e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Στάμνα, κοινώς βίκα, η θαυματουργή

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Κοιτάζοντας, πρόσφατα, το σωρό από τις στάμνες, βίκες τις λέγαμε παλιά στη Ζάκυνθο, στην ιστοσελίδα Στον Ίσκιο του Ίσκιου, από τους πρόσφατους γιορτασμούς της Ανάστασης, ήλθε στο νου μου ένα παλιό περιστατικό, συνέβη πριν από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του -53, όχι στο Μπανάτο αυτή τη φορά, αλλά στη Μπόχαλη που εφημέρευε ο αείμνηστος παπάκης μου. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από 5-6 χρονών τότε.

Μέναμε στο κελί, έτσι λεγόταν η κατοικία του παπά, κτίσμα συνεχόμενο με την εκκλησία και με ψηλά μουράγια στα πλαϊνά, που επέτρεπε να επικοινωνεί το κελί με την εκκλησία και το καμπαναριό, χωρίς να χρειάζεται να βγούμε έξω. Το πλάτωμα μπροστά από την εκκλησία της Χρυσοπηγής, ήταν πιο φαρδύ τότε, αργότερα, από τις κατολισθήσεις, στένεψε πολύ.

Οι Μποχαλιώτες είχαν συνήθεια, το μεν μεσημέρι οι άνδρες να παίρνουν μια κουρελού για στρωσίδι και να έρχονται να κοιμούνται στη βορινή πλευρά, πίσω από το Ιερό, όπου στο δυνατό ροχαλητό και στα αέρια που εξαπολύαν τους κρατούσε ...σιγόντο το τραγούδι από τα τζιτζίκια και τους δρόσιζε η σκιά και το αεράκι από τα πεύκα, το δε βράδυ να μαζεύονται γυναίκες κι άνδρες μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και στα μουράγια και στη κυριολεξία να διανυκτερεύουν εκεί, τραγουδώντας, παίζοντας κιθάρες, κουβεντιάζοντας φωναχτά σε γλώσσα όχι και τόσο ευπρεπή και λέγοντας ανέκδοτα τις περισσότερες φορές ακατάλληλα όχι μόνο για το χώρο, μπροστά από εκκλησία, αλλά και για εμάς που είμαστε μικρά παιδιά και προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε χωρίς να το πετυχαίνουμε από τα δυνατά γέλια και τις φωνές τους που κρατούσαν μέχρι τα ξημερώματα.

Μάταια προσπάθησε πλείστες όσες φορές ο παπά Σπύρος να τους εξηγήσει, πως δεν ήταν σωστό, ούτε πίσω από το Ιερό να μαζεύονται κάθε μεσημέρι και να χαλάν τον κόσμο με τις φωνές τους, μήτε τις νύχτες στην πόρτα της εκκλησίας μέχρι τα ξημερώματα με φωνασκίες, βωμολοχίες και άλλα, όφειλαν να σεβαστούν το χώρο, αλλά και το γεγονός ότι ακριβώς δίπλα βρισκόταν η οικογένεια του παπά, που δεν μπορούσαν να βρουν ησυχία ούτε νύχτα ούτε μέρα καθώς και άλλοι γείτονες. Δυστυχώς, όλες οι παρακλήσεις και νουθεσίες του, έπεφταν στο κενό. Ντρέπονταν για λίγο και σταματούσαν για μια-δυο μέρες και μετά πάλι τα ίδια.

Ένα βράδυ, αγανακτισμένος ο παπάς, αν θυμάμαι καλά είμαστε άρρωστες κι εγώ και η αδελφή μου με υψηλό πυρετό, ανέβηκε αθόρυβα στο Καμπαναριό γύρω στα μεσάνυχτα με μια μεγάλη βίκα στο χέρι και χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, άφησε να πέσει «εξ ουρανών» η βίκα ακριβώς μπροστά στα πόδια όλων αυτών που αδιαφορούσαν για το ότι ακριβώς δίπλα κοιμόταν οικογένεια και ήταν δυο μικρά παιδιά άρρωστα. Τρομοκρατήθηκαν όλοι και προσπαθούσαν να βρουν από πού προήλθε. Σκοτάδι και ησυχία επικρατούσε στο σπίτι του παπά και γύρω... τρόμαξαν στ’ αλήθεια, τα μάζεψαν και τόβαλαν στα πόδια τρέχοντας.
Την άλλη μέρα, έδιναν κι έπαιρναν τα σχόλια για το πού βρέθηκε η βίκα, αφού ο παπάς που ρωτήθηκε αν άκουσε τίποτα, ασφαλώς δεν είχε ακούσει, είχε μέσα δυο παιδιά άρρωστα, δεν φτάνει η φασαρία και χαλασμός που κάνουν κάθε βράδυ και δεν έβρισκε ησυχία η οικογένεια του, τι θέλουν τώρα;
Μυστήριο μέγα κάλυπτε την όλη υπόθεση, μέχρι που μια γριά που καθόταν εκεί κοντά και είχε και κείνη αγανακτήσει από τη συμπεριφορά τους, αποφάνθηκε πως ασφαλώς αυτά είναι θεϊκά πράματα και μάλλον θαύμα έκαμε η Παναγία η Χρυσοπηγή που είχαν το θράσος μπροστά σχεδόν από την εικόνα Της να φέρνονται έτσι κάθε νύχτα μη σεβόμενοι τίποτα... Διαδόθηκε από στόμα σε στόμα το ...θαύμα, οι περισσότεροι ήλθαν στον παπά ζητώντας του να διαβάσει δέηση για να τους συγχωρήσει η Χρυσοπηγή, υποσχόμενοι ποτέ άλλο να μην φερθούν με τόση αβλάβεια και ασέβεια.

Έκτοτε βρήκε τη γαλήνη και την ησυχία ο ιερός χώρος, αλλά επίσης, η οικογένεια του παπά και αυτοί που έμεναν εκεί κοντά.
Την ησυχία της νύχτας δεν διέκοπταν πλέον οι αγριοφωνάρες και οι βωμολοχίες παρά μόνο τα τριζόνια και κάνας ξενύχτης που ανέβαινε περικοπά, από τα πεύκα ερχόμενος από τη χώρα και που σιγοτραγουδούσε ίσως για να ξορκίζει τα μυστήρια της νύχτας.