Κείμενο: Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης «Παρθενικὴ πανήγυρις σήμερον ἀδελφοί, ...συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος, ...τὸ ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων, ...ἡ παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα...».
Ὅλος αὐτός ὁ Παράδεισος τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τοῦ ναοῦ τούτου, ὅλη ἡ καινὴ κτίσις ὀφείλεται στὴν Κυρία Θεοτόκο. Καὶ ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ τὴν Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρὶς ἐστὶ τῆς Θεότητος». Αὐτὸ τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου ὅλον συνιστᾶ τὸ μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας.
Καὶ πρὸ ἡμερῶν κάποιος νέος μοναχὸς ρώτησε ἕνα γέροντα ὀγδόντα ἐτῶν, πού ζῆ χρόνια στὸ Ὄρος: «Γέροντα, τί κατάλαβες τόσα χρόνια πού ζῆς ἐδῶ; Τί πρέπει νὰ προσέξη ὁ μοναχός, γιὰ νὰ σωθῇ;» Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀγράμματου καὶ σοφοῦ γέροντα ἦταν σύντομη καὶ σαφής: «Νὰ πιστεύῃς ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος καὶ Παρθένος».
Μὰ γιατί νὰ δίδεται τόση σημασία στὴν ὀρθὴ πίστι στὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ στὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο νὰ ἐπιμένῃ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρας μέχρι τὸν τελευταῖο μοναχό;
Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο μᾶς βοηθᾷ πολύ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅσα γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του: «Πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πρίν ἔλθῃ ἡ πίστις, ἡ καινὴ κτίσις μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε τώρα, ἤμασταν κλεισμένοι καὶ ἐφρουρούμεθα ἀπὸ τὸ νόμο ἀναμένοντας «τὴν μέλλουσαν πίστιν». Ἀλλὰ ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ. Δέν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ αὐτὸ πού ζητᾶμε. Ὁ νόμος εἶναι μιὰ κατάρα.