Γράφει
η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Φθινόπωρο
κ' είχε
αρχίσει η συγκομιδή, κοινώς
το μάζεμα των ελιών. Ο Ανδρέας με τη
Μαρία δεν είχαν δικά τους λιόφυτα. Φτωχοί
άνθρωποι, όλο τους το βιος λίγη σταφίδα
που τους έδινε ένα μικρό εισόδημα το
χρόνο, όπου κι αυτό πήγαινε στην Αγροτική
Τράπεζα για χρέη κι
ένα μικρό περιβόλι με πορτοκάλια,
λεμόνια, μανταρίνια, ίσα για να τρώει η
φαμελιά και να δίνουν και στους γειτόνους
από λίγα.
Ζούσαν
οι δυο τους με τους γονείς του Ανδρέα,
μέχρι που συγχωρέθηκαν κι αυτοί με τον
καημό πως δεν γνώρισαν εγγόνια, αφού ο
Ανδρέας ήταν μοναχοπαίδι. Κατηγορούσαν
τη Μαρία γι'
αυτό. Ήταν τα χρόνια που δεδομένο θεωρείτο
ότι, αν ένα ανδρόγυνο δεν
αποκτούσε παιδιά, φταίχτης μόνο και
πάντα ήταν η
γυναίκα, στην οποία έπεφτε όλη η
κατακραυγή, όχι μόνον
από τον άνδρα και τη φαμελιά του, αλλά
σχεδόν και την κάθε μικρή ή μεγάλη
κοινωνία του τόπου που ζούσαν.
Όσο
ζούσαν οι γέροι προσπαθούσε ο Ανδρέας
να μην τα βάζει κι αυτός, φανερά
τουλάχιστον, με τη Μαρία - αρκετές
επιθέσεις και μπηχτές δεχόταν από τα
πεθερικά που δεν έχαναν ευκαιρία να της
το θυμίζουν. Ιδιαίτερα όταν η αδελφή
της Μαρίας γέννησε δίδυμα με το που
παντρεύτηκε. Πήγαν να συγχαρούν τους
συμπεθέρους και με ύφος ιερομάρτυρα η
πεθερά ιδιαίτερα, αναστενάζοντας απανωτά
και πολύ μελοδραματικά ούτε λίγο ούτε
πολύ είπε πως… λάθος αδελφή διάλεξαν
για τον μοναχογιό τους.
Η
Μαρία έσκυβε το κεφάλι κι ένιωθε φοβερά
υπεύθυνη και ένοχη που δεν κάρπιζε η
μήτρα της, για την ανικανότητα της να
«πιάσει» παιδί. Για να ισορροπεί κάπως
την κατάσταση σκοτωνόταν όλη μέρα να
φροντίζει τόσο τον άνδρα της όσο και τα
πεθερικά - δούλα είχε καταντήσει, να
τρέχει στο αμπέλι και στο περιβόλι και
να κάνει εκείνη, κλάδεμα, σκάψιμο, τρύγο
κι ό,τι άλλο χρειαζόταν, ενώ ο Ανδρέας
πέρναγε τις περισσότερες ώρες του στο
καφενέ του χωριού μπεκροπίνοντας και
παίζοντας πρέφα για να πνίγει τον καημό
του με την παντρειά που έκανε.
Κάποιοι
από το χωριό τον συμπονούσαν για την
ατυχία του, άλλοι όμως τον κάκιζαν που
άφηνε τη γυναίκα του να φορτώνεται όλες
τις βαριές δουλειές, έτσι αδυνατούλα
κι αδύναμη που ήταν κι εκείνος κοπροσκύλιαζε
μέρα-νύχτα.
-
Άντε και να πιάσει παιδί με τόσον κόπο
και τόσα βάρη που σηκώνει όλη μέρα. Αλλά
τι να περιμένει το κορίτσι με τον
αχαΐρευτο που παντρεύτηκε! Μωρέ, κάτι
ξέρει ο Θεός και δεν του δίνει παιδί. Έτσι
κουβέντιαζαν πολλοί χωριανοί, άνδρες
και γυναίκες.
Λες
και δεν έφταναν όσοι τα 'βαζαν
με τη Μαρία, ακόμα κι οι γονείς της δεν
έδειχναν την απαιτούμενη συμπαράσταση
στο παιδί τους. Η μεν μάνα
της την ορμήνευε να σκύβει το κεφάλι
και να μην αντιμιλάει ό,τι και να ακούει,
γιατί μπορεί να μη φταίει, αλλά κι εκείνοι
έχουν τα δίκια τους, ο δε πατέρας της
από φόβο μπας και την στείλουν πίσω και
τι να την κάνει μετά, αφού όλος ο κόσμος
ξέρει το κουσούρι της, προσπαθούσε να
αποδείξει σε όλους με την άσχημη
συμπεριφορά του απέναντί
της ιδιαίτερα μπροστά στα πεθερικά και
στο σόι του Ανδρέα πως κι ο ίδιος δεν
την συγχωράει.
Όσο
ζούσαν τα πεθερικά η Μαρία προσπαθούσε
με νύχια και με δόντια να αποφεύγει τους
καυγάδες με τον Ανδρέα, γιατί είχε να
αντιμετωπίσει και τους τρεις. Όταν όμως
άφησαν τα εγκόσμια οι γέροι που τους
γεροκόμησε η Μαρία σαν την πιο στοργική
κόρη, άλλαξαν τα πράγματα. Είχε μεγαλώσει
και ωριμάσει η ίδια κι έβλεπε πόσο άδικοι
ήταν όλοι μαζί της. Τι έφταιγε αυτή σε
τελευταία ανάλυση; Σάμπως το 'ξερε
πως δεν θα έπιανε παιδί; Όλα όσα κρατούσε
μέσα της τόσα χρόνια άρχισε δειλά στην
αρχή, πιο θαρραλέα όπως περνούσαν τα
χρόνια, να τα βγάζει και να κάνουν
ομηρικούς καβγάδες με τον Ανδρέα που
ήταν τεμπελόσκυλο κι ούτε στις εξωδουλειές
δεν πήγαινε -ως όφειλε σαν άνδρας- παρά
τα περίμενε όλα από κείνην. Άσε που
άρχισαν να μπαίνουν και ψύλλοι στ'
αυτιά της μήπως έφταιγε εκείνος και γι'
αυτό δεν δέχτηκε ποτέ να πάνε σε γιατρό!
Κόντευε
τα 45 ο Ανδρέας όταν άνοιξε Κοινοτικό
Ιατρείο στο χωριό τους. Ο γιατρός νέος,
τόσο σε ηλικία όσο και στο επάγγελμα,
γεμάτος ενθουσιασμό κι ζήλο! Θέλησε να
γνωρίσει από κοντά όλους τους κατοίκους
που κλήθηκε να φροντίζει για όσο διάστημα
θα υπηρετούσε εκεί. Ο ίδιος καταγόταν
από ένα ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας
κι ερωτεύτηκε το όμορφο νησί. Άρχισε,
λοιπόν, όχι μόνο τις εξερευνήσεις για
να γνωρίσει καλά τον τόπο, αλλά και τις
επισκέψεις σε κάθε σπίτι χωριστά για
να εξοικειωθεί με τους κατοίκους.
Ενθουσιάστηκαν οι χωριανοί από την
προθυμία του γιατρού και το σεβασμό που
τους έδειχνε.
Πήγε
να γνωρίσει και «τους άκληρους», όπως
αποκαλούσαν την Μαρία και τον Ανδρέα
στο χωριό. Αφού γεύτηκε τις ωραίες
νοστιμιές και τα τραταρίσματα της της
νοικοκυράς, έπιασε κουβέντα και με τους
δυο ο γιατρός. Αρπάχτηκε από τη μοναδική
αυτή ευκαιρία η Μαρία κι ανάφερε τον
καημό τους που δεν είχαν παιδί.
Επιφυλακτικός ο γιατρός απέφυγε τις
πολλές ερωτήσεις, ρώτησε μόνο αν είχαν
επισκεφτεί γιατρό να εξεταστούν, μήπως
είχε κάποιο πρόβλημα ο ένας από τους
δυο, που μπορεί και να διορθωνόταν.
Αντέδρασε κάπως άσχημα ο Ανδρέας, εκείνος
μια χαρά ήταν, η γυναίκα του θα είχε
κουσούρι. Ζήτησε
από τον Ανδρέα όμως, να περάσει καμιά
μέρα από το Κοινοτικό Ιατρείο να του
κάνει μια εξέταση αίματος, μήπως έχει
αναιμία γιατί του φάνηκε κάπως χλωμός.
Στο
ιατρικό ιστορικό που χρειάστηκε να του
πάρει, υπό εχεμύθεια του είπε ο Ανδρέας
ότι είχε περάσει παρωτίτιδα
όταν ήταν στο Στρατό, κοινώς «παραμαγούλες».
Παρακάλεσε το γιατρό να μην το αποκαλύψει
σε κανέναν γιατί θα είναι πολύ δύσκολη
η θέση του μετά, τόσο από τους χωριανούς
όσο κι από τη Μαρία. Όλοι γνώριζαν και
πίστευαν, πως άνδρας που πέρασε
παραμαγούλες, έμενε στείρος. Θορυβήθηκε
ο γιατρός γιατί ενώ λόγω ιατρικού
απορρήτου δεν θα πρόδιδε το μυστικό του
ασθενή του, ταυτόχρονα όμως μίλησε πολλή
ώρα στον Ανδρέα και του εξήγησε πόσο
άδικο είχε και πόσο άσχημα έκανε που το
έκρυψε από τη γυναίκα του, όχι μόνο πριν
το γάμο ως όφειλε, αλλά ούτε μετά το γάμο
με τις γνωστές συνέπειες. Μικρή η κοινωνία
του χωριού είχε ενημερωθεί για την
κατακραυγή του ίδιου και της οικογένειας
του επειδή δεν «έπιασε» παιδί η Μαρία.
Για
πρώτη φορά ο Ανδρέας, άρχισε κάπου να
νιώθει τύψεις. Οι σκέψεις του τριβέλιζαν
το μυαλό μέρα-νύχτα κι έχασε την ηρεμία
του. Όταν λίγους μήνες αργότερα πήγε να
εξομολογηθεί για να κοινωνήσει του
Αγίου Ανδρεός, όπως συνήθιζε κάθε χρόνο,
δεν άντεξε το βάρος του μυστικού που
χρόνια κουβαλούσε μέσα του και το
φανέρωσε στο γέρο ιερέα. Ο καλός παπάς
τον ορμήνεψε να πάνε μαζί με τη Μαρία
μια μέρα και θα τον βοηθήσει εκείνος
όχι μόνο να το ομολογήσει στη γυναίκα
του, αλλά κι ο ίδιος ο ιερέας θα της
μιλούσε. Έμεινε άφωνη η Μαρία με αυτά
που άκουσε. Ντράπηκε μπροστά στον παπά
να ξεσπάσει.
Από
κείνη την ημέρα όμως όλα άλλαξαν. Σήκωσε
ψηλά το κεφάλι η Μαρία, αλλά παράλληλα
δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον Ανδρέα,
όχι μόνο που της στέρησε την μητρότητα,
αλλά και για τη μίζερη ζωή που πέρασε
όλα αυτά τα χρόνια. Πώς να του συγχωρήσει
ότι,
γνωρίζοντας πως εκείνος
είναι ο φταίχτης, δεν έκανε τίποτα για
να την προστατέψει από τα πεθερικά και
όλους που την έβλεπαν με μισό μάτι. Επί
πλέον την κατηγορούσε κι εκείνος κι ας
γνώριζε την αλήθεια.
Οι
καβγάδες στο ανδρόγυνο καθημερινοί κι
όλο πιο άσχημοι. Άκουγε η γειτονιά,
σχολίαζαν όλοι και οι
πάντες κατέκριναν τον
Ανδρέα για την ανανδρία του και για την
αδικία. Άλλοι πάλι έλεγαν αφού πέρασε
έτσι η ζωή τους τι το 'θελε
ο χριστιανός και της είπε τώρα την
αλήθεια; Κι οι καβγάδες όλο και περίσσευαν.
Η Μαρία όμως ήταν καλός και ήσυχος
άνθρωπος, αλλά της ήρθε κεραμίδα αυτό
που έμαθε τόσο αργά. Κάποιες φορές
σκεφτόταν πως και νωρίτερα να το μάθαινε
δεν θα άλλαζε τίποτα, αφού -έτσι και
αλλιώς- το διαζύγιο ούτε σαν έννοια δεν
το γνώριζε, αλλά τουλάχιστον δεν θα είχε
υποστεί τόσα βάσανα από την πεθερά,
ακόμα κι από τους δικούς της. Κι ούτε θα
γινόταν δούλα σε όλους κι από πάνω να
την βλέπουν όλοι με μισό μάτι και να της
φέρονται τόσο άσχημα.
Όμως,
μεγάλος γιατρός ο κυρ Χρόνος, επουλώνει
ή τουλάχιστον μαλακώνει όλες τις πίκρες
κι όλες τις πληγές. Βοήθησε κι ο Ανδρέας
που, αναγνωρίζοντας επιτέλους,
πόσο άδικος στάθηκε, συμπονούσε τη
γυναίκα του, ανάλαβε εκείνος τις εξωδουλειές, περιόρισε το κρασί κι έγινε
καλός νοικοκύρης, έστω κι αργά.
Ήταν
πάλι εποχή που μάζευαν ελιές οι χωριανοί.
Κι όπως πάντα, τους πήγαιναν αρκετές
ελιές ώστε να τις φτιάξουν με διάφορους
τρόπους για να έχουν να πορευτούν όλη
τη χρονιά μέχρι την καινούρια σοδειά.
Έτσι, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά το
ανδρόγυνο. Η Μαρία έβρασε αρκετές μαύρες
χοντρές ελιές για να τις απολαύσουν
φρέσκες. Έβαλαν μπροστά να κάνουν άλλες
τσακιστές-βλαστάδες, άλλες «μαραμένες»
στο μαλαθούνι (:καλάθι), με μπόλικο αλάτι,
στρώση ελιές στρώση αλάτι, άλλες
κολυμπάδες κ.λπ.
Ο
Ανδρέας είχε μπροστά του ένα μεγαλούτσικο
μαλαθούνι με πράσινες ωραίες ελιές και
καθισμένος έξω τις τσάκιζε μία-μία πάνω
σε μια ίσια πέτρα που είχαν για αυτό το
σκοπό και δίπλα ένα μεγάλο τενεκέ γεμάτο
νερό όπου τις έριχνε μέσα. Τι έγινε και
τι έφταιξε και πιάνει τρικούβερτο καβγά
το ανδρόγυνο. Φώναζε ο ένας φώναζε ο
άλλος, άκρη δεν έβγαζες. Από τις πολλές
φωνές μαζεύτηκαν γύρω κάμποσοι από τους
γειτόνους να δουν τι συμβαίνει.
Διαπιστώνοντας πως δεν έτρεχε και τίποτα
σοβαρό, το διασκέδαζαν κι οι ίδιοι όπως
λίγο πολύ το διασκέδαζε και το
αντρόγυνο, ιδιαίτερα η
Μαρία που επίτηδες τον τσίγκλαγε,
μισοαστεία μισοσοβαρά.
Φουντώνει
άσχημα κάποια στιγμή ο Ανδρέας γίνεται
κατακόκκινος σαν τον… πιπιριόνο
(:κόκκινη πιπεριά), τον βλέπει η Μαρία
και… Xριστιανέ μου πώς κάνεις έτσι; Θα
σε εύρη «κόλπο» μάτια μου (:εγκεφαλικό)
και δεν θα προλάβεις να φας ούτε
Κολυμπάδες, μήτε
Βλαστάδες. Και τότε ο Ανδρέας έτσι
φουντωμένος και κατακόκκινος, είπε
εκείνο το ωραίο: Kαι τι
σε κόφτει εσένα, αν δεν τις φάω εγώ θα
τις φάνε άλλοι!
Αποφορτίζεται
η ατμόσφαιρα, ξεσπάνε όλοι οι παρευρισκόμενοι
σε γέλια κι εκείνο το… αν δεν τις φάω
εγώ θα τις φάνε άλλοι, έγινε κάτι σαν
σλόγκαν, για τους χωριανούς που το έλεγαν
σε παρόμοιες περιπτώσεις και από κάποιους
παλιούς, λέγεται ακόμη.
δ.μ.
2 σχόλια:
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ Η ΑΦΗΓΗΣΗ Η ΕΙΝΑΙ ΑΛΙΘΗΝΗ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΗ ΔΙΟΝΥΣΙΑ !!!
ΤΕΛΕΙΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Δημοσίευση σχολίου