Γράφει ο π. Χριστοφόρος Κρικέλης, Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου
Το έτος 2024 θα καταγραφεί στην ιστορία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας όχι μόνο ως η εκατοστή επέτειος της ιδρύσεως ή “γεννήσεως” της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην πέμπτη ήπειρο (1924), υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και ως η χρονιά εκείνη κατά την οποία έλαβε χώρα ένα κολοσσιαίων διαστάσεων γεγονός, τουτέστιν, η “ανα-γέννησή” της, μέσω του θεσμού της Επαρχιακής Συνόδου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Το γεγονός αυτό για την Εκκλησία στους Αντίποδες είναι εξαιρετικής σημασίας. Πρόκειται για ένα αξιομνημόνευτο ορόσημο, το οποίο θα διασφαλίσει τη συνέχειά της στο μέλλον πάνω στα πιο σταθερά θεμέλια που υπάρχουν, εφόσον συνίσταται σε μία απόφαση η οποία “ἔδοξε... τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν” (Πράξ. 15:28). Πράγματι, το εν λόγω συνοδικό σύστημα διοικήσεως στην Εκκλησία ανάγεται στην εποχή των Αποστόλων, οι οποίοι συναντήθηκαν οι ίδιοι εν συνόδω για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα του καιρού τους. Το βλέπουμε αυτό ξεκάθαρα στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων (49 μ.Χ.), για παράδειγμα, όπως καταγράφεται στις Πράξεις (Πράξ. 15:6-29), όπου οι Απόστολοι του Χριστού καθόρισαν για εμάς τα ουσιώδη κριτήρια για τη λήψη κοινών αποφάσεων στην Εκκλησία, ειδικά μέσω της συνάξεως των Αποστόλων και αργότερα μέσω των διαδόχων τους, των Επισκόπων.
Από θεολογικής πλευράς, ο λόγος για την αναγκαιότητα του συνοδικού συστήματος έγκειται στο γεγονός ότι αυτό αντανακλά την ίδια την ουσία της Εκκλησίας ως κοινωνίας. Επιπρόσθετα, αντανακλά το ίδιο το “είναι” του Τριαδικού μας Θεού, ο οποίος αποτελεί κοινωνία τριών Θείων Προσώπων (Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος), αξεδιάλυτα ενωμένων και μετόχων της αυτής Θείας Ουσίας, δηλαδή, έναν Θεό. Για τη θεολογία, όπως έχει σημειώσει περίφημα ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), η Εκκλησία, η οποία αντανακλά το μυστήριο του Θεού, δεν είναι τίποτα λιγότερο από κοινωνία, σύναξη πιστών “ἐπὶ τὸ αὐτό” (Πράξ. 2:1), οι οποίοι με τον τρόπο αυτό γίνονται κάτι απεριόριστα μεγαλύτερο από αυτό που είναι ως άτομα. Γίνονται αυτό τούτο το Σώμα του Χριστού, όπως διαβάζουμε στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (πρβλ. 1 Κορ. 10:16), “τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου” (Εφ. 1:23). Η Εκκλησία είναι σε θέση να μας επιδαψιλεύσει αυτήν την ανεκτίμητη δωρεά της κοινωνίας με τον Θεό, διότι στο βαθύτερο οντολογικό της επίπεδο συνιστά όντως ‘κοινωνία’. Σημειωτέον ότι αυτό σημαίνει πως ό,τι είναι και κάνει η Εκκλησία, οφείλει να απορρέει από το εν λόγω πλαίσιο του κοινωνείν. Πράγματι, όλες οι δομές της, όλες οι διακονίες της θα πρέπει επίσης να προσδιορίζονται από τον τρόπο του κοινωνείν.
Κατά συνέπεια, ένα βασικό κριτήριο για όλες τις μορφές εξουσίας και διοικήσεως εντός της ζωής της Εκκλησίας έγκειται στο γεγονός ότι το κοινωνείν αποτελεί τον εγγενή χαρακτήρα τους. Με τον ίδιο τρόπο που η Αποστολική Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα συνήλθε “ἐπὶ τὸ αὐτό” για να συσκεφθεί πάνω στα διάφορα ζητήματα “ὁμοθυμαδὸν” (Ρωμ. 15:6) και - υπό τον όρο αυτό και μόνο - να προχωρήσει σε αποφάσεις που αφορούσαν την Εκκλησία κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, έτσι και η Εκκλησία μας εδώ στην Αυστραλία θα αντανακλά τώρα το ίδιο θεόσδοτο μέσο όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων για το καλό της Εκκλησίας μας στο μέλλον. Πράγματι, υπό το πρίσμα της σημασίας που έχει η εν λόγω συνοδική μορφή διοικήσεως, έχει ειπωθεί ορθά ότι η Εκκλησία παύει να είναι Εκκλησία όταν δεν ενεργεί κατά τον τρόπο του κοινωνείν.
Είναι γι’ αυτόν ειδικά τον λόγο που η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας πλημμυρίζει από χαρά και ευφροσύνη, μιας και η πλέον πρόσφατη απόφαση που έλαβε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 28η Φεβρουαρίου 2024, σχετικά με την έγκριση του νέου Συντάγματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, το οποίο προβλέπει ότι από τούδε και στο εξής η διοίκηση της Εκκλησίας θα γίνεται από την Αγία Επαρχιακή Σύνοδο, διασφαλίζει και για την Εκκλησία μας εδώ στην Αυστραλία τον θεόσδοτο συνοδικό τρόπο διοικήσεως. Ανακοινώθηκε ότι στην μόλις συσταθείσα Επαρχιακή Σύνοδο θα προεδρεύει ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, στην περίπτωσή μας, δηλαδή στην πρώτη Επαρχιακή Σύνοδο στην ιστορία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας, θα προεδρεύει ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ.κ. Μακάριος, ενώ μέλη της θα είναι οι Βοηθοί Επίσκοποι υπό τη νέα τους ιδιότητα ως Χωρεπίσκοποι. Διατελούμε αιωνίως ευγνώμονες προς τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο και Ποιμενάρχη μας για όλες τις άοκνες προσπάθειές του, αφενός μεν αναφορικά με την προετοιμασία του νέου Συντάγματος για την Εκκλησία μας - ειδικά εν όψει του γεγονότος ότι το υπάρχον Σύνταγμα συντάχθηκε το 1959 και δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες της Εκκλησίας του σήμερα - αφετέρου δε αναφορικά με την παρουσίαση του νέου Συντάγματος στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ο οποίος με την έγκριση και ευλογία του το έθεσε υπόψιν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, η οποία και το αποδέχθηκε.
Ευχαριστία και δόξα πρέπουν στον Θεό για την θαυμαστή σχέση Πατρός - Υιού που βλέπουμε μεταξύ του Πατριάρχη μας και του Αρχιεπισκόπου μας, η οποία μας καθιστά κοινωνούς της Σεβασμίας Έδρας της Κωνσταντινουπόλεως, δικαίως χαρακτηριζομένης ως του Προεξάρχοντος αλλά και Πάσχοντος Κέντρου όλων των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ευχαριστία και δόξα πρέπουν στον Θεό για το θεόπνευστο όραμα του Οικουμενικού μας Πατριάρχη όσον αφορά το μέλλον της Ορθοδοξίας στους Αντίποδες, ενός Πατριάρχη του οποίου η μακρά διακονία έχει συνοδευτεί από μία άνευ προηγουμένου και πέραν πάσης συγκρίσεως σοφία. Τέλος, ευχαριστία και δόξα πρέπουν στον Θεό για τον Πνευματικό Πατέρα που έχει χαρίσει στην Εκκλησία μας στο πρόσωπο του εξεχόντως ευγενικού και σεβάσμιου Αρχιεπισκόπου κ.κ. Μακαρίου - ενός λαμπερού όντως παραδείγματος για πολλούς από εμάς, αναφορικά με το τι σημαίνει αυθεντικός εν Χριστώ πατέρας, ο οποίος καθημερινά θυσιάζει τον εαυτό του χωρίς περιορισμούς, χάρη στην αγάπη που έχει για το καλό της Εκκλησίας μας, χαρίζοντας σε μας, τα παιδιά του, ένα ασφαλές καταφύγιο και μία ακλόνητη στέγη, έτσι ώστε η χαρά του αναστημένου Χριστού να συνεχίσει να μαρτυρείται ως το πλήρωμα της χαράς στο απώτατο μέλλον.
Archimandrite of the Ecumenical Throne, Christophoros Krikelis
The year 2024 will go down in history for the Greek Orthodox Archdiocese of Australia not only for being the centenary celebration since the establishment or ‘birth’ of the Greek Orthodox Church in Australia in 1924 under the Ecumenical Patriarchate, but also for the fact that in this same year, another achievement of the greatest proportions will have been realised: namely, the Church’s ‘re-birth’ in 2024 through the institution of the Eparchial Synod for the Greek Orthodox Archdiocese of Australia. The significance of this event for our Church here in the Antipodes cannot be overstated. This most notable milestone for our Church in Australia will safeguard Her perpetuity into the future on the most solid of foundations because it is a decision “which seemed good to the Holy Spirit and to us” (Acts 15:28). Indeed, this synodical system of governance for the Church goes back to the time of the Apostles who themselves met in Synod or Council to deal with the issues of the day. We see this clearly, for example, with the Council of Jerusalem (49AD) in Acts 15:6-29 where the Apostles of Christ defined for us the essential criteria for reaching common decisions in the Church, specifically through the assembly of the Apostles, and later on, through their successors the Bishops.
From a theological perspective, the reason for the indispensability of the synodical system is that it reflects the very essence of being of the Church as communion. Moreover, it also reflects the very being of our Trinitarian God who is a communion of Three divine Persons (Father, Son and Holy Spirit) yet indissolubly united together, one God, sharing the very same divine Essence. Theologically speaking, as noted famously by Metropolitan John (Zizioulas) of Pergamum of blessed memory, the Church, which reflects the mystery of God, is also nothing less than a fellowship—a κοινωνία—of faithful who come together “in one place” (Acts 2:1), and in this way become something infinitely greater than what they are as individuals, they become nothing less than the very Body of Christ, as we read in St Paul’s letter to the Corinthians (cf. 1Cor 10:16), “the fullness of Him who fills all things [τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου]” (Eph 1:23). The Church is able to bestow upon us this inestimable gift of fellowship with God, because in her deepest ontological level She in fact is ‘communion’. Most importantly, this means all that the Church is and does needs to operate out of this communal framework; indeed, all Her structures, all Her ministries also have to be communally conditioned.
Accordingly, a basic criterion of all forms of authority and governance within the life of the Church is their inherently communal character. In the same way that the Apostolic Council in Jerusalem came together ‘in council’ or ‘in synod’ to deliberate together on issues, to reach ‘one mind’, and then—and only then—to make decisions affecting the Church in New Testament times, our Church too here in Australia will reflect this very same “God-given” means to make decisions for the well-being of our Church into the future. Indeed, in light of the importance of this synodical form of governance, it has been rightly said that the Church ceases to be Church when She does not act communally.
It is precisely for this reason, that the Holy Archdiocese of Australia is overcome with profound joyfulness and gladness because the latest decision taken by the Holy and Sacred Synod of the Ecumenical Patriarchate on 28th February 2024, to approve the New Constitution for the Holy Archdiocese of Australia which states that henceforth the Church’s governance will be exercised by the Holy Eparchial Synod will see this God-given synodical mode of governance established also for our Church here in Australia. It was announced that this newly constituted Eparchial Synod will be presided by the incumbent Archbishop of the day, in our specific case, the first ever Eparchial Synod will be presided by His Eminence Archbishop Makarios of Australia and its membership will be constituted by the Assistant Bishops in their new capacity as Regional Bishops (Chorepiskopoi). We are eternally grateful to His Eminence our Archbishop and Chief Shepherd for all his tireless work to prepare the New Constitution for our Church, especially in light of the fact that the existing one was written in 1959 and could no longer adequately meet the needs of our Church today; and to bring it before His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew who with His endorsement and blessing presented it to the Holy and Sacred Synod of the Patriarchate and was passed.
Thanks and glory be to God for the wonderful Father-Son relationship we see between our Patriarch with our Archbishop which brings us into fellowship with the Venerable See of Constantinople, rightly characterised as the Pre-eminent but also Suffering Centre of all Orthodox Churches world-wide; thanks and glory be to God for our Ecumenical Patriarch’s God-inspired vision for the future of Orthodoxy in the Antipodes whose long tenure as Ecumenical Patriarch has brought with it an unprecedented and unparalleled wisdom; and thanks and glory be to God for the ‘Spiritual Father’ that He has bestowed upon our Church in the remarkably noble and most honourable Archbishop Makarios—indeed, a shining example for many of us, of a genuine ‘Father in Christ’ who on a daily basis sacrifices Himself without reservation, because of His unwavering love for the betterment of our Church, giving us, His children, a safe sanctuary and sound shelter so that the joy of the resurrected Christ may continue to be witnessed as the fullness of joy well into the future.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου