή) τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ὠθεῖ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νά θέλει νά μοιραστεῖ μέ ὅλους τούς συγχρόνους Της αὐτό τό ὁποῖο ζεῖ ὡς ἀποκάλυψη, ἀνάμνηση καί Ἔσχατα στό Πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ κεντρομόλος καί, συγχρόνως, φυγόκεντρος δύναμη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό «Ἀποστολικό ἔργο», ὄχι διάφορο τοῦ στόχου τῆς ἐνδοσκοπήσεως τῆς μοναχικῆς ζωῆς: «βυθιζόμενος ἐσωτερικά ἐν αὐτογνωσίᾳ ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχός, ἀνάγεται εἰς ἑνότητα μετά πάντων» .
Αὐτό τό ἕργο πού εἶναι ἐνίοτε ἀποδεκτό καί ἐνίοτε παρεξηγημένο, συνίσταται, οὐσιαστικά, στό νά κοινοποιήσουμε:
1. τό Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὅτι δηλαδή «λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Ψλμ. 110, 9),
2. τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μέ τά ὁποῖα Αὐτός μίλησε περί ἀγάπης, περί ἀδικίας καί δικαιοσύνης, περί ζωῆς, ἀληθείας, φωτός, περί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, περί τῆς μνήμης καί τῆς λήθης, περί τῆς ἀναμνήσεώς Του, περί τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεώς Του, περί τῆς ὑψώσεώς Του.
Αὐτά ἀπό μόνα τους δημιουργοῦν τήν «καύση τῶν καρδιῶν», αὐτῶν πού προβληματίζονται γιά τό πῶς καί τό γιατί; αὐτοῦ τοῦ «μικροκόσμου ἐν τῷ μεγάκοσμῳ», ὅπως στήν πορεία Πρός Ἐμμαούς, ὅπου, «ὁ ἐν ἑτέρα μορφῇ» Κύριος, οὐσιαστικά ἀναπλάθει τῆς μέχρι τότε ἰδέες περί ἀγάπης, πίστεως, δικαιοσύνης καί ἐλπίδος τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖον ὑποδεικνύει ὅτι: α) ὁ λόγος Του μπορεῖ νά μεταφέρεται ἀπό τόν καθένα μας, καί β) αὐτή ἡ μεταφορά δημιουργεῖ καί τήν «κατάνυξη» τῶν ἀκροατῶν τοῦ λόγου Του, ἕναν ἐσωτερικό λογχισμό ὅσων σαθρῶν καί ἐπιπλάστων πραγμάτων ἔχουμε συσσωρεύσει μέσα μας κι αὐτό ἀκριβῶς, ὅπως ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁμιλία τοῦ Πέτρου, ἡ ὁποία εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν «κατάνυξη» ἑνός μεγάλου πλήθους ἀκροατῶν, οἱ ὁποῖοι μετενόησαν καί μετεστράφησαν καί ἀπετέλεσαν τήν πρώτη Κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων.
*Πρ. 10, 34 ᾿Ανοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, 35 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι.
*Πρ. 2, 38 Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. 39 ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακράν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.
Βέβαια, ἡ πρώτη Κοινότητα εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τό μεγάλο δίλημμα: «θά παραμείνει ἡ μετάδοση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας στά ὅρια τοῦ Ἰσραήλ ἤ θά συμπεριλάβει στούς κόλπους της καί τά ἔθνη, τόν ὑπόλοιπο δηλαδή κόσμο; ».
Ἄν καί ἡ δραστηριότητα καί τά διάφορα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πού ἀπευθύνονταν πρός ὅλους τούς γειτνιάζοντες πρός τήν Ἰουδαία λαούς ἔχει ἤδη ἀπαντήσει στά διλήμματα τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Κοινότητος, κάποια γεγονότα θά ἔλθουν νά ἐπιλύσουν τόν δισταγμό κι αὐτά εἶναι ἡ μεταστροφή τοῦ Παύλου καί ἡ συμβολή τοῦ Πέτρου, ἡ ὁποία θά σημάνει καί τήν συρρίκνωση τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Κοινότητος της συνδεδεμένης μέ τόν Ναό.
Ἡ πορεία τοῦ Ἀποστολικοῦ ἔργου ἀκολούθησε τή:
α. Διαστρωμάτωση καί συνύπαρξη τῶν λαῶν μέσα στή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία,
β. τήν παιδεία καί τή γλῶσσα,
γ. τόν τρόπο σκέψεως καί τή μεθοδολογία τῆς διδασκομένης τότε φιλοσοφίας, κι ὅλα αὐτά στήν περιφέρεια τῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου.
Ἡ Ἀφρικανική πραγματικότητα, λόγῳ τῆς Σαχάρας καί τῆς δυσκολίας νά διαπεραστεῖ, δυστυχῶς, παραμένει σέ μιάν ἀπομόνωση γιά κάποιους αἰῶνες, πλήν τῶν λαῶν κατά τήν ροή τοῦ Νείλου, δηλαδή, τῆς Αἰγύπτου, τῆς Νουβίας καί τῆς Αἰθιοπίας.
Στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, πρωτοπόρο στήν ἀνάπτυξη Ἱεραποστολικοῦ ἔργου σέ περιοχες τῆς Ἀφρικῆς καί τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου μέ τήν «Κατηχητική Σχολή» καί λαμπρές προσωπικότητες Ἱεραποστόλων καί Θεολόγων, τό ἱεραποστολικό ἔργο θά στάματήσει βίαια μέ τήν ἐπέλαση τοῦ Ἰσλάμ τήν κατάκτηση τῆς Αἰγύπτου τό 641μ.Χ. καί ὅλης τῆς Βορείου Ἀφρικῆς καί τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο θά ὑποστεῖ διωγμούς καί διώξεις, πού θά συρρικνώσουν ἕως ἐξαφανίσεως κάθε προσπάθεια ἀναπτύξεως τοῦ Χριστιανικοῦ μηνύματος. Ἔτσι, θά μετατραπεῖ σ’ ἕνα σκλαβωμένο Πατριαρχεῖο, πού θά προσπαθεῖ μέ μύριους κόπους καί θυσίες νά ὑπηρετεῖ τό σκλαβωμένο ποίμνιό Του.
Θά παρέλθουν αἰῶνες μέχρι νά ἔλθει στό πολιτικό προσκήνιο τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ὁ ἐκ Καβάλας Μωχάμετ Ἄλη, ὁ ὁποῖος θά δώσει ἐλευθερία στήν ἐξάσκηση ἱεραποστολικῶν καθηκόντων στίς Χριστιανικές μειονότητες τῆς Βορείου Ἀφρικῆς καί τῆς πρώϊμης διασπορᾶς τῶν Ἑλλήνων. Μέ βάση αὐτήν τή δυναμική τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τά τελευταῖα 70 χρόνια παρουσιάζεται στήν Ἀφρικανική Ἤπειρο μέ μιά ἐντυπωσιακή ἐκκλησιαστική καί ἱεραποστολική παρουσία σέ ἀρκετές χῶρες.
Ποιές εἶναι αὐτές οἱ χῶρες;
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀρχική δραστηριότητα τοῦ Πατριαρχείου μας περιοριζόταν στήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν τῶν διάσπαρτων καί πολυάριθμων Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων: 1. Αἰγύπτου, 2. Σουδάν, 3. Αἰθιοπίας, 4. Λιβύης, 5. Τυνησίας, 6. Μαρόκου, 7. Ἀλγερίας, 8. Νοτίου Ἀφρικῆς, 9. Ζιμπάμπουε, 10. Δημοκρατίας τοῦ Κονγκό, 11. Τανζανίας, 12. Μοζαμβίκης, 13. Ζάμπιας, 14. Νιγηρίας καί 15. Καμερούν. Χωρίς νά παραθεωροῦμε τίς μικρότερες Κοινότητες, διάσπαρτες στά διάφορα μικρότερα Κράτη, ἐξυπηρετούμενες γιά δεκαετίες ἀπό περιοδεύοντες Ἱερεῖς, μεταξύ τῶν ὁποίων σημαντικές καί γενναιόφρονες προσωπικότητες, ὅπως ὁ Μακαριστός Μητρ Μέμφιδος Παῦλος Λύγρης, ὁ ὁποῖος ὡς Ἀρχιμανδρίτης ἐξυπηρετοῦσε τό ἀνατολικό τόξο τῆς Ἀφρικῆς ἀπό τό Σουδάν ἕως τή Μοζαμβίκη καί τή Νότιο Ἀφρική. Ἐπίσης, ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Λεοντουπόλεως Νικόδημος Γαλλιατσᾶτος, ὡς Ἀρχιμανδρίτης στό Βελγικό Κονγκό, Καμερούν, Τσάντ, Κεντρική Ἀφρικανική Δημοκρατία, Νιγηρία, Δαχομέη (Μπενίν), Χρυσή Ἀκτή, Ἀκτή τοῦ Ἐλεφαντοστοῦ, καί ὡς Μητροπολίτης Εἰρηνουπόλεως στήν Κένυα, Οὐγκάντα, Τανγκανίκα, καί ὡς Κεντρώας Ἀφρικῆς στό Ζαΐρ καί πολλοί ἄλλοι ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς ἐργάτες .
Θεωρῶ σημαντικό νά ἀναφέρουμε συμπληρωματικά (ἔν εἴδῃ ἀνοιγμάτων ἤ παραθύρων στά ὅρια τῶν μέχρι τώρα γνώσεων καί σκέψεών σας ἐπί τοῦ θέματος τῆς Ἱεραποστολῆς) τά ἐξῆς:
- Ἡ παρουσία ὀργανωμένων Ἑλληνικῶν ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων σέ ὅλη τήν Ἀφρική εἶναι ἡ πρώτη Ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, διότι ἕνας Ὀρθόδοξος Ναός ἀπό μόνος του ξεκινᾶ ἕναν σιωπηλό διάλογο μέ τό περιβάλλον του, μέ τήν περιέργεια τῆς γειτονιάς του…
- Οἱ φιλανθρωπικές κινήσεις τῶν πρωΐμων Ἑλληνικῶν ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων στρέφονται συνήθως πάντα στόν Ἀφρικανικό τους περίγυρο.
- Οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες Κληρικοί καί λαϊκοί ζώντας καί συγχρωτιζόμενοι μέ τούς Ἀφρικανούς μιλοῦν γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέ ἀποτέλεσμα νά εἰσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Κοινότητα Ἀφρικανοί.
- Ἡ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων νά βαπτίζουν παιδιά ἀπό ἐξώγαμες σχέσεις μέ Ἀφρικανές. Ἴσως σᾶς φαίνεται παράξενο ἀλλά οἱ Μιγάδες ἀποτελοῦν ἕνα ξεχωριστό κεφάλαιο τῆς Ἀποικιοκρατίας μέ ξεχωριστή κοινωνική, ἐκπαιδευτική καί πολιτική ἀντιμετώπιση καθ’ ὅσον κατά τήν διάρκεια τῆς ἀποικιοκρατίας θεσπίζεται εἰδικό νομοθετικό πλαίσιο γιά τήν προστασία τους .
- Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πολλές φορές δέχθηκε (καί δέχεται εὔκολα) στούς κόλπους της διωγμένους ἤ καθηρημένους «ἱερεῖς» καί λαϊκούς ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέασαν καί ἔφεραν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τίς οἰκογένειές τους καί πλῆθος κόσμου, ἐνίοτε καί τίς φυλές τους. (Κληρικούς κυρίως ἀπό τόν χῶρο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἀναγκαστικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου Της, πρᾶγμα ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο μέ τήν κουλτούρα καί παράδοση τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀφρικανικῶν ἐθνοτήτων-φυλῶν).
- Δέχθηκε καί ἀρχηγούς Φυλῶν μέ θρησκευτική ἱερατική ἰδιότητα ἀπό τήν Ἀγγλικανική Ἐκκλησία καί τόν Προτεσταντικό χῶρο καθώς καί πρόσωπα πού ἔπαιξαν σημαντικό πατριωτικό ρόλο σέ ἀντι-αποικιοκρατικά κινήματα καί σέ διάφορες πολιτικές ἀλλαγές καί συνομωσίες καί προδοσίες, οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν νά γίνουν ἱερεῖς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (οὐσιαστικά ἐνδυόμενοι μιά μαγική ὑπερφυσική δύναμη πού θά προστατεύσει τήν ζωή τους ἀπό τό περιβάλλον τους κατά τίς φυλετικές καί παραδοσιακές τους πεποιθήσεις), ὅπως ἀκριβῶς εὐγενεῖς καί παλατιανοί τοῦ Βυζαντίου ἐγένοντο Μοναχοί καί Κτίτορες στά Μοναστήρια τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βυθινίας καί ἀλλοῦ γιά νά σώσουν τήν ζωή τους σέ πολιτικές ἀλλαγές καί γιά νά συνεχίζουν τό συνωμοτικό τους ἔργο ὑπό τήν προστατευτική ἀσυλία τῆς Μονῆς τους. Τήν πρακτική αὐτή ἀκολούθησε καί ὁ ἐστεμμένος Αὐτοκράτωρ Μποκάσα ὁ Α’, τῆς Κεντρικῆς Ἀφρικανικῆς Δημοκρατίας-Οὐμπανγκί. Ἀφοῦ φυλακίστηκε, μετεστράφη στό Εὐαγγέλιο καί ὅταν ἀποφυλακίστηκε δήλωσε ὅτι εἶναι ὁ 13ος Ἀπόστολος μετά ἀπό σχετική θεοφάνεια καί ἔχει κληθεῖ στή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
- Εἶναι σύνηθες καί καθημερινό καί ὁλικῶς ἀκατανόητο γιά τή δική μας ἐκκλησιαστική παράδοση τό γεγονός τῆς «περιηγήσεως» τῶν Ἀφρικανῶν «χριστιανῶν» κατά μικρά χρονικά διαστήματα ἀπό τή μιά Ὁμολογία στήν ἄλλη, ἐνίοτε καί τό πέρασμα καί ἀπό ἄλλες θρησκεῖες. (Τά κίνητρα κρύβονται τίς περισσότερες φορές στήν ἀναζήτηση τύχης καί στήν ἀστυφιλία -δηλαδή ἀπομακρυνόμενος ὁ Ἀφρικανός ἀπό τό χωριό του χάνει τήν ἐπαφή του μέ ὅ, τι θεωροῦσε θεῖο καί ἱερό, τά ὁποῖα δροῦν στό χῶρο τοῦ χωριοῦ του μόνον- καί στίς προλήψεις καί δεισιδαιμονίες τῶν Ἀφρικανῶν καί ὄχι σέ φιλοσοφίζουσες καί θρησκευτικές ἀναζητήσεις τῆς ἀληθείας, ὅπως οἱ ἵδιοι θέλουν νά τά βαπτίζουν ὅταν συνομιλοῦν μέ ξένους στόν Ἀφρικανικό χῶρο).
- Δυστυχῶς ἀπό τό 1960 καί μέ τήν πολιτική τῶν κρατικοποιήσεων τοῦ Γκαμάλ Ἀμπντελ Νάσερ στήν Αἴγυπτο ἐπῆλθε ἡ ἀστραπιαία συρρίκνωση τοῦ κοσμοπολίτικου Ἑλληνισμοῦ τῆς Αἰγύπτου (ὁ ὁποῖος παρεπιπτόντως νά διευκρινήσουμε ὅτι εἶναι τόσο παλαιός ὅσο καί ἡ Αἴγυπτος), ἀκολούθησε ἡ συρρίκνωση καί τῶν λοιπῶν Βορειο-Αφρικανικῶν ἑλληνοφώνων Κοινοτήτων ἀπό ὅπου ἀντλοῦσε τό δυναμικό του τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
Ἀπαραίτητη διευκρίνηση∙ οἱ Ρωμιοί τῆς Αἰγύπτου ἦταν πολύγλωσσοι καί τό Πατριαρχεῖο ἔστελνε τά στελέχη του νά μορφωθοῦν Θεολογικῶς στήν περίφημη Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί τῶν Ἱεροσολύμων, διότι δέν ἦταν παράξενο ἐκεῖνες τίς ἐποχές ἕνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως νά γίνει Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί ἕνας Ἀντιοχείας νά γίνει Ἱεροσολύμων καί τἀνάπαλιν. Δηλαδή δέν εἴχαμε ἀκόμα φθάσει τήν ἐπαρχιωτική καί ἑλλαδοκεντρική ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς ἰθαγενείας.
Ἄν ἐρευνήσετε τήν ἀνάπτυξη τοῦ Ἱεραποστολικοῦ πνεύματος στόν Ἑλληνικό χῶρο τά τελευταῖα χρόνια θά διαπιστώσετε ὅτι «συγκυρίες καί συμπτώσεις» ὁδήγησαν ἀνθρώπους νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν Ἱεραποστολή στήν Ἀφρική. Στήν μετέμφυλιακή Ἑλλάδα οἱ ραγδαῖες πολιτικές ἐξελίξεις, δυστυχῶς, εἶχαν πάντα ἕναν ἀντίκτυπο καί στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο καί ἀνάλογες συνέπειες, συνήθως δυσμενεῖς. Ἔτσι, στελέχη μιᾶς συγκεκριμένης ἐκκλησιαστικῆς περιόδου, ὅταν οἱ ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἀλλάζει κρίνονται μή ἀναγκαῖα καί ἀπαλλάσονται ἀπό τά ἐκκλησιαστικά τους καθήκοντα στόν διοικητικό τομέα. Τότε ἀνακαλύπτουν τήν Ἱεραποστολή στή Μαύρη Ἤπειρο. Δέν θά ἐνταχθοῦν ποτέ ὁλοκληρωτικά καί καρδιακά στό δυναμικό τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας γιά λόγους γοήτρου θά λέγαμε (σύμφωνα με τά δικά τους πιστεύω τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας χρησίμευε ἐκεῖνες τίς ἐποχές ὡς ὁ «κάλαθος τῶν ἀχρήστων» γιά τούς διωγμένους κληρικούς, κυρίως γιά ἠθικά καί κατά τό δή λεγόμενον «θανάσιμα» παραπτώματα καί ὄχι κατά τήν πατερική ὁρολογία «πτώσεις», ἀπό ὅπου μπορεῖ νά ὑπάρξει καί ἀνάνηψις).
Πρέπει νά συνυπολογίζετε, ἐπίσης, ὅτι ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μερίδα Ἱεραποστόλων, οἱ ὁποῖοι θέλουν καί αὐτοί μέ τή σειρά τους νά ὑποβαθμίσουν καί νά ἐκμηδενίσουν τίς Ἱεραποστολικές δραστηριότητες τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γιά προσωπικές τους ἐπιδιώξεις κατέβηκαν στήν Ἀφρική καί ἐπειδή ἔκριναν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνέπτυσσε «οἰκουμενιστική» δράση καί προσέγγιζε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀνέπτυξαν ἱεραποστολική δράση μέ ἀσυνήθιστα ἐθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Αὐτό τό ἔκαναν χωρίς καμιά γνώση καί ἐνίοτε χωρίς διάθεση γνώσεως τοῦ ἀντικειμένου τοῦ Ἀποστολικοῦ ἔργου, χωρίς γνώση τῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας, παραθεωρώντας τήν Ἀφρικανική ἰδιομορφία καί ἰδιοσυγκρασία. Ἔτσι, ὅταν βλέπετε σέ διάφορα ἱεραποστολικά περιοδικά πηχυαίους τίτλους «ὁ πρωτοπόρος της ἱεραποστολῆς», «ὁ ἅγιος τῆς Ἀφρικῆς» κλπ, ἄς κρατᾶτε μικρό καλάθι, διότι στόν κόπο τόν μόχθο καί τήν θυσία πολλῶν ἀφανῶν καί ἀγνώστων καί, ἐν πολλοῖς, ἀνωνύμων στηρίχτηκε ὅ, τι αὐτοί παρουσίασαν σάν προσωπικό ἄθλο μέσα σέ ἕνα χάος καί ἕνα ἀπόλυτο μηδέν.
Ὅλα αὐτά βέβαια σέ ἀντίθεση μέ τίς γειτνιάζουσες ἱεραποστολές ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες «ἔχουν πάθει κι ἔχουν μάθει» στόν Ἀφρικανικό καί ὄχι μόνον χῶρο καί εἶναι συστηματικά ὀργανωμένες διαθέτωντας ἀπέραντα ἀρχεῖα αἰώνων ἱεραποστολικῶν δραστηριοτήτων σέ κάθε εἴδους πολιτισμικά περιβάλλοντα, στή διάθεση μεγάλων Πανεπιστημιακῶν Κοινοτήτων εἰδικευμένων στό ἀντικείμενο τῆς Ἱεραποστολῆς, δηλαδή στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖες πέραν τῶν ἱστορικῶν καί ἑρμηνευτικῶν γνώσεων μελετοῦν συστηματικά τή «θεολογία» πού παράγεται στίς ἱεραποστολικές ἐκκλησιαστικές Κοινότητες, πρᾶγμα ὑψίστης σημασίας καί ἀπολύτως ἀπαραίτητο γιά τήν αὐτοκριτική τῆς κάθε ἱεραποστολικῆς προσπάθειας.
Τί ἐννοῶ; Εἶμαι ἱεραπόστολος, κηρύττω τό Εὐαγγέλιο, κατηχῶ τόν λαό, κατηχῶ κατηχητές ἀπό τούς ὁποίους θά ἐπιλέξω συνεργάτες γιά ἱερεῖς καί διακόνους δηλαδή γιά ἱεραποστόλους. Ἀπό τό πῶς θά μιλήσουν αὐτοί περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς συμπατριῶτες τους (οἱ ὁποῖοι ἐκ τῶν πραγμάτων ἔχουν πραγματοποιήσει τήν «πρώτη προσαρμογή» τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στίς δικές τους διανοητικές, ἀφομοιωτικές καί μαθησιακές δυνατότητες) παράγεται «θεολογία», ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι Ὀρθόδοξη μπορεῖ ὅμως καί νά μήν εἶναι Ὀρθόδοξη. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας πραγματοποιεῖ αὐτήν τή στιγμή μιά τεράστια προσπάθεια στόν χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς οὐσιαστικά μέ ἐργάτες οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑπ᾽ ὅψιν τους ἤ υἱοθετοῦν μιά γλυκανάλατη ρομαντική ἰδέα περί ἱεραποστολῆς, ὅπως δόθηκε κάποτε καί ἀπό τόν χῶρο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τό φάσμα τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν πρός ἄγραν νέων ἱεραποστόλων καί πόρων. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν καί σκεπτόμενοι καί προβληματιζόμενοι ἀνάμεσά τους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τό ἀτελέσφορο αὐτῶν τῶν στοιχείων στήν Ἱεραποστολή ἀλλά τά ἀποδέχονται διότι οἱ «πόροι» οἱ «λογίες» προέρχονται ἀπό ἕναν συντηρητικό χῶρο ὁ ὁποῖος τά υἱοθετεῖ καί τά προβάλλει, ἐνίοτε δέ τά ἐπιβάλλει.
Ἐάν κάποιος μελετήσει τήν πολιτική τόν Ἀποικιοκρατῶν ἀπό τό 1940 ὅπου ἀρχίζουν νά ἐφαρμόζονται στήν Ἀφρική ἐπιλεκτικά οἱ ἰδέες τῆς Κοινοπολιτείας θά δεῖ ἕναν ὑπόγειο καί, ἐν πρῶτοις, ἀφανῆ καί ἀνεπίσημο ἀλλά τεράστιο, κοινωνικό, πολιτικό καί πολιτισμικό διαμελισμό τῆς Ἀφρικῆς. Δηλαδή, τήν δημιουργία μιᾶς Ἀφρικῆς δύο ταχυτήτων πού βασίστηκε σέ παραθεώρηση τῶν ἀρχεγόνων πατριαρχικῶν δομῶν, τῶν φυλῶν καί τῶν Κοινοτήτων συνυπάρξεως καί στήν ἔμφαση τῆς ἀναπτύξεως καί συμπορεύσεως τῶν Ἀφρικανικῶν Κρατῶν μέ τήν παγκόσμια Κοινότητα. Δέν θά ὑπεισέλθω σέ πολιτικές λεπτομέρειες τό πῶς, δηλαδή, ἡ ἀνάγκη νά συνεχιστεῖ ἡ ἐκμετάλλευση βαπτιζόταν «αὔξηση τῆς μετριοπαθείας» ἀπό τούς ἀποικιοκράτες καί τό πῶς αὐτή δημιουργοῦσε ὀπαδούς καί ὑποστηρικτές σέ προνομιοῦχες πολιτικές ὁμάδες τῶν ἀστικῶν κέντρων. Δέν θά ἀναφερθῶ, ἐπίσης, στό ὅτι οἱ ἀποικιοκρατικές διοικήσεις προωθοῦσαν καί εὐνοοῦσαν σκανδαλωδῶς πρόσωπα τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν διαφόρων ἱεραποστολῶν. Θά σταθῶ στή δημιουργία Μεσσιανικῶν φυλετικῶν κινημάτων μέ ἀπίθανη ἀνάμιξη τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας μέ πρωτογονικές θεωρίες μαγείας, θεραπειῶν, ἐντοπισμό τῶν κακῶν πνευμάτων καί ἐπικρατήσεως ἐπί τῶν ἀντιπάλων προνομιοῦχων φυλῶν.
Τά κινήματα αὐτά ἔπαιξαν καί παίζουν μέχρι σήμερα ἕναν τεράστιο κοινωνικό καί θρησκευτικό ρόλο στίς διάφορες Ἀφρικανικές κοινωνίες, ἐφόσον πολλά ἀπό αὐτά, ἄν καί ἀρχικά διώχθηκαν, ἀργότερα ἀναγνωρίστηκαν ἐπίσημα σάν «Ἐκκλησίες».
Ἀς ἀναφέρω μερικά παραδείγματα, τά ὁποῖα εἶναι χαρακτηριστικά.
Α. Στό Βελγικό Κονγκό ὑπῆρξε ἕνα Χριστιανικό Μεσσιανικό Κίνημα, τό ὁποῖο ἄν καί κατεστάλη βιαίως τό 1921, ἐντούτοις ἀναζωπυρώθηκε μετά 1947 καί σήμερα ἀποτελεῖ ἀνεξάρτητη «Ἐκκλησία». Πρόκειται γιά τό κίνημα τοῦ Σιμόν Κιμπάνγκου, ὁ ὁποῖος ἀνδρώθηκε μέσα στις Προτεσταντικές ἱεραποστολές καί αὐτοανακηρύχθηκε ἀρχικά Θεραπευτής, ἀποκτώντας χιλιάδες ὀπαδούς. Ἕνας γιός του καί κάποιοι μορφωμένοι ὀπαδοί του κατέλαβαν δημόσιες θέσεις κοντά σέ ὑψηλους ἀξιωματούχους τοῦ Κράτους καί μέ μυστικό τρόπο κατάφεραν νά μείνει τό κίνημα ζωντανό καί μετά τό θάνατο τοῦ ἡγέτη τους. Ὁ Κιμπαγκουισμός ἔδινε ἔμφαση στην θεραπεία καί συνδυάζοντας τόν Χριστιανισμό μέ τήν αἴσθηση τῆς μοναδικότητος τῆς φυλῆς τῶν Μπανκόνγκο . Τό κίνημα ἐξαπλώθηκε καί δημιούργησε «Ἐκκλησίες»» τῶν κατακομβῶν ἀμφισβητώντας τή σημασία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄς τό ἐχουμε ὑπ’ ὅψιν μας σάν ἕνα ἀποτέλεσμα, τό ὁποῖο μπορεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή νά προκύψει καί ἀπό τίς δικές μας προσπάθειες. Καί βέβαια τό κίνημα αὐτό παραμένει ἄγνωστο στήν πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Β. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας δέχθηκε στούς κόλπους Του τή δεκαετία τοῦ ‘70 ὁμάδες ἀπό Σκωτικές Ἀγγλικανικές Ἱεραποστολές στήν Κένυα μέλη τῆς μεγάλης φυλῆς τῶν Κικούγιου. Οἱ ὁμάδες αὐτές δήλωσαν ὅτι ἀναζητοῦσαν μιά Ἐκκλησία παραδοσιακή (δηλαδή πού σέβεται τήν Παράδοση) καί βέβαια τό γεγονός κολάκευσε τούς ἀνθρώπους τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, οἱ ὁποῖοι τό θεώρησαν ὡς νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέχθηκαν σχεδόν ὅλη τή φυλή χειροτονώντας Ἐπίσκοπο τόν ἀρχηγό τους καί ἥρωα τῆς ἐπαναστάσως τῶν «Μάου- Μάου», γνωστή μόνο γιά τήν βαρβαρότητά της στόν Εὐρωπαϊκό κόσμο καί τήν βίαιη καταστολή της.
Μετά ἀπό χρόνια ὅμως, κατάλαβαν τό βαθύτερο αἴτιο τῆς προσχωρήσεως τῶν Κικούγιου στήν Ὀρθοδοξία. Οἱ Κικούγιου διεφώνησαν μέ τήν Ἀγγλικανική Ἐκκλησία, ὅταν οἱ Ἀγγλικανοί Ἱεραπόστολοι ἔμαθαν ὅτι καί οἱ Χριστιανοί ἐξασκοῦσαν τήν πολυγαμία καί τήν κλειτοριδεκτομή τῶν κοριτσιῶν τῆς φυλῆς τους. Ἔτσι, ἡ ἀναζήτηση τῆς Ἐκκλησία πού σέβεται τήν παράδοση μετεφράζετο ἀπό τούς Κικούγιου σέ σεβασμό τῆς Ἐκκλησίας στίς δικές τους παραδόσεις. Βεβαίως, ἐπῆλθε βίαιο σχίσμα μέ καταστροφικές ἐπιπτώσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή, ἐφ’ ὅσον οἱ Κικούγιου ἄρπαξαν Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ἐπετίθεντο σέ ὅσους κληρικούς παρέμεναν πιστοί στό Πατριαρχεῖο.
Τό σημαντικό εἶναι ὅμως, ὅτι τό Κίνημα καί ἡ ἐπανάσταση τῶν «Μάου- Μάου» εἶχε δηλώσει τήν παρουσία του καί εἶχε πάντα στά πιστεύω του τήν βίαιη ἀνακατάληψη τῆς γῆς πού κατεῖχαν Λευκοί καί προνομιοῦχοι Ἀφρικανοί ἄλλων φυλῶν καί τή δημιουργία ἀνεξάρτητης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πού θά ὑποστηρίζει τίς παραδόσεις τους. Μετά ἀπό χρόνια τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας μέ μιά συντριπτική πλειονοψηφία Ἐπισκόπων, πού ἀγνοοῦσε παντελῶς τό θέμα λόγῳ ἡλικίας, ἀδυναμίας νά κατανοηθεῖ ἡ πολυπλοκότης τοῦ θέματος καί ἀγνωσίας, δέχθηκε τούς ἀποσχισθέντες καί συνεχώρησε καί ἀπεκατέστησε τούς πρωτεργάτες τοῦ σχίσματος, χωρίς νά ἐξετάσει ὑπό ποία πολιτική καί κοινωνική μορφή ὑπάρχει τό κίνημα καί οἱ ἰδέες τῶν «Μάου- Μάου» σήμερα καί ποιές εἶναι οἱ προπτικές του στήν σύγχρονη Κένυα.
Ἐπιπροσθέτως, νά παρατηρήσουμε ὅτι στήν ἐπαρχιακή κεντρική Κένυα εἰδικά, ἤκμασαν ἀνεξάρτητες χριστιανικές «Ἐκκλησίες» καί ὁρισμένοι προφῆτες τῶν Κικούγιου λατρεύονταν (καί λατρεύονται μέχρι σήμερα) ἐπειδή ἔδειχναν τόν δρόμο πρός μιά νέα τάξη πραγμάτων, συνδυάζοντας Μεσσιανικά ὁράματα μέ μιά εὐαισθησία καί ἔκφραση πού ἀνήκει καί ἑρμηνεύεται ἀποκλειστικά ἀπό τούς Κικούγιου.
Γ. Σέ ἄλλα μέρη τοῦ Κονγκό, ἰδίως στήν περιοχή τῶν χαλκορυχείων (σταυροδρόμι μεταναστῶν ἐργατῶν) καί σέ μέρη τῆς τότε Βρετανικῆς Ροδεσίας ἄνθισε τό κίνημα Κιταγουάλα, παρακλάδι τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, πού εὐαγγελιζόταν ἕνα Μεσσιανικό χριστιανικό ὅραμα καί, συγχρόνως, προσαρμόστηκε στίς διάφορες τοπικές θρησκευτικές πρακτικές κάθε περιοχῆς, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἐντοπισμοῦ τοῦ κακοῦ στά ὅσα ἔκαναν μάγοι καί μάγισσες. Θεωροῦσαν ὅτι τό καλό θά ἔλθει ἀπ’ έξω μέ μορφή Ἀφροαμερικανῶν πού θά σάρωναν τήν Ἀφρική μέ ἀεροπλάνα καί θά ἔδιωχναν τούς λευκούς.
Δ. Τό κίνημα τῆς Μάϊ Τσάζα, μιᾶς γυναίκας πού ἑστίαζε στή θεραπεία καί δημιούργησε μιά Κοινότητα πιστῶν της μέ ἕνα μεῖγμα χριστιανικῶν καί καί ἰθαγενῶν πεποιθήσεων περί ἠθικότητος καί συλλογικότητος. Σέ μεγάλες περιοχές τῆς Ροδεσίας καί τοῦ Κονγκό ὑπῆρχαν κατάσπαρτοι βωμοί τοῦ κινήματος.
Ἑκατοντάδες χριστιανικά κινήματα πνευματοληψίας, ὁραμάτων καί ἀποκαλύψεων εἶναι ἐνεργά μέχρι σήμερα καί ἀγνοοῦνται συστηματικά ἀπό ὅσους Ὀρθοδόξους ἐργάζονται στήν Ἀφρική, θεωρώντας ὅτι ἡ ἐμβέλειά τους εἶναι ἀκίνδυνη γιά τή θρησκευτική ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὐσιαστικά, αὐτό πού ζεῖ σήμερα ἡ χριστιανική Ἀφρική εἶναι ἕνας σφοδρός συγκρητισμός, ὁ ὁποῖος κρατιέται ὑπόγειος καί ἀφανής ἀπό τά μάτια τῶν Ἱεραποστόλων ὅμως, ὑπάρχει σάν ἕνα ὑπόγειο ποτάμι πού ἔχει τή δύναμη νά σαρώσει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τά πάντα. Τό ἵδιο ὑπάρχει καί στό Ἀφρικανικό Ἰσλάμ, τό ὁποῖο πάσχει ἀπό Ἀφρικανικές ἑρμηνεῖες τοῦ Κορανίου, οἱ ὁποῖες δέν λαμβάνουν ὑπ’ ὅψιν τους τήν κλασσική ἑρμηνεία τῶν Χαντίθ, ἀπειλώντας τήν ἑνότητα καί δημιουργώντας ριζοσπαστικά συντηρητικά κινήματα.
Μέσα ἀπό αὐτές τίς ἐλάχιστες παρατηρήσεις πιστεύω ὅτι τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καλεῖται νά ἀναθεωρήσει ριζικά τόν τρόπο ἐξασκήσεως τοῦ Ἱεραποστολικοῦ ἔργου καί νά καταστρώσει σχέδια ἐπί τῶν πραγματικῶν προβλημάτων τῆς μεταδόσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τή βαθιά ἀνάλυση τῆς πραγματικῆς καί ὄχι ὀνειρικῆς συστάσεως τοῦ ἐδάφους τῆς Ἀφρικῆς. Ὅλα αὐτά ὅμως γιά νά γίνουν χρειάζονται τή βοήθεια καί τή διεισδυτικότητα τῆς Πανεπιστημιακῆς Θεολογικῆς Κοινότητος, ἡ ὁποία, μᾶλλον, ἐκπέμπει σέ διαφορετική συχνότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου