Σε ένα έγγραφο με την ένδειξη «απόρρητο» και «άκρως εμπιστευτικό» και τιτλο «Μνημόνιον παύσεως του αρχιεπισκόπου Σιναίου Δαμιανού εκ της θέσεως του ηγουμένου της Μονής του Όρους Σινά και αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ» τα μέλη της αδελφότητας που αποφάσισαν «πραξικοπηματικά» κατά τον Ηγούμενο Δαμιανό την παύση του αναλύουν το πλήρες σκεπτικό πίσω από τις ενέργειες τους ενώ καταθέτουν τις απόψεις τους για το πως οι ίδιοι τον βλέπουν σήμερα.
Το κατηγορητήριο
Στην καρδιά του απορρήτου υπομνήματος βρίσκεται ένα κατηγορητήριο που ξεδιπλώνεται σε δεκάδες σελίδες και περιγράφει με λεπτομέρειες γιατί, κατά τους μοναχούς, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στη θέση του. Το κείμενο συγκεντρώνει κανονικές, ηθικές και διοικητικές αιτιάσεις, οι οποίες, όπως αναφέρουν, «συνθέτουν την εικόνα μιας συστηματικής παραβίασης των Θεμελιωδών Κανονισμών».
Οι μοναχοί ξεκινούν από την προώθηση του νόμου 5224/2025 στην ελληνική Βουλή. Κατά την περιγραφή τους, ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε ο ίδιος στην Αθήνα, υποστηρίζοντας ρύθμιση που εισήγαγε νέο Καταστατικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μονής. Το έγγραφο χαρακτηρίζει την ενέργεια «απρόβλεπτη και αδιανόητη» και κάνει λόγο για «εσχάτη προδοσία», αφού, όπως υποστηρίζουν, δεν είχε λάβει ποτέ έγκριση από την Αδελφότητα ούτε είχε παρουσιαστεί σε δημόσια διαβούλευση.
Ακολουθεί η κατηγορία της συστηματικής απουσίας. Το υπόμνημα υπολογίζει ότι τα τελευταία χρόνια ο Δαμιανός περνούσε μόλις δύο ή τρεις μήνες στο Σινά, και μάλιστα όχι εντός του Μοναστηριού αλλά σε τουριστικά καταλύμματα. Τονίζουν ότι απουσίαζε ακόμη και από κορυφαίες εορτές, όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίστηκε μόνο για λίγες ώρες και αποχώρησε αμέσως.
Ιδιαίτερη θέση έχει η αναφορά στη συγκατοίκηση με την κ. Α.Κ. Οι μοναχοί επικαλούνται τον Γ΄ Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και σημειώνουν ότι η παρουσία της εξελίχθηκε σε άμεση ανάμιξη στη διοίκηση: πρόσβαση σε αρχεία, αλληλογραφία, ακόμη και στα πρακτικά της Ιεράς Συνάξεως. Στο κείμενο γίνεται λόγος για «υποκατάσταση του ίδιου του Αρχιεπισκόπου».
Στο οικονομικό πεδίο, το κατηγορητήριο είναι εξίσου αιχμηρό. Οι μοναχοί αναφέρονται σε πωλήσεις ακινήτων χωρίς απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, σε «αδιαφανή διαχείριση» εσόδων και σε σημαντική απόκλιση ανάμεσα στα εισοδήματα και στα χρήματα που έφταναν τελικά στη Μονή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουν, από έσοδα άνω των 530.000 ευρώ, στη Μονή διατέθηκαν μόλις 60.000, ενώ οι προσωπικές δαπάνες του Αρχιεπισκόπου ξεπέρασαν τις 62.000.
Σημαντικό μέρος καταλαμβάνει και η υπόθεση των παλιμψήστων χειρογράφων. Το υπόμνημα καταγγέλλει ότι παραχωρήθηκαν δικαιώματα ψηφιοποίησης σε ξένο πανεπιστήμιο χωρίς την έγκριση της Αδελφότητας, με εμπλοκή μάλιστα μελών της οικογένειας της κ. Α.Κ. Η υπόθεση, όπως σημειώνεται, έφθασε μέχρι τις αιγυπτιακές αρχές, οι οποίες κατέσχεσαν υλικό σε έλεγχο στο αεροδρόμιο του Καΐρου.
Τέλος, το κείμενο καταγράφει σειρά διοικητικών παραβάσεων: απόπειρες αποπομπής μοναχών χωρίς αιτία, εγγραφή νέων μελών χωρίς τις προβλεπόμενες διαδικασίες, ακόμη και αναφορά σε πλαστογράφηση υπογραφής μέλους της Ιεράς Συνάξεως.
Συνολικά, το κατηγορητήριο σκιαγραφεί την εικόνα ενός ηγουμένου που –σύμφωνα με την Αδελφότητα– δεν ακολούθησε τους κανόνες που ο ίδιος υπέγραψε με την εκλογή του, αλλά αντίθετα τους παρέκαμψε σε καίρια ζητήματα διοίκησης, οικονομικής διαχείρισης και πνευματικής ζωής.
Η προσωπικότητα του Δαμιανού
Στο ίδιο κείμενο περιγράφεται και η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου. Η Αδελφότητα αναγνωρίζει ότι ο Δαμιανός υπήρξε για δεκαετίες πρόσωπο με απλότητα και πραότητα, αγαπητό στον λαό, και ότι σήκωσε από νεαρή ηλικία το βάρος της ηγουμενίας σε έναν από τους πιο ιστορικούς μοναστικούς τόπους της Ορθοδοξίας.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται, τα στοιχεία αυτά σταδιακά επισκιάστηκαν από την απομάκρυνσή του από την Αδελφότητα, την επιρροή τρίτων προσώπων και την αδυναμία του να λειτουργήσει συλλογικά με τα θεσμικά όργανα της Μονής. Οι μοναχοί κάνουν λόγο για «μεταστροφή» του χαρακτήρα του, η οποία, κατά την περιγραφή τους, οδήγησε σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις.
Το ζήτημα της νομιμότητας
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο υπόμνημα στη νομιμότητα της διαδικασίας παύσης. Ο Αρχιεπίσκοπος υποστήριξε ότι η Γενική Συνέλευση δεν είχε δικαίωμα να συγκληθεί χωρίς τη δική του έγκριση. Οι μοναχοί επικαλούνται το άρθρο 10 των Θεμελιωδών Κανονισμών, όπου προβλέπεται ότι η Συνέλευση μπορεί να συγκληθεί είτε από τον Αρχιεπίσκοπο με την Ιερά Σύναξη είτε από τα δύο τρίτα της Αδελφότητας.
Το σημείο που αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης είναι ο αριθμός των κανονικών μελών. Ο Αρχιεπίσκοπος υποστήριξε ότι τα μέλη ήταν 26, καθώς είχαν εγγραφεί τρεις νέοι μοναχοί. Οι μοναχοί από την πλευρά τους θεωρούν ότι οι εγγραφές αυτές έγιναν από μη έγκυρη Σύναξη και κατά συνέπεια τα κανονικά μέλη ήταν 23. Από αυτούς, 16 υπέγραψαν τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης, ποσοστό που υπερβαίνει τα δύο τρίτα.
Στο έγγραφο αναλύονται και διαφορετικά σενάρια υπολογισμού, με τον αριθμό των μελών να κυμαίνεται μεταξύ 23 και 25. Σε όλες τις περιπτώσεις, σημειώνουν οι μοναχοί, το όριο των δύο τρίτων καλύπτεται.
Σύμφωνα με τις υπογραφές, το έγγραφο συντάχθηκε στις 19 Αυγούστου (6 με το παλαιό ημερολογιο που ακολουθεί η Μονή Σινά) και συντάχθηκε από τον ιερομόναχο Νηφωνα και τους μοναχούς Ησύχιο και Σωφρόνιο που σήμερα βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς που εκδίωξε ο ηγούμενος από τη Μονή
Μια κρίσιμη συγκυρία
Η απόφαση παύσης του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού δεν αποτελεί απλώς ένα εσωτερικό γεγονός για τη Σιναϊτική Αδελφότητα. Έρχεται σε μια περίοδο που η Μονή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία στις σχέσεις της με το αιγυπτιακό κράτος.
Η αιγυπτιακή δικαιοσύνη έχει καταστήσει σαφές ότι θεωρεί τη Μονή ιδιοκτησία του κράτους, στερώντας από την Αδελφότητα κάθε τυπική κυριότητα. Την ίδια στιγμή, οι αρχές του Καΐρου διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα του μοναστηριού ούτε να επηρεάσουν την καθημερινότητα των μοναχών. Ωστόσο, όπως τονίζουν κύκλοι που παρακολουθούν στενά το ζήτημα, οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν αίρουν το ουσιαστικό πρόβλημα: το κράτος δεν αναγνωρίζει στη Μονή το δικαίωμα να αποφασίζει η ίδια για τον εαυτό της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εσωτερική κρίση και η παύση ενός ηγουμένου με πενήντα χρόνια διακονίας αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Η Αδελφότητα καλείται να διαχειριστεί όχι μόνο τις εσωτερικές της πληγές, αλλά και έναν εξωτερικό παράγοντα που, όπως όλα δείχνουν, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο μέλλον της Μονής του Σινά.
Η απόφαση παύσης ενός Αρχιεπισκόπου του Σινά μετά από μισό αιώνα ηγουμενίας αποτελεί εξέλιξη πρωτόγνωρη για την ιστορία της Μονής. Η δημοσιοποίηση του απορρήτου υπομνήματος από τους ίδιους τους μοναχούς δείχνει την πρόθεσή τους να στηρίξουν δημόσια την επιλογή τους και να απαντήσουν στις ενστάσεις περί κανονικότητας.
Στο επίκεντρο βρίσκεται πλέον το ερώτημα για το πώς θα αντιδράσουν τα εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα που διαχρονικά συνδέονται με το Σινά. Η Αδελφότητα δηλώνει ότι ενήργησε εντός των ορίων που της θέτουν οι κανονισμοί και ότι η παύση ήταν αναπόφευκτη. Από την άλλη πλευρά, η μακρά πορεία του Αρχιεπισκόπου και οι δεσμοί του με την παράδοση της Μονής καθιστούν την υπόθεση ζήτημα που ξεπερνά τα στενά όρια μιας εσωτερικής διαφοράς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
Σημείωση του συντάκτη:
Τα 16 σχετικά που αναφέρονται στο μνημόνιο δεν δόθηκαν στην δημοσιότητα από τους μοναχούς.
Το orthodoxia.info δεν δημοσιοποιεί στο ρεπορτάζ του τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο των μοναχών, καθώς δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τις σχετικές κατηγορίες. Οι αναφορές που περιέχονται στο έγγραφο αποτελούν αποκλειστικά θέσεις των συντακτών του εγγράφου και δεν υιοθετούνται από το orthodoxia.info.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου