e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Εάν χάσουμε την πνευματική όραση

ΟΜΙΛΙΑ  ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 
της Κυριακής Γ΄ Ματθαίου 
17 Ιουνίου 2018 
(Ματθ. στ΄ 22-33)

Γράφει ο π. Αναστάσιος Στεργιώτης 


Μεγάλο δυστύχημα για τον άνθρωπο συνιστά κάθε μικρή ή μεγάλη βλάβη των οφθαλμών του. Το μέγιστο, όμως, κακό όλων, είναι η τυφλότητα. Ο τυφλός ζει μέσα στο πυκνό και αδιαπέραστο σκοτάδι. Τού είναι αδύνατον να χαρεί την ωραιότητα της Δημιουργίας και έτσι η ζωή του καθίσταται δύσκολη και μαρτυρική. Όμως, ακόμη μεγαλύτερη και περισσότερο επώδυνη από την τυφλότητα των σωματικών οφθαλμών είναι η τύφλωση της ψυχής. Η τύφλωση η πνευματική, η οποία συνεπάγεται και τύφλωση του νου, της ψυχής και της συνείδησης.

Όταν ο άνθρωπος, με δική του υπαιτιότητα, χάσει το πνευματικό φως, το οποίο ο ίδιος ο Θεός ενστάλαξε μέσα του, τότε είναι χαμένος και απόλυτα δυστυχής. Ο άνθρωπος πλάστηκε να αγαπά το καλό, την αρετή, το δίκαιο, την ηθική, τον ηρωισμό, την καλοσύνη και την φιλανθρωπία. Έχει μέσα του το άγρυπνο θείο μάτι της συνειδήσεως, το οποίο άλλοτε τον επαινεί και άλλοτε πάλι τον ελέγχει, αποτελώντας τον οδηγό του στην πορεία προς τον ορθό δρόμο. 

Αν ο άνθρωπος χρησιμοποιήσει καλά αυτά τα θεία δώρα, τότε σώζεται και θεώνεται. Αν όμως τα αγνοήσει και τα αφήσει να σκοτισθούν και να αμαυρωθούν, τότε οδηγείται στη σωματική και, κυρίως στην ψυχική απώλεια. Σκοτίζεται το μυαλό του, διαστρέφεται η καρδιά του και τυφλώνεται ηθικά. Δεν βλέπει το καλό, μισεί την δικαιοσύνη, κυριεύεται από μανία κατά των συνανθρώπων του και επιχειρεί ποικιλοτρόπως να τους βλάψει. Εγκαταλείπει μόνος τον Θεό και τον υβρίζει με τα λόγια και τις πράξεις του.

Πολλές φορές οι βιοτικές μέριμνες τον συνθλίβουν και τον παρασύρουν. Τον κάνουν αγχώδη, είτε είναι φτωχός, είτε είναι πλούσιος. Ό,τι αποκτά το θεωρεί λίγο και ανεπαρκές, θέλοντας να το αυξήσει με κάθε τίμημα. Θεωρεί τον άλλον εχθρό του και αίτιο της αποτυχίας του. Αμφιβάλλει για το παρόν και φοβάται για το μέλλον, διότι ξέρει πολύ καλά ότι τα υλικά αγαθά κάποτε μπορεί να χαθούν οριστικά.

Ο Θεός επαινεί την έντιμη εργασία. Εξάλλου, κάθε καρπός της γης οφείλεται στην θεία μέριμνά Του. Όμως, στηλιτεύει την πλεονεξία και τον υλισμό. Ας τα αποφύγουμε κι εμείς, λοιπόν, αυτά και ας περπατήσουμε ως «τέκνα φωτός», όπως -άλλωστε- μας τόνισε ο Απόστολος  Παύλος. Γένοιτο!

Το Σκανταλέτο, η Παπίτσα και το Καλάμι

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

- Άφησέ τα και θα τα σιδερώσω εγώ, μεθαύριο που θα γυρίσω. Έτσι μου είπε η μακαρίτισσα η πεθερά μου εκείνη την πολύ μακρινή μέρα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1960!

Νύφη, ολίγων ημερών εγώ. Δεν είχα κλείσει ούτε τα είκοσι ακόμη. Η πεθερά μου, μια πολύ καλή γυναίκα, βασανισμένη και πικραμένη.  Χήρεψε νεότατη μες στη φωτιά του πολέμου, όταν ο άνδρας της και άλλα επτά άτομα από τα γύρω χωριά χάθηκαν, γυρίζοντας με τη βάρκα από «απέναντι», που είχαν πάει να ανταλλάξουν κοσμήματα, ασπρόρουχα κ.ά. με λίγο καλαμπόκι ή  στάρι για να μην πεθάνουν από πείνα με την κατοχή. Έμεινε με δύο μικρά παιδιά κάτω των εννιά χρονών, χωρίς το παραμικρό στήριγμα, ούτε πεθερά ή πεθερό ούτε κουνιάδο, πατέρα, μάνα αδελφό. Μία μεγαλοκουνιάδα μόνο και την αδελφή της παντρεμένη στο Γαλάρο από όπου και η καταγωγή της. Έγινε Πατέρας και Μάνα για τα ορφανά της, αγωνίστηκε, πάλεψε, γονάτισε άπειρες φορές, αλλά τα παιδιά της δεν ένιωσαν πολύ έντονη την ορφάνια και την έλλειψη του πατέρα.

Εκείνη την μακρινή μέρα, λοιπόν, της ζήτησα να μου δείξει πώς ανάβουν την παπίτσα, εκείνο το πολύ βαρύ σίδερο, που το άνοιγες, έβαζες μέσα με το σκανταλέτο κάρβουνα που είχες ανάψει φωτιά νωρίτερα και σιδέρωνες τα ρούχα!

Ολόκληρη ιεροτελεστία, λεπτή και δύσκολη φοβερά, για άτομο σαν την αφεντιά μου που είχα δει παπίτσα μόνο στο Μπανάτο, στο σπίτι της Νόνας μου, όταν πήγαινα στις διακοπές, από μικρό παιδί και φυσικά δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να μυηθώ στα μυστικά της τέχνης, αφού στο σπίτι μας στην Μπόχαλη είχαμε ηλεκτρικό σίδερο, που κι αυτό σπανιότατα το χρησιμοποιούσα.

Ήταν γλυκός άνθρωπος η Τασία και προσπάθησε να με αποθαρρύνει από την κουτουράδα να ανάψω φωτιά, λες κι ήξερα πώς. Άντε να ανάψεις φωτιά, να την συνδαυλίζεις για να μην σβήσει, να βρεις να βάλεις κούτσουρα ώστε να πέσουν κάρβουνα, να τα βάλεις με τέχνη στο σκανταλέτο, ώστε να μην καείς, αλλά και να μην πέσει στάχτη, να τα βάλεις στην παπίτσα και να σιδερώσεις!

Έλα μου, όμως, που με το ατζάρντο των δεκαεννιά και κάτι χρόνων μου και με τη φιλοτιμία να προσφέρω και να μην τα περιμένω όλα από την πεθερά μου, αλλά και από εγωισμό, να την εντυπωσιάσω πως δεν είμαι άχρηστη, αποφασισμένη να σιδερώσω! Αφού με είδε ανυποχώρητη, μου εξήγησε  όχι μόνο πώς να ξεπεράσω τις δυσκολίες να φτιάξω κάρβουνα, αλλά και τι να κάνω αν κάποια στιγμή το σίδερο δεν καίει αρκετά.

Λίγες ώρες αφότου έφυγε, καταπιάστηκα με το άναμμα της φωτιάς, μετά από μύριους κόπους κι αφού στραβώθηκα από την κάπνα, γιατί δεν ήταν πολύ ξερά τα ξύλα και δεν άναβαν εύκολα, κατάφερα να πέσουν κάρβουνα, μισοκάηκα για να τα βολέψω στο σκανταλέτο, αλλά συνέχισα. Σιδέρωσα ένα σεντόνι και δυο μαξιλαροθήκες πρώτα για να… πάρω τον αέρα και να μην ηττηθώ από την παπίτσα κι όλο καμάρι σαν το γύφτικο σκεπάρνι, παίρνω μετά ένα άσπρο πουκάμισο του συζύγου. Άφησα τελευταίο τον γιακά, αλλά μέχρι τότε το σίδερο δεν έκαιγε αρκετά! Θυμήθηκα τα λόγια της πεθεράς μου «άνοιξε το σίδερο και φύσηξε να φύγουν οι στάχτες», για να ανάψουν τα κάρβουνα. Αυτό κάνω και….ω συμφορά…μια σπίθα επέλεξε να καθίσει μπροστά-μπροστά στο γιακά, διακοσμώντας τον με μια ωραία τρυπίτσα! 

Αχ, βρε Τασία, αχ… Αχ, που δεν κατάλαβες με τι ανίδεο πλάσμα είχες να κάνεις.  Προφανώς, κατάλαβες γι' αυτό και προσπάθησες τόσο πολύ να με πείσεις να αφήσω τα ρούχα να τα σιδερώσεις εσύ! Πού να πάει το μυαλό σου, όμως, ότι εγώ ναι μεν πρόθυμη, αλλά τελείως άσχετη… Εσύ καλά μου είπες να το ανοίξω και να φυσήξω… Χάθηκε να μου εξηγήσεις πως δεν το φυσάμε επάνω από το πουκάμισο, αλλά βγαίνουμε έξω; Ένα κακομαθημένο παιδί της πόλης με όλες μου τις ανέσεις μέχρι τότε που πήγαινα και σχολείο μέχρι πριν λίγους μήνες, τι ήξερα από χωριάτικη ζωή κι έλλειψη ακόμα και των βασικών!

Κάποια στιγμή, ήρθε ο σύζυγος, κάπως ντροπιασμένη του ομολόγησα τα κατορθώματα μου, με παρηγόρησε με τα συνήθη, όπως, δεν πειράζει εσύ να 'σαι καλά κ.λπ. Όταν επέστρεψε η Τασία, της εξομολογήθηκα δειλά-δειλά τι έκανα κι από κει και μετά…απαγορευμένος καρπός για μένα η παπίτσα! Άλλωστε, λίγους μήνες μετά φύγαμε για την Αθήνα και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω ξανά σκανταλέτο και παπίτσα!

Μια και μ' έπιασε το εξομολογητικό μου, όμως, θα μοιραστώ κι άλλα μαζί σας, όλα αυτά τις πρώτες εβδομάδες μετά τον γάμο μου. 

Σάββατο πρωί και η πεθερά μου πήγε στην εκκλησία, που ήταν ένα Μνημόσυνο. Κι εγώ αποφάσισα να το παίξω νοικοκυρούλα χαρωπή! Δεν είχα πλύνει ρούχα ποτέ μου μέχρι τότε. Η Μαμά μου, έπλενε μόνο τα εσώρουχα μας κλπ. Την μπουγάδα ερχόταν γυναίκα μια φορά την εβδομάδα, όπου έκανε και τις βαριές δουλειές του σπιτιού.  Άκουγα όμως ότι για να πλύνεις χρειάζεσαι σκόνη πλυσίματος, σαπούνι πράσινο για να βγάζεις τις λαδιές  και χλωρίνη. Βάζω, λοιπόν, μπόλικο νερό στη σκάφη από το πηγάδι, μισό κουτί σκόνη ROL και μισό μπουκάλι χλωρίνη. Μαζεύω όλα τα άπλυτα και… άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε, τα ρίχνω  στη σκάφη και σαν καλή νοικοκυρά, τα άφησα μέσα να μαλακώσουν και μετά να τα τρίψω λίγο, γιατί τα άμαθα χέρια μου από δουλειές, άρχισαν να ματώνουν ακόμα και δυο πιάτα να έπλενα. (Ακριβώς για αυτό το λόγο, από τότε μέχρι σήμερα, δεν κάνω καμία δουλειά χωρίς πλαστικά γάντια, πολύ ευαίσθητη η επιδερμίδα κι ανοίγουν με το παραμικρό). Κάνα μισάωρο αργότερα πάω στη σκάφη, ψευτοτρίβω τα ρούχα και στο τελευταίο ξέβγαλμα, άσε που τρόμαξα να τα ξεβγάλω με την υπερβολική ποσότητα Ρολ που έβαλα, όταν δεν είχε πια  αφρούς και τέτοια, διαπιστώνω πως τα περισσότερα έμοιαζαν με έγχρωμο χάρτη της Ευρώπης…

Εκεί που βρήκα το μάστορα μου, όμως, ήταν το στρώσιμο του κρεβατιού με το καλάμι και το αναφουφούλιασμα  του μαλλιού στο στρώμα, ώστε να είναι ομοιόμορφο παντού. Το χωριό Καλλιπάδος, ήταν ένα από τα δύο, το άλλο ήταν το Χουρχουλίδι, που είχε χτίσει η Αγγλία μετασεισμικά κι όλα τα σπίτια  ομοιόμορφα, ανάλογα με τον αριθμό ατόμων στην οικογένεια. Η κουνιάδα μου ήταν ήδη παντρεμένη, έτσι το σπίτι που χτίστηκε για την πεθερά μου και το γιο της, ήταν μικρό. Το δωμάτιο χωρούσε με το ζόρι τη διπλή κουκέτα. Το κεφάλι και τα πόδια της κουκέτας έπιαναν από τοίχο σε τοίχο όλο το μήκος του δωματίου και το ένα πλαϊνό της κουκέτας έπιανε τον πλαϊνό τοίχο του δωματίου, ελεύθερος χώρος μόνο μπροστά. Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε χώρος να περάσω, ώστε να στρώσω το μεγάλο κρεβάτι. Το δικό μου μέχρι που παντρεύτηκα, μολονότι ήταν πολύ εύκολο να το στρώσω, μονό και με στρωματέξ, τις περισσότερες μέρες το έστρωνε η Μαμά μου. Σχολείο πήγαινα, πολύ χαϊδεμένη ήμουν, λεπτεπίλεπτη ήμουν, άψητη από κούραση και νοικοκυριό ήμουνα, αφού όλα τα έβρισκα έτοιμα, τα βρήκα πολύ σκούρα.

 Η πεθερά μου, είχε ένα χοντρό μακρύ καλάμι όπου με αυτό άπλωνε πρώτα το κάτω και μετά  το επάνω σεντόνι γιατί φυσικά δεν έφτανε να το απλώσει. Εκείνη όμως είχε συνηθίσει και το 'βρισκε πολύ εύκολο, μια το σεντόνι με το καλάμι κι απλωνόταν σε όλο το κρεβάτι με την πρώτη! Το ίδιο έκανε και με τις κουβέρτες! Έλα μου, όμως, που εγώ όσο κι αν προσπαθούσα αδύνατον να τα καταφέρω… Εφιάλτης μού είχε γίνει το στρώσιμο του κρεβατιού και το καλάμι.

Το άλλο μέγιστο πρόβλημα, τα στρώματα. Τότε στα χωριά, τα περισσότερα κρεβάτια είχαν δύο στρώματα. Ένα από καλαμία ώστε να δίνει ύψος και όγκο στο κρεβάτι κι ένα από μαλλί, προβατίσιο συνήθως. Κάθε πρωί, έπρεπε να γυρίσουν και τα δυο στρώματα, ώστε και το κρεβάτι να αεριστεί αλλά και τα στρώματα να αναφουφουλιαστούν γιατί το μαλλί ιδιαίτερα, γινόταν μπάλες-μπάλες κι ήταν πολύ άβολο. Το καλαμένιο, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ελαφριά η καλαμία κι εύκολο να την επαναφέρεις και ισιώσεις. Το μάλλινο στρώμα, όμως, όχι μόνο ήταν πολύ βαρύ και δύσκολα το έκανες κουμάντο, αλλά για να αναφουφουλιάσεις το μαλλί και να αφρατέψει, ώστε να είναι αναπαυτικό, αλλά και για να είναι ομοιόμορφο σε όλο το στρώμα, αφού ήταν μονοκόμματο, εξαιρετικά δύσκολο!

Όσες φιλότιμες προσπάθειες και να κατέβαλα, από τη μια, έτσι λεπτούλα που ήμουν, δεν το έκανα κουμάντο, κι απ' την άλλη, με τι χέρια να το αναφουφουλιάσω, ώστε να γίνει αφράτο και να μοιραστεί σωστά το μαλλί σε όλο το στρώμα που ήταν χωρίς υπερβολές διπλάσιο στο βάρος από μένα; Όσο κι αν προσπαθούσα, αλλού βουνό κι αλλού λαγκάδι το αποτέλεσμα… Από την ντροπή μου και την αγωνία μου που δεν τα κατάφερνα, έριχνα μαύρο δάκρυ κάθε πρωί, κρυφά να μη με βλέπουν.

Ευτυχώς κι όλα αυτά έμειναν γρήγορα πίσω, γιατί, πηγαίνοντας στην Αθήνα, απαλλάχτηκα από τους εφιάλτες του σκανταλέτου, της παπίτσας, του καλαμιού και του στρώματος! Μολαταύτα, ειλικρινά σας λέω, μέσα σε έξη μήνες έγινα σχεδόν τέλεια νοικοκυρά, ακόμα και στο μαγείρεμα. Εκτός από την πρώτη μου προσπάθεια να φτιάξω παστίτσιο, για να εντυπωσιάσω Πεθερά και Μαμά, όταν ήρθαν στην Αθήνα να μας δουν, λίγο μετά αφού πήγαμε εμείς. Γι' αυτό, όμως, μιλήσαμε άλλη φορά.
  
Γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι εκεί που υπάρχει θέληση, όλα γίνονται κι όλα τα μαθαίνεις! Άγιο το χώμα που σε σκέπασε αγαπημένε καθηγητή Χρήστο Ρουσέα, που στα δώδεκά μου χρόνια μου δίδαξες πως στη ζωή ΔΕΝ υπάρχει δεν μπορώ, αλλά δεν θέλω! 

δ.μ.