Διακόνου Μιχαήλ Νικολάου, Θεολόγου
(Ἑβρ. στ΄, 13-20)
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα στή Θεία Λειτουργία προέρχονται ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Στό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐνισχύει καί στηρίζει τούς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς, Χριστιανούς ἐξ Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι φαίνεται ὅτι ἀντιμετώπιζαν κοινωνικό διωγμό ἀπό τούς πρώην ὁμοθρήσκους τους, νά ἔχουν πίστη καί ἐλπίδα στόν Θεό καί τίς ὑποσχέσεις του. Τούς ἐνθαρρύνει νά ἔχουν ἀταλάντευτη τήν πεποίθηση ὅτι ὅσα ὁ Θεός τούς ἔχει ὑποσχεθεῖ θά πραγματοποιηθοῦν. Ἔτσι θά ἀποφύγουν νά περιπέσουν σέ ἀμέλεια καί θά γίνουν μιμητές ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μέ τήν πίστη καί τήν ὑπομονή πού ἐπέδειξαν κληρονόμησαν ὅσα τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά νά πείσει στό θέμα αὐτό τούς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς του, ἀλλά καί ὅλους μας, ἐπέλεξε ἕνα, ἀπό τά πολλά περιστατικά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἀποδεικνύει ὁλοφάνερα ὅτι ὁ Θεός ἐκπληρώνει ὅλες τίς ὑποσχέσεις Του. Μᾶς μεταφέρει στή συγκλονιστική ἐκείνη στιγμή πού ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη ὑποσχέθηκε διάφορες εὐλογίες στόν Ἀβραάμ καί μάλιστα δέχθηκε ἔνορκη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, λέγοντάς του: Θά σέ εὐλογήσω πλούσια καί θά σοῦ δώσω πάρα πολλούς ἀπογόνους. Καί ὁ Ἀβραάμ, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ ὑπόσχεση αὐτή ἦταν ἀδύνατο νά πραγματοποιηθεῖ ἀνθρωπίνως καί ὅλα φαίνονταν οὐτοπικά καί ἀντίξοα, ὁ ἴδιος τήν ἀποδέχθηκε καί περίμενε ὑπομονετικά, μέ μακροθυμία καί ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή πάρα πολλά χρόνια, πετυχαίνοντας τήν ἐκπλήρωσή της, χωρίς νά χάνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα του. Ἔτσι ἀπέκτησε τελικά παιδί ἀπό τή στείρα γυναῖκα του Σάρρα, τόν Ἰσαάκ. Κι ἀπ’ αὐτόν πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σέ μεγάλο ἔθνος.
Οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δέν δόθηκαν μόνο στόν Ἀβραάμ καί στούς ἀπογόνους του, τούς Ἰσραηλῖτες, ἀλλά καί στόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία, σ’ ὅλους δηλαδή τούς Χριστιανούς. Ὅλοι, λοιπόν, οἱ πιστοί πού θά κληρονομήσουμε τίς θεῖες ἐπαγγελίες νά ἔχουμε τή βεβαιότητα καί τήν ἐλπίδα ὅτι ὅσα μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός δέν τά ἀναιρεῖ, ἀλλά θά τά πραγματοποιήσει.
Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ὑποσχέσεις, ἀλλά δέν τίς ἐκπληρώνουμε, εἴτε γιατί τίς ξεχνοῦμε, εἴτε γιατί ἀδυνατοῦμε γιά κάποιους σοβαρούς λόγους, εἴτε γιατί βλέπουμε ὅτι εἶναι ἐνάντια στά συμφέροντά μας καί κάνουμε τό πᾶν νά μήν ἐκπληρώσουμε αὐτά πού ὑποσχεθήκαμε. Ὁ Θεός ὅμως, εἶναι πάντα συνεπής στίς ὑποσχέσεις του. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν ἐκπληρώσει στό ἀκέραιο ὅλα ὅσα ἔχει ὑποσχεθεῖ. Στόν Θεό δέν ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες· ὁ Θεός οὔτε ξεχνᾶ, οὔτε ἀδυνατεῖ νά κάνει κάτι ἀφοῦ εἶναι Παντοδύναμος. Μᾶς ἀφήνει, βέβαια, νά περιμένουμε καί νά δοκιμαζόμαστε. Αὐτή ἡ περίοδος τῆς προσμονῆς μας φαίνεται συχνά πώς εἶναι ἕνα μαρτύριο. Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά φέρει στή ζωή μας αὐτό πού ποθοῦμε, κι ἀντί γιά ἀπάντηση κάποιες φορές τά πράγματα γίνονται χειρότερα. Καί αὐτό διότι κατά τήν περίοδο τῆς προσμονῆς ἐξαγιαζόμαστε, πλουτίζουμε σέ ἀρετές. Μαθαίνουμε νά ἐξαρτιόμαστε ἀπό τόν Θεό. Κάποτε φαίνεται ὅτι ὁ Θεός ἀργεῖ πολύ, κι ἐμεῖς κουραζόμαστε. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἀργεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερες εὐλογίες μᾶς ἑτοιμάζει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά πιστεύουμε, νά ἐλπίζουμε, νά περιμένουμε καί νά προσευχόμαστε.
Αὐτήν τήν ἐλπίδα μας πρός τόν Κύριο ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν παρομοιάζει μέ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως τό πλοῖο σταθεροποιεῖται στή θέση του στό λιμάνι καί δέν παρασύρεται ἀπό τούς δυνατούς ἀνέμους, τά πελώρια κύματα καί τήν τρικυμία, ρίχνοντας τήν ἄγκυρά του στόν βυθό πού εἶναι σταθερός καί ἀμετακίνητος. Καί ὅσο καί ἄν τό κτυποῦν οἱ ἄνεμοι δέν πρόκειται νά τό μετακινήσουν. Τό ἴδιο καί στή δική μας τή ζωή, ὅ,τι εἶναι γιά τό πλοῖο ἡ ἄγκυρα, γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς εἶναι ἡ ἐλπίδα. Ἡ ζωή μας μοιάζει μέ ἕνα ταξίδι στή θάλασσα. Πολλές φορές μᾶς κτυποῦν οἱ τρικυμίες τῶν θλίψεων, οἱ ἀνεμοθύελλες τῶν πειρασμῶν, συναντᾶμε διωγμούς καί ποικίλα ἐμπόδια. Παράλληλα, ὁ αἰώνιος ἐχθρός μας καιροφυλακτεῖ νά βουλιάξει τό πλοιάριο τῆς ζωῆς μας πού κατευθύνεται στό λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς παλεύουμε, ἀντιστεκόμαστε καί προχωροῦμε. Ἡ ἐλπίδα καί ἡ πίστη στήν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους ἐπειδή εἶναι ἀμετακίνητη. Μᾶς προφυλάσσει ἀπό ἀμφιβολίες καί παλινδρομήσεις, καί ἀπό τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό καί δέν ἀπογοητευόμαστε, ἀλλά προχωροῦμε τήν πορεία τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα. Κι αὐτό διότι ἔχουμε ἀγκυροβολημένη τήν ἐλπίδα μας ὄχι στή θάλασσα, ἀλλά στόν οὐρανό.
Ὅλη μας τή ζωή καί τήν ἐλπίδα μας τήν ἔχουμε ἐμπιστευθεῖ στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ ἐλπίδα ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «Χριστός Ἰησοῦς ἡ ἐλπίς ἡμῶν» (Α΄ Τιμ. 1,1). «Δόξα σοι ὁ Θεός ἡ ἐλπίς ἡμῶν», λέμε στήν ἀπόλυση κάθε ἀκολουθίας. Αὐτός μόνο μᾶς ἀπομένει στό ταξίδι τῆς ζωῆς ἀμετακίνητος σύντροφος καί συμπαραστάτης. Εἶναι ἡ ἐλπίδα πού δυναμώνει τήν πνευματική μας ζωή καί τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ὁ ἄνθρωπος πού χάνει τήν ἐλπίδα του, ἡ δυστυχία καί ἡ μοναξιά γίνονται οἱ μόνιμοι σύντροφοί του καί στή ζωή του ἀπουσιάζει κάθε ἔννοια πίστης καί ἀγάπης. Ὅταν ἡ ἐλπίδα μας εἶναι «ζῶσα» (Α΄ Πετρ. 1,3), τότε γίνεται μέσα μας πηγή ὑπομονῆς καί θάρρους. Ὁ ἄνθρωπος πού ἐλπίζει στόν Θεό δέν κάμπτεται μπροστά στίς δυσκολίες καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, μένει ἀταλάντευτα προσηλωμένος στόν Χριστό. Ἐναποθέτει τήν ἐλπίδα του στόν Χριστό καί ἐπικαλεῖται τή βοήθειά του μέ πίστη καί ὑπομονή.
Ἄς κρατήσουμε, λοιπόν, σταθερή τήν ἐλπίδα μας καί σ’ αὐτήν νά μένουμε προσηλωμένοι. Διότι ὅπως τονίζει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος «Διά γάρ τῆς ἐλπίδος ἤδη ἐν τῷ οὐρανῷ ἐσμέν». Βρισκόμαστε ἀκόμα στή γῆ κι ὅμως μέ τήν ἐλπίδα βρισκόμαστε καί στόν οὐρανό. (Εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή, Ε.Π.Ε. 24,476).
*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 60 (Ιανουάριος – Απρίλιος 2025), σελ. 10-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου