Του π. Δημητρίου Μπόκου
“Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, …ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους…” (Ἰω. 15, 15)
Βάδιζε μοναχικὸς καὶ κουρασμένος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἀνασηκώνοντας τὴν ἄκρη τοῦ ράσου του γιὰ νὰ τὸ προφυλάξει ἀπ’ τὰ λασπόνερα. Τυλιγμένο σὲ πορφυρὸ ὕφασμα ἔσφιγγε μὲ τὸ δεξί του χέρι πάνω στὸ στῆθος τὸ κουτάκι μὲ τὰ Ἅγια, καθὼς ἐπέστρεφε ἀπ’ τὸ σπίτι κάποιου ἀρρώστου. Τὰ πόδια του γίνονταν ὅλο καὶ περισσότερο μολύβι, τὰ μάτια του βάραιναν νυσταγμένα. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα κι ἀπ’ τὸ πρωὶ δὲν εἶχε πάρει ἀνάσα ὁ παπα-Χρῆστος.
Εἶχε γυρίσει ἀργὰ τὸ ἀπομεσήμερο, σχεδὸν τρεισήμιση, στὸ σπίτι
του. Ἡ πρεσβυτέρα του, βλέποντάς τον ξεθεωμένο, τοῦ σέρβιρε ἀμέσως λίγη σκέτη
ντοματόσουπα. Νὰ φάει λίγο, νὰ ἀνασάνει, νά ’ναι στὶς πέντε πάλι στὴν ἐκκλησία.
Γιὰ ὅσους, ἔστω καὶ τελευταία στιγμή, ἀναζητοῦν πνευματικό.
Μὲ τὸ ποὺ ἔβαλε τὴ μπουκιὰ
στὸ στόμα του, τὸ τηλέφωνο χτύπησε.
- Ἄσε, τὸ παίρνω ἐγώ! εἶπε ἡ πρεσβυτέρα.
Ἦταν ὅ,τι φοβόταν τέτοιες
μέρες. Τὸν ζητοῦσαν ἐπειγόντως γιὰ νὰ κοινωνήσει κάποιον ἄρρωστο. Πῆρε τὸ ἀκουστικό.
Μιὰ κοφτή, λαχανιασμένη γυναικεία φωνὴ ἀκούστηκε.
- Ὁ πατέρας μου, πάτερ, χειροτέρεψε ξαφνικά…
Μὲ κόπο κρατήθηκε.
- Μὰ προχθὲς κοινωνήσαμε τοὺς ἀρρώστους! Ποῦ ἤσουν,
εὐλογημένη;
- Ἔχετε δίκιο, πάτερ, μὲ συγχωρεῖτε. Φαινόταν καλά,
μὰ ἀπότομα…
Δὲν εἶχε νόημα νὰ τὸ ψάχνει.
Γνώριζε τὴν περίπτωση. Εἶχε ξανακοινωνήσει τὸν γερο-Θόδωρο πρόσφατα. Πῆρε λίγες
μπουκιὲς ὄρθιος κι ἔφυγε. Μὲ τὴ συνείδησή του δὲν ἔπαιζε.
Ὅταν ἐπέστρεψε, ἦταν
ἤδη ἀργὰ γιὰ ξεκούραση. Κόντευε πέντε. Ἔτσι ἔφυγε κατευθείαν γιὰ τὴν ἐκκλησία ὅπου
τὸν περίμεναν ἀρκετοὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐκεῖ ἕνα νέο τηλέφωνο τὸν ξανάβγαλε ἀπ’
τὸ πρόγραμμά του. Ἀπ’ τὴ Μητρόπολη αὐτὴ τὴ φορά. Ἔπρεπε νὰ πάει ὅσο πιὸ γρήγορα
γινόταν ἐκεῖ, γιὰ κάποιες ἔκτακτες, πλὴν ἀναγκαῖες δουλειὲς ποὺ προέκυψαν.
Φανερὰ ἀγχωμένος κοίταξε
τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Κράτησε μόνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει γιὰ πρώτη
φορά. Ἔδιωξε τοὺς ὑπόλοιπους. Προσπάθησε νὰ τοὺς δεῖ ὅσο πιὸ βιαστικὰ μποροῦσε καὶ
ἔτρεξε μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα νὰ προλάβει καὶ στὴ Μητρόπολη.
Ἀκολούθησε ἡ βραδινὴ πολύωρη ἀκολουθία τῶν Παθῶν μὲ τὰ δώδεκα
εὐαγγέλια. Ἔμεινε καὶ λίγο, ὅσο μπόρεσε, μετὰ ποὺ στόλιζαν τὸν Ἐπιτάφιο. Καὶ κάποια
στιγμή, περασμένα μεσάνυχτα πιά, σύρθηκε στὸ σπίτι του.
Ἡ γυναίκα του μὲ τὸ μωρό
τους στὴν ἀγκαλιὰ τὸν περίμνε. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ μπαίνει σηκώθηκε.
- Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἐπιτέλους ἦρθες! εἶπε ἀνακουφισμένη.
Ἔλα, κάτσε νὰ πάρεις ἀνάσα.
Δὲν εἶχε διάθεση οὔτε
νὰ μιλήσει ἀπὸ τὴν κούραση. Τοῦ ἔφτανε μόνο ν’ ἀκούει τὴ φωνή της. Τὰ μεγαλύτερα
παιδιὰ εἶχαν κοιμηθεῖ ἀπὸ ὥρα.
- Τὸ μωρὸ ξύπνησε καὶ εἶπα νὰ τὸ θηλάσω καθὼς σὲ
περίμενα, εἶπε ἐκείνη. Μοῦ κράταγε κι ἐμένα συντροφιά, ἀλλιῶς θὰ παλάβωνα.
Τοῦ σέρβιρε λίγη ἀπ’ τὴ
μεσημεριανὴ νερόσουπα κρατώντας τὸ μωρὸ στὸ ἕνα της χέρι. Τὴν ἔβλεπε νὰ τὸν φροντίζει
ἀλαφρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγωνία της καὶ τὰ φυλλοκάρδια του ἀνασάλευαν μ’ ἕνα εὐφρόσυνο
σκίρτημα.
- Σὲ σταύρωσαν σήμερα! ξανάπε, ἐνῶ τὸ βλέμμα της
τὸν ἀγκάλιαζε τρυφερά.
Τὸ μωρὸ ἔκλαψε, καθὼς
ἀπὸ ὥρα σταμάτησε τὸν θηλασμό. Τοῦ ξανάβαλε στὸ στόμα του τὴ ρώγα της καὶ κάθισε
κοντὰ στὸν ἄντρα της.
- Πῶς τά ’βγαλες
πέρα; τὸν ρώτησε μαλακά.
Στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας
ἀκούγονταν μόνο τὰ χείλη τοῦ μωροῦ ποὺ ρουφοῦσαν ἥσυχα καὶ ἡδονικὰ τὸ στῆθος της.
Ἀποκαμωμένος ἔγειρε τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο της. Ἔμεινε λίγες στιγμὲς σιωπηλός.
Τέλος, μίλησε ἀργὰ καὶ κουρασμένα, ἀλλὰ ἡ φωνή του ἦταν ἤρεμη.
- Ὁ Κύριός μου ἀπόψε εἶναι στὸν σταυρό! Ἐκεῖ πρέπει
νά ’μαι κι ἐγώ. Στὴν ἴδια κατάσταση. Σταυρωμένος μὲ τὸν Κύριό μου. Γιατὶ Αὐτὸς
εἶπε: «Ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος
ὁ ἐμὸς ἔσται». Ἡ θυσία συνοδεύει
πάντοτε τὸν ἱερέα.
Ἅπλωσε τὸ ἐλεύθερο χέρι
της γύρω ἀπ’ τὴ μέση του καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
- Δὲν σκέφτηκα ποτέ, συνέχισε ἐκεῖνος, ν’ ἀρνηθῶ
τὸ χρέος μου. Θά ’ταν ἀδιανόητο γιὰ μένα κάτι τέτοιο. Ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Σκοπὸς
τοῦ ἱερέα εἶναι νὰ σταυρώνεται σὰν τὸν Κύριό του. Καὶ νὰ τὸ κάνει πρόθυμα αὐτό.
Ἑκούσια. Καὶ μὲ χαρά. Θά ’θελα νὰ μποροῦσα πάντα νὰ τὸ κάνω ἔτσι. Μὰ εἶμαι πολὺ
μακριὰ ἀκόμα ἀπ’ τὸν στόχο. Μὲ κόπο τὸ προσπαθῶ καὶ δύσκολα τὸ κάνω. Ἔχω πολὺ
δρόμο μπροστά μου γιὰ νὰ φτάσω ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ μοῦ χρειάζεται βοήθεια. Κάτι
δυνατὸ νὰ μὲ παρακινεῖ, ἀντὶ νὰ μὲ ἀποθαρρύνει.
- Σὰν τί βοήθεια ἐννοεῖς;
- Θά ’θελα νὰ μὲ σπρώχνει μέσα μου ἕνα κίνητρο
ποὺ νά ’ναι ἀκαταμάχητο, ὄχι μιὰ ἔξωθεν ἐπιβολή.
- Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἕνα τέτοιο κίνητρο;
- Ἀπὸ τὸ νὰ μὲ σκέπτονται καὶ μένα σὰν ἄνθρωπο. Ὄχι
μόνο σὰν ἐργαλεῖο. Νὰ βλέπω ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον καθενὸς δὲν εἶναι μόνο νὰ γίνει ἡ
δουλειά του. Ἀλλὰ ὑπολογίζει καὶ μένα λίγο. Θὰ πάσχιζα νὰ βρῶ χιλιάδες τρόπους
τότε, γιὰ νὰ κάνω καλύτερα τὸ χρέος μου. Θὰ σταυρωνόμουν ἑκούσια, μ’ ὅλη μου
τὴν καρδιά, ὅπως ἔβλεπα τὸν πατέρα μου, Θεὸς σχωρέσ’ τον, νὰ τὸ κάνει πάντα.
- Τὸν παπα-Στέφανο;
- Ναί! Κάποιες εἰκόνες ἀπ’ τὸν πατέρα μου εἶναι
βαθιὰ χαραγμένες μέσα μου ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.
- Πές μου γι’ αὐτές.
- Νά, ὅπως κάποια Μεγάλη Πέμπτη, σὰν σήμερα, τριάντα
τόσα χρόνια πρίν, ποὺ ἀργὰ τὸ ἀπομεσήμρο οἱ δυό μας γυρίζαμε κατάκοποι στὸ σπίτι.
Βάδιζα ἐγὼ μπροστά, δεκάχρονο παιδάκι τότε, κρατώντας ἕναν ξύλινο μικρὸ σταυρό,
ἐνῶ οἱ διαβάτες σταματοῦσαν, σταυροκοπιοῦνταν καὶ ὑποκλίνονταν, βλέποντας τὸν ἱερέα
νὰ περνάει μὲ τὰ Ἅγια.
Ἐπιστρέφαμε ἀπὸ τὸ σπίτι
τῆς θεια-Κώσταινας, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς συνοικίας. Χήρα ἀπ’ τὰ νιάτα της, μὰ σεβαστὴ
κι ἀγαπητὴ ἡ γερόντισσα, βρισκότανε στὰ τελευταῖα της. Περάσαμε ἀπ’ τὴν ἐκκλησία
ν’ ἀφήσουμε τὰ Ἅγια, μὰ ἐκεῖ, στὴν πόρτα της, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, συναπαντηθήκαμε
μὲ τὸν ἐπίσκοπο. Ὁ πατέρας μου ξαφνιάστηκε.
- Συμβαίνει τίποτε, Σεβασμιώτατε; Πῶς τέτοια ὥρα
ἀπὸ ’δῶ;
Κατάλαβε πὼς κάτι σημαντικὸ
θά ’θελε, γιὰ νά ’ρθει αὐτοπροσώπως ὣς ἐκεῖ. Σπάνιζαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ τηλέφωνα.
Ὁ ἐπίσκοπος, βλέποντάς
τον κατάκοπο, δίστασε νὰ μιλήσει.
- Ἀκόμα, πάτερ Στέφανε, δὲν πῆγες σπίτι σου; Μὰ πότε
θὰ ξεκουραστεῖς, παιδί μου; Εἶναι σχεδὸν ἀπόγευμα.
Ἡ φωνή του, ζεστὴ σὰ χάδι,
ἁπάλυνε μονομιᾶς τὴν κουρασμένη καρδιὰ τοῦ πατέρα μου.
- Καὶ βλέπω κιόλας ἀνθρώπους ἀπὸ τώρα νὰ σὲ περιμένουν
μέσα. Πῶς θὰ τὰ βγάλεις πέρα, τέτοια βραδιὰ ἀπόψε;
- Ὅμως κάτι σημαντικό σᾶς ἔφερε ἐδῶ, Σεβασμιώτατε!
Καὶ πάλι κόμπιασε ὁ ἐπίσκοπος.
Ξανάριξε τὸ βλέμμα του στὸν κουρασμένο ἱερέα καὶ ἕνα κύμα πατρικῆς ἀγάπης τὸν πλημμύρισε.
- Ἀπ’ τὰ χαράματα, παιδί μου, εἶσαι στὸ πόδι. Κι
ἔχεις πολλὲς κουραστικὲς ὧρες ἀκόμα μπροστά σου.
- Πέστε μου τί θέλετε, Σεβασμιώτατε, κι ἐγὼ θὰ
βρῶ τὸν τρόπο νὰ τὸ κάνω! εἶπε ὁ πατέρας μου, ἐνῶ μιὰ ὁλοπρόθυμη διάθεση φούσκωσε
τὴν ψυχή του.
- Ὄχι, παιδί μου, ὄχι! ἐπέμεινε ὁ ἐπίσκοπος. Τὸ μόνο
ποὺ θέλω τώρα εἶναι νὰ πᾶς γρήγορα στὸ σπίτι σου. Γιὰ λίγη ξεκούραση, γιατὶ σὲ περιμένει
πολλὴ δουλειὰ ἀκόμα.
Ὁ πατέρας μου συγκινήθηκε. Ἔσκυψε ν’ ἀσπαστεῖ τὸ χέρι τοῦ
ὁλόλευκου ἐπισκόπου, μὰ ὁ ἀγαθὸς γέροντας τὸν τράβηξε κοντά του, τὸν ἔσφιξε σὰν
παιδί του στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν φίλησε. Ὕστερα ἔφυγε χωρὶς νὰ πεῖ ἄλλη λέξη.
Γυρίσαμε σπίτι. Ὁ πατέρας
μου ξάπλωσε λίγο, μὰ δὲν τὸν χώραγε ὁ τόπος.
- Μὰ τί ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ δεσπότης μας! Νὰ ’ρθεῖ ὁ
ἴδιος καὶ νὰ μὴ μοῦ πεῖ τί ἤθελε! Σίγουρα κάποιο σοβαρὸ λόγο θὰ εἶχε. Δὲν γίνεται!
Θὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν ἐξυπηρετήσω.
Παρὰ τὴν κούρασή του ὕπνος
δὲν τὸν κολλοῦσε. Πετάχτηκε πάνω καὶ φώναξε στὴ μάνα μου.
- Ἕναν καφέ, γυναίκα, δυνατὸ καὶ γρήγορα!
Τὸν ἤπιε βιαστικὰ κι ἔτρεξε στὴν ἐκκλησία. Εἶδε ποιοὶ τὸν
περίμεναν. Τοὺς γνωστούς τοὺς ἔδιωξε. Σὲ καναδυὸ τοὺς εἶπε νὰ ’ρθοῦν τὴν ἄλλη
μέρα. Κράτησε μόνο κάποιον ποὺ δὲν βολευόταν νὰ ξανάρθει ἄλλη φορά, μιλήσανε κάνα
δεκάλεπτο καὶ μετὰ γραμμὴ γιὰ τὴ Μητρόπολη.
Ἐπέστρεψε σχεδὸν τρεῖς
ὧρες ἀργότερα. Ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ ξεκινήσει τὴ βραδινὴ ἀκολουθία. Τί τὸν ἤθελε ὁ ἐπίσκοπος;
Δὲ ρωτήσαμε, οὔτε μᾶς εἶπε. Ἡ μάνα μου εἶχε μεγάλη διάκριση. Δὲ σκάλιζε τίποτε.
- Τὸ ξέρω πολὺ καλὰ αὐτό. Ἅγιοι ἄνθρωποι καὶ οἱ δυό
τους!
- Ὁ πατέρας μου ὅμως δὲν ἔπαυε ποτὲ νὰ λέει γιὰ
τὸν δεσπότη του: «Γιὰ τέτοιον ἄνθρωπο βάζω καὶ τὸν λαιμό μου κάτω νὰ τὸν κόψω».
Τέτοιες εἰκόνες ὁλοζώντανες, ποὺ ζοῦνε μέσα μου ἀπὸ τότε, εἶναι καὶ τὸ δικό μου
ὄνειρο. Θά ’ταν ὑπέροχο μὲ τέτοιο πνεῦμα ὅλοι νὰ βαδίζαμε. Μὰ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι
πράγμα ποὺ μπορεῖς νὰ τὸ ἀπαιτεῖς ἀπὸ κανέναν. Προσφέρεται ἐλεύθερα καὶ μόνο.
Καὶ μέσα σὲ σχέση ἀληθινῆς ἀγάπης θὰ κατορθώνονταν ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ ἀπίθανα
πράγματα. Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο μικροί-μεγάλοι νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό;
- Γιατὶ πιστεύουν περισσότερο στὴ δύναμη, στὴν ἐξουσία,
στὸ συμφέρον, ὄχι στὴν ἀγάπη, εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ τὸν ἔσφιξε μαζὶ μὲ τὸ μωρὸ στὴν
ἀγκαλιά της. Ἴσως νομίζουν πὼς θὰ πετύχουν ἔτσι πιὸ πολλά. Δὲ νιώθουν πόσο εἶναι
ἀτελέσφορη ἡ τακτική τους. Καὶ πόσο δυνατὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀγάπη!
- Ὅμως ἐγὼ τὸ ξέρω,
ἀφοῦ τὸ ζῶ κοντά σου κάθε μέρα! εἶπε ἐκεῖνος καὶ ἡ φωνή του ἔσπασε. Αὐτὸ μεταμορφώνει
τὸν σταυρό μου σὲ ἀνάσταση. Τὸ τρυφερό σου βλέμμα εἶναι τὸ παράθυρο ἀπ’ ὅπου
βλέπω τὸν Θεό.
Τὰ μάτια της βούρκωσαν
κι ἔγειρε πάνω στὸ μωρὸ νὰ κρύψει τὴ συγκίνησή της. Μ’ ἀνάλαφρο θόρυβο ἡ φλόγα τοῦ
καντηλιοῦ τρεμόπαιξε ἀπέναντί τους, τραβώντας τὴ ματιά τους πρὸς τὰ ’κεῖ. Ἀγκαλιασμένες
στὸ γαλήνιο μισοσκόταδο οἱ ψυχές τους ἀφέθηκαν νὰ ψηλαφοῦν τὴν ὑπερκόσμια ἀγάπη
ποὺ ξεχυνόταν ἀπὸ τὴν πονεμένη μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδενε δυνατὰ
καὶ τὶς δικές τους ἀδύναμες, χοϊκὲς ὑπάρξεις.
«Κραταιὰ ὡς θάνατος
ἀγάπη»!
Πάσχα 2006
(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 4, Ἀπρίλιος 2007, σ. 18-19)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου