Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Τον παλιό καλό ή όχι και τόσο καλό καιρό, ανάλογα πώς το βλέπει έκαστος, οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως άνδρες, γιατί η γυναίκα με το γάμο, μετακόμιζε στο σπίτι του συζύγου, στο σπίτι που γεννήθηκαν, εκεί περνούσαν όλη τους τη ζωή, και στην πλειοψηφία, στο ίδιο σπίτι πέθαιναν. Το ίδιο και τα παιδιά τους για κάμποσες γενιές.
Εκτός από τους σώγαμπρους, όπου έμεναν στο σπίτι της νύφης. Λίγα, πολύ λίγα ζευγάρια άφηναν το πατρικό σπίτι για να ζήσουν μόνοι τους, και αυτό, για οικονομικούς κυρίως λόγους.
Όμως, όπως γνωρίζουμε, όλα αλλάζουν με τον καιρό και η Γη γυρίζει πάντα με τον ίδιο τρόπο στη τροχιά της.
Αναρωτιέμαι, σκεφτήκαμε ποτέ σε πόσα σπίτια έχει ζήσει ο μέσος άνθρωπος στη ζωή του τη σημερινή εποχή;
Και δεν μιλάμε για Διπλωμάτες και άλλους, όπου λόγω επαγγέλματος, αλλάζουν όχι μόνο σπίτι, αλλά και Χώρα κάθε 3-4 χρόνια.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου, κυρίως, δεν αλλάζουν πολλά. Συνήθως, ζουν στο πατρογονικό σπίτι, με ολιγόχρονη απουσία λόγω σπουδών ή για άλλους λόγους, μέχρι να αποκτήσουν δική τους οικογένεια.
Σε πολλές περιπτώσεις, και το νέο σπιτικό, στήνεται πάλι στην περιοχή του πατρογονικού.
Το ίδιο περίπου γίνεται και με τις επαρχιακές πόλεις, όπου τα περισσότερα σπίτια, είναι ιδιόκτητα.
Με τις μεγαλουπόλεις, όμως, τι γίνεται; Εκεί, συνήθως, η πλειοψηφία ζει σε ενοικιαζόμενο και όχι ιδιόκτητο διαμέρισμα. Κατά τη διάρκεια του βίου τους θα αλλάξουν πολλά τέτοια διαμερίσματα/σπίτια, εκτός κι αν είναι τυχεροί και ευκατάστατοι και κάποτε αποκτήσουν δικό τους.
Τα κριτήρια για αυτή την απόφαση, διαφέρουν.
Πολλούς φίλους και δικούς άκουσα να λένε, στην Αθήνα,
-Δε με συμφέρει να διαθέσω τόσα χρήματα να αγοράσω σπίτι/διαμέρισμα, για να κοιμάμαι μέσα. Καλύτερα να επενδύσω το μεγάλο ποσόν που χρειάζεται, (αυτοί που ασχολούνται με επιχειρήσεις συνήθως), και να πληρώνω ενοίκιο.
Φυσικά, δεν σκέφτονται όλοι έτσι. Και να οι αλλαγές σπιτιού κάθε τόσο για τον άλφα ή το βήτα λόγο.
Αν πεις δε, και για εμάς που ζούμε εκτός Ελλάδας, άσε.
Δε γνωρίζω τι γίνεται στις άλλες Χώρες, αλλά στην Αυστραλία και δη στη Μελβούρνη που ζω, η αλλαγή σπιτιού, πολύ εύκολη, είτε ζεις σε ενοίκιο είτε σε ιδιόκτητο σπίτι.
Προσωπικά, φοβάμαι πως αμφιβάλλω αν μπορέσω να θυμηθώ σε πόσα σπίτια έζησα μέχρι σήμερα, αλλά θα προσπαθήσω!
Γεννήθηκα στο Μπανάτο, στο σπίτι του θείου μου του Νικόλα, κοντά στην εκκλησία και γειτονιά, της Φανερωμένης. Λίγο μετά, οι γονείς μου έχτισαν ένα πολύ ωραίο σπίτι, στον κεντρικό δρόμο με μεγάλο περιβόλι, που συνόρευε με το πλάτωμα της εκκλησίας της Παναγούλας. Ένα κοινό πεζούλι χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία της Παναγούλας.
Αυτό το σπίτι σήμερα, δεν ανήκει στην οικογένεια, πουλήθηκε μετά τους σεισμούς.
Όταν φούντωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μαζευτήκαμε όλοι, εννοώντας τα παντρεμένα αδέλφια της μαμάς μου με τις οικογένειές τους και εμείς, στο σπίτι της Νόνας και του Νόνου, στο Καντούνι τση Γουρούνας γονείς της μαμάς μου, για λόγους ασφαλείας.
Στα 4 μου χρόνια, μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, μετακομίσαμε, γιατί ο παπάκης μου, (ιερέας), πήρε μετάθεση για τη Χρυσοπηγή στην Μπόχαλη. Ζήσαμε εκεί μέχρι τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, όπου ισοπέδωσαν όλο το νησί. Τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια, ζήσαμε εκεί σε αντίσκηνα μαζί με πολλούς άλλους Μποχαλιώτες.
Αργότερα, αφού οι γονείς μου αγόρασαν οικόπεδο, σχεδόν στην πλατεία της Μπόχαλης, με τις Αρωγές* που έδωσε το Κράτος στους σεισμόπληκτους, χτίσαμε ένα πολύ ωραίο σπίτι. Δεν το χαρήκαμε πολύ λίγα χρόνια μόνο, γιατί καινούρια μετάθεση του παπάκη μου στον Άγιο Χαράλαμπο στη χώρα.
· Αρωγή: Οικονομική βοήθεια στους σεισμόπληκτους, σε όσους είχαν οικόπεδο ή γη για να χτίσουν σπίτι. Τα χρήματα προέρχονταν από μεγάλες δωρεές, τόσο από ξένες Χώρες όσο και την Ελλάδα. Αρχικά, δόθηκαν ως μακροπρόθεσμο δάνειο. Τελικά, χαρίστηκαν.
Στη χώρα, νοικιάσαμε, επί της Ευγενίδου 20, σπίτι που ανήκε στην αείμνηστη Βαρβάρα, που είχε Καφεκοπτείο, αν θυμάμαι καλά ήταν Αρμένισσα. Εκεί ζήσαμε με τους γονείς μου μέχρι που παντρεύτηκα το 1960, όπου έζησα στον Καλλιπάδο για έξη μήνες και μετά πήγαμε στην Αθήνα. Οι γονείς μου παρέμειναν στη χώρα, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε ο παπάκης μου και μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου έμεναν τα αδέλφια μου.
Με κείνο το σπίτι, μας δένουν πολλοί συναισθηματικοί δεσμοί.
Εκεί γεννήθηκε η δεύτερη κόρη της αδελφής μου αλλά και η δική μου κόρη. Μολονότι μέναμε στην Αθήνα με το σύζυγο, επειδή εκεί δεν είχαμε κανέναν για βοήθεια, είχα και το γιο μου δυόμιση χρονών, ήρθε η μαμά μου και με πήρε με το γιο μου ώστε να γεννήσω στη Ζάκυνθο και να μας φροντίσει.
Εκείνα τα χρόνια, σπάνια γεννούσε γυναίκα στο Νοσοκομείο, λόγω καταστάσεων, δεν υπήρχαν και οι καλύτερες συνθήκες εκεί. Στη χώρα, οι περισσότερες γεννούσαν σπίτι με την πολύ δημοφιλή πτυχιούχο Μαία, τη Γουσέτη, μου διαφεύγει το μικρό της όνομα, αυτήν είχα κι εγώ.
Θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση εδώ.
(Πριν γεννήσω το γιο μου, είχα τρεις αποβολές, αγόρια όλα κι εγώ λαχταρούσα ένα κοριτσάκι. Ο τοκετός στην κόρη μου, σύντομος αλλά σκληρός. Ήμουν σχεδόν λιπόθυμη όταν την τράβηξε η Γουσέτη. Παρά την κατάστασή μου, αγωνιούσα να μάθω τι ήταν το μωρό. Διστακτικά και μουδιασμένα η Γουσέτη λέει: κορίτσι.
Εκείνη την ώρα, Σαββατόβραδο, χτυπούσαν οι καμπάνες του Αγίου για τον Εσπερινό. Με το που ακούω «κορίτσι», ανασηκώνομαι με το ζόρι στα μαξιλάρια, σταυροκοπιέμαι και:
-Σε ευχαριστώ Άγιε Διονύσιε.
Απορημένη η Γουσέτη, σταυροκοπιέται με τη σειρά της , γυρίζει και λέει:
-Πρώτη φορά τόσα χρόνια, λέω πως γεννήθηκε κορίτσι και δοξάζουν τον Άγιο.
Γιατί τα θηλυκά, ήταν μεγάλο βάρος τότε για τη φαμελιά, λόγω προίκας).
Σε κάθε ταξίδι δικό μου και των παιδιών μου στην Ελλάδα, προσκύνημα πάντα στο χώρο που έζησα και γεννήθηκε η κόρη μου!
Τα χρόνια που μέναμε στη χώρα, κι άλλη μετάθεση του παπάκη μου για το Μουζάκι. Έτσι, νοικιάζαμε κι εκεί σπίτι και μέναμε από Παρασκευή απόγευμα μέχρι Δευτέρα και το Μεγαλοβδόμαδο και άλλες γιορτές, μέναμε για 2 και 3 ή και 4 εβδομάδες.
Στο τελευταίο μου ταξίδι, το 2017, περνώντας για το απαραίτητο «προσκύνημα», διαπίστωσα ότι το κατεδάφιζαν. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας εξαιρετικός κύριος, με ξενάγησε στο «παλιό μου σπίτι» με τις τόσες αναμνήσεις, ζητώντας μου να μη διστάσουμε ποτέ να του χτυπήσουμε την πόρτα, όταν θα πηγαίνουμε Ελλάδα, για να βλέπουμε «το σπίτι μας», ας είναι καλά ο άνθρωπος.
Στην Αθήνα με το σύζυγο και τα παιδιά μας, όπου ζήσαμε 7 χρόνια, μείναμε σε 5 διαφορετικά διαμερίσματα, μέχρι που αναχωρήσαμε για Αυστραλία.
Κι ερχόμαστε στη Μελβούρνη! Εδώ, αλλάξαμε τρία δωμάτια σε τρία διαφορετικά σπίτια ως ενοικιαστές, γιατί...έτσι γινόταν τότε. Δεν υπήρχαν διαμερίσματα ή σπίτια για ενοικίαση, αλλά και αν υπήρχαν ελάχιστα, απρόσιτα οικονομικά για εμάς τους νεοφερμένους. Κάθε Έλληνας, όταν ορθοποδούσε λίγο, αγόραζε με μικρή προκαταβολή μεγάλο σπίτι με 4-5 υπνοδωμάτια, κρατούσε ένα για τον ίδιον και την οικογένειά του και ενοικίαζε τα άλλα δωμάτια σε ανδρόγυνα ή εργένηδες αμφοτέρων των φύλων. Οι υπόλοιποι χώροι, κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτα, πλυσταριό, κοινόχρηστοι για όλους και...όπου πρόλαβε τον Κύριον οίδε! Σπάνια δέχονταν να υπάρχουν και παιδιά. Εξ ου και οι τρεις αλλαγές δωματίου για εμάς, με δυο μικρά παιδιά, σκέτη αγανάκτηση.
-Το παιδί σου έγραψε τον τοίχο.
Πάτησε στα νερά και έφερε λάσπη μέσα.
Μπήκε στο σαλόνι στην τηλεόραση, και αυτά είναι μόνο για τους ιδιοκτήτες, και πολλά άλλα τέτοια «ωραία».
Και άντε τώρα, να κάθονται στο σαλόνι τα παιδιά του ιδιοκτήτη μετά το Σχολείο, να βλέπουν, μίκυ μάους, ας πούμε, κι εσύ να κλειδώνεις τα δικά σου στο δωμάτιο που κλαίγανε γιατί θέλανε κι εκείνα να δουν τηλεόραση.
Αυτός και ο λόγος, όπου 5 μόνο μήνες μετά την άφιξή μας και αφού μας έδιωξαν από τρία τέτοια δωμάτια, επειδή είχαμε παιδιά, χρεωθήκαμε όχι μέχρι το λαιμό αλλά πάνω από το λαιμό και αγοράσαμε με πολύ μικρή προκαταβολή και υψηλό τόκο, ένα σαράβαλο για να στεγάσουμε τα παιδιά μας ώστε να ζουν ανθρωπινά και όχι κλειδωμένα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά, το παστρέψαμε, το βάψαμε, μόνοι μας ασφαλώς, το νοικοκυρέψαμε το κάναμε σχεδόν καινούριο και μείναμε εκεί 7 χρόνια.
Μόλις το ξεχρεώσαμε, είχαν μεγαλώσει και τα παιδιά εν τω μεταξύ, το πουλήσαμε και αγοράσαμε μεγαλύτερο και καλύτερο ακριβώς απέναντι. Μέναμε στον αριθμό 20 και αγοράσαμε το 21. Ζήσαμε όμορφα εκεί, με όμορφη γειτονιά, οι περισσότεροι Έλληνες και Ιταλοί πολύ αγαπημένοι για 18 χρόνια.
Ξαφνικά διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι Ιταλοί άρχισαν να πουλούν τα σπίτια τους. Το προάστειο ήταν μόνο 5 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης και προσέλκυσε κακοποιά στοιχεία λόγω θέσης. Μέσα σε 2-3 χρόνια, είχαμε φύγει όλοι σχεδόν από εκεί. Κάποιοι τράβηξαν σε ακριβά και «αριστοκρατικά» προάστεια, αγοράζοντας πελώρια διώροφα σπίτια, για να διαπιστώσουν σύντομα ότι δεν τους είδαν με καλό μάτι στην καινούρια περιοχή. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μας, Ζακυνθινοί σχεδόν όλοι, τράβηξαν για την περιοχή που μένω ακόμα. Ο ένας παρέσυρε τον άλλον.
Όταν ζεις μακριά από την Πατρίδα σου, νιώθεις την ανάγκη να έχεις γείτονες «δικούς σου» ανθρώπους και ας μην είναι συγγενείς, γιατί έτσι νιώθεις κάποια ασφάλεια, γνωρίζεις, ότι σε στιγμή ανάγκης έχεις πόρτα να χτυπήσεις και θα τρέξει ο γείτονας.
Έχουμε 40 ολόκληρα χρόνια σε αυτό το σπίτι. Κάποιες φορές, ιδιαίτερα όταν έφυγαν τα παιδιά, μπήκαμε στον πειρασμό να το πουλήσουμε, γιατί είναι πολύ μα πολύ μεγάλο. Την τελευταία στιγμή το αναβάλαμε.
Από την παλιά μας γειτονιά, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς. Οι περισσότεροι αναχώρησαν για άλλους Γαλαξίες και κάποιοι είναι σε Γηροκομείο.
Χθες ακόμα, ενημερώθηκα πως πέθανε και το ανδρόγυνο των Τούρκων που έμεναν πολύ κοντά μας, ήσυχοι άνθρωποι. Η κόρη με τον άνδρα της είπαν, θα το πουλήσουν γρήγορα.
Έτσι γίνεται κάθε φορά που «αδειάζει» σπίτι. Πωλείται και στο τεράστιο οικόπεδο, χτίζονται 2, 3 ή και 4 κάποιες φορές διώροφα σπίτια. Οι νέες γενιές δε γνοιάζονται πολύ για ανθόκηπους και λαχανόκηπους, εργάζονται τόσες πολλές ώρες και ταξιδεύουν πολύ ώστε δε θέλουν δεσμεύσεις με κήπους αλλά και δεν περισσεύει χρόνος, ας είναι καλά τα σούπερ μάρκετ και τα μανάβικα.
Εκτός αυτού, οι περισσότεροι είναι ενοικιαστές, μένουν για κάνα χρόνο ή λίγο πάρα πάνω και μετά αλλάζουν δουλειά και μετακομίζουν.
Μολονότι πολυδάπανες και κουραστικές οι μετακομίσεις, εν τούτοις για πρακτικούς, κυρίως, λόγους, γίνονται τακτικά.
Μετρώντας τα σπίτια στα οποία έζησα μέχρι σήμερα, με έκπληξη διαπίστωσα πως είναι 20!
Πικρή διαπίστωση, αλλά, το παραδοσιακό «οικογενειακό σπίτι», τείνει να εκλείψει.
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου