Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
-Καλημέρα γειτόνισσα, τι κάνεις;
Μήνυμα στο τηλέφωνο, γύρω στις 12.30 το
μεσημέρι.
Πόσο όμορφα ένιωσα, έχουν περάσει πάνω
από 10 χρόνια αφότου είχα «γειτόνισσα».
-Μια χαρά είμαι. Ωραίο πρωινό, αν έχεις χρόνο και διάθεση, βγες να πάμε να
περπατήσουμε.
Η Ευγενία, ένας γλυκός και όμορφος
άνθρωπος ήταν η νέα μου γειτόνισσα,
ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Δέσαμε από την πρώτη στιγμή.
Δεν έχασε χρόνο, βγήκε και ξεκινήσαμε αμέριμνες για τη βόλτα μας.
Της έλεγα πόσο χαρούμενη είμαι που επί τέλους,
όχι μόνο έχω γειτόνισσα, αλλά Ελληνίδα και άνθρωπο ζεστό κι φιλικό. Το ίδιο
ένιωθε κι εκείνη για μένα. Καινούρια στην
περιοχή, δε γνώριζε κανέναν.
Ήταν κάπου 6 μήνες εκεί αλλά δεν έτυχε
να γνωριστούμε. Όμως, εντελώς τυχαία, φρόντισε η Μαίρη που ήταν ήδη φίλη μου. Όταν
καταφέραμε να ορίσουμε ημέρα και ώρα για να βρεθούμε με τη Μαίρη, της έδωσα
οδηγίες πώς να έρθει στη γειτονιά μου που έχει αρκετές καφετέριες. Όταν άκουσε
τη διεύθυνση, μου λέει, αχ τι καλά, απέναντί σου μένει η Ευγενία η συννυφάδα
μου! Ε, αυτό ήταν! Αχώριστες πια και οι τρεις μολονότι η Μαίρη μένει σε άλλη
περιοχή, όχι μακριά από εμάς, αλλά οδηγεί, οπότε κανένα πρόβλημα!
Τελευταία
φορά που είχα Έλληνες γείτονες, ήταν ακριβώς 40 χρόνια πριν, τότε το 1985 που αγοράσαμε
το σπίτι.
Ήταν ένα νέο ζευγάρι, ο άνδρας
Ζακυνθινός και γιος φίλων. Κι αυτοί,
όμως, δεν έμειναν πολύ, 3 χρόνια αργότερα πούλησαν το σπίτι και αγόρασαν άλλο
πιο κοντά στις δουλειές τους.
Ασφαλώς υπήρχαν αρκετοί γείτονες, κυρίως
Αυστραλοί, Ιταλοί, Ουκρανοί, Εγγλέζοι, και Ιταλοί και κάμποσα σπίτια πιο πέρα,
προς το τέλος του δρόμου, ένα ανδρόγυνο, Έλληνες, με δυο αγόρια, πολύ καλά και ευγενικά παιδιά.
Συνεχίζουμε αμέριμνες τη βόλτα μας με
την Ευγενία.
Ξαφνικά διαπιστώνουμε, ότι ένα ακόμα
σπίτι στο δρόμο μας, έχει κατεδαφιστεί. Συνηθισμένο φαινόμενο, κάθε φορά που φεύγει
από τη ζωή ή εισάγεται σε Οίκο Ευγηρίας και ο τελευταίος κάτοικος σπιτιού, αυτό
κατεδαφίζεται και αναγείρονται δύο ή και τρία διώροφα, γιατί τα περισσότερα οικόπεδα
στην περιοχή πολύ μεγάλα.
Όμως, η μεγάλη έκπληξη ήταν, ότι κατεδαφίστηκε
χωρίς να το αδειάσουν, προσωπικά, δεν με εξέπληξε. Ανάμεσα στα συντρίμμια,
έβλεπες τα σπασμένα έπιπλα, καναπέδες, πολυθρόνες, κρεβάτια, τραπέζια, κάθε
λογής ρουχισμό, μπαούλα, ψυγείο και όλα όσα υπάρχουν σε ένα νοικοκυριό. Ανάμεσα σε όλα και ένα μικρό παράθυρο,
μάλλον της κουζίνας, όπου παραδόξως παρά το χαλασμό με τις τεράστιες
μπουλντόζες, το τζάμι δεν είχε σπάσει και το χειροποίητο πλεκτό κουρτινάκι,
αιωρείτο απαλά από το ελαφρύ αεράκι.
Το σπίτι ήταν ακατοίκητο για πολλά
χρόνια.
Η Ευγενία με ρωτάει αν γνωρίζω κάτι για
το σπίτι και αυτούς που έμεναν εκεί τότε.
Της μίλησα εκτενώς συνεχίζοντας τον περίπατό
μας.
-Παλιά, έμεναν εκεί το ανδρόγυνο που
ανέφερα πιο πάνω, με τα δυο τους αγόρια.
Ήσυχοι και καλοί άνθρωποι τόσο η Γιαννούλα
όσο και ο Φώτης. Ο ένας γιος έδινε παναυστραλιανές εξετάσεις, και ο μικρός, πρώτη Λυκείου, εκείνη τη χρονιά.
Συνήθως, μιλούσαμε έξω όταν
συναντιόμαστε, ο Φώτης όχι τόσο ομιλητικός, μολονότι ευγενής και αξιοπρεπής,
αλλά η Γιαννούλα μού έδινε πάντα την
εντύπωση ότι μετά χαράς θα μου μιλούσε εκ βαθέων, αν ήταν εφικτό.
Καλοκαίρι εδώ εκείνη την ημέρα και
ερχόμενη σπίτι από τη δουλειά, παρατήρησα μεγάλη κίνηση στη γειτονιά,
αυτοκίνητα Αστυνομία, Ασθενοφόρο και κόσμο. Δεν πρόλαβα να μπω μέσα, έρχεται η
Σαρλήν από δίπλα, Αυστραλέζα, και μου
λέει:
-Πέθανε ξαφνικά ο Φώτης, πώς από τι
ρώτησα, δεν ήξερε να μου πει.
-Μιλάνε όλοι ελληνικά και δεν ένιωθα
άνετα να ρωτήσω, αλλά ήρθε και Αστυνομία.
Θεώρησα σωστό να πάω να συλλυπηθώ, γιατί
τότε, όλοι οι κάτοικοι γνωριζόμαστε και ήμαστε σαν μια μεγάλη παρέα.
Ο δρόμος μας, δεν είναι πολύ μεγάλος, είναι
ένας κάθετος δρόμος 800 μέτρων περίπου, ανάμεσα σε δύο οριζόντιους, πολύ
μεγάλους δρόμους. Το σπίτι γεμάτο κόσμο. Δεν γνώριζα κανέναν, σιγοψιθύριζαν μεταξύ
τους, αλλά δύσκολο να ακούσεις. Κάποια στιγμή μια γυναίκα που ήταν δίπλα μου,
με ρώτησε ποια είμαι και από πού τους γνωρίζω. Της εξήγησα ότι είμαι
γειτόνισσα. Έσκυψε και μου ψιθύρισε πως αυτοκτόνησε ο Φώτης.
Έμεινα άφωνη, αλλά φυσικά δεν μπορούσα να
ρωτήσω περισσότερα.
Λίγες μέρες μετά, που είχαν κάπως
ηρεμήσει τα πράγματα, πήγα να δω τη Γιαννούλα. Μαυροφορεμένη και συντετριμμένη.
Έφτιαξε καφέ και καθίσαμε οι δυο μας, τα παιδιά στα δωμάτια τους.
Δε ρώτησα τίποτα, απλά περίμενα να
μιλήσει εκείνη.
-Σηκωθήκαμε το πρωί, άρχισε, ήπιαμε τον
καφέ μαζί όπως πάντα και μιλούσαμε τι θα φάμε σήμερα. Αποφασίσαμε να φτιάξω
κεφτέδες και ρύζι που αρέσουν στα παιδιά.
-Άντε, του λέω, βάζω μπροστά, σύρε και κόψε μου λίγο μαϊντανό από τον κήπο. Έβαλα
όλα τα υλικά στη λεκάνη και περίμενα το μαϊντανό. Μα ο Φώτης αργούσε, του φώναξα
από το παράθυρο της κουζίνας, δεν με άκουσε, κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Λάκης, ο
μικρός μου γιος που διάβαζε γιατί είχαν
εξετάσεις, ο Θανάσης είχε ήδη φύγει για το Σχολείο.
-Άντε Λάκη μου να δεις τι κάνει ο πατέρας σου, τον έστειλα να
κόψει μαϊντανό πόση ώρα τώρα κι ακόμα περιμένω.
-Αυτό που ακολούθησε, να μην το χρωστάει
ο Θεός σε άνθρωπο, ούτε στο χειρότερο εχθρό του, ήταν φοβερό και ασύλληπτο.
Άναρθρες γοερές κραυγές από το παιδί που δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο.
Ούρλιαζε σαν πληγωμένο θηρίο. Αφού δεν είδε τον πατέρα του στον κήπο μπήκε στο
γκαράζ και τον βρήκε κρεμασμένο με μια θηλειά στο λαιμό να αιωρείται από τα
ταβάνι.
-Αχ το σπλάχνο μου 15 χρονών παιδί και
να αντικρύσει τέτοιο θέαμα.
-Από κει και μετά, δε θυμάμαι πολλά
πράγματα. Έπεσα κάτω ξερή κι όταν συνήλθα ούτε ξέρω πότε, το σπίτι γεμάτο αστυνομικούς, Ασθενοφόρο, ανθρώπους και να βγάζουν τον άνδρα μου νεκρό,
μελανιασμένο, να τον παίρνουν. Και ο Λάκης μου με το Θανάση μου να θρηνούν
απαρηγόρητοι.
-Πώς αντέξανε τα παιδιά μου κι εγώ να
μείνουμε σε αυτό το σπίτι; Να βγαίνουμε, αναγκαστικά στον κήπο πίσω και να
μπαίνουμε στο γκαράζ; Μα δεν είχαμε πού να πάμε.
Μήνες μετά, όταν συνήλθαμε κάπως, μιλήσαμε
με τα παιδιά κι αποφασίσαμε να το πουλήσουμε.
Τα παιδιά μου υποφέρουν πολύ μα
περισσότερο ο Λάκης μου που τον βρήκε. Πώς να το παρηγορήσεις το παιδί και με
τι κουράγιο να διαβάζει; Έπαθε βαριά κατάθλιψη, τον βλέπει ήδη Ψυχολόγος δυο φορές
την εβδομάδα.
Για χρόνια προσπαθούσαμε να πουλήσουμε
το σπίτι, μα δεν πουλιόταν. Μόλις άκουγαν οι υποψήφιοι αγοραστές τι συνέβη, έφευγαν.
Διευκρίνιση: Σύμφωνα με το Νόμο εδώ, ο
κτηματομεσίτης υποχρεούται να αποκαλύψει στους ενδιαφερόμενους αγοραστές το
«ιστορικό του σπιτιού». (Αγνοώ αν ο Νόμος ισχύει ακόμα). Συγκεκριμένα, αν υπήρξε αυτοκτονία, έγκλημα ή
βιασμός μέσα στο σπίτι σχετικά πρόσφατα, όχι, ας πούμε, 50 χρόνια πριν, είχαν υποχρέωση να το
αναφέρουν.
Έτσι, το σπίτι παρέμεινε απούλητο. Κάμποσα
χρόνια μετά η Γιαννούλα με τα παιδιά, έφυγαν από εκεί χωρίς να πάρουν απολύτως τίποτα που θα τους θύμιζε το τραγικό
γεγονός, και έμεναν σε άλλη περιοχή.
Τα χρόνια που έμειναν εδώ, μετά το
τραγικό γεγονός, γνωριστήκαμε και δεθήκαμε με τη Γιαννούλα. Ένιωθε την ανάγκη
να μιλάει, και μου είχε εμπιστοσύνη.
Κάθε απόγευμα, έβαζε το δρόμο μπροστά
και πήγαινε στο Νεκροταφείο να του ανάψει το καντήλι. Ποδαρόδρομο γύρω στα 45 λεπτά να πάει κι άλλα τόσα να
γυρίσει, γιατί δεν οδηγούσε. Ένα απόγευμα, συμπωματικά, ήμουν στον μπροστινό
κήπο του σπιτιού μου, όταν γυρνούσε από το Νεκροταφείο. Σταμάτησε και μετά τα
τυπικά, μου λέει:
-Μπορώ να σου εξομολογηθώ κάτι που με
βαραίνει;
-Αν νομίζεις ότι θα αλαφρώσεις, ναι, θα
σε ακούσω με σεβασμό.
-Ξέρεις, δεν πάω κάθε μέρα για να του
ανάβω καντήλι. Πάω και του μιλώ και βγάζω το άχτι μου και ξαλαφρώνω λίγο,
αλλιώς θα πάω σκαστή. Πού να μιλήσω και να τα πω;
Ο χριστιανός του Θεού, αφού από τη
μούρλια του πως πάω με άλλους άνδρες και τα παιδιά τάχα δεν είναι δικά του και
άλλα τέτοια ανισόρροπα, αποφάσισε να κρεμαστεί, χαθήκανε τόσες χιλιάδες δέντρα
που υπάρχουν πιο έξω, ήταν ανάγκη να κρεμαστεί στο σπίτι μας γνωρίζοντας πως θα
τον έβρισκαν τα παιδιά ή εγώ και έπρεπε να συνεχίσουμε να ζούμε εκεί μέσα;
-Γιατί τόση κακία και μίσος σε όλους
μας; Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε τα παιδιά του, καλά εμένα.
-Σου λέω τον βρίζω και ας με συγχωρέσει
ο Θεός, τι του φταίξαμε για να μας καταδικάσει έτσι;
-Ξέρεις πόσες φορές μίλησα στο γιατρό μας τον οικογενειακό; Πήγαινα μόνη μου και του
ανάφερα τα βάσανά μου και όλες αυτές τις άδικες συκοφαντίες και κατηγορίες εις
βάρος μου.
-Εύρισκα μεγάλη στήριξη, ήταν πολύ καλός. Αλλά όπως μου
έλεγε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο άνθρωπος είναι ψυχοπαθής και χρειάζεται
θεραπεία. Αν τον έπειθα, λέει, να δει έναν Ψυχίατρο θα βοηθούσε πολύ. Αλλά πού
να του πω τέτοιο πράγμα;
Και όλα όσα μου καταμαρτυρούσε, ποτέ μπροστά στα παιδιά, και στον κόσμο
ευγενικός και καλός. Πού να τολμήσεις να μιλήσεις; Μέχρι που φτάσαμε ως εδώ.
Πριν φύγουν από το σπίτι, χρόνια αργότερα όπου είχαν μεγαλώσει και εργάζονταν τα παιδιά, ήρθε να μου το πει και να με χαιρετίσει. Θα νοίκιαζαν στην αρχή κι αργότερα, αν πουλιόταν το καταραμένο σπίτι, θα αγόραζαν δικό τους. Δεν άντεχαν να μείνουν εκεί μέσα ούτε ώρα πια.
Αναπόφευκτα χαθήκαμε για κάμποσα χρόνια, πάνω από είκοσι.
Ήταν πέρυσι στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου, όπου πήγα συμπτωματικά με δυο φίλες. Ξαφνικά βλέπω μια παρέα να με πλησιάζει, κοιτάζω και αναγνωρίζω τόσα χρόνια αργότερα την παλιά μου γειτόνισσα και φίλη Γιαννούλα. Γερασμένη όπως κι εγώ, αλλά με χαρούμενη και γαλήνια μορφή, στο βλέμμα, όμως, πλανιόταν μια ακαθόριστη σκιά.
Λίγα βήματα πιο πίσω, δυο νεαρές
οικογένειες! Δεν άργησα να καταλάβω πως ήταν τα δύο αγόρια της ο Λάκης και ο
Θανάσης, άνδρες πια με γυναίκα και παιδιά!
Πρόσεξα ιδιαίτερα τον Λάκη, και στη δική
του χαρούμενη ματιά, πλανιόταν η ίδια ακαθόριστη σκιά όπως της Γιαννούλας.
-Ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας όταν φύγαμε
από το στοιχειωμένο σπίτι. Δεν πήραμε από εκεί τίποτα απολύτως. Ακόμα και τα
ρούχα και παπούτσια που φορούσαμε, τα πήραμε καινούρια, φτηνά και φτωχικά, αλλά
καινούρια.
-Υποφέραμε για χρόνια, αλλά με αγάπη και
υπομονή καταφέραμε να αρχίσουμε καινούρια ζωή. Πήγαμε πολύ μακριά που δε μας
γνώριζε κανένας. Έτσι ώστε κανείς να μη μιλάει για το κακό που μας βρήκε.
Το σπίτι πουλήθηκε πρόσφατα, ο αγοραστής
έμαθε την αλήθεια αλλά δεν τον ενοχλούσε γιατί δε θα ζούσε μέσα, θα το
κατεδάφιζε όπως είναι να φτιάξει τρία διώροφα προς ενοικίαση.
Καλά τα καταφέραμε, δόξα τω Θεώ. Τα
παιδιά μου, δεν σπούδασαν σε Πανεπιστήμια, οι σπουδές στους έμειναν στη μέση,
εκείνο το πρωινό που ο Λάκης μου, δεκαπεντάχρονο παιδί, βρήκε κρεμασμένο τον
πατέρα του να αιωρείται σαν εκκρεμές. Έμαθαν τέχνες όμως. Παντρεύτηκαν και
έχουν ωραίες οικογένειες. Οι γυναίκες τους καλά κορίτσια και έμαθαν την
αλήθεια.
Άργησαν λίγο να το αποδεχτούν, τώρα όμως, όλα
καλά.
Και ξέρεις κάτι;
Τον συγχωρήσαμε όλοι το Φώτη. Μια φορά
το Μήνα, πηγαίνουμε όλοι μαζί εκεί που είναι ο τάφος του. Του πηγαίνουμε
λουλούδια κι ανάβουμε το καντήλι του.
Δεν τον βρίζω πια... Άρρωστος ήταν, όχι
κακός.
Από εμάς όλους, πήρε συχώριο. Ας τον συγχωρήσει και ο Θεός.
Και έμεινε το μικρό τζάμι με το
κουρτινάκι να αιωρείται ελαφρά από τον αέρα, ο μόνος μάρτυρας της τραγωδίας.
δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου