e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Χειροτονητήριος Λόγος Επισκόπου Μπουκόμπας και Δυτικής Τανζανίας κ. Χρυσοστόμου (Αλεξάνδρεια, 20.2.2022)

    «Τό ἔ­λε­ος σου, Κύ­ρι­ε, κα­τα­δι­ώ­ξει με πά­σας τάς ἡ­μέ­ρας τῆς ζω­ῆς μου».


    Δό­ξαν, εὐ­χα­ρι­στί­αν καί προ­σκύ­νη­σιν ἀ­να­πέμ­πω εἰς τόν τρι­σά­γιον Θε­όν, τόν Πα­τέ­ρα, τόν Υἱ­όν καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τόν εὐρ­γε­τή­σαν­τα με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Πά­πα καί Πα­τριά­ρχα μου τῆς ἐν Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ᾳ καί πά­σῃ τῆ Ἀ­φρι­κῆ Ἐκ­κλη­σί­ας.

    Δό­ξαν καί εὐ­χα­ρι­στί­αν καί προ­σκύ­νη­σιν διά τήν κα­τα­δί­ω­ξιν μου μέ τήν ἀ­γά­πην Του.

    Ὅ­σο κα­τα­τρεγ­μό ζοῦ­σα στήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μου, τό­σο ἔ­νι­ω­θα τό ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου νά μέ κα­τα­δι­ώ­κει. Ὅ­σο τά κύ­μα­τα τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν ὀρ­θώ­νον­ταν γιά νά μέ κα­τα­πιοῦν, τό­σο τό ἔ­λε­ος καί ἡ ἀ­γά­πη Τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ μας, μέ ὁ­δη­γοῦ­σαν σέ γα­λή­νιο λι­μά­νι.

    Ξε­κι­νῶν­τας τό πο­λυ­κύ­μαν­το τα­ξί­δι τῆς ζω­ῆς ἀ­πό τό Πλω­μά­ρι τῆς Λέ­σβου, ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα μου κα­πε­τά­νιο Πα­να­γι­ώ­τη καί τήν μη­τέ­ρα μου κα­πε­τά­νισ­σα Μυρ­σί­νη, θυ­μᾶ­μαι τόν ἔ­φη­βο Δη­μή­τρη, πρίν 50 χρό­νια τώ­ρα, με­τά ἀ­πό ἕ­να κα­τη­χη­τι­κό μά­θη­μα ἀ­πό τόν μα­κα­ρι­στό Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα Ἀρ­χιμ. Ἱ­ε­ρό­θε­ο Λυ­γε­ρό στόν Ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο Πλω­μα­ρί­ου νά σκιρ­τᾶ ἡ καρ­διά του γιά τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή καί νά δί­δει ὑ­πό­σχε­ση νά ἀ­κο­λου­θή­σει τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή τρί­βον.

     Με­τά τό μά­θη­μα ἐ­κεῖ στήν αὑ­λή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, εἴ­πα­με μέ τούς συμ­μα­θη­τές μου: 

      -Πᾶ­με γιά τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, παι­διά;

    Ποῦ νά ξέ­ρω, ὅ­τι αὐ­τό τό τα­ξί­δι, πού ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν ἐ­φη­βεί­α, ἔ­με­λλε νά πιά­σει λι­μά­νι στήν Ἀ­λε­ξαν­δρι­νή Ἐκ­κλη­σί­α καί στήν δυ­τι­κή ὄ­χθη τῆς λί­μνης Βι­κτώ­ριας, στήν Μπου­κόμ­πα τῆς Ταν­ζα­νί­ας;

Α. Καί ἀρ­χί­ζει ἡ κα­τα­δί­ω­ξη τοῦ Θε­οῦ.

    Ἐρ­χό­με­νος στήν Ἀ­θή­να ἐ­κεῖ ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Φλω­ρί­νης Αὐ­γου­στῖ­νος, μοῦ δί­δα­ξε τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή καί μοῦ γνώ­ρι­σε τόν Ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό, πού ἀ­πό τό­τε ἔ­γι­νε τό Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό πρό­τυ­πο μου στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή μου ζω­ή. Πα­ράλ­λη­λα ὁ σύν­δε­σμος μου μέ τόν μα­κα­ρι­στό ἱ­ε­ρα­πό­στο­λο τοῦ Κογ­κό Κο­σμᾶ Γρη­γο­ριά­τη καί ἡ μα­θη­τεί­α κον­τά στόν ση­με­ρι­νό Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀλ­βα­νί­ας Ἀ­να­στά­σιο μοῦ ἔ­δει­ξαν τήν Ἐ­ξω­τε­ρι­κή Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, πού ἀ­πό τό­τε μέ σα­γή­νευ­ε καί μοῦ ἔ­μα­θε κα­λά, «ὅ­τι μιά Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρίς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή εἶ­ναι μιά Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρίς ἀ­πο­στο­λή».

     Ἐρ­χό­με­νος στή Νέ­α Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας μου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σπυ­ρί­δων, με­τά τήν χει­ρο­το­νί­α μου στή Μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας μου τήν Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου, μέ ἔρ­ρι­ξε στήν θά­λασ­σα τοῦ κό­σμου δί­πλα στόν μα­κα­ρι­στό Δε­σπό­τη μου Ἱ­ε­ρισ­σοῦ Νι­κό­δη­μο. Ἔ­μει­να κον­τά του 32 χρό­νια ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας καί Πρω­το­σύγ­γε­λος του καί 6 κον­τά στόν ση­με­ρι­νό Μη­τρο­πο­λί­τη Θε­ό­κλη­το, ἔ­χον­τας πά­λι τήν πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ἔ­κα­να ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή. Κη­ρύτ­των, ἱε­ρουρ­γῶν, ἐ­λε­ῶν τούς με­γά­λους καί κυ­ρί­ως τά παι­διά καί τή νε­ο­λαί­α ἐ­πί 38 χρό­νια, εἶ­χα τή συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι ἔ­κα­να ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή στήν Χαλ­κι­δι­κή.

     Ἡ μα­θη­τεί­α μου κον­τά στόν μα­κα­ρι­στό π. Ἀν­τώ­νιο Ἀ­λε­βι­ζό­που­λο, μέ ἔ­κα­νε νά ἀ­σχο­λη­θῶ ὡς ὑ­πεύ­θυ­νος τοῦ ἀν­τι­αι­ρε­τι­κοῦ ἔρ­γου στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, μέ ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, τήν ἐ­πι­στρο­φή τῶν ἐν πλά­νῃ καί αἱ­ρέ­σει εὑρι­σκο­μέ­νων ἀ­δελ­φῶν.

     Πρίν 30 χρό­νια δο­κί­μα­σα νά ἐ­ξέλ­θω πρός Ἀλ­βα­νί­αν με­τά ἀ­πό πρό­σκλη­ση τοῦ Μα­κα­ρι­ω­τά­του Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­να­στα­σί­ου, κον­τά στόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σα 2 χρό­νια στόν ἀ­γῶ­να γιά τήν ἀ­να­στή­λω­ση τῆς δι­ω­χθεί­σης ἐ­κεῖ Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ δι­ωγ­μός ὅ­μως ἀ­πό τό Ἀρ­γυ­ρό­κα­στρο, στα­μά­τη­σε ἐ­κεί­νη τήν καρ­πο­φό­ρα προ­σπά­θεια, μα­θαί­νον­τας μου κα­λά, ὅ­τι ἡ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή εἶ­ναι ἄρ­ση Σταυ­ροῦ. Ἐ­δῶ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τά κύ­μα­τα τοῦ βί­ου καί τοῦ ἅ­δου πῆ­γαν νά μέ κα­τα­πιοῦν. Εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Κύ­ριο γι­'­αὐ­τή τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ δι­ωγ­μοῦ γιά τήν ἀ­γά­πη Του. Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σα τήν ἄ­βυσ­σο τῆς κα­κί­ας τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά ἐ­κεῖ ἐ­βί­ω­σα καί τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, τοῦ λυ­τρώ­σαν­τος με «ἐξ ἅ­δου κα­τω­τά­του».

Β. Καί ἡ κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­ζε­ται.

     «Τοῦ βί­ου τήν θά­λασ­σαν, ὑ­ψου­μέ­νην κα­θο­ρῶν, τῶν πει­ρα­σμῶν τῷ κλύ­δω­νι, τῷ εὐ­δί­ῳ λι­μέ­νι σου προσ­δρα­μῶν, βο­ῶ σοι∙ ἀ­νά­γα­γε, ἐκ φθο­ρᾶς τήν ζω­ήν μου Πο­λυ­έ­λε­ε».

    Πρίν 20 χρό­νια ἔ­γι­νε ἡ πρώ­τη κλή­ση ἀ­πό τόν προ­κά­το­χο Σας μαρ­τυ­ρι­κό Πα­τριά­ρχη Πέ­τρο, νά κα­τέ­βω στήν Ἀ­φρι­κή. Ἀ­πό τό 2009 μέ πο­λι­ορ­κεῖ ἡ ἀ­γά­πη Σας συ­στη­μα­τι­κά, ἀ­φοῦ ἐ­πί δε­κα­ε­τί­α πη­γαι­νο­ερ­χό­μου­να στό Κογ­κό κον­τά στόν πο­λύ­κλαυ­στο ἀ­δελ­φό Νι­κη­φό­ρο, δι­δά­σκον­τας στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή καί μα­θαί­νον­τας τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή τῆς Ἀ­φρι­κῆς.

     Ἐ­δῶ καί 10 χρό­νια ἔ­ζη­σα τήν ἡσυ­χα­στι­κή ζω­ή στήν Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Σι­λουα­νοῦ, πού μέ προ­ε­τοί­μα­σε γι' αὐ­τή τήν ὥ­ρα καί τήν στιγ­μή.

      Καί ἐ­νῶ πί­στευ­α, ὅ­τι θά ἔ­με­να στό γα­λή­νιο λι­μά­νι τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Ἱ­ε­ρισ­σοῦ, καί στό κελ­λί μου στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, τό τι­μό­νι τῆς ζω­ῆς στρά­φη­κε πρός τόν Σταυ­ρόν τοῦ Νό­του, ὑ­πα­κού­ον­τας στήν πρό­σκλη­ση Σας, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Πά­τερ καί Δέ­σπο­τα. Ἡ κα­πε­τά­νισ­σα μη­τέ­ρα μου Μυρ­σί­νη πού μᾶς βλέ­πει αὐ­τή τή στιγ­μή μέ­σα ἀ­πό τήν τη­λε­ο­πτι­κή με­τά­δο­ση τοῦ 4Ε, στό ὁ­ποῖ­ο μέ τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ρον­τα Θε­ό­φι­λο ἔ­κα­να ἑ­κα­τον­τά­δες ἐκ­πομ­πές, ἡ μη­τέ­ρα μου πρώ­τη καί με­τά ὁ Σεβ. Ἱ­ε­ρισ­σοῦ Θε­ό­κλη­τος, τόν ὁ­ποῖ­ον δι­η­κό­νη­σα 6 χρό­νια, μα­ζί μέ τόν Ἱ­ω­αν­νί­νων Μά­ξι­μο μέ ἐν­θάρ­ρυ­ναν γιά τήν ἔ­ξο­δο μου καί τόν ἐλ­λι­με­νι­σμό μου στήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­γά­πη Σας, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε. Ἔ­τσι πρίν 18 μῆ­νες ἀγ­κυ­ρο­βό­λη­σα στό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας.

     Τώ­ρα ὁ Πα­τριά­ρχης μου, μοῦ ἀ­νέ­θε­σε νά γί­νω ὁ κή­ρυ­κας τῆς σω­τη­ρί­ας καί κα­θο­δη­γη­τής τῶν πι­στῶν στήν Μπου­κόμ­πα τῆς Ταν­ζα­νί­ας.

      Τώ­ρα ὅ­μως ἀρ­χί­ζουν τά δύ­σκο­λα.

Γ. Τώ­ρα ἀρ­χί­ζει ἡ σκλη­ρή κα­τα­δί­ω­ξη τοῦ Θε­οῦ.

     Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, «ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν» ζη­τᾶ ἀ­πό αὐ­τούς πού τόν ἀ­κο­λου­θοῦν νά ση­κώ­σουν τόν Σταυ­ρό Του καί τούς ποι­μέ­νες δι­α­δό­χους Του, νά «εἶ­ναι ἕτοι­μοι νά θυ­σιά­σουν τήν ψυ­χή τους ὑ­πέρ τοῦ ποι­μνί­ου» ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι, πό­σο ἕ­τοι­μος εἶ­μαι γιά θυ­σί­α;

     Ὅ­ταν οἱ προ­στά­τες μου Ἅ­γιοι, Δη­μή­τριος καί Χρυ­σό­στο­μος προ­βάλ­λουν τό μαρ­τύ­ριο, ὡς τρό­πο ζω­ῆς, πῶς θά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω, τό μαρ­τύ­ριο καί τόν Σταυ­ρό πού μέ πε­ρι­μέ­νει;

      Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει στόν Τι­μό­θε­ο καί ζη­τᾶ «ὁ ἐ­πί­σκο­πος νά εἶ­ναι ἀ­δι­ά­βλη­τος· νά εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός, συ­νε­τός, εὐ­πρε­πής, φι­λό­ξε­νος, κα­λός δά­σκα­λος. Νά μήν εἶ­ναι, βί­αι­ος, αἰ­σχρο­κερ­δής, ἀλ­λά νά εἶ­ναι ἐ­πι­ει­κής, εἰ­ρη­νι­κός καί ἀ­φι­λο­χρή­μα­τος... νά ἔ­χει κα­λή φή­μη κι ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α». (Τιμ. 3, 2-7)

     Ζη­τᾶ «νά ὑ­πο­μέ­νω κό­πους καί ὀ­νει­δι­σμούς». (Τιμ.4, 10), «νά προ­σέ­χω τόν ἑ­αυ­τό μου καί τή δι­δα­σκα­λί­α μου... νά εἶ­μαι ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος». (Τιμ.4, 16).

    Τό­τε στόν Τι­μό­θε­ο καί σή­με­ρα στόν ἐ­λά­χι­στον ἐ­μέ πα­ραγ­γέ­λει «τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κην φύ­λα­ξον», δι­α­φύ­λα­ξε αὐ­τό πού σοῦ ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Χρι­στός καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α (Τιμ.6, 20).

     Ποι­ά δύ­να­μη θά πρέ­πει νά ἔ­χω, ὅ­ταν μοῦ ζη­τᾶ νά ἔ­χω «πνεῦ­μα δυ­νά­μης καί ἀ­γά­πης καί σω­φρο­σύ­νης καί ὄ­χι πνεῦ­μα δει­λί­ας. Νά μήν ντρέ­πο­μαι νά τόν ὁ­μο­λο­γῶ... Νά εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά κα­κο­πα­θή­σω γιά τό κή­ρυγ­μα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Β΄Τιμ. 1,7). «Κα­κο­πά­θη­σε», μοῦ λέ­ει, «σάν κα­λός στρα­τι­ώ­της τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ»(Β΄ Τιμ.2, 3).

     Στόν Τί­το πα­ραγ­γέλ­λει, ὅ­τι «ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὡς δι­α­χει­ρι­στής τοῦ Θε­οῦ, πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­δι­ά­βλη­τος· νά μήν εἶ­ναι ὑ­πε­ρο­πτι­κός, εὐ­έ­ξα­πτος, μέ­θυ­σος, φι­λό­νι­κος, καί νά μήν ἐ­πι­δι­ώ­κει ἀ­θέ­μι­τα κέρ­δη». (Τιτ.1, 7). Πῶς θά μπο­ρέ­σω νά τι­θα­σεύ­σω τά πά­θη μου πού ἐμ­φω­λεύ­ουν καί νά μήν ἐ­πη­ρε­ά­ζουν τίς σκέ­ψεις, τίς ἀ­πο­φά­σεις καί τίς ἐ­νέρ­γει­ες μου; Γιά τά θέ­μα­τα αὐ­τά δι­α­βά­ζον­τας τό «Συμ­βου­λευ­τι­κό Ἐγ­χει­ρί­διο» τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, πρός τόν ξά­δελ­φο του Ἐ­πί­σκο­πο Εὐ­ρί­που Ἱε­ρό­θε­ο, τό ὁ­ποῖ­ο με­τέ­φρα­σε ὁ Γέ­ρον­τας μου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Βε­νέ­δι­κτος Νε­ο­σκη­τι­ώ­της, ἔ­μει­να ἄ­φω­νος καί ἀ­να­ρω­τή­θη­κα:

   -Ποῦ πά­ω.

    Ὁ­πό­τε, ψυ­χή μου, ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή δέν ἔ­χεις. Πρέ­πει νά ἀλ­λά­ξεις τε­λεί­ως τρό­πο ζω­ῆς, γιά νά σω­θεῖς.

    Ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι «αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­λαμ­βά­νει τήν ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί κα­λεῖ­ται νά τό δι­α­τη­ρή­σει ἄ­σπι­λο, ἄ­νευ οἱ­ου­δή­πο­τε ψό­γου πού μπο­ρεῖ νά κα­τα­στρέ­ψει τήν εὐ­πρέ­πειά του». Κα­τα­λή­γει δέ στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι «εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο εἴ­τε κά­ποι­ος, νά ἀρ­νη­θεῖ νά ἀ­να­λά­βει τό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα, εἴ­τε, νά ἐλ­πί­ζει στήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ προ­κει­μέ­νου νά πράτ­τει τό θεῖ­ο θέ­λη­μα ἔ­τσι πού νά κα­τα­στεῖ ἄ­ξιος τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ». Πῶς σ' αὐ­τόν τόν αἰ­ῶ­να τόν ἀ­πα­τε­ῶ­να, θά δι­α­τη­ρή­σω τίς βα­πτι­σμα­τι­κές, μο­να­χι­κές, ἱ­ε­ρα­τι­κές καί ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κές μου ὑ­πο­σχέ­σεις;

     Ὅ­ταν ὁ Με­γά­λος Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος καί Ἰ­σα­πό­στο­λος Κο­σμᾶς Αἰ­τω­λός, τό πρό­τυ­πο μου, λέ­ει «ὅ­τι εἶ­ναι δύ­σκο­λον τήν σή­με­ρον νά σω­θοῦν πα­τριά­ρχαι, ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ἱ­ε­ρεῖς», καί γιά νά σω­θοῦν ζη­τᾶ με­τά­νοι­α «τώ­ρα πού ἔ­χε­τε και­ρόν, ἅ­γιοι ἱ­ε­ρεῖς», πῶς νά ἐλ­πί­ζω στήν σω­τη­ρί­α μου ὡς Ἐ­πί­σκο­πος;

      Ὅ­ταν ὁ Ἅ­γιος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος λέ­ει, «ὅ­τι πολ­λοί Ἐ­πί­σκο­ποι σή­με­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α θά ἦ­σαν οἱ λα­ϊ­κοί στήν ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α καί ὄ­χι Κλη­ρι­κοί», πῶς βα­δί­ζω στό ἀ­νώ­τε­ρο Ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα;

      Ὅ­ταν ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς καί ὅ­λοι οἱ ἡ­συ­χα­στές ζη­τοῦν ἀ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πο νά εἶ­ναι στή θέ­ω­ση καί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού θά χει­ρα­γω­γή­σει τούς πι­στούς στόν φω­τι­σμό καί τήν θέ­ω­ση, πῶς ὁ τυ­φλός θά ὁ­δη­γή­σω ἀ­πλα­νῶς τούς πι­στούς, ἀ­φοῦ ἀ­κό­μη δέν ἔ­χω ξε­κι­νή­σει τήν κά­θαρ­ση;

      Ὅ­ταν οἱ γε­ρον­τά­δες μου μοῦ ἔ­λε­γαν μιά ζω­ή, ὅ­τι «ἄν ἔ­χεις λί­γες πι­θα­νό­τη­τες νά σω­θεῖς σάν ἱ­ε­ρεύς καί ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρες ἔ­χεις ὡς ἀρ­χι­ε­ρεύς», πῶς θά ὁ­δη­γή­σω ἄλ­λους εἰς σω­τη­ρί­αν;

      Πα­ρα­κα­λῶ τούς Ἁ­γί­ους τῆς Ἀ­φρι­κῆς, τούς Ἁ­γί­ους μου πού ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ­βο­μαι Ἅ­γιο Χρυ­σό­στο­μο νά μέ στη­ρί­ζει, τόν Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο νά μέ δυ­να­μώ­νει, τόν Ἰ­σα­πό­στο­λο Κο­σμᾶ νά μέ κα­θο­δη­γεῖ, τόν οὐ­ρα­νο­βά­μο­να Σι­λουα­νό νά μέ φω­τί­ζει, τούς Ἁ­γί­ους Ἱ­ε­ράρ­χας, τόν Μυ­ρέ­ων Νι­κό­λα­ο νά γα­λη­νεύ­ει τή ψυ­χή μου, τόν Τρι­μυ­θοῦν­τος Σπυ­ρί­δω­να νά δι­α­λύ­ει τίς πα­γί­δες καί τόν Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριο νά τα­κτο­ποι­εῖ τά προ­βλή­μα­τα.

     Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, Σε­βα­στοί Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, χο­ρεί­α πρε­σβυ­τέ­ρων, δι­α­κό­νων καί ἀ­γα­πη­μέ­νοι χρι­στια­νοί, ἡ πα­ρου­σί­α σας, ἡ ἀ­γά­πη σας καί οἱ εὐ­χές σας εἶ­ναι αὐ­τές πού θά μι­λή­σουν στό Σω­τῆ­ρα Κύ­ριο νά στέ­κει δί­πλα μου, νά μέ κα­θο­δη­γεῖ «εἰς νο­μάς χα­ρι­σμά­των». Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ! Εὐ­χα­ρι­στῶ ὅ­λους τούς εὐ­ερ­γέ­τας μου καί συ­νερ­γά­τες μου στό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Προ­σφέ­ρω τή συγ­χώ­ρη­ση πρός ὅ­λους ὅ­σοι μέ πί­κρα­ναν, μέ κα­τη­γό­ρη­σαν δι­καί­ως ἤ ἀ­δί­κως, πρός ὅ­σους μέ πα­ρηγ­κώνι­σαν. Ἡ δυ­σκο­λί­α μου εἶ­ναι μέ ὅ­σους μέ ἐμ­πό­δι­σαν στό ἔρ­γο τῆς ἱ­ε­ρο­κη­ρυ­κτι­κῆς δι­α­κο­νί­ας μου. Ὁ Κύ­ριος νά τούς συγ­χω­ρεῖ καί νά τούς φω­τί­ζει. Καί ὅ­σους ἔ­βλα­ψα ἐν λό­γῳ ἤ ἔρ­γῳ ἤ δι­α­νοί­ᾳ ζη­τῶ τή συγ­χώ­ρε­ση τους.

      Πα­ρα­κα­λῶ τή γλυ­κειά μου μα­νού­λα, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, νά μή μέ ἀ­φή­σει ἀ­πό τήν γλυ­κειά ἀγ­κα­λιά της, γιά νά μπο­ρέ­σω νά δεί­ξω καί στούς τα­πει­νούς καί βα­σα­νι­σμέ­νους ἀ­φρι­κα­νούς τό λι­μά­νι τῆς ἀ­γά­πης της.

      Στόν γλυ­κύ­τα­το μου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, «τό ἐ­µ­όν ἔ­ρω­τα», «τόν ἐ­µ­όν γλυ­κύ­τα­τον μου αὐ­θέν­την καί δε­σπό­την», τήν «ζω­ήν τῆς ζω­ῆς μου», «τήν ψυ­χήν τῆς ψυ­χῆς μου» δί­νω τό ἑ­αυ­τό μου.

      Δέν ἀν­τέ­χω στή σκέ­ψη, ὅ­τι ὡς Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­μαι εἰς τύ­πον καί τό­πον Χρι­στοῦ. Μᾶλ­λον τόν ἐ­κλι­πα­ρῶ, Ἐ­κεῖ­νος νά εἶ­ναι ἀν­τί ἐ­μοῦ. Νά ἐ­νερ­γεῖ δι­'­ ἐ­μοῦ. Νά μή ζῶ ἐ­γώ. Νά μή «ζῶ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ», ἀλ­λά κα­τά τήν παύ­λει­ον ρῆ­σιν, νά ζεῖ ὁ Χρι­στός «ἐν ἐ­μοί». Δέν θέ­λω νά εἶ­μαι στήν θέ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Θέ­λω νά εἶ­ναι ὁ Χρι­στός στή θέ­ση μου.

Δ΄ Πα­ρά­κλη­ση γιά κα­τα­δί­ω­ξη

     Πα­ρα­κα­λῶ τό ἔ­λε­ος Του νά μέ κα­τα­δι­ώ­κει καί στήν Μπου­κόμ­πα, ὅ­που μέ ἀ­πο­στέ­λλει ἡ τω­ρι­νή μη­τέ­ρα μου Ἀ­λε­ξαν­δρι­νή Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ πα­τέ­ρας καί Πα­τριά­ρχης μου κ. Θε­ό­δω­ρος.

     Τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον, πα­ρα­κα­λῶ, νά σκη­νώ­σει στήν Μπου­κόμ­πα καί νά αὐ­ξά­νει τήν οἰ­κο­δο­μήν τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νά γί­νου­με καί μεῖς στήν Ἀ­φρι­κή «συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καί οἰκεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»(Ἐ­φεσ.2,19). Πι­στεύ­ω, σύν Θε­ῶ, μέ τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς ἀ­δι­ά­λει­πτης προ­σευ­χῆς καί τῆς με­τά­νοι­ας θά ἔ­χου­με πολ­λούς τούς καρ­πούς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

      Τό ἔ­λε­ος Του, πα­ρα­κα­λῶ, νά φέ­ρει κον­τά μας συ­νερ­γά­τες καί ἀ­δελ­φούς εἰς τόν κα­ταρ­τι­σμόν τοῦ σώ­μα­τος τῆς ἐν Ἀ­φρι­κῆ Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά συ­νε­τί­ζει τούς ψευ­δα­δέλ­φους ἀ­πό τόν βορ­ρά, πού ἔρ­χον­ται νά «κλέ­ψουν, νά θύ­σουν καί νά ἀ­πο­λέ­σουν».

     «Μή πα­ρα­κα­λῶ σας, μή λη­σμο­νᾶ­τε στή χώ­ρα σας» τήν τω­ρι­νή φτω­χή μου χώ­ρα, τήν Ταν­ζα­νί­α. Τήν ἀ­γά­πη Σας, πα­ρα­κα­λῶ, ἐ­σᾶς πλού­σιοι σέ ἀ­γά­πη Ἕλ­λη­νες ὀρ­θό­δο­ξοι, μή ξε­χνᾶ­τε καί μᾶς τούς φτω­χούς τῆς Μπου­κόμ­πας μέ τίς λα­σπο­κα­λύ­βες να­ούς, τούς ἱ­ε­ρεῖς μέ τίς κου­ρε­λι­α­σμέ­νες στο­λές, τά ξυ­πό­λυ­τα καί γυ­μνά παι­διά μας, τούς φτω­χούς χρι­στια­νούς μας, τίς ἄ­πει­ρες ἀ­νάγ­κες, καί προ­πάν­των τά ἑκα­το­μμύ­ρια ψυ­χές πού πλα­νῶν­ται στό σκο­τά­δι τῆς πλά­νης καί τῆς αἵ­ρε­σης. Βο­η­θεῖ­στε μας νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α. Ἐ­σεῖς συ­νέλ­λη­νες πα­τρι­ῶ­τες Μα­κε­δό­νες, πού μέ τόν Με­γα­λέ­ξαν­δρο φθά­σα­με μέ­χρι ἐ­δῶ στήν ὄ­μορ­φη Ἀ­λε­ξάν­δρεια, στήν Ἀ­φρι­κή καί τήν Ἀ­σί­α ἐκ­πο­λι­τί­ζον­τας, βο­η­θεῖ­στε ἑ­νω­μέ­νοι νά με­τα­λαμ­πα­δεύ­σου­με τήν Ἁ­γί­α μας Ὀρ­θο­δο­ξί­α «ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς». Κά­ποι­οι στό μέ­τω­πο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί ἄλ­λοι στά με­τό­πι­σθεν βο­η­θεῖ­στε, νά φω­τι­σθεῖ ὁ κό­σμος, νά βα­πτι­σθεῖ στήν Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί νά γί­νουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι «παι­διά Θε­οῦ».

       Ρω­τά­ει ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς: «Τώ­ρα, ἀ­δελ­φοί µ­ου, τί ση­µ­εῖ­ον καρ­τε­ροῦ­µ­εν; Δέν καρ­τε­ροῦ­µ­εν ἄλ­λo πα­ρά πό­τε νά λά­µ­ψῃ ὁ Πα­νά­γιος Σταυ­ρός εἰς τόν οὐ­ρα­νόν πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­πό τόν ἥ­λιον καί νά λά­µ­ψῃ ὁ γλυ­κύ­τα­τός µ­ας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός καί Θε­ός ἑ­πτά φο­ράς πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­πό τόν ἥ­λιον, µ­έ χί­λι­ες χι­λιά­δες καί µ­ύ­ρι­ες µ­υ­ριά­δες ἀγ­γέ­λους µ­έ δό­ξαν θε­ϊ­κήν».

      Καρ­τε­ροῦ­μεν, πῶς, οἱ Ἀ­φρι­κα­νοί ἀ­δελ­φοί μας θά γί­νουν μέ­λη τί­μια τῆς Ἁ­γί­ας Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας.

       Καρ­τε­ροῦ­μεν, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, Πά­πα καί Πα­τριά­ρχη μου, νά μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­π'­ ἄ­κρου εἰς ἄ­κρον τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τριά­ρχου μας, τοῦ ἑνός Πα­τριά­ρχου τῆς Ἀ­φρι­κῆς, τοῦ δι­α­δό­χου τοῦ Ἀπ. καί Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Μάρ­κου, τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἀ­φρι­κῆς.

       Ναί, καρ­τε­ροῦ­μεν, πῶς θά λάμ­ψει ὁ Σταυ­ρός τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας στήν Ἀ­φρι­κή, γιά τήν δό­ξα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, γιά τήν δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας, ᾧ ἡ δό­ξα καί τό κρά­τος εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων . Ἀ­μήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: