«… Μὲ μιὰ φωτιά … σὰν τριαντάφυλλο
καὶ μιὰ θάλασσα ἀνάερη στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ».
(Γ. Σεφέρης, Τρία κρυφὰ ποιήματα)
…«κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω»…
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατοι καὶ Πανιερώτατοι ἅγιοι ἐν Χριστῷ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τῆς Πολιτείας,
Ἀξιότιμε καὶ πολυσέβαστε κ. Δήμαρχε τοῦ Περιστερίου,
Ἀδελφοί μου Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι,
Εὐλογημένε καὶ εὐγενικὲ πιστὲ Λαέ,
1600 χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ὁ γόνος τῆς Καππαδοκίας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἡ θεολογικὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ Ἀρχιεπίσκοπος ΚΠόλεως, ἀπευθυνόμενος σὲ συνεπισκόπους του, σκιαγραφοῦσε μὲ ἔμφαση καὶ λακωνικότητα τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἐπισκόπου στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ ἔλαχε νὰ διακονήσει καὶ νὰ ποιμάνει, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«1. Πτερῶσαι ψυχήν [Εὐαγγελικὸ κάλεσμα],
2. ἁρπάσαι κόσμου [Ἐκκλησιακὴ πρόσληψη],
3. δοῦναι Θεῷ [Ἐσχατολογικὴ προσφορά]»[1],
ποὺ θὰ πεῖ μὲ ἁπλὰ λόγια:
«Νὰ δώσει [ὁ Ἐπίσκοπος] φτερὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο
καί, μόλις θὰ μπορεῖ νὰ πετάξει αὐτὸς μὲ τὰ δικά του φτερά,
νὰ τὸν ἁρπάξει ἀπὸ τὸν ἀκοινωνιακὸ κόσμο
καὶ νὰ τὸν προσφέρει στὸν Θεό».
Ἡ ἁπλὴ καὶ λιτὴ αὐτὴ φράση, ἀλλὰ τόσο οὐσιαστικὴ καὶ περιεκτική, συμπυκνώνει ὅλη τὴν πράξη διαποίμανσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Της διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὸ συνιστᾶ πυξίδα, ὁδοδείκτη καὶ προσανατολισμὸ γιὰ τὴν τρίπτυχη ἀποστολὴ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπέναντι στὸν λαό του, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ κάλεσμα τῶν ἀνθρώπων μὲ ἐλευθερία, πρόσληψη τῶν ἀνθρώπων μὲ ἀγάπη καὶ προσφορὰ κοινωνίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸν Τριαδικὸ Θεό.
Τὶς βαθμίδες τοῦ ἀρχιερατικοῦ Θρόνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου ἐπίσημα σήμερα, «ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ»[2] ἀνερχόμενος καὶ μὲ ἀγωνία…, σὰν ἐκείνη τὴν γνωστὴ ἀγωνία τοῦ «φαγεῖν τὸ Πάσχα»[3]…, ἀναπέμπω «δόξαν τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ καὶ ἀδιαιρέτῳ Τριάδι»[4].
Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Λαοῦ τοῦ Περιστερίου σὲ μία ἐκκίνηση σχέσης, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν θέλει ἀγαπητική, τὴν ἐννοεῖ ὡς σχέση γάμου Νυμφίου καὶ Νύμφης, ὡς σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης ἀνάμεσα στὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν Τοπική του Ἐκκλησία. Τόσο δὲ στενὸς εἶναι ὁ δεσμὸς αὐτὸς μεταξὺ τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τοῦ Λαοῦ τῆς Τοπικῆς του Ἐκκλησίας, ποὺ αὐτὸς καὶ μόνον ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς σχέσης. Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν δεσμὸ τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ υἱικότητας οἰκοδομεῖται ἡ ζωή μας. Πιστεύω ὅτι αὐτὴ ἡ σχέση, ἐμφορούμενη ἀπὸ πνεῦμα ἀμοιβαιότητας, θὰ ἀποτελέσει τὴν ἀπαρχὴ παντὸς ἔργου ἀγαθοῦ καὶ τὸ μυστικὸ κάθε ἐπιτυχίας. Ἡ σχέση αὐτὴ θὰ ἐπιτρέψει ἀκόμη καὶ τὴν ἀλήθεια νὰ ποῦμε καὶ τὸν ἔλεγχο νὰ ποιήσουμε· τὴν ἀκρίβεια νὰ κρατήσουμε καὶ τὴν ἐπιείκεια νὰ προσφέρουμε· τὴν πίστη νὰ τηρήσουμε καὶ τὴν ἀγάπη νὰ αὐξήσουμε. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὀντολογικὴ σχέση εὔχομαι καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἀναπτύξουμε.
Ἡ Ἐκκλησία, καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Τοπικὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὑπόθεση ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, τοῦ ἐπισκόπου της, ἀλλὰ εἶναι ὑπόθεση ἑνὸς λαοῦ, εἶναι ὑπόθεση ὅλου τοῦ λαοῦ, κλήρου καὶ λαοῦ!…
Γνωρίζω ἤδη καλά, καὶ εἶναι αὐτὸ σὲ ὅλους γνωστό, ὅτι ἐσεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Περιστερίου, εἶσθε λαὸς πρῶτα ἀπ’ ὅλα εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος. Εἶσθε λαὸς φίλεργος καὶ πρωτοποριακὸς σὲ κάθε κοινωνικὴ πρωτοβουλία. Εἶσθε οἱ Περιστεριεῖς σὲ ὅλους γνωστοὶ καὶ ἀξιέπαινοι γιὰ τὴν κοινωνικότητά σας καὶ τὴν μεγαλοψυχία σας, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ δύσκολες στιγμὲς τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Γένους μας, ἰδιαίτερα δὲ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ξεριζωμὸ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνον δὲν καμφθήκατε μὲ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὶς δυσκολίες, ἀλλὰ σταθήκατε δημιουργικὰ ὄρθιοι 100 χρόνια τώρα, ὡς ἄξιος μεγαλομάρτυς Ἑλληνικὸς λαός. Γνωρίζω ἀκόμη πόσο ἔχετε δοκιμασθεῖ στὴν πορεία σας αὐτὴ μέσα σὲ πάμπολλες θεομηνίες καὶ δοκιμασίες, καὶ πόσο ἀνώτεροι ἐξέρχεσθε ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες.
Γνωρίζοντάς σας ἤδη, θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ πῶ καὶ ἐγὼ κάτι σύντομο γιὰ ἐμένα, ἁπλῶς γιὰ νὰ γνωρίζετε τὴν δική μου διαδρομὴ μέχρις ἐδῶ καὶ νὰ ἀντιληφθεῖτε, μέσα ἀπὸ φυλαγμένες μνῆμες, γιατί τὰ μυστικὰ βήματά μου ἀκολουθοῦν ἀθόρυβα τὰ δικά σας. Κατάγομαι ἀπὸ ἕνα ἄσημο γεωργο-κτηνοτροφικὸ ὀρεσίβιο χωριὸ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας μὲ 50 σπίτια καὶ ἕνα καμπαναριό. Οἱ καταγωγικές μου ρίζες προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, τὴν ἱστορικὴ Μοσχόπολη καὶ τὴν Φούρκα τῆς Κόνιτσας, γεννήθηκα ὅμως στὴν Μακεδονία, στὸ χωριὸ Νάματα τῆς Ἐπαρχίας Βοΐου, τοῦ Δήμου Ἀσκίου τοῦ Ν. Κοζάνης ἀπὸ πατέρα, καί, ἀπὸ μητέρα, ἀρύομαι ἐπιπλέον τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὸ διπλανὸ καὶ ἀδελφὸ ὀρεσίβιο χωριὸ Βλάστη τῆς προσφυγικῆς Πτολεμαΐδας, (στὴν ὁποία Πτολεμαΐδα συναναστράφηκα μὲ πονεμένο κόσμο ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ τὴν Μικρὰ Ἀσία), καὶ τὸν Θεσσαλικὸ Τύρναβο τῆς Λάρισας. Βρέθηκα νὰ σπουδάζω στὴν Θεσσαλονίκη καὶ χειροτονήθηκα κληρικὸς στὴν ἑτέρα προσφυγικὴ πόλη τῆς Μακεδονίας, τὸ Κιλκίς. Μετὰ ἀπὸ ἕναν περίπλου σπουδῶν καὶ ἱερατικῆς διακονίας στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ στὶς Βαλτικὲς Χῶρες, ἐντάχθηκα στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Καὶ ἔτσι, τὸ 2008 βρέθηκα στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ…, τότε ἦταν ποὺ ὁ Μακαριώτατος μὲ ἀγκάλιασε πατρικά, καί, ἐνῶ μὲ γνώριζε ἐλάχιστα, μὲ περιέβαλε μὲ ἕνα κῦμα καθολικῆς ἐμπιστοσύνης –ποὺ μὲ ὠθεῖ νὰ τοῦ πῶ ἕνα υἱικὸ εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ ἐτοῦτο ἐδῶ τὸ βῆμα– καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του, ἐντάσσοντάς με στὴν δύναμη τῶν κληρικῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ἡ ἀπροϋπόθετη συνεργασία μας ἔδωσε τὸ ἔναυσμα τῆς πρότασής του νὰ ἐκλεγῶ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Συνοδικὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία μὲ ἐξέλεξε ἐπίσης μὲ ἀγάπη Μητροπολίτη Περιστερίου. Θέλω ὅλοι σας νὰ γνωρίζετε ὅτι στὸ Περιστέρι, αὐτὸ τὸ ἑλκτικὸ ἄγνωστο μέχρι αὐτὴν τὴν στιγμὴ γιὰ μένα, ἔρχομαι ἀπροϋπόθετα, μὲ πανσέληνες προσδοκίες, γιὰ νὰ ὑπηρετήσω ἕναν λαό, ὁ ὁποῖος ἀξίζει ἀπύθμενα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταφέρω τὸ μήνυμα ὅτι «τοῦτό ἐστι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν»[5].
Ἀναλαμβάνω τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς Μητροπόλεως τοῦ Περιστερίου σὲ μιὰ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει καινὲς προκλήσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ ὁλοένα ἐξελισσόμενες ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις μέσα στὸν μεταβαλλόμενο κόσμο καὶ ἀπὸ τὰ νέα δεδομένα τῆς ἐποχῆς τῆς Μετανεωτερικότητας, ποὺ προχωρᾶ ἀναπτυσσόμενη πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως. Θὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι μαζὶ ἑνωμένοι, χέρι μὲ χέρι, παραμένοντας καὶ ἐγὼ σὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν προσφιλὲς στὸν Χριστό μας· νὰ εἶμαι διάκονος ὅλων σας. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ νὰ διακονεῖ, ὄχι γιὰ νὰ τὸν διακονοῦν. «Οὐκ ἔρχομαι διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι»[6]. Ὡς διάκονος, ἀντιλαμβάνομαι πολὺ καλὰ τί σημαίνει ὁ Ἐπίσκοπος νὰ εἶναι πατέρας καὶ ἀδελφός, καὶ ὄχι δεσπότης καὶ ἐξουσιαστής. Πιστεύω δὲ ἀκράδαντα ὅτι καμμία ἐπιτυχία στὴν διαποίμανση τοῦ λαοῦ δὲν εἶναι ἐφικτὴ χωρὶς τὸ μοναδικὸ μέσο καὶ ἐφόδιο, τὸ ὁποῖο λέγεται ἀγάπη τοῦ Ποιμένα πρὸς τὸ Ποίμνιό του[7]. Καὶ αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς ἀγάπης μου στόχος εἶναι ἡ κατὰ Χριστόν αὔξηση καὶ ἡ σὲ ὅλα προκοπὴ πάντων. Ἐξ ἄλλου, «ἡγεμονίς ἐστι τῶν ἀρετῶν τὸ πάντας εὐεργετεῖν»[8]. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ πιστότητα πρὸς τὴν μακροχρόνια ἱστορία καὶ τὶς παραδόσεις μας, τῶν ὁποίων θὰ εἶμαι συνεχιστὴς καὶ πιστὸς διάκονος.
Ἐτούτη τὴν ἰδιαίτερη στιγμὴ κάνω μόνον μνεία τῶν ἀειμνήστων προκατόχων μου, Ἀλεξάνδρου, Χρυσοστόμου καὶ Κλήμεντος. Τοὺς διαδέχομαι μὲ ἐπίγνωση τοῦ ἔργου τους, τοῦ ὁποίου καλοῦμαι νὰ γίνω συνεχιστὴς καὶ ταυτόχρονα κρίκος, δίκην σκυταλοδρομίας, τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησιακῆς ἁλυσίδας, τὴν ὁποία καλούμεθα ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας συνοδικὰ νὰ παραδώσουμε ἀδιάσπαστη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὴν Βασιλεία Του. Ὁ ἀπολογισμὸς τοῦ ἔργου τους εἶναι καὶ ἀπαρχὴ τοῦ δικοῦ μας ἔργου. Καὶ αὐτὴν τὴν σκυτάλη μεταβίβασης σήμερα τὴν παραλαμβάνω ἀπὸ τὸν Τοποτηρητὴ τοῦ Μητροπολιτικοῦ Θρόνου τοῦ Περιστερίου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἰλίου, Ἀχαρνῶν καὶ Πετρουπόλεως καὶ ἀγαπητὸ σὲ μένα κ. Ἀθηναγόρα, τὸν ὁποῖο θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω ἐκ μέρους ὅλων μας γιὰ τὴν διακονία του σὲ ἕναν ὀρφανὸ κλῆρο, στὸν ὁποῖο στάθηκε πατέρας καὶ ἀδελφός, καὶ στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ γιὰ τὴν πρόφρονα καὶ φιλάδελφο προσλαλιά του. Κατὰ δὲ τὴν εὔσημο ἐτούτη ἡμέρα τῆς Ἐνθρονίσεώς μου, ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι θὰ συνεχίσω τὸ μέχρι τοῦδε ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἑστιάζοντας τὴν προσοχή μου σὲ αὐτὰ τὰ πεδία ποὺ εἶναι ὑψίστης προτεραιότητας σὲ σχέση μὲ ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴν διπλῆ ἑνότητα τῆς Τοπικῆς μας Εκκλησίας καὶ τῆς Τοπικῆς μας κοινωνίας τοῦ Περιστερίου. Στὴν δική μας Ἱστορία, τὰ μεγάλα ἔργα ἔγιναν ταυτόχρονα μὲ ἑνότητα καὶ συνεργασία. Αὐτὸ ἐνστερνίζομαι καὶ αὐτὸ ὁραματίζομαι. Ἡ πρόσφατη πανδημία λίγο μᾶς σκόρπισε… Καὶ γι’ αὐτό, τὸ χάσμα ποὺ προκάλεσε αὐτή, ἐλᾶτε νὰ τὸ γεμίσουμε μὲ ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων!…
Στὴν προοπτικὴ αὐτή, συστρατεύομαι μὲ τοὺς συλλειτουργούς μου συγκυρηναίους, Πρεσβυτέρους καὶ Διακόνους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου, ἔχοντας πολλὴ ἐμπιστοσύνη στοὺς ἀδελφούς μου Κληρικούς, ποὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἐνεπιστεύθη νὰ ἔχω[9]. Ἐκτιμῶ τὸν ζῆλο ὅλων ἀνεξαιρέτως. Γνωρίζω τὰ προβλήματα. Θεωρῶ ὅμως βέβαιη καὶ δεδομένη τὴν πρόθυμη καὶ ἀμέριστη συμπαράσταση ὅλων, γιὰ πληρέστερη κοινὴ διακονία τοῦ λαοῦ τῆς Μητροπόλεώς μας καί, κοινωνικά, τῆς Τοπικῆς μας κοινωνίας τοῦ Περιστερίου. Ὁ Χριστός, πατέρες καὶ ἀδελφοί μου ἀγαπητοὶ καὶ προσφιλεῖς συναντιλήπτορες, διασταυρώνει ἔγχρονα ἀπὸ σήμερα τοὺς δρόμους μας σὲ μιὰ πορεία διακονίας στὸ ἑξῆς κοινὴ καὶ ἀδιαχώριστη. Τὸ αἴτημά μου εἰδικὰ γιὰ ἐσᾶς, συνοδοιπόροι μου, θὰ εἶναι χριστό· «Θεὲ καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν»[10]. Τὸ ὅραμα αὐτὸ θὰ διατρέχει στὸ ἑξῆς τὴν συνεργασία μας καὶ τὴν κοινή μας πορεία διακονίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀναφωνήσω καὶ ἐγὼ μιὰ ἐσχατολογικὴ ἡμέρα· «Κύριε, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο. […]. Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου»[11]… Σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ σᾶς καλῶ ἐν σώματι νὰ πορευθοῦμε ἀντάμα!…, γιὰ νὰ εἶναι ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ πιστὸς ὑπηρέτης, ὁ γλυκὺς παρηγορητὴς καὶ ὁ φωτεινὸς ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης τοῦ Δήμου Περιστερίου, σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους ἀνεξαιρέτως γιὰ τὴν θερμὴ ὑποδοχὴ ποὺ μοῦ ἐπιφυλάξατε. Φανερώνει τὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς σας καὶ τὴν ἐκτίμησή σας γιὰ τὴν Μάνα Ἐκκλησία. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ ρόλοι μας εἶναι σαφῶς διακριτοί, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ κοινοὶ στὴν ὕψιστη διακονία τοῦ λαοῦ καὶ τόπου, ὅπου αὐτὸς κεῖται. Στὸ πρόσωπό μου θὰ συναντήσετε αὐτὸν ποὺ πιστεύει στὸν διάλογο, ὡς τῆς ἀνεξαίρετης καὶ ἀπαράλειπτης μεσόδμης τῆς ἀλήθειας, ἕναν διάλογο βασισμένο στὴν χαλκηδόνια διαλεκτικὴ σχέση ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης. Σᾶς ἁπλώνω τὸ χέρι…, ὄχι μόνον γιὰ νὰ σᾶς μεταφέρω τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σᾶς δηλώσω πλήρη διάθεση συνεργασίας, στὴν προοπτικὴ τοῦ νὰ διακονήσουμε ἀντάμα ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει ἐπάνω στὴν γῆ, τὴν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πρῶτος ὁ Θεὸς τὸν ἀγάπησε καὶ προσέφερε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ τὸ ἅλικο αἷμα Του γιὰ τὴν πρόσληψη καὶ σωτηρία του.
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, δεχθεῖτε τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ τὶς εὐχαριστίες μου γιὰ τὴν παρουσία σας καὶ τὴν συμπροσευχή σας. Ἰδιαιτέρως δὲ εὐχαριστῶ τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀμέριστη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό μου. Εὐχηθεῖτε στὸν Κύριο νὰ μὲ ἀναδείξει ἀντάξιο τῶν προσδοκιῶν σας ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ λογικοῦ μου Ποιμνίου.
Μακαριώτατε, μὲ τὴν φωνή Σας καὶ μὲ τὴν ἐκπεφρασμένη, ὡς ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπός μου, πρότασή Σας γιὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία μου, μὲ τὴν προτροπή σας, ποὺ λέγει· «ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ Ἀμπελῶνι τοῦ Κυρίου»[12], Σᾶς ἀπαντῶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι «τὸ ἔργον, ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω, ἤρχισα»[13]. Προσβλέπω στὶς προσευχές Σας καὶ στὴν οὐσιαστική Σας συμπαράσταση. Κείμενος στὸ Λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς, θὰ παραμένω ἐκ τοῦ σύνεγγυς συνοδοιπορῶν σὲ Ἐσᾶς καὶ στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλώνοντας ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ Ποιμνίου μου, τὸν ἐκλεκτὸ καὶ εὐγενῆ λαὸ τοῦ Περιστερίου, διότι τοιοῦτός μοι ἐκληρώθη Κλῆρος ἱερός. Γιὰ δὲ τὴν ἐμπεπιστευμένη σὲ ἐμένα Μητρόπολη θὰ ἐργασθῶ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ ἀληθινή, σιωπηρὴ καὶ ἀποδοτικὴ κυψέλη φιλανθρωπίας, κοινωνικῆς ἐνεργητικότητας καὶ κάθε ἄλλου γόνιμου ἔργου ἑνότητας καὶ συνοχῆς τῆς κοινωνίας.
Εὐλογημένοι νὰ εἶσθε ἀπὸ τὸν Κύριο πάντες οἱ παρόντες καὶ οἱ ἐκ τοῦ μακρὰν προσευχόμενοι γιὰ τὴν ἀναδυόμενη ἐπισκοπική μου πορεία. Ὅσοι δὲ εἴχατε τὴν καλωσύνη νὰ μετακινηθεῖτε καὶ νὰ μὲ στηρίζετε ἐτούτη τὴν ἰδιαίτερη ὥρα, κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἀδέλφια καὶ φίλοι, ὅλοι ἀγαπητοί, δεχθεῖτε τὴν βαθειά μου ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Μὲ βαθύτατη συγκίνηση ἀναμιμνήσκομαι τὸν ἀείμνηστο πατέρα μου, τὴν ἀγαλλομένη μνήμη τοῦ ὁποίου εὐγνωμονῶ, ὡς καὶ τὴν προσφιλῆ μητέρα μου, γιὰ ὅσα ὑπὲρ ἐμοῦ ἐκοπίασαν.
Καὶ τώρα ὁ λόγος διευρυμένος ἀπευθύνεται «εἰς τὸ κοινόν»[14], ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀποκαλεῖ μία Τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τὸ πλήρωμα τῆς Τοπικῆς κοινωνίας, πρὸς ἐσᾶς ὅλους, τὸν λαὸ τὸν ἅπαντα, ποὺ ὁ Θεὸς τόσο ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ.
Σὲ αὐτὸ τὸ κοινό μας ξεκίνημα, ἵσταμαι ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ κεῖται σὲ ἐτοῦτον τὸν εὐλογημένο καὶ ποτισμένο μὲ ἱδρῶτα τόπο τοῦ Περιστερίου, καὶ θέλω ἀπὸ τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς μου νὰ σᾶς ζητήσω μία μοναδικὴ καὶ ἀκριβῆ χάρη. Νὰ ζητήσω ὅ,τι πιὸ ἀκριβὸ ἔχετε!… Καὶ ποιό εἶναι αὐτό; Ὄχι τὸ ἀκριβώτερο μὲ τὰ μέτρα «τοῦ κόσμου τούτου»[15], σπίτια, αὐτοκίνητα, κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία. Τίποτε ἀπὸ αὐτά! Ἐγὼ ζητάω κάτι ἀκόμη πιὸ ἀκριβὸ καὶ πολύτιμο, κάτι ἀποκλειστικὸ καὶ μοναδικό: «Οὐ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλ’ ὑμᾶς»[16]· δὲν ζητῶ τὰ πράγματά σας, ἀλλὰ ἐσᾶς! Θέλω νὰ μοῦ δώσετε τὴν καρδιά σας, νὰ τὴν προσφέρω στὸν Θεό!… Γι’ αὐτὸν τὸν μοναδικὸ λόγο ἦρθα ἐδῶ, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μὲ ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ ποιμένα σας, γιὰ νὰ συλλέξω ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα τὶς καρδιὲς ὅλων σας σὲ μία ἑνότητα καὶ σὲ μία κοινότητα καρδιᾶς, καὶ νὰ προσφερθεῖ αὐτὴ στὸν Τριαδικὸ Θεό μας, γενόμενη μία Ποίμνη, ἕνα Ἐκκλησιακὸ Σῶμα ἀδιάσπαστο καὶ ἀχώριστο, ἕνα Σῶμα Χριστοῦ. Καὶ θέλω νὰ γνωρίζετε μιὰ γιὰ πάντα ὅτι ὁ ἐπίσκοπός σας εἶναι μιὰ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιὰ γιὰ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ, ὅπως εἶναι ἡ μάνα κλωσσαριά, ποὺ ἔχει καὶ κίτρινα, καὶ κόκκινα, καὶ μαῦρα, καὶ ἄσπρα κλωσσόπουλα κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της…
Ὑπάρχουν ὑπαρξιακὲς ποιότητες ποὺ ἀποτελοῦν προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἀνοίξει κάποιος ἕναν δρόμο. Τὸ «νὰ μοῦ δώσετε τὴν καρδιά σας νὰ τὴν προσφέρω στὸν Θεό» εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ ἐμᾶς προϋπόθεση, γιὰ νὰ βαδίσουμε μαζί τὸν ἴδιο δρόμο «συν-οδικά», καρδιακὰ καὶ ἀγαπητικά. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι βαθιὰ ἐρωτικός, εἶναι ἀγαπητικὴ κοινωνία Προσώπων, ἀγαπάει τόσο πολὺ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ κατακτηθεῖ καὶ ὄχι νὰ κατακτήσει, θέλει νὰ διακονήσει καὶ ὄχι νὰ ἐξουσιάσει. Θέλει νὰ μᾶς σώσει, ὄχι γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ, ἀλλὰ γιατὶ μᾶς ἀγαπάει… Μονάχα ἕνα γεγονός, ἴσως, Τὸν πληγώνει…, ποὺ χρειάστηκε ἕνας Σταυρός, γιὰ νὰ δοῦνε οἱ ἄνθρωποι τὴν χωρὶς ὅρια ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ συμφωνῶ μὲ ἐκεῖνον τὸν σοφὸ (Balthasar) ποὺ εἶπε ὅτι «οἱ ἐρωτευμένοι εἶναι οἱ πλέον κατάλληλοι νὰ μιλήσουν γιὰ τὸν Θεό»… Αὐτὸ ἐννοοῦσε καὶ ὁ σημερινὸς ἑορτάζων ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, αὐτὸς ποὺ πρόσφερε ἀγαπητικὰ τὴν καρδιά του στὸν Θεό, ὅταν ἔλεγε κάτι ποὺ συνιστᾶ τὴν προοπτικὴ τῆς θέωσης· «Ἐγὼ δὲν θέλω ὁ θάνατος νὰ καθορίσει τὴν σχέση μου μὲ τὸν Θεό· θέλω ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐδῶ καὶ τώρα»!… Αὐτὴν τὴν κοινωνία τὴν πέτυχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, προσφέροντας ὁ ἴδιος τὴν καρδιά του στὸν Θεό…
«Τούτου χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται, ἵνα δῴη ὑμῖν κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ δυνάμει κραταιωθῆναι διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν πλήρωμα τοῦ Θεοῦ»[17].
Ἄφησα γιὰ τὸ τέλος ἕνα ἐγερτήριο κάλεσμα· ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα γιὰ τὸ Περιστέρι, γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ, παραλλάσσοντάς το λίγο ἐδῶ, ἕνας ποιητής μας, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός:
Ἐμπρός· βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν Ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸ Περιστέρι·
«Ὀμπρός· βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν Ἥλιο πάνω ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα·
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν Ἥλιο πάνω ἀπὸ τὶς γειτονιὲς τοῦ κόσμου»!…
Τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης… τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Βασιλείας,
καθὼς τὸ μικρὸ φύραμα «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ»[18],
γιὰ νὰ εἴμαστε, ὅπως ἀπευθύνει κάλεσμα
ὁ Ἀπόστολος καὶ Ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν Παῦλος, «τὸ νέον φύραμα»[19]…,
σὲ μιὰ ἐποχὴ Μετανεωτερικότητας καὶ ἑνὸς ἀναδυόμενου ἀποχριστιανισμοῦ…
»Ὀμπρός, λοιπόν, οἱ δημιουργοί! Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ Ἥλιος!»[20]…
Θὰ ἔλεγα μὲ ἄλλα λόγια, ἀδέλφια μου πεφιλημένα καὶ γιὰ πάντα ἀγαπημένα, νὰ σώσουμε τὸν Θεὸ ἐπὶ γῆς· καὶ ὅταν σώσουμε τὸν Θεό, τότε καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς σώσει!…, διότι «χωρὶς αὐτοῦ»[21] τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ γίνει…
Τέλος, ἀπευθύνω πρὸς ὅλους Σας ἕνα μύχιο, τόσο καρδιακὸ ὅσο καὶ ἀδελφικὸ αἴτημα ἀγάπης καὶ Σᾶς ζητῶ νὰ παρακολουθεῖτε καὶ νὰ συντροφεύετε μὲ τὴν προσευχή Σας τὴν πορεία μου καὶ τὴν ἐπισκοπική μου διακονία μὲ τέσσερις μόνον λέξεις: «Χριστέ, βοήθει Ἐπισκόπῳ Γρηγορίῳ».
Μακαριώτατε, εὐχηθεῖτε γιὰ ἐμᾶς ἐδῶ στὸ Περιστέρι·
«Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[22].
Γένοιτο.
[1] Βλ. ἐν P.G., τ. 35, στ. 432B. Ἐπίσης, Θεοδώρου Στουδίτου, Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου ἡγουμένου τῶν Στουδίου ἐκ τῶν διαφόρων αὐτοῦ ἐπιστολῶν ἐκλογῆς πρώτης καὶ δευτέρας ἐξορίας, ἐκδ. G. Fatouros, τόμ. ΙΙ, Walter de Gruyter [CFHB ΧΧΧΙ/2], Berolini 1992, σελ. 38121-125 (PG 99, 949A): «[…], ἐπισκοπικῶς καὶ ἱερατικῶς, πρὸς τὸ μόνον πτερῶσαι ψυχὴν καὶ ἁρπάσαι κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ καὶ ὅλον τὸ ποίμνιον διασώσασθαι ἐκ θανάτου ἁμαρτίας, καὶ οὕτως κατὰ δεύτερον λόγον καὶ τὰ ἐπιτήδεια τῆς παρούσης ζωῆς δι’ οἰκονόμων καὶ ἐπιτρόπων πορίζεσθαι».
[2] Α΄ Κορ. 2, 3.
[3] Βλ. Μθ 26, 17. Πβ. Μκ 14, 12. 14· Λκ 22, 8. 11. 15.
[4] Ἀναφωνηματικὴ ἔναρξη τοῦ Ἀναστάσιμου Ὄρθρου.
[5] Α΄ Θεσσ. 4, 3.
[6] Μθ 20, 28.
[7] Πβ. Ἰω. 10, 11.
[8] Ἀριστοτέλους, Ρητορικὴ Τέχνη, 1367β.
[9] Ἠσ. 8, 18, καὶ Ἑβρ. 2, 13.
[10] Πβ. Ἰω. 17, 11.
[11] Βλ. Ἰω. 17, 12-14.
[12] Βλ. Μθ 21, 28.
[13] Βλ. Ἰω. 5, 36· πβ. Ἰω. 17, 4.
[14] Κανόνας 19 τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Γάγγρας (340).
[15] Ἰω. 8, 23.
[16] Β΄ Κορ. 12, 14.
[17] Ἐφεσ. 3, 14-19.
[18] Α΄ Κορ. 5, 6, καὶ Γαλ. 5, 9.
[19] Α΄ Κορ. 5, 7.
[20] Ἄγγελου Σικελιανοῦ, Λυρικὸς Βίος, τ. Ε΄, Λυρικά, φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ἀθήνα, ἐκδ. Ἴκαρος, 2000, σελ. 173.
[21] Βλ. Ἰω. 15, 5.
[22] Καταληκτικὸ αἴτημα τῶν Εἰρηνικῶν τῶν Θείων Λειτουργιῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου