Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Η παρέα όλο και μεγάλωνε.
Αρχικά, ήταν να συναντηθούν μόνο η Κατερίνα Ελληνίδα, η Λωραίν Σκωτσέζα και η Χέλγκα Γερμανίδα. Έμεναν στην ίδια περιοχή και για πρώτη φορά συναντήθηκαν, ένα χρόνο πριν στο Κομμωτήριο της γειτονιάς, της Φιλιππινέζας Ρούμπυ. Τακτικές όλες κάθε 4 εβδομάδες περίπου, για βαφή ή και κόψιμο μαλλιών. Της ίδιας ηλικίας περίπου, άνω των 75, καλοστεκούμενες και περιποιημένες και οι τρεις.
Η δημοφιλής Καφετέρια/Εστιατόριο στην οποία κάθισαν, βρισκόταν σε κεντρικό σημείο
της περιοχής. Λόγω Χειμωνιάτικης λιακάδας, επέλεξαν να καθίσουν έξω όπου υπήρχε
σκεπή και πλαϊνά από ειδικό υλικό που προστάτευαν από βροχή και αέρα αλλά δεν
έκρυβαν τον Ήλιο.
Σε λίγο, πέρασε η Ιταλίδα η Μαρία κι έκανε να προχωρήσει, πήγαινε για ψώνια. Μα
την προσκάλεσαν να μείνει για λίγο στην παρέα και ψωνίζει μετά, όπως και έγινε.
Για να μην τα πολυλογούμε, δεν πέρασε πολλή ώρα και χρειάστηκε να πάρουν και το
διπλανό τραπέζι και καρέκλες για να χωρέσουν.
Ένα υπέροχο μπουκέτο από ηλικιωμένες
κυρίες προερχόμενες από διάφορα σημεία του πλανήτη. Κινέζα η Κιμ, Ιρλανδή η
Ράνια, Σπανιόλα η Βανέσσα, Σουηδέζα η Σόφη. Να και η Λίτσα Ελληνίδα φυσικά, και 4-5 άλλες. Η πλατεία με το πάρκο στη μέση, αντηχούσε από τις
χαρούμενες συζητήσεις και τα γέλια «των κοριτσιών», λες και ήταν Παιδική Χαρά.
Ναι, βέβαια! Στις γυναίκες, ανεξαρτήτως
ηλικίας, αναφέρονταν ως «κορίτσια» και στους άνδρες «αγόρια».
Κάτι που με παραξένεψε πολύ, όταν
πρωτοήλθα στη Μελβούρνη, γιατί νόμιζα πως το έλεγαν ειρωνικά. Σύντομα κατάλαβα,
όμως, ότι κάθε άλλο παρά ειρωνικά το
έλεγαν, απλά ήταν συνηθισμένο.
Hi Girls, Hi Boys!
Οι πολλές, αφού ήπιαν καφεδάκι και
μίλησαν λίγο για τα καθημερινά, χαιρέτισαν και προχώρησαν. Έμειναν μόνο οι
τρεις αρχικές. Η Κατερίνα, η Λωραίν και η Χέλγκα. Μεσημέριασε με την κουβέντα
κι έτσι παρήγγειλαν και γεύμα. Άλλωστε, δεν τις περίμενε κανείς σπίτι οι δύο
χήρες, η τρίτη η Λωραιν, ζωντοχήρα. Κόνευε 70 χρονών ο άνδρας της όταν ερωτεύτηκε
τρελά μίαν άλλη που γνώρισε στο Κλαμπ ηλικιωμένων που πήγαινε. Αψήφησε γυναίκα,
παιδιά κι εγγόνια και ζήτησε διαζύγιο, το οποίο ασφαλώς πήρε γρήγορα.
Φυσικά, διαψεύστηκε στις προσδοκίες του όταν το ίνδαλμά του διαπίστωσε πως δεν είχε φράγκο
πέρα από τη γεροντική του σύνταξη κι εκείνη πενιχρή.
Έβαλε την ουρά στα σκέλια και με το
διαζύγιο στο χέρι, να του θυμίζει την επιπολαιότητά του, έψαχνε να βρει κάνα
φτηνό διαμέρισμα να στεγαστεί.
Οι τρεις φίλες, συνέχισαν την κουβέντα
τους, ξανοίχτηκαν κάπως και μίλησαν πολύ για τη ζωή τους, έτσι που δεν είχαν
μιλήσει άλλη φορά. Η Κατερίνα για τις απανωτές απιστίες του μακαρίτη, η Λωραίν,
που ήταν χορεύτρια, για τους έρωτες και την ανευθυνότητα του τέως συζύγου. Όσα
και να έβγαζε εκείνη, και έβγαζε πολλά ως μπαλαρίνα, τα ξόδευε εκείνος στον
τζόγο
Μετά, πήρε το λόγο κάπως αναστατωμένη, η
Χέλγκα.
Γυρίζει πρώτα στην Κατερίνα και σε άπταιστα
Ελληνικά της λέει:
-Δε με λένε Χέλγκα και δεν είμαι
Γερμανίδα. Ελληνίδα είμαι και με λένε Αγγελική.
Πριν συνέλθει από το σοκ η Κατερίνα,
γυρίζει και λέει το ίδιο στη Λωραίν στα Αγγλικά.
Άφωνες οι δυο γυναίκες δεν ήξεραν πώς να
αντιδράσουν. Πολλές απορίες και ερωτήσεις που δεν έβγαιναν.
Από την αμηχανία, τις έβγαλε η Χέλγκα,
όπου ως «Γερμανιδα», πιο ψύχραιμη και
ρεαλίστρια.
-Γεννήθηκα σε ένα ωραίο νησί στην Ελλάδα, άρχισε να λέει.
Η μητέρα μου πέθανε νωρίς, λίγο πριν εμπλακεί η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Τον πατέρα μου τον πήραν στο Μέτωπο όπως όλους τους νέους άνδρες.
Το
τηλεγράφημα που λάβαμε η Νόνα μου κι εγώ, δυο χρόνια αργότερα, λακωνικό!
-Έπεσε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Ο Γκλεν, Γερμανός ήταν ένα νέο παλικάρι
ούτε 22 χρονών που τον επιστράτευσαν, όπως πολλούς, να πολεμήσει. Ξανθός με
γαλάζια μάτια και φαινόταν καλό και ταπεινό παιδί. Τι έφταιγε και αυτός όπως
τόσες χιλιάδες άλλοι όπου τους φόρτωσαν τα όπλα και τους έστειλαν να πολεμήσουν
και να σκοτώνουν άγνωστους ανθρώπους που δεν τους είχαν φταίξει σε τίποτα.
Οι Γερμανοί είχαν στήσει το Αρχηγείο τους,
κοντά στο χαμόσπιτο που μέναμε η Νόνα μου κι εγώ. Αναπόφευκτα συναντιόμαστε στο
στενό δρόμο κάμποσες φορές την ημέρα.
Η
Νόνα μου δεν έχανε ευκαιρία να με ορμηνεύει.
-Πρόσεχε Αγγελικούλα μου, όλοι αυτοί
είναι εχθροί της Πατρίδας μας, άρα και δικοί μας εχθροί. Το νου σου παιδάκι μου
μη σηκώσεις μάτια επάνω του έστω και κατά λάθος, είναι άγριοι, κακοί, βάρβαροι
άνθρωποι, δεν το ΄χουν για τίποτα να σε μαυρίσουν στο ξύλο ή να σου κάνουν άλλο
κακό. Το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κάτω αν απαντηθείτε.
Καλά τα έλεγε η Νόνα μου, έλα όμως, όπου
η κοριτσίστικη καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο από την αναστάτωση όταν ο Γερμανός
στρατιώτης, με κοίταζε με κείνα τα ολόγλυκα γαλάζια μάτια.
Όταν με έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του
και με φίλησε λέω, αυτό είναι ο παράδεισος. Συναντιόμαστε στα κρυφά πάντα και
με νοήματα μου έδινε να καταλάβω ότι δεν πρέπει να μας δει μαζί κανένας ούτε
δικός του αλλά ούτε και δικός μου. Έτρεμε η ψυχή μου και για κείνον αλλά και
για μένα.
Όταν άρχισε να μεγαλώνει και να δείχνει
κάπως η κοιλιά μου, η δόλια η Νόνα μου τρελάθηκε.
-Τι θα γίνεις παιδάκι μου, χαμένη θα
πας. Να ήξερες τι σε περιμένει. Πρέπει
να το ρίξεις αυτό το παιδί, δε γίνεται να το γεννήσεις.
Τους ίδιους φόβους είχε και ο Γκλεν, αν
το έπαιρναν χαμπάρι οι δικοί του. Μα σαν του είπα, πάντα με τη γλώσσα του
σώματος, πως η Νόνα μου επιμένει «να το χαλάσω» το παιδί, άρχισε να κλαίει και
με τον ίδιο τρόπο να μου λέει, πως, όχι, είναι το παιδί της αγάπης μας, ο
πόλεμος θα τελειώσει μια μέρα κι εκείνος θα γυρίσει πίσω να μας πάρει κοντά
του, στην πατρίδα του.
Η Νόνα μου με ξεγέννησε. Ολομόναχες με
πόρτες και παράθυρα σφαλιστά για να μην ακουστεί τίποτα απ΄ έξω. Με κάθε δυνατό
πόνο έσφιγγα δόντια και χέρια μπήγοντας τα νύχια στις σάρκες μου για να μη κάνω
κιχ. Άγγελός μου η Νόνα, μου χάιδευε τα μαλλιά με μάτια βουρκωμένα και με
παρηγορούσε ότι όπου να΄ ναι θα γεννηθεί το παιδάκι μου και θα ξεχάσω τους πόνους.
-Ήταν ένα πανέμορφο αγοράκι.
Την άλλη μέρα το μπαμπούλωσε η Νόνα μου
και με μια παραμάνα του σκάλωσε ένα χαρτάκι στα ρούχα του, που έγραφε «δε
φταίει αν γεννήθηκε, προστατέψτε το, κάποια μέρα μπορεί να έρθει να το πάρει η
μάνα του».
Το
έβαλε σε μια μεγάλη τσάντα, και με προφυλάξεις το βράδυ, να μην τη δει κανείς
πήγε και το άφησε έξω από το Σπητάλιο* Δημόσιο Ορφανοτροφείο.
Κλάψαμε μαζί με τον Γκλεν, αλλά μου
ορκίστηκε θα γυρίσει να μας πάρει κοντά του.
Και γύρισε ο αγαπημένος μου, αφού
φρόντισε να μάθει και λίγα Ελληνικά, ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Όμως, μικρή η κοινωνία του νησιού και
όπως αποδείχτηκε δεν ήμουν η μόνη που
«είχα πάει με τον εχθρό».
Είχε τελειώσει ο πόλεμος, είχαν φύγει
όλοι οι Γερμανοί. Μια μέρα, μας άρπαξαν
βίαια από τα σπίτια μας, αγριεμένοι Έλληνες
μας έβαλαν στη σειρά και αφού μας πήγαν στο
κέντρο της πόλης, μας ξύρισαν το κεφάλι μπροστά
στον κόσμο όπου είχε μαζευτεί επί τούτου και μας έβριζαν με τα πιο αισχρά
λόγια, μας διαπόμπευσαν δημοσίως με ύβρεις κατάρες και φτύσιμο από πολλούς.
Δε μίλησα, δε διαμαρτυρήθηκα, δεν έσκυψα
το κεφάλι, γιατί δεν ένιωσα ένοχη ούτε στιγμή.
Νέα ελεύθερη ήμουν κι αγαπηθήκαμε με
έναν νέο και ελεύθερο. Τι φταίγαμε εμείς, αν ο Χίτλερ αιματοκύλησε τόσες χώρες;
Αν δεν ήταν ο καταραμένος πόλεμος, όλα θα ήταν μια χαρά.
Η ζωή μου δεν ήταν εύκολη μετά τη
διαπόμπευση. Ακόμα και οι γειτόνισσες με κοιτούσαν με περιφρόνηση και δε μου μιλούσαν.
Υπήρχαν και κάποιοι άνδρες, ευτυχώς πολύ λίγοι, που με ζύγωναν και μου μιλούσαν
πρόστυχα:
-Μωρή παλιοτσούλα, με το Γερμαναρά πήγες
κι έβγαλες τα μάτια σου και έκαμες μούλικο, κάτσε να σου κάνω κι εγώ ένα, θα
είναι τουλάχιστον Ελληνόπουλο.
Έσκυβα το κεφάλι και δε μιλούσα,
έκλαιγα, όμως, κρυφά το βράδυ σιγανά να μη με ακούει η Νόνα μου.
Η Νόνα μου έκανε τα πάντα για να με
προστατεύει
Με έτρωγε συνεχώς ο καημός του παιδιού
μου. Περνούσα έξω από το Ορφανοτροφείο και με λαχτάρα κοιτούσα τα μωρά και τα
παιδάκια που τα έβγαζαν να λιαστούν και να παίξουν.
Ποιο να είναι άραγε το δικό μου; Που καλά δεν πρόλαβα να το δω, τι
όνομα να του έδωσαν; Άρα το φροντίζουν; Το αγαπάνε; Το κανακεύουν; Αναπάντητα
ερωτήματα.
Δυο ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη του
πολέμου και εγώ ξεροστάλιαζα έξω από το Σπητάλιο, κοιτάζοντας με λαχτάρα
παιδάκια της ηλικίας του παιδιού μου, με την καρδιά μου να σκιρτάει κάθε φορά
που έβλεπα αγοράκι της ηλικίας του.
Δεν είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου στον
Γκλεν. Πίστευα πως θα ερχόταν να μας πάρει, όπως μου υποσχέθηκε.
Και ήρθε ο καλός μου, τρία χρόνια αφότου
τέλειωσε ο πόλεμος, ήρθε ο αγαπημένος μου να μας πάρει. Τρελαθήκαμε από τη χαρά
όταν σμίξαμε. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλαίγαμε για πολλή ώρα.
Λίγους μήνες πριν είχε συγχωρεθεί η Νόνα
μου και είχα μείνει μόνη και έρημη.
Την άλλη μέρα από τον ερχομό του Γκλεν πήγαμε
στο Ορφανοτροφείο να γνωρίσουμε και να πάρουμε το παιδάκι μας.
Η Προϊσταμένη, έβγαλε καταλόγους και
χαρτιά και,
-Λυπάμαι, αλλά το μωρό υιοθετήθηκε πριν
λίγους μήνες από ένα καλό, εύπορο αλλά άτεκνο ζευγάρι.
Όλες μας οι προσπάθειες να μας δώσει κάποια πληροφορία ώστε να προσπαθούσαμε
να το πάρουμε πίσω, στο κάτω-κάτω ήταν παιδί μας άλλο αν οι συνθήκες μας
ανάγκασαν να το αφήσουμε εκεί προσωρινά, έπεσαν στο κενό. Αυστηρός ο Νόμος,
απαγόρευε κάτι τέτοιο.
Λίγο μετά, απογοητευμένοι, αφού δεν
υπήρχε ελπίδα να βρούμε το παιδί μας, φύγαμε
για Γερμανία. Παντρευτήκαμε εκεί και για να σβήσει κάθε ίχνος του παρελθόντος,
άλλαξα το όνομα μου σε Χέλγκα, φοίτησα σε Σχολή όπου έμαθα Γερμανικά και αποφάσισα να σβήσω το
παρελθόν μου, να ξεχάσω τις προσβολές και την καταδίωξη από όλους και να ζήσω
πλέον ως Γερμανίδα με τον άνθρωπό μου. Μολονότι υπήρχαν πολλές σκιές στη ζωή
μας, πάνω από όλα ο χαμός του παιδιού μας, αγαπιόμαστε με τον Γκλεν και περνούσαμε όμορφα.
Όταν γεννήθηκε η κόρη μας ολοκληρώθηκε η
ευτυχία μας!
Η Αγγέλα μας, μας γέμισε ευτυχία. Ο Γκλεν
επέμενε να την ονομάσουμε Αγγέλα, μια κι εγώ
επίσημα στα χαρτιά ήμουν Χέλγκα,
Τη δεκαετία του -60 έφευγαν πολλοί νέοι
για Αυστραλία, μαζί τους κι εμείς, για μια καλύτερη ζωή.
Μεγάλωνε η Αγγέλα μας, όμορφη και καλή
κοπέλα, που όμως, μέχρι σήμερα δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια για την ιστορία των
γονιών της, ούτε πως σε κάποια γωνιά της γης έχει έναν αδελφό που δε γνωρίζει όχι
μόνο την ύπαρξή του αλλά ούτε το όνομά του.
Ο αγαπημένος μου Γκλεν, πέθανε τρία
χρόνια πριν, σχετικά νέος, μόλις 73 χρονών .
Μεγάλη απώλεια για την κόρη μου κι
εμένα. Στερήθηκα την παρουσία του, τη
στοργή, την αγάπη του, το γνοιάσιμο του για το παιδί μας και για μένα. Είχε
φροντίσει να με εξασφαλίσει οικονομικά και είχε αποκαταστήσει πλήρως την Αγγέλα
μας.
Με τα χρόνια, παραμέρισα και ξέχασα τελείως
την καταγωγή μου, τη γλώσσα μου, την κουλτούρα μου. Η Πατρίδα μου με είχε
πληγώσει και ταπεινώσει πολύ. Δεν την νοστάλγησα ποτέ, ούτε γύρισα ποτέ πίσω.
Νοσταλγούσα πάντα το παιδί μου, αλλά δεν υπήρχες τρόπος να πάρω καμιά πληροφορία. Τώρα, ζω ανεξάρτητη
στην ωραία μας φιλική γειτονιά. Η Αγγέλα μου με τον άνδρα της, Αυστραλό και τα
τρία παιδιά τους κάθονται πολύ κοντά.
Βλεπόμαστε σχεδόν καθημερινά, λατρεύω τα
εγγόνια μου και με λατρεύουν κι εκείνα.
Ποτέ δεν ξέχασα το αγοράκι μου. Με
παρηγορούσε, όμως, η σκέψη πως πρέπει να είναι ευτυχισμένο και να το αγαπούν
πολύ οι θετοί γονείς.
Όμως, καρφί στην καρδιά μου πάντα η
σκέψη του.
Όσο μιλούσε η «Χέλγκα», τα μάτια της
έτρεχαν ασταμάτητα.
Μα δεν ήταν η μόνη, τόσο τα μάτια της
Λωραίν όσο και της Κατερίνας, έτρεχαν άθελά τους.
Συγκλονιστικά όλα όσα άκουσαν.
Πριν συνεχίσουν το μισοτελειωμένο γεύμα
τους, παράγγειλαν ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, είχαν ανάγκη να ¨στανιάρουν» λίγο
και να γιορτάσουν την «νέα τους φίλη» την Αγγελική!
Ανεξάρτητα πώς λεγόταν η φίλη τους και
τι εθνικότητας ήταν, και οι τρεις χωρούσαν σε μια μεγάλη αγκαλιά!
Μόνο που η Λωραίν, λίγες μέρες μετά,
απαίτησε να της μάθουν λίγα Ελληνικά, ώστε να μη νιώθει εκτός.
Ε, ασφαλώς, δεν της χάλασαν χατίρι.
Με κάθε καινούρια λέξη ή πρόταση που
μάθαινε η Λωραίν, τους ζητούσε να ορκιστούν πως δεν τη δουλεύουν και της
μαθαίνουν άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.
Πολλά χρόνια πίσω, είχε δει την ταινία: My Greek fat Wedding και έτρεμε μπας
και έκανε καμιά γκάφα και γινόταν ρεζίλι.
Κρυφογελούσαν, επίτηδες, η Κατερίνα και
η Αγγελική, αφήνοντάς την σε αμφιβολία.
Και η Λωραίν, ενώ είχε μάθει αρκετά Ελληνικά, από το φόβο
της, μιλούσε πάντα Αγγλικά μη γίνει ρεζίλι. Μα οι τρεις μαζί, αχώριστες, μέχρι
που μία-μία αναχωρούσε για το Μεγάλο Ταξίδι.
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου