Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής
Μέσα στη σιωπή που μας τυλίγει σαν σάβανο, μέσα σε τούτη την έρημο όπου κάθε πρόσωπο είναι ένας σπασμένος καθρέφτης, περπατάμε μόνοι. Είμαστε ο πολύς όχλος, το άθροισμα των μοναξιών που ψάχνει απεγνωσμένα ένα νόημα, μια τροφή, κάτι που να μην είναι απλώς η αντανάκλαση του κενού μας. Κουβαλάμε τις αρρώστιες μας σαν παράσημα, τις πείνες μας σαν τη μόνη μας ταυτότητα. Και περιμένουμε. Τι περιμένουμε; Ίσως έναν θόρυβο να σπάσει τη σιγή, μια λέξη να ράψει τα κομμάτια της ύπαρξής μας, μια φωτιά σε αυτό το παγωμένο λυκόφως. Είμαστε ο σωρός από σπασμένες λέξεις, μια ποίηση που κανείς δεν διαβάζει πια.
Σε αυτό το τοπίο της αποσύνθεσης, ο Χριστός βλέπει τα πάντα. Η όρασή Του δεν είναι η ψυχρή ματιά του στατιστικολόγου που καταμετρά μονάδες, ούτε η αδιάφορη επισκόπηση του εξουσιαστή. Είναι μια όραση που εισχωρεί, που διαπερνά την επιφάνεια και αγγίζει τα σπλάχνα. «καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς» (Ματθ. 14,14). Το βλέμμα Του δεν σταματά στην εξωτερική εικόνα του πλήθους, αυτής της ανώνυμης μάζας. Αναγνωρίζει την κραυγή πίσω από τα σφιγμένα χείλη, την αρρώστια που φωλιάζει στο μεδούλι των οστών, την ερημιά που απλώνεται σαν γάγγραινα στην ψυχή. Η συμπόνια Του δεν είναι ένα αφηρημένο συναίσθημα, μια διανοητική κατανόηση της δυστυχίας. Είναι μια σωματική αντίδραση, ένα εσωτερικό σπάραγμα. Τα σπλάχνα Του γίνονται ο τόπος όπου ο πόνος του άλλου γίνεται δικός Του.
Στη δική μας εποχή, μάθαμε να κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε. Ο όχλος έχει γίνει «κοινό», «στοχευμένη ομάδα», «εκλογικό σώμα». Ο άλλος είναι ένας αριθμός σε μια δημοσκόπηση, ένα pixel σε μια οθόνη, ένας ανταγωνιστής στην αρένα της επιβίωσης. Η συμπόνια, όταν υπάρχει, εκφυλίζεται σε μια μηχανική φιλανθρωπία, μια οργανωμένη ελεημοσύνη που κρατά τον «ευεργέτη» σε ασφαλή απόσταση από τον «ευεργετούμενο», καθαρίζοντας τη συνείδηση χωρίς να λερώνει τα χέρια. Η πράξη μας δεν πηγάζει από την ανάδυση του προσώπου του Άλλου μέσα μας, αλλά από τον υπολογισμό, τη στρατηγική, την ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης. Μια φιλανθρωπία που κρατάει αποστάσεις, σαν νεκροτόμος που φοβάται μη μολυνθεί απ’ το πτώμα.
Και τότε, η λογική παρεμβαίνει. Οι μαθητές, οι λογικοί, οι πρακτικοί άνθρωποι, βλέπουν το πρόβλημα και προτείνουν τη λύση της αυτάρκειας. «Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα» (Ματθ. 14,15). Η φράση αυτή είναι η πεμπτουσία του σύγχρονου πολιτισμού. Είναι η φωνή της γραφειοκρατίας, της οικονομικής ορθοδοξίας, της ατομικής ευθύνης που μετατρέπεται σε συλλογική αδιαφορία. «Ας πάνε να βρουν μόνοι τους». Ας λύσει ο καθένας το πρόβλημά του. Δεν είναι δική μας ευθύνη. Η έρημος είναι ο τόπος, και η λύση είναι η διασπορά, ο εκ νέου κατακερματισμός. Οχυρωνόμαστε πίσω από την «αυτονομία» του άλλου για να δικαιολογήσουμε τη δική μας άρνηση σχέσης. Η λογική τους είναι η λογική του φόβου: ο φόβος της ανεπάρκειας, ο φόβος της εμπλοκής, ο φόβος ότι αν μοιραστούμε αυτό που έχουμε, δεν θα μείνει τίποτα για εμάς. Είναι η λογική που χτίζει τείχη για να προστατεύσει κήπους που έχουν ήδη μαραθεί.
Και ο Χριστός απαντά με μια ανατροπή που γκρεμίζει τα θεμέλια αυτής της λογικής. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. 14,16). Η ευθύνη επιστρέφεται. Το πρόβλημα του όχλου γίνεται πρόβλημα των μαθητών. Ο Μεσσίας δεν έρχεται ως ένας μάγος που λύνει τα πάντα εξ αποστάσεως, αλλά ως αυτός που καλεί σε συμμετοχή στο θαύμα. Δεν λέει «Εγώ θα τους ταΐσω», αλλά «Εσείς δώστε τους». Και εδώ αποκαλύπτεται η γύμνια της ανθρώπινης λογιστικής. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας» (Ματθ. 14,17). Η καταμέτρηση του φόβου. Η διαπίστωση της ένδειας. Αυτό είναι όλο κι όλο που έχουμε. Το τίποτα.
Και πάνω σε αυτό το «τίποτα», ο Χριστός θα χτίσει την κοινωνία της αφθονίας. Παίρνει την ανεπάρκεια στα χέρια Του, την ευλογεί, και την προσφέρει. Η πράξη Του δεν είναι ένας πολλαπλασιασμός αριθμών, αλλά μια ποιοτική μεταμόρφωση της ίδιας της πραγματικότητας. Η ευλογία Του μετατρέπει την έλλειψη σε πηγή ζωής. Σε μια εποχή όπου η ζωή μας κυβερνάται από τη λογιστική σκέψη –διαχείριση περιορισμένων πόρων, ανάλυση κόστους-οφέλους, μεγιστοποίηση του κέρδους– αυτή η κίνηση είναι μια εξέγερση. Είναι η απόδειξη ότι η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
Ο Ωριγένης, βυθιζόμενος στο μυστήριο αυτών των στίχων, παρατηρεί πως το θαύμα δεν εξαντλείται στην πράξη του Χριστού, αλλά ολοκληρώνεται μέσα από τα χέρια των μαθητών. Γράφει πως οι μαθητές είναι αυτοί που μπορούν να διαχειριστούν την υπερβάλλουσα χάρη, σε αντίθεση με τον όχλο. «Διήρκεσαν οι άρτοι και τα ψάρια, ώστε να φάνε όλοι και να χορτάσουν, και μερικοί από τους ευλογημένους άρτους να μην μπορούν να φαγωθούν. Διότι περίσσεψε για τους όχλους αυτό που... οι μαθητές, που ήταν ανώτεροι από τους όχλους, μπορούσαν να σηκώσουν, το περίσσευμα των κλασμάτων, και να το αποθηκεύσουν σε κοφίνια που γέμισαν από τα περισσεύματα, όντας στον αριθμό τόσοι όσες και οι φυλές του Ισραήλ» (τότε διήρκεσαν οἱ ἄρτοι καὶ οἱ ἰχθύες, ὡς φαγεῖν πάντας, καὶ κορεσθῆναι... τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων... παρὰ τοῖς τῶν ὄχλων κρείττοσι μαθηταῖς τοῦ Ἰησοῦ... ὄντας τὸν ἀριθμὸν τοσούτους ὅσαι αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ).[1] Οι μαθητές καλούνται να γίνουν οι διαχειριστές του αδιανόητου πλούτου που γεννιέται από το τίποτα, οι φορείς μιας οικονομίας που δεν βασίζεται στην κατοχή αλλά στη δωρεά.
«καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20). Εδώ βρίσκεται το αποκορύφωμα του θαύματος. Δεν είναι το γεγονός ότι πέντε χιλιάδες άνθρωποι έφαγαν, αλλά ότι «πάντες» έφαγαν και «πάντες» χόρτασαν. Κανείς δεν αποκλείστηκε. Το θαύμα δεν είναι απλώς ένα υπερφυσικό γεγονός, αλλά η γέννηση μιας κοινότητας, μιας ευχαριστιακής σύναξης στην καρδιά της ερήμου. Σε έναν κόσμο όπου το πλεόνασμα του ενός είναι η πείνα του άλλου, όπου η σπατάλη συνυπάρχει με την έλλειψη, εδώ προτείνεται ένα άλλο μοντέλο: ο πλούτος δεν προκύπτει από την παραγωγή, αλλά από τη σχέση και το μοίρασμα. Το περισσευούμενο δεν είναι απόβλητο, αλλά πολύτιμο κλάσμα, απόδειξη της αγάπης που υπερχειλίζει. Οι δώδεκα κόφινοι δεν είναι απλώς τα απομεινάρια ενός γεύματος, αλλά η παρακαταθήκη για το μέλλον, η υπόσχεση ότι η πηγή αυτή δεν στερεύει ποτέ.
Και μετά, η πιο συγκλονιστική στροφή. Αφού τους χόρτασε, αφού τους έκανε σώμα, κοινωνία, ο Χριστός τους απολύει και αποσύρεται. «ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον... ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Ματθ. 14,22). Δεν εκμεταλλεύεται το θαύμα για να χτίσει εξουσία. Δεν χειραγωγεί το ευγνώμον πλήθος. Δεν ιδρύει ένα κόμμα, μια οργάνωση, μια νέα θρησκεία πάνω στο θεμέλιο της δύναμής Του. Τους δίνει την απόλυτη ελευθερία: την ελευθερία από τον ίδιο Τον ευεργέτη τους. Σε μια εποχή όπου κάθε «προσφορά» απαιτεί αντάλλαγμα –ψήφους, οπαδούς, αναγνώριση, χρήμα– η στάση Του είναι μια ριζική καταγγελία κάθε μορφής κυριαρχίας. Η παρουσία Του είναι τόσο έντονη στο θαύμα όσο και διακριτική στην αποχώρηση.
Αφήνει πίσω του μια έρημο χορτάτη, έναν όχλο που για μια στιγμή έγινε κοινότητα, και μια σιωπή γεμάτη από το νόημα του μοιράσματος. Η απουσία Του είναι ο χώρος που μας καλεί να γεμίσουμε, όχι με την επανάληψη του μαγικού, αλλά με τη δική μας απόφαση να δώσουμε τους πέντε άρτους και τους «δύο ἰχθύας» μας. Να πάρουμε το ρίσκο της αγάπης.
Το πραγματικό θαύμα δεν είναι ο πολλαπλασιασμός του ψωμιού. Είναι το σπάσιμο του εγώ. Είναι η στιγμή που η καρδιά γίνεται ένας ανοιχτός τόπος, και τα χέρια που πριν μετρούσαν την ανεπάρκεια, τώρα απλώνονται για να δώσουν. Αυτή είναι η τροφή που χορταίνει αιώνια, το νερό που ξεδιψά την έρημο της ύπαρξης. Η ησυχία που ακολουθεί δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή του δικού μας ταξιδιού στο πέραν, με μόνη πυξίδα το άδειο κοφίνι της καρδιάς μας που περιμένει να γεμίσει από το τίποτα, για να ξαναμοιραστεί.
[1] Ωριγένης, Τὰ Εὑρισκόμενα Πάντα, ἐν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ἐπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 13 (Paris: J.-P. Migne, 1862), 908. https://www.google.com/books/
------------------------------
Maximos Pafilis, Bishop of Melitene (translation from the original Greek text)
Inside the silence that envelops us like a shroud, inside this desert where every face is a broken mirror, we walk alone. We are the great crowd, the sum of solitudes that desperately seeks a meaning, a nourishment, something that is not simply the reflection of our void. We carry our illnesses like medals, our hungers like our only identity. And we wait. What are we waiting for? Perhaps a noise to break the silence, a word to sew the pieces of our existence, a fire in this frozen twilight. We are the heap of broken words, a poetry that no one reads anymore.
In this landscape of decomposition, Christ sees everything. His vision is not the cold gaze of the statistician who counts units, nor the indifferent overview of the ruler. It is a vision that penetrates, that pierces the surface and touches the innermost being. and he had compassion on them (Matthew 14:14). His gaze does not stop at the external image of the multitude, of this anonymous mass. He recognises the cry behind the tightened lips, the sickness that nests in the marrow of the bones, the desolation that spreads like gangrene in the soul. His compassion is not an abstract emotion, an intellectual understanding of misery. It is a bodily reaction, an internal tearing. His innermost being becomes the place where the pain of the other becomes His own.
In our own era, we have learnt to look without seeing. The crowd has become an ‘audience’, a ‘target group’, an ‘electorate’. The other is a number in a poll, a pixel on a screen, a competitor in the arena of survival. Compassion, when it exists, degenerates into a mechanical philanthropy, an organised charity that keeps the ‘benefactor’ at a safe distance from the ‘beneficiary’, cleansing the conscience without dirtying the hands. Our action does not spring from the emergence of the face of the Other within us, but from calculation, from strategy, from the need for self-affirmation. A philanthropy that keeps its distance, like a mortician who fears being contaminated by the corpse.
And then, logic intervenes. The disciples, the logical, the practical people, see the problem and propose the solution of self-sufficiency. “This is a remote place, and it’s already getting late. Send the crowds away, so they can go to the villages and buy themselves some food” (Matthew 14:15). This phrase is the quintessence of modern civilisation. It is the voice of bureaucracy, of economic orthodoxy, of individual responsibility that transforms into collective indifference. ‘Let them go and find for themselves’. Let each one solve his own problem. It is not our responsibility. The desert is the place, and the solution is dispersal, the renewed fragmentation. We fortify ourselves behind the ‘autonomy’ of the other to justify our own refusal of relation. Their logic is the logic of fear: the fear of inadequacy, the fear of involvement, the fear that if we share what we have, nothing will be left for us. It is the logic that builds walls to protect gardens that have already withered.
And Christ answers with an overturning that demolishes the foundations of this logic. “They do not need to go away. You give them something to eat” (Matthew 14:16). The responsibility is returned. The problem of the crowd becomes the problem of the disciples. The Messiah does not come as a magician who solves everything from a distance, but as the one who calls for participation in the miracle. He does not say ‘I will feed them’, but ‘You give to them’. And here the nakedness of human accounting is revealed. “‘We have here only five loaves of bread and two fish,’” (Matthew 14:17). The enumeration of fear. The ascertainment of indigence. This is all that we have. The nothingness.
And upon this ‘nothing’, Christ will build the society of abundance. He takes the inadequacy into His hands, blesses it, and offers it. His act is not a multiplication of numbers, but a qualitative transformation of reality itself. His blessing transforms the lack into a source of life. In an era where our life is governed by accounting thought—management of limited resources, cost-benefit analysis, maximisation of profit—this movement is a rebellion. It is the proof that life is not a zero-sum game.
Origen, immersing himself in the mystery of these verses, observes that the miracle is not exhausted in the act of Christ, but is completed through the hands of the disciples. He writes that the disciples are the ones who can manage the exceeding grace, in contrast to the crowd. “The loaves and the fishes lasted, so that all might eat and be satisfied… and some of the blessed loaves could not be eaten. For what was left over for the crowds was that which… the disciples, who were superior to the crowds, could lift, the leftover of the fragments, and store it in baskets that were filled from the leftovers, being in number as many as the tribes of Israel” (Gr. τότε διήρκεσαν οἱ ἄρτοι καὶ οἱ ἰχθύες, ὡς φαγεῖν πάντας, καὶ κορεσθῆναι... τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων... παρὰ τοῖς τῶν ὄχλων κρείττοσι μαθηταῖς τοῦ Ἰησοῦ... ὄντας τὸν ἀριθμὸν τοσούτους ὅσαι αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ).[1] The disciples are called to become the managers of the inconceivable wealth that is born from nothing, the bearers of an economy that is not based on possession but on donation.
“and they all ate and were satisfied” (Matthew 14:20). Here lies the culmination of the miracle. It is not the fact that five thousand people ate, but that ‘all’ ate and ‘all’ were satisfied. No one was excluded. The miracle is not simply a supernatural event, but the birth of a community, of a eucharistic gathering in the heart of the desert. In a world where the surplus of one is the hunger of another, where waste coexists with lack, here another model is proposed: wealth does not arise from production, but from relation and from sharing. The leftover is not waste, but a precious fragment, proof of the love that overflows. The twelve baskets are not simply the remnants of a meal, but the legacy for the future, the promise that this source never runs dry.
And afterwards, the most startling turn. After He satisfied them, after He made them a body, a community, Christ dismisses them and withdraws. “Jesus made the disciples get into the boat... while he dismissed the crowd” (Matthew 14:22). He does not exploit the miracle to build authority. He does not manipulate the grateful multitude. He does not found a party, an organisation, a new religion upon the foundation of His power. He gives them absolute freedom: the freedom from their Benefactor Himself. In an era where every ‘offering’ demands something in return—votes, followers, recognition, money—His stance is a radical denunciation of every form of dominion. His presence is as intense in the miracle as it is discreet in the departure.
He leaves behind Him a sated desert, a crowd that for a moment became a community, and a silence filled with the meaning of sharing. His absence is the space that calls us to fill, not with the repetition of the magical, but with our own decision to give our five loaves and ‘two fish’. To take the risk of love.
The real miracle is not the multiplication of the bread. It is the breaking of the ego. It is the moment when the heart becomes an open place, and the hands that before were counting the inadequacy, now extend to give. This is the food that satisfies eternally, the water that quenches the desert of existence. The quietness that follows is not the end. It is the beginning of our own journey to the beyond, with the sole compass being the empty basket of our heart which waits to be filled from nothing, in order to be shared again.
[1] Origen, "Ta Heuriskomena Panta" [The Complete Works], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 13 (Paris: J.-P. Migne, 1862), 908. https://www.google.com/books/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου