Μνήμη Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΝΤΩΝΑΡΑΚΗΣ, ΔΑΝΙΗΛ ΣΑΧΑΣ, π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΣ ...73
Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος (1929-2025) ...92
Τὸ Βιβλίο ...99
Οἱ συνεργάτες τοῦ 173ου τεύχους ...108
Ἐαρινὰ ποικίλα (Προλογικό 173ου τεύχους)
Ἡ ἄνοιξη ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνατέλλει πιὰ τὸ ὑπεσχημένο – μιὰ γλύκα τὴν ὁποία ποθεῖ ἡ χειμαζόμενη ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἐλπίδας ἡ ὁποία, ὄντας ἀπὸ τὴ φύση της μακρινή, πλέον ξεμυτίζει, σὰν ἐαρινὸ ἀεράκι ποὺ θωπεύει τὶς παρειὲς καὶ δὲν τὶς μαστιγώνει.
Μοιάζει μὲ ἀτέρμονα κυκλικὴ κίνηση καὶ ἐπαναφορὰ αὐτό, μὰ στὴν χριστιανικὴ συνείδηση εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἐπανερχόμενη ὑπενθύμιση γιὰ μία κίνηση διόλου κυκλική: γιὰ μιὰ πορεία πρὸς τὸ ὁλοκαίνουργιο, ποὺ ξεμυτίζει τώρα, μὰ ποὺ δὲν θὰ ἔχει ἐν τέλει δύση. Ἡ ὑπόσχεση αὐτοῦ ποὺ οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Κύριό τους, εἶναι ὅτι ὅλα θὰ γίνουν καινούργια, ὄχι λόγω μιᾶς φυσιοκρατικῆς ἐντελέχειας, ἀλλὰ μὲ τὴν πράξη τοῦ ἐργαζόμενου Θεοῦ (Ἀποκ. 21:5) καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ δέχονται νὰ γίνουν συνεργοί του (1 Κορ. 3:9). Τῶν ἀνθρώπων δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι διεμβολίζουν καί τὴν χειμωνιὰ καί τὸν καύσωνα μὲ ἐαρινὲς πνοές.
Εἶναι σὰν αὐτὸ ποὺ μὲ γλώσσα μυθιστορηματικὴ ἔχει πεῖ ὁ Ἴταλο Καλβίνο στὶς περίφημες Ἀόρατες πόλεις του, στὴν ἀλληγορικὴ δηλαδὴ ἐκζήτηση τῆς οὐτοπίας μέσα στὴν καθημερινότητα ποὺ συχνὰ μοιάζει μὲ κόλαση:
«Εἶπε [ὁ Μέγας Χάν]: “Ὅλα εἶναι ἀνώφελα, ἂν ὁ τόπος τῆς τελικῆς ἄφιξης δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ κολασμένη πόλη, κι εἶναι ἐκεῖ ποὺ μᾶς τραβάει τὸ ρεῦμα, μὲ κύκλους ποὺ ὅλο καὶ στενεύουν”.
Καὶ ὁ [Μάρκο] Πόλο: “Ἡ κόλαση τῶν ζωντανῶν δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ὑπάρξει· ἂν ὑπάρχει μία, εἶναι αὐτὴ ποὺ βρίσκεται ἤδη ἐδῶ, ἡ κόλαση ποὺ κατοικοῦμε κάθε μέρα, ποὺ φτιάχνουμε μὲ τὸ νὰ ζοῦμε μαζί. Δύο τρόποι ὑπάρχουν γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὸ μαρτύριό της. Ὁ πρῶτος εἶναι εὔκολος σὲ πολλούς: δέξου τὴν κόλαση καὶ γίνε μέρος της ἔτσι ποὺ νὰ μὴν τὴ βλέπεις πιά. Ὁ δεύτερος εἶναι ἐπικίνδυνος καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση καὶ γνώση: ψάξε καὶ μάθε ν’ ἀναγνωρίζεις ποιός καὶ τί, στὴ μέση τῆς κόλασης δὲν εἶναι κόλαση, κι αὐτὰ κάνε νὰ διαρκέσουν, δῶσ’ τους χρόνο”».
Ἁπλῶς, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἀκόμη κι ὁ πολὺς χρόνος δὲν ἀρκεῖ, ἂν ἡ ἄνοιξη (ἡ μή-κόλαση στὴ μέση τῆς κόλασης) δὲν ἀφορᾶ τὴν πορεία πρὸς ἐκεῖνο τὸ ὁλοκαίνουργιο ποὺ δὲν θὰ ἔχει ἐν τέλει δύση. Καὶ αὐτὴ ἡ πορεία εἶναι ἔμπονος βηματισμός: γιὰ νὰ δεξιωθεῖς τὴν ἐλπίδα χρειάζεται νὰ διακινδυνεύσεις νέο βῆμα, μὰ ὄχι ὅ,τι βῆμα νά ’ναι. Ἂν αὐτὸ ποὺ πάει νὰ ρηγματώσει τὴν κόλαση δὲν εἶναι μία ἀγάπη κραταιότερη ἀπὸ τὸν θάνατο, τότε ἡ μὲν ρηγμάτωση θὰ εἶναι μονάχα μιὰ δρόσος φευγαλέα, ἡ δὲ κόλαση ἐν τέλει θὰ κάνει κάρβουνο καὶ τὴν ἐλπίδα.
Τὸ τεῦχος αὐτὸ δὲν εἶναι ἀφιέρωμα στὴν ἄνοιξη. Εἶναι τεῦχος ποικίλης θεματικῆς, τὰ κείμενα τοῦ ὁποίου τὰ συνέχει ἡ ἐαρινὴ ἀλληγορία μὲ τὴν ὁποία ξεκίνησε τὸ παρὸν σημείωμα. Τὰ συνέχει δηλαδὴ ἡ ἔγνοια γιὰ τὴν δεξίωση τῆς γλύκας τὴν ὁποία ποθεῖ ἡ χειμαζόμενη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καταμεσῆς στὶς πικρίλες τοῦ σήμερα.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ π. Βασίλειος Ἀργυριάδης σχολιάζοντας τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἀναδεικνύει τὴν εἴσοδο τοῦ ἀλλιώτικου χρόνου (τοῦ χρόνου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ) στὸ σήμερα. Κατόπιν τρία κείμενα συζητοῦν γιὰ τὴν ἐλπίδα μὲ περιπτώσεις λογοτεχνίας (ὁ Μάνος Καβίδας γράφει γιὰ τὸν Ἀλμπὲρ Καμύ) καὶ κινηματογράφου (ἡ Χριστίνα Παπαθέου γράφει γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Ἀντρέι Ταρκόφσκι καὶ ὁ Γιάννη Βογιατζὴς γιὰ τὴν ταινία «Τὸ δεῖπνο τῆς Μπαμπὲτ» τοῦ Γκάμπριελ Ἄξελ).
Ἀκολουθοῦν τέσσερα κείμενα ποὺ καταπιάνονται μὲ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀφοροῦν ὄχι μόνο συζητήσεις, ἀλλὰ καὶ ἀντιπαραθέσεις. Ὁ π. Παῦλος Κουμαριανὸς ἐπισημαίνει ἀστοχίες ποὺ ἔχουν παρεισφρήσει καὶ καθιερωθεῖ στὰ λειτουργικὰ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.Ὁ Γιῶργος Σταυρόπουλος-Γιουσπάζογλου ρίχνει φῶς στὴν θέση τὴν ὁποία ἔχει στὴν ἐκκλησιαστικὴ διαχρονία ὁ (πολὺ ἀμφιλεγόμενος στὴν σύγχρονη θεολογικὴ γραμματεία) ἱερὸς Αὐγουστίνος. Ὁ Γεώργιος Δημακόπουλος θέτει ἔντονα ἐρωτηματικὰ στὴν διαδεδομένη βεβαιότητα ὅτι οἱ ἀπαντήσεις σὲ τρέχοντα ζητήματα βρίσκονται στὴν βυζαντινὴ πραγματικότητα. Ὁ δὲ Ἀπόστολος Ἀποστολίδης ἐξετάζει τοὺς ὅρους καὶ τὶς διαστάσεις τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη.
Τὸ τεῦχος κλείνει μὲ σελίδες ἀφιερωμένες στὸν τελευταῖο τῶν Νεστόρων τῆς Σύναξης: Στὸν Γιάννη Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος ἔφυγε τὸν περασμένο Ἰούνιο ἀναπνέοντας μέχρι τὸ πολυχρονεμένο τέλος τῆς ἐπίγειας διαδρομῆς του αὔρα ἐαρινή (γράφουν γιὰ τὴν ἐμπειρία τους ἀπὸ τὴ σχέση τους μαζί του οἱ Θανάσης Παπαθανασίου, Στέλιος Ἀντωναράκης, Δανιὴλ Σαχὰς καὶ π. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος).
Σὰν νὰ λέμε, μὲ ὅλα αὐτά, νὰ στήσουμε αὐτὶ στὴν Εὔα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀδὰμ διὰ γραφίδος Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ:
«Ἐμπιστέψου ἀπόλυτα στῆς γυναίκας σου, ἄντρα, τὰ λόγια, / γιατὶ δὲν θὰ σὲ συμβουλέψω πάλι πράγματα ποὺ δίνουν πίκρες. / Τὰ παλιὰ πιὰ περάσανε, / κι ὅλα νέα τὰ ἔκαμε τῆς Μαρίας ὁ Γιός, ὁ Χριστός. / Τὴ δροσιά Του ὀσφράνσου καὶ ἀμέσως λουλούδιασε, / σὰν τὸ στάχυ ξεπρόβαλε, γιατὶ Ἄνοιξη σ’ ἔπιασε· / ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει σὰν αὔρα γλυκειά. / Νὰ ἀποφύγεις προσπάθησε τὸν ἀφόρητο καύσωνα στὸν ὁποῖο βρισκόσουνα / καὶ ἐμπρὸς ἀκολούθα με στὴ Μαρία νὰ πᾶμε…».
Θ.Ν.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου